Χάρτης 3 - ΜΑΡΤΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-3/moysikh/friedrich-hartmann-graf
Τρίτη 14 Οκτωβρίου 1777, ο συνθέτης Φρίντριχ Χάρτμαν Γκραφ άκουσε τον ήχο της άμαξας που πλησίαζε και θα σταματούσε μπροστά στην πόρτα του αυλόγυρου. Ανησυχούσε ότι ο αναμενόμενος επισκέπτης του δεν θα φρόντιζε να μην πατήσει τις λάσπες στην άκρη του δρόμου. Δεν είχε προλάβει να καλέσει τον υπηρέτη του να απλώσει μια πατσαβούρα στο σκαλοπάτι της εισόδου, ώστε να σκουπίσει ο επισκέπτης τις σόλες των σκαρπινιών του πριν κάνει το πρώτο βήμα στον βραχύ διάδρομο που οδηγούσε στο σαλόνι. Θα εξέφραζε την έκπληξή του βλέποντας τον νεαρό Μότσαρτ να τον πλησιάζει φορώντας γυαλιστερά ολοκάθαρα σκαρπίνια, ο επισκέπτης δήλωσε πως είχε αφήσει τα λασπωμένα μποτίνια του στην άμαξα, ο αμαξάς τον είχε πάρει στην πλάτη του και τον είχε μεταφέρει ώς το κεφαλόσκαλο, όπου φόρεσε τα αφόρετα ως εκείνη τη στιγμή υποδήματά του, θα ήταν απρεπές να μετέφερε λάσπη στα πεντάλ του πιανοφόρτε, όπου θα έπαιζε μια σύντομη σύνθεσή του.
Ο νεαρός Μότσαρτ δεν είχε καμία όρεξη να επισκεφθεί τον κύριο Γκραφ, περίφημο και αξιαγάπητο φλαουτίστα, κάντορα του ναού της Αγίας Άννας στο Άουγκσμπουργκ. Δεν είχε καμία όρεξη να κακοκαρδίσει τον Γιόχαν Αντρέας Στάιν, κατασκευαστή πιανοφόρτε, ένα από τα οποία είχε στην κατοχή του ο κύριος Γκραφ, που στεκόταν μπροστά του, φορώντας μακριά μάλλινη κάπα, κουμπωμένη ώς τον λαιμό, λες και επρόκειτο να βγει στην αγορά προς διεύθυνση ορχήστρας. Υπό το βάρος της ενδυμασίας του, λοιπόν, λίγο πριν τα ρολόγια της πόλης σημάνουν την ενδεκάτη πρωινή, ο κύριος Γκραφ άνοιξε το στόμα του και μίλησε σαν οι λέξεις να έστεκαν πάνω σε ξυλοπόδαρα, έκλεισε το στόμα του σαν να ετοιμαζόταν να πει κάτι άλλο, άνοιξε λίγο τα χείλη του για να κολλήσει εκεί το φλάουτό του, έσφιξε τα χείλη του για να μην καθυστερήσει τις νότες που περίμεναν. «Μπαμπά, έπαιξε με γλυκύτητα ένα σόλο, ήχος όχι καλός για το αυτί, δίχως φυσικότητα, πέφτει ολόκληρος πάνω στις νότες, Θεέ και Κύριε! Ούτε ελάχιστο ίχνος μαγείας. Όταν τελείωσε, έπλεξα το εγκώμιο της τέχνης του, επειδή το άξιζε. Ο κακομοίρης πρέπει να κόπιασε για να συνθέσει εκείνο το πράγμα, όφειλε να το είχε δουλέψει μια στάλα περισσότερο. Επιτέλους, έσπρωξαν προς το μέρος μου το πιανοφόρτε, βρόμικο και σκονισμένο ώς τα αυτιά, έργο όμως του κυρίου Στάιν, έπαιξα ό,τι μου ερχόταν στο νου, το όργανο με εξυπηρέτησε. Η κάπα του κυρίου Γκραφ έστεκε ακίνητη, ομολογούσε πως το μουσικό ταξίδι έχει ταξιδιώτες που δεν είναι όλοι υπέροχοι. Σταματώ εδώ για να προλάβω την ταχυδρομική άμαξα που φεύγει στις τρεις το απόγευμα. Δεν προλαβαίνω να αλλάξω παπούτσια, θα λασπωθούν τα σκαρπίνια μου, τα πεντάλ του πιανοφόρτε ήταν τόσο λασπωμένα».