Χάρτης 25 - ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-25/afierwma/oi-lexeis-ta-pragmata-kai-oi-aglwssoi-poihtes
«Άπνους ο λόγος, αν όχι του πράγματος» ———Ελένη Βακαλό, Επιλεγόμενα, 1997
Ποια είναι η σχέση του ποιητή με τον κόσμο; Περνά οπωσδήποτε μέσα από τη γλώσσα και τα σκοτεινά της σημεία. Από την ποίηση της Βακαλό ποτέ δεν έλειψαν οι στιγμές αυτοσχολιασμού και αναφοράς στους όρους της ποιητικής δημιουργίας. Καημός και κινητήρια δύναμη της ποιητικής γραφής είναι η εν πολλοίς αυθαίρετη σχέση λέξης-πράγματος, η αγωνία «ο άνθρωπος να ονομάσει τα αληθινά» (Του κόσμου, 1978). Ενσφηνωμένοι στα ποιήματά της είναι οι πρωτεϊκοί προβληματισμοί γύρω από τη φύση και την λειτουργία της γλώσσας στον ποιητικό λόγο. ‘Εύγλωττες’ και οι μεταφορές για τη γλώσσα: η γλώσσα-σκεπή, η γλώσσα-καθρέφτης, η ομιλία - θόλος, υπερυψωμένο αντηχείο πραγμάτων, αλλά και η λέξη-δεντράκι, το όνομα – κόσμος, οι λέξεις – κατοικίδια ζώα, οι λέξεις – παρηγοριά, κ.ά. Τα σχόλια πυκνώνουν ιδιαίτερα στο Του Κόσμου (1978), αλλά και στο ύστατο ποίημά της το 1997 με τίτλο «ΜΙΚΡΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΜΟΥ Το άλλο του πράγματος» που περιλαμβάνεται στο τελευταίο της ποιητικό βιβλίο με τίτλο Επιλεγόμενα (1997) και που αρχίζει με τους εξής στίχους:
Είναι πράγμα
Το άλλο του πράγματος
Γιατί ενάντιο σε μένα
Και όμορφο
Το πλησίον που χάνεται
Το μετατρέπω σε ρήμα
Επιλεγόμενα (21)
Η ποιητική γραφή διασώζει «το πλησίον που χάνεται», ενώ για την μετατροπή του βιώματος σε γλώσσα επιλέγεται γενικευτικά και αφαιρετικά το πλέον πολυσύνθετο μέρος του λόγου, το ρήμα που εκφέρει την ενέργεια ή την κατάσταση στη γλώσσα. Τίποτα δεν χάνεται, για τη Βακαλό, απλά μετατρέπεται· όλη η τέχνη υπάγεται, για τη συγγραφέα, σε αυτή την αλυσίδα ατέρμονων μετατροπών. Η ποίηση είναι κι αυτή για τούτο μια μορφή ενεργήματος, γλωσσικού ενεργήματος:
Ένα κορίτσι στέκεται πάνω στη γέφυρα
Η όψη του δεν θα έφτανε για να υπάρχει
Το ονόμασα και είναι εκεί
Επιλεγόμενα (23)
Η γλώσσα εξημερώνει, ονομάζει τα άγνωρα, μετατρέπει τα θηρία εντός, τα ανήμερα πάθη, σε «κατοικίδια της γλώσσας» (Επιλεγόμενα, 1997, 31). Η σχέση της ποίησης με το πράγμα υπήρξε ένα από τα μεγάλα ζητούμενα για την ποιήτρια Βακαλό, όπως ήδη φαίνεται από τον τίτλο που η ίδια δίνει στην συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων της το 1995 Το άλλο του πράγματος. Ποίηση 1954-1994. Το ‘πράγμα’ δεν είναι το περιγεγραμμένο αντικείμενο και οι σχέσεις του με άλλα αντικείμενα μέσα στον χώρο. Το ‘πράγμα’ των ποιημάτων της είναι ό,τι χωρίζει και ό,τι συνδέει εμάς με τα αντικείμενα, η δική μας σχέση (βιωματική) με τον αισθητό χώρο. Η απόδοση του «πράγματος» στην ποίηση αφορά το βαθύτερο γίγνεσθαι, γι’ αυτό και είναι «άπνους ο λόγος αν όχι του πράγματος» (Επιλεγόμενα, 1997, 23).
Ορισμένοι από τους ωραιότερους –κατά τη γνώμη μου– στίχους αφορούν την αγωνία να αποδοθεί η ζωή του ‘πράγματος’ στο μεγάλο ‘έξω’, την εξορία που η γλώσσα συνιστά, όπως η συγγραφέας αναφέρει, σε μια λακανικού τύπου αναλογική παρομοίωση της γλώσσας με καθρέφτη ή σε μια μεταφορική αντιστοίχιση της γλώσσας με σκεπή ή της ομιλίας με αντηχείο,
Τα πράγματα στον καθρέφτη
Δεν είναι πράγματα
Στη γλώσσα μας το ίδιο
Επιλεγόμενα (26)
Στο θόλο του ομιλουμένου
Η λέξη εξαντλείται ως πράγμα
Και τότε το πράγμα υπάρχει
εξ αρχής
Άγλωσσοι οι ποιητές
γίνονται ποιητές
Έτσι όπως εγώ τους θέλω
Επιλεγόμενα (25, υπογρ. δική μου)
Η γλώσσα σκεπή
Εγώ, ως πράγμα φωνής
Άλεκτο
Η σιωπή αποφασίζει τον λόγο
Αναλογεί σ’ ένα
της μέρος
Επιλεγόμενα (28)
Tο πράγμα γεμίζει στον εαυτό του
Είναι ένα ζώο
Σκοτεινό, πλήρες
Το ζώο-πράγμα βελάζει στη μοναξιά του
Επιμένω ν’ ακούσεις αυτόν τον ήχο
Επιλεγόμενα (29)
Από τους παραπάνω στίχους προκύπτει πως το «πράγμα» αφορά πρωτίστως όσα αισθανόμαστε, αγγίζουμε, ακούμε, βλέπουμε, αυτό που δε λέγεται, το άλεκτο, που όμως έχει οντότητα και υπόσταση. Κοντολογίς, ό,τι βιώνουμε πριν αυτό γίνει αφηρημένη έννοια και κατηγοριοποιηθεί νοητικά, πριν ακόμα φτάσει στη γλώσσα· είναι το «ζώο-πράγμα», οι ζωικές («βελάζει»), μη λεκτικές καταβολές του νοήματος, με δυο λόγια η αρχέγονη, άγλωσση, συγκινησιακή αφετηρία της γλώσσας, γι’ αυτό και θέλει η Βακαλό τους ποιητές της «άγλωσσους». Κάτω από τη «γλώσσα σκεπή» το «εγώ ως πράγμα φωνής άλεκτο», αλλά όχι άφωνο, «αποφασίζει» ωστόσο τον λόγο, «δείχνει» το κομμάτι της εμπειρίας που δεν μπορεί να λεκτικοποιηθεί.
Ο άνθρωπος της Βακαλό είναι ο άνθρωπος των απαρχών· γι αυτόν όλα τα όντα και τα πράγματα έχουν παρουσία και οντότητα, είναι υποκείμενα, έμψυχα. Το αίτημα για έναν βαθύτερο γλωσσικό αρχαϊσμό, για την αρχέγονη ταύτιση γλώσσας και πράγματος υπηρετούν και κάποιες από τις γλωσσικές επιλογές, όπως ο ρυθμός, βασικό χαρακτηριστικό της ποίησης της Βακαλό, το μέτρο, η ελαχιστοποίηση χρήσης ρημάτων, η αποφόρτιση από επίθετα, η εκτεταμένη χρήση ονοματικών φράσεων.
Η Βακαλό πολλές φορές θα προβάλει ποιητικά μια αισθησιοκεντρική βίωση του πραγματικού. Θα μιλήσει για τις καταιγιστικές εικόνες, την πρωτογενή αίσθηση του ήχου της φωνής, τον άγραφο λόγο («κι ανέβαιναν κάτι φωνές αλλά πίσω απ’ τη γλώσσα», Oι παλάβρες της Kυρά Pοδαλίνας, 1984).
Γεφυρώνεται λοιπόν ποτέ το χάσμα ανάμεσα στις αισθήσεις, τα αισθήματα και τις λέξεις; Ναι, απαντά η Βακαλό, οι λέξεις, κι αυτή είναι η δύναμη της γλώσσας, μπορούν να έχουν δράση και επίδραση· στις ευτυχείς της στιγμές η γλώσσα μπορεί να ‘φθάσει’ στον άλλο, να γίνει λόγος παρηγορίας και επούλωσης, απελευθέρωσης, να ημερεύει και να εξανθρωπίζει. Γι’ αυτό και η ποίηση μας ελεεί, όπως χαρακτηριστικά θα πει στο ποίημα «Το θαύμα»: «επρόκειται ο λόγος να με χαρίσει/ Σ’ εκείνη τη φύση που ευθύς του αντιστέκεται/ Του ελέους» (Επιλεγόμενα, 1997, 19). Η δύναμη της λέξης συναντά την μαγική γλώσσα στον ερωτικό λόγο. Οι λέξεις «αγάπη μου» ως άλλος θαυματοποιός λόγος, κατορθώνουν μια πλήρη ανταπόκριση γλώσσας-κόσμου. Αυτές τις ευτυχείς στιγμές το ανθρώπινο υποκείμενο βιώνει την άρση της μοναχικής του συνθήκης, την ακύρωση της διαιρετικής εξορίας στην γλώσσα των αφηρημένων συμβόλων.
Δεντράκι η λέξη «αγάπη μου»
Το κλαδεύω, το ποτίζω
Αυτήν λέω
Ξαναλέω
Επιλεγόμενα (25)
Ο ερωτικός λόγος είναι επιτελεστικός. Στον έρωτα η γλώσσα γίνεται πράξη, το όνομα της αγαπημένης ο κόσμος.
Στα πλαίσια της αισθησιοκεντρικής βίωσης του κόσμου η Βακαλό εξαίρει την τυφλότητα την οποία συνδέει με μια αλληγορία για την ποίηση, στο ποίημα Η Έννοια των Τυφλών (1962). Η τυφλότητα συνδέεται με την αθώα εν-όραση και, σε ένα δεύτερο επίπεδο -που προοοικονομείται όμως έντονα στο ποίημα- με την ποίηση. Η συλλογή αρχίζει με τον τυφλό, έγκλειστο σε ένα δωμάτιο, που προχωρεί «αγγίζοντας ένα-ένα τα πράγματα/ κι αλλοιώνοντας τις διαστάσεις τους» (Η Έννοια των Τυφλών, 1962, 72). Η πάλη και η αγωνία μιας ύπαρξης που κινδυνεύει μεταφέρεται μέσα από εικόνες που γρήγορα εναλλάσσονται μέσα στο ποίημα. Ο τυφλός γνωρίζει τον κόσμο από την αφή, τις σκιές, τους ήχους και τα ακούσματα, τους θορύβους, τα φτερουγίσματα των πουλιών,
Κι αν γέμισε αυτό το ποίημα μου φτερουγίσματα
Είναι γιατί τα πουλιά τ’ ακούς
Δεν τα βλέπεις μόνο
Θ’ αρχίσω τώρα να στέλνω εγώ
Από μια νύχτα
Πουλιά
(Η Έννοια των Τυφλών, 1962 78-79)
Ο τυφλός είναι ο άνθρωπος της αφής και της ακοής, της ποίησης και του συναισθήματος, της φαντασίας και της μνήμης. Τυφλοί -μέσα στο πλήθος- είναι και ο μάντης, ο ραψωδός, ο έφηβος, στο ποίημα «Ο θρύλος τους»:
Μεγάλοι έφηβοι υπνοβάτες διαφεύγουν
Τα ποιήματα τα μαντεύουν <…> αγρεύουνε το πουλί της
ποιήσεως <…>
Στη φωνή τους θα στέκεται ένα τοπίο τρέμοντας απ’ τα χρώματα
όλα επάνω.
Αυτός που μετράει στ’ αλφάβητο της κραυγής που επιπλέει το
πέρασμα στην έρημο των λαών
Σαν όρθιο ραβδί πριν γλιστρήσω βυθίζει ο κίνδυνος τη φωνή μου,
ακούγεται, θα ακούγεται κάθε νύχτα από τ’ ανοίγματα του
αέρα κι ούτε το κυπαρίσσι δεν έχει γύρω του τόσο σφιχτό
το σώμα της σκιάς
(Η Έννοια των Τυφλών, 1962, 74-75)
Η υπερεικόνα του υπνοβάτη- ποιητή- μάντη- έφηβου απηχεί τους θρυλικούς τυφλούς της ελληνικής ιστορίας: ο Όμηρος, και ο τραγικός Οιδίποδας, ο μάντης Τειρεσίας. Η τυφλότητα, η ποίηση, ο ‘μαντικός’ λόγος συνδέονται ήδη από την αρχαιότητα. Ο τυφλός της Βακαλό στην αρχή του ποιήματος είναι αυτός που δεν βλέπει ακόμα, ενώ στο τέλος, κατορθώνει και αντικρύζει, τον ήλιο, έναν ‘νεωτερικό’ ήλιο ωστόσο, με μαύρη χλόη στις παρυφές του, με σκοτάδι:
Εφηβεία καινούργια με χλόη που μαύρη, τώρα καθώς το μπορούσα
κατάματα να βλέπω τον ήλιο, στις παρυφές του φυτρώνει
Κι όπως τότε που έρωτα περιμένοντας την καρδιά μου φοβόμουν
Πολλά γύρω μου και αόριστα κι ακοές πιο ωραίες
Όπως πάντα πλησιάζοντας τη σιωπή και οι ψίθυροι και τα νεύματα που διακρίνεις
Όλα μοιάζαν πως χάνονταν κι όλα τότε ξανοίγαν
Νοσταλγία αργής μεταμόρφωσης συνοδεύει το ποίημα
(Η Έννοια των Τυφλών, 1962, 82)
Για να επικρατήσει το φωτεινό κομμάτι του κόσμου απαιτείται μια επώδυνη διαδρομή που καταλήγει στο αντίκρισμα του ήλιου «κατάματα» («τώρα καθώς το μπορούσα/ κατάματα να βλέπω τον ήλιο»). Ωστόσο, ο ήλιος της Βακαλό είναι περιγεγραμμένος το σκοτάδι του, τον συναντάμε και αλλού σε συζεύξεις – μεταφορές όπως «κατάμαυρος ήλιος» (Περιγραφή του σώματος, 1959, 64), αλλά και στο ζεύγμα φως-σκότος που διαπνέει τα ποιήματα της ως κλίμακα των φωτοσκιάσεων από το άσπρο στο μαύρο, τη σκια ή το θαμπό φως, από την πλήρη λάμψη έως το σκοτάδι. Στο χρώμα εξ άλλου δεν αναφέρεται παρά μόνο σπάνια η ποίηση της Βακαλό –εκτός ίσως από το κόκκινο του αίματος (π.χ. «της νύχτας του αίματος» Περιγραφή του σώματος, 1959, 64). Αναγνωρίζουμε και εδώ την ιδιοσυστατική ποιητική της συγγραφέως: αντιδιαστολή όσο και συνύπαρξη των αντιθέτων, του ψυχρού φαίνεσθαι και του θερμού αισθάνεσθαι.
Την ποιητική συλλογή Η Έννοια των Tυφλών (1962) η Νόρα Αναγνωστάκη χαρακτήρισε εύστοχα και με πρώιμη οξυδέρκεια ως «ένα από τα σημαντικότερα ποιητικά βιβλία που γράφτηκαν ποτέ σε νεοελληνική γλώσσα» («Προοίμιο στην ποίηση της Ελένης Βακαλό», 1995, 120). Τα ορατά, όσα βλέπουμε, μας τυφλώνουν, η φαινόμενη επιφάνεια των πραγμάτων γίνεται εκτυφλώνουσα οφθαλμαπάτη. Η ποίηση που κατοικεί την ίδια την πραγματικότητα περιμένει να την δούμε· η ζωή μας υποχρεώνει να την δούμε, δηλ. να την ζήσουμε. Δεν πρέπει, για τούτο, να εθελοτυφλούμε, αλλά να επωμιστούμε την «φριχτή ευθύνη της οράσεως που μας εξομοιώνει με τους τυφλούς» (Αναγνωστάκη, 1995, 117).
Τι είναι, λοιπόν, ποίηση;
Η Βακαλό θέλει την ποίηση απλό λόγο και όχι πεποιημένο, με εκζήτηση· λόγο που συγγενεύει με τον προφητικό λόγο (Έννοια των τυφλών, 1962), τον ερωτικό (Του κόσμου 1978) ή τον αυθόρμητο λόγο (Το δάσος 1954, Του κόσμου 1978), τον παιδικό λόγο: «Παιδική γλώσσα που έχουμε όλοι, αυτήν σου μιλώ» (Γενεαλογία 1971,154).
Αναζητεί την εμβάπτιση της γλώσσας στην αθωότητα, πιστεύει σε εκείνη την αρχέγονη δύναμη της γλώσσας που φωλιάζει στις πιο δημιουργικές της μορφές. Η γλώσσα δεν χρειάζεται ‘ωραίες λέξεις’ για να λειτουργήσει ποιητικά· δεν χρειάζεται να είναι ‘λυρική’, η αληθινή ποίηση είναι λόγος εν πολλοίς ανεξήγητος, επιτελεστικός λόγος –πράξη όπως τελικά, θα πει η ίδια σε συνέντευξή της :
βλέπεις έναν κόσμο, όταν μπορέσεις να τον δώσεις αυτόν τον κόσμο, το μαγικό στοιχείο βγαίνει δεν είναι ανάγκη να το κυνηγάς με ωραίες λέξεις ή με τα ‘μαγικά’ στοιχεία που λέμε μέσα σε εισαγωγικά, τα δοτά. Βγαίνει, γίνεται μαγεία, οπωσδήποτε, ο ρυθμός, ο τρόπος, αυτό το τύλιγμα τελικά που κάνει το ποίημα σ’ ένα χώρο, δικό του, είναι μαγεία. Αυτό είναι μαγεία. Δεν είναι μαγεία το να σε παίρνει και να λες «τι ωραία, φεγγάρια ...», κλπ. Το θέμα δεν είναι σχολιασμός, το θέμα είναι η μαγεία. Η μαγεία είναι πράξη για μένα… (Δική μου έμφαση.)
Ποιητικό είναι το βλέμμα που μπορεί ακόμα και στα πιο ‘κοινά’ πράγματα να διεισδύσει, να αναγνωρίσει την μαγεία που κρύβουν. Η Βακαλό απομυθοποιεί την «ποιητικότητα» και αποκαλύπτει την κοινή ρίζα ποίησης και ομιλίας. Η ανάγκη για μια γλώσσα χωρίς ποιητική εκζήτηση, μια γλώσσα του πράγματος, εξ άλλου σημάδεψε όλους τους ποιητές της γενιάς της.
Η ποίηση δεν είναι ένας κλειστός κώδικας, μια ‘άλλη’ από τη δική μας γλώσσα, ιδίωμα των ειδικών· πρώτη ύλη της είναι η καθομιλουμένη, χτίζεται πάνω στην καθημερινή «κοινή». Γιατί, προϋπόθεση για την λογοτεχνική ανοικείωση είναι η οικεία γλώσσα. Γι’ αυτό εξ άλλου, όσο διαφέρουσα και πρωτότυπη, η τέχνη του ποιητικού λόγου απευθύνεται σε όλους. Στον πυρήνα του ποιητικού μύθου της Βακαλό κρύβεται η ανάγκη για καθολικότητα Μέσα στις μεταφορές της γλώσσας, μεταφορές καλά κρυμμένες –σαν νεκροφάνεια- στις κοίτες του καθημερινού λόγου, η ποιήτρια ανασύρει εκείνα τα κοινά για όλους θεμελιακά νοήματα ζωής και τους τρόπους που τα βιώνουμε: η ερωτική ευτυχία είναι πέταγμα, απογείωση· ο θάνατος είναι ακινησία, άδειο σχήμα, αναχώρηση· η ζωή είναι γρήγορο πέρασμα κινούμενων εικόνων· η μνήμη κρύο ρεύμα, ανοίκειο άγγιγμα· το σώμα είναι γνώση· η ψυχή κίνηση· ο πόνος ζωή· η τυφλότητα ενόραση· ο έρωτας ταξίδι και συγκίνηση. Μέσα από τους δικούς της επικίνδυνους και ευρηματικούς γλωσσικούς τροπισμούς η γλώσσα της ζητάει αναλογίες από το αισθητό στο συμβολικό, από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο. Αυτή είναι η αγωγή της ευαισθησίας και της συγκίνησης που επιχειρεί η Βακαλό: ζητά από τον αναγνώστη της να δει το ποιητικό μέσα στο κοινόχρηστο, την ποίηση της ίδιας της ζωής μέσα στα γυρίσματα και τις ανατροπές της.
Τι είναι λοιπόν ποίηση για τη Βακαλό; Δανείζομαι τα λόγια της για να απαντήσω: ποίηση είναι «ο τρόπος να κινδυνεύομε» (Του κόσμου, 1978, 87), ποίηση είναι η «μαντική της γλώσσας» (Επιλεγόμενα, 1997, 24), «το αλφάβητο της κραυγής που επιπλέει» (Η έννοια των τυφλών, 1962, 74), η μαγεία δημιουργίας, πρωταρχικό «βάφτισμα», ονοματοθεσία. Το ποιητικό εγχείρημα είναι εκσκαφή και ανασκαφή, κάθοδος και προσπέλαση δύσβατων χώρων, βουτιά και βούλιαγμα, εγκάρσια κίνηση διείσδυσης στα έγκατα της γης, εμβάθυνση ή εμβύθιση· καταδύσεις και διεισδύσεις στα σκοτεινά της ψυχής και στα άβολα της ύπαρξης, αλλά και κίνηση ανόδου, άνωση, πέταγμα ελευθερίας σε ουρανούς, ανάδυση από βαθειά και σκοτεινά νερά. Ποίημα είναι το «ομοίωμα δάσους», όνειρο μέσα στο όνειρο (Του κόσμου, 1978, 95), άκουσμα σιωπηλού τριγμού σε καλοδιαρθρωμένες κλειδώσεις (Ημερολόγιο της ηλικίας, 1958, 51), ποιήματα είναι «του ανέμου πυκνώματα», «κουρέλια σκιών» που νοσταλγούν.
Ποιητής είναι αυτός που «μπορεί ν’ αποσπάσει μορφές/ απ’ το πλήθος» (Ημερολόγιο της ηλικίας, 1958, 48)· ο ωτακουστής στο σκοτεινό δάσος (Το δάσος, 1954, 21), ο βουτηχτής βαθιάς θάλασσας, ο σώζων και σωζόμενος, πηγή και ανάσα για τους άλλους (Του κόσμου, 1978, 99), «ο τραγωδός ανάμεσα στη σιωπή» (Ημερολόγιο της ηλικίας, 1958, 48) ο τυφλός ραψωδός που νιώθει κυρίως, το τρομερό κάτω από το ωραίο. Ποιητές είναι οι ορώντες τα σημάδια στον τρόπο, οι ολιγαρκείς ψαράδες (Του κόσμου, 1978, 94), οι μεγάλοι έφηβοι υπνοβάτες που «αγρεύουν» το «πουλί της ποιήσεως», όσοι αγρυπνούν και ονειρεύονται:
Τώρα προσέχω περισσότερο, όσα πιο λίγο διαρκούν
Εκείνα κρατάνε, μαγεία γεμίζοντας την ψυχή
Και πώς προσφέρονται όλα σε κείνους
Βλέπουν στον τρόπο τους, τέτοιον, ένα σημάδι οι ποιητές
Ευτυχισμένοι που είναι
Δεν έχουν τόπο για να σταθούν κι έχουν ξημέρωμα
Η αγρυπνία τους είναι ο ύπνος του θεού μεγάλος κοντά τους
(Του κόσμου, 98)