Χάρτης 25 - ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-25/afierwma/kriseis-gia-to-ergo-ths-elenhs-bakalo
—————
(Άρθρα, σχόλια, ποιήματα αφιερωμένα στην Ελένη Βακαλό). Αλφαβητικά:
—————
Αργυρίου Α., «Αδέξιος αποχαιρετισμός της Ελένης Βακαλό» Αντί τχ. 748, [19-10-2001]
Αναγνωστάκης Μ., «Ελένης Βακαλό: ‘Θέμα & Παραλλαγές’» Ελί-τροχος 6 (καλοκ. 1995), σσ. 17-20 [κριτική γραμμένη το 1945, αδημοσίευτη έως το 1995]
Αναγνωστάκη Ν., «Προοίμιο στην ποίηση της Ελένης Βακαλό» Κριτική τχ. 7-8 (Ιαν.- Απρ. 1960) σσ. 47-55
Αναγνωστάκη Ν., «Η φιλοσοφία της ‘καινούργιας ματιάς’» [απάντηση στο άρθρο του Μαν. Λαμπρίδη 1960]] Κριτική τχ. 9 (Μάιος.- Ιούν. 1960), σσ. 123-126
Αναγνωστάκη Ν., «Ελένη Βακαλό: ‘Η έννοια των τυφλών’» Διάλογος, έτος Α΄, τχ. 2 (Ιούλ.-Σεπτ. 1962), σσ. 112-118
Αναγνωστάκη Ν., «Προοίμιο στην ποίηση της Ελένης Βακαλό» Διαδρομή. Δοκίμια Kριτικής (1960-1995), Nεφέλη 1995, σσ. 11-26
Αναγνωστάκη Ν., «Ελένη Βακαλό: ‘Η έννοια των τυφλών’» Διαδρομή. Δοκίμια Kριτικής (1960-1995). Nεφέλη 1995, σσ. 106-120
Αρανίτσης Ε., «Το βλέμμα, Το Ποίημα» Ελευθεροτυπία (8-3-1995), σ. 32
Αργυρίου Α., «Ε. Βακαλό: ‘Τοιχογραφία’» Καινούργια Εποχή τμ. 1, (Φθινόπωρο 1956), σσ. 277-281
Αρσενίου Ε., «Τα κρόσσια του κειμένου: Πτυχές της ελληνικής γυναικείας γραφής» [αναγνώσεις από το έργο τεσσάρων ποιητριών Μάτση Χατζηλαζάρου, Μαντώ Αραβαντινού, Ελένη Βακαλό, Κική Δημουλά], Διαβάζω 401, 1996, σσ. 124-131
Βλαβιανός Χ., «Ut Pictura Poesis” [ποιητική ενότητα αφιερωμένη στην Ε. Βακαλό] στο Μετά το τέλος της ομορφιάς. Νεφέλη 2003, σσ. 49-58)
Γιόση Μ., «Για την Ελένη. Μαγνητικές (και πάλι) εικόνες» Ελί-τροχος 6 (καλοκ. 1995), σ. 30
Δανιήλ Χ., Σύγχρονη Ποίηση και Δημοτική Παράδοση. Το δημοτικό τραγούδι στην ποίηση των μεταπολεμικών υπερρεαλιστών ποιητών. Διδακτορική διατριβή (1999).
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. [Έρευνα στο έργο των Μ. Αραβαντινού, Ε. Βακαλό, Ν. Βαλαωρίτη, Ε. Γονατά, Ε. Κακναβάτο, Γ. Λίκο, Α. Νικολαϊδη Δ. Παπαδίτσα, Μ. Σαχτούρη, Μ. Χατζηλαζάρου]
Κακαβούλια Μ., «Για την Ποιητική, το Ποιητικό και την Ποίηση στο έργο της Ελένης Βακαλό» Ελί-τροχος 6 (καλοκ. 1995), σσ. 37-55
Κακαβούλια Μ., «Πέρα από τον δυϊσμό. Για την ποίηση της Ελένης Βακαλό» Ποίηση 5, 1995, σσ. 229-234
Κακαβούλια Μ., «Το Θαύμα: κριτική στα ‘Επιλεγόμενα΄ της Ελένης Βακαλό» Ποίηση 11, 1998, σσ. 249 -252
Καμπουρίδης Χ., «Οι παρακαταθήκες της Ελένης Βακαλό» εφ. Τα Νέα Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2001, σ. 26
Καραβασίλης Γ.Κ., «Με γυμνά πέλματα πάνω σε μυτερές πέτρες» Διαβάζω τχ. 54 (Ιούλιος 1982) σσ. 103-106
Καραντώνης Α., [άτιτλο σχόλιο για το «Ημερολόγιο της Ηλικίας»], Νέα Εστία τόμ. 649, 15/8/ 1958, τχ. 747, σ. 1255
Κίτσος-Μυλωνάς Α.Θ., «Λήμμα» [ποίημα αφιερωμένο στην Ελένη Βακαλό] Ελί-τροχος 6 (καλοκ. 1995), σσ. 54-55
Κωτίδης Α.,«Ελένης Βακαλό Έπαινος», Εντευκτήριο 12 (48) (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 1998), σσ. 25-30
Λάγιος Η., «Οκτάνα για την καταγωγή της Γενεαλογίας ήγουν, Ο άνθρωπος ως κατάστασις έμψυχος ή και εμψυχωμένη» Ελί-τροχος 6 (καλοκ. 1995), σσ. 31-36
Λάγιος Η., «Η απάντησή μου» [ποίημα αφιερωμένο στην Ελένη Βακαλό] Νέα Εστία 153 τχ. 1756, (Μάιος 2003), σσ. 835-836
Λαμπρίδης Μ., «Η φιλοσοφία της ‘καινούργιας ματιάς’» [αναφ. στην ποίηση της Ελένης Βακαλό και κριτικά σχόλια για το κείμενο της Ν. Αναγνωστάκη στο τεύχος 7-8 του περιοδικού Κριτική ] Κριτική τχ. 9 (Μάιος- Ιούν. 1960), σσ. 126-131
Λεοντή Ά., «Παίζουμε κυρά-Ροδαλίνα;», Ελί-τροχος 6 (καλοκ. 1995), σσ. 21-29
Νησιώτης Β. [=Π. Θασίτης], «Ε.Βακαλό: Το Ημερολόγιο της Ηλικίας.» Νέα Πορεία, έτ. Δ τχ. 38-39 (Απρ.-Μάιος 1958), σσ. 147-149
Πλαστήρας Κ., «Ελένη Βακαλό ή η ευτυχισμένη στιγμή», Η λέξη
15, 1982, σσ. 339-345
Sakelliou-Schultz L. & C. Dokou, «Drowning in White Ink: The Feminine in the Poetry of Katerina Anghelaki-Rooke and Eleni Vakalo», Gramma 8 (2000), σσ. 99-123
Σινόπουλος Τ., 1954 [άτιτλο σχόλιο για «Το Δάσος»] Σημερινά Γράμματα 5, (1954) τχ. 10-11, σσ. 23-24
Σινόπουλος Τ., [άτιτλο κείμενο για το βιβλίο «Η έννοια των τυφλών»] Εποχές τχ. 6, (Οκτώβριος 1963), σσ. 60-62
Τέτσης Π., «Ελένη Βακαλό», Η λέξη 164-165 (Αύγ.-Οκτ. 2001), σσ. 565-566
Τσιγκόγλου Σ., [συνέντευξη στην Α. Σκορδουλάκη] «Οι αισθητικές θεωρίες και η τεχνοκριτική της σύγχρονης τέχνης», Τα Νέα της Τέχνης 105 (Μάρτιος 2002), σσ. 10-11
Φραγκόπουλος Θ.Δ., «Η Γυναικεία Ποίηση στην Ελλάδα» Καινούργια Εποχή (περ. Β’), 1976 , σσ. 36-48 [αναφ. στην ποίηση της Ε. Βακαλό, Λ. Στεφάνου, Κ Δρόσου, Ε. Αιλιανού, Ο. Βότση, Λ. Κάσδαγλη]
Φράιερ Κ., «Ελένη Βακαλό: Πέρα απ’το λυρισμό» Δοκιμασία τχ. 8-9, 1974, σσ. 250-255
Friar K., «Eleni Vakalo: Beyond Lyricism»” Journal of the Hellenic Diaspora 9, No. 4 (Χειμώνας 1982), σσ. 21-27
Φραντζή Ά., «Ελένη Βακαλό 1921-2001» Αντί 746 (19-10-2001) σ. 23
Χουρμούζιος Α., «Ελένης Βακαλό: ‘Αναμνήσεις από μια Εφιαλτική Πολιτεία’ (Αθήνα 1948)», Νέα Εστία, έτ. ΚΓ’, τόμ. 46 (1/7/1949), τχ. 528, σ. 7.
—————
«Η Ελένη Βακαλό πετυχαίνει το μοναδικό – αυτό που ζητούμε από κάθε αληθινή ποιήτρια. Να κάνει ποίηση γυναικεία, να μιλήσει με γλώσσα γυναικεία, να δείξει πως αυτό που νιώθει το νιώθει σα γυναίκα, είναι δικό της, δεν είναι δανεισμένο απ’ αλλού, είναι με μια λέξη δική της, προσωπική δημιουργία. Αυτό το στοιχείο της θηλυκότητας εξουσιάζει την ποίησή της. Μια θηλυκότητα ζεστή που ξεχύνεται ορμητική με αίμα νεανικό, αισιόδοξη, ατίθαση.
Τραγουδά τον έρωτα με ξέφωτη ειλικρίνεια, μακριά από τις συμβατικές μάσκες και τις αισθηματολογίες που μας είχαν τόσες άλλες ποιήτριες συνηθίσει. Τραγουδά το αιώνιο ανθρώπινο μαρτύριο μιας ανικανοποίητης φυγής».
Αδημοσίευτη κριτική του 1945. Βλ. Μανόλης Αναγνωστάκης, «Ελένης Βακαλό: Θέμα και παραλλαγές», Ελί-τροχος 6 (καλοκαίρι 1995), 17-20.
——— ≈ ———
«Η Ελένη Βακαλό ξέρει πολύ καλά τι είναι ποίηση και συχνά πραγματοποιεί στην εντέλεια αυτό που ξέρει. Το πραγματοποιεί στις καλές της στιγμές τόσο που αν όλο της το βιβλίο βρισκόταν στο ύψος αυτών των στιγμών, θα είχαμε χωρίς άλλο ένα τέλειο έργο. Όμως είναι στιγμές που η ποίησή της πέφτει σε αφήγηση και σε περιγραφή, που είναι πια σήμερα, μπορεί να πει κανένας, στοιχεία αντιποιητικά καταρχήν».
Α[σημάκης] Πανσέληνος, «Ελένης Βακαλό: Θέμα και παραλλαγές», Ελεύθερα Γράμματα 28-29 (1945), 14.
——— ≈ ———
«Η κ. Βακαλό τραγουδεί προπάντων την καρποφόρα γυναίκα που αφομοιώνεται με τη φύση, που γίνεται ένα στοιχείο της και μια δύναμή της, και σε κάποιες παραστατικές της εικόνες έχει διαχυθεί η ανοιξιάτικη ριγηλότητα και το θερμό καλοκαιριάτικο σφρίγος της γης. Η κ. Βακαλό έχει στιγμές πανθεϊστικής έξαρσης κι άλλοτε συλλαμβάνει κι αποδίνει τον βιβλικό τόνο».
Άλκης Θρύλος, «Ελένης Βακαλό: Θέμα και παραλλαγές», Αγγλοελληνική Επιθεώρηση 9 (Νοέμβρ. 1946), 306.
——— ≈ ———
«Θέμα και παραλλαγές τιτλοφορεί τη συλλογή της η κ. Ελένη Βακαλό. Κύριο, θαρρώ, θέμα είναι αυτή η συμβολική ταύτιση της γυναίκας με τη θηλυκιά γη, είναι αυτή η αδρή και γεμάτη χνώτο επαφή της ύλης, άνθρωπος με την ύλη-φύση, που συχνά προβάλλει σαν μοναδικό αισθηματικό γεγονός το γόνιμο κράμα τους. Παραλλαγές είναι η πλούσια γκάμα που η ποιήτρια ανεβοκατεβαίνει με αξιοσημείωτη άνεση και με λυρική ευφορία. Από τους προοιμιακούς στίχους υποσημαίνεται το γήινο, το πολύ γήινο. […] Η γενική μου εντύπωση από τη συλλογή της κ. Ελένης Βακαλό είναι ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ποίηση, ανόθευτη ποίηση».
Αιμίλιος Χουρμούζιος, «Τα βιβλία», Νέα Εστία 41, 468 (1.1.1947), 59-60.
——— ≈ ———
«Στη δεύτερη συλλογή η ποιήτρια υπηρετεί περισσότερο την ανάγκη της νεοτερικότητας και αφήνει την εντύπωση ενός βιασμού της έμπνευσης που ο αναγνώστης τη διαισθάνεται προθυμότερη να κυλήσει ανετότερη σε ομαλότερες κοίτες. Δεν γνωρίζω αν η νέα αυτή στιχουργία που προσπαθεί να δώσει έκφραση στο άπειρο ρευστό του σύγχρονου διασπασμένου συναισθηματισμού αρχίζει πια να μας κουράζει. Αν δηλαδή η κ. Βακαλό, απλούστατα, ακολουθεί το δρόμο της κι εμείς αρχίζουμε να ζητούμε κάποιους σταθμούς γιατί πολύ συνοδοιπορήσαμε. Μ’ αν τούτο συμβαίνει, σημαίνει πως ο νεότερος συναισθηματισμός αναζητεί κάποιον άξονα στην καμπύλη που δεν έχει σταθεροποιήσει ακόμη το άνοιγμά της στον σύγχρονο λυρισμό και υπόκειται στις ανεξέλεγκτες ατομικές πρωτοβουλίες».
Αιμίλιος Χουρμούζιος, «Τα βιβλία. Ελένης Βακαλό: Αναμνήσεις από μια εφιαλτική πολιτεία», Νέα Εστία 46, 528 (1.7.1949), 872-873.
——— ≈ ———
«Καρπός επίμονης αναζήτησης συμπυκνωμένου ποιητικού λόγου θα ’ταν δυνατό να θεωρηθεί το Δάσος, η τέταρτη μέσα σε εννέα χρόνια παρουσία της κ. Βακαλό. Περισσότερο εδώ παρά στην προηγούμενη εργασία της η ποιήτρια προσφέρει μια ποίηση ενάρξεως. Υπάρχει δηλαδή στο Δάσος μια ζώνη α-ποιητική, όπου ο κόσμος της ποιήσεως πρόκειται να εμφανιστεί. Ο Λόγος δεν είναι εν αρχή, δεν προβάλλει εξ αρχής τη λάμψη του. Υπάρχει ακόμα μια ανάγκη καθαρότητας, απογύμνωσης από αισθηματικές καταβολές, αγώνας να διαφυλαχτεί η αμεσότητα, η ζεστασιά του γνήσιου αισθήματος. Συνείδηση ευθύνης. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός, σε μια εποχή ασυδοσίας λόγου, η επιστροφή στη λιτότητα. Η τέλεια κατάργηση του επιθέτου στο Δάσος είναι μια επώδυνη αλλ’ αναγκαία τώρα πράξη. […] Είναι στα πλαίσια της “ποιητικής” της κ. Βακαλό να δίνει το πράγμα εκ των έσω, καταργώντας την περιγραφή. Αλλά τι συμβολίζει το Δάσος; Είναι τάχα το σύνολο των προβλημάτων που σπαράζουν τον σύγχρονο πνευματικό άνθρωπο στην πορεία του; Είναι η σκοτεινή περιοχή όπου όλοι κάποτε βρεθήκαμε ή θα βρεθούμε γυμνοί, αντιμέτωποι στις ανεξέλεγκτες δυνάμεις που συνταράζουν την ύπαρξη; Ή είναι ίδια η μοναξιά, όπου σιγά σιγά βυθίζεται κανείς, αγωνιζόμενος να περισώσει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, έχοντας σαφή συναίσθηση του μεγέθους τούτης της μοναξιάς; Δεν μας αφήνει η κ. Βακαλό να προσδιορίσουμε καθαρότερα το σύμβολο. Μια μικρή όμως φράση της είναι αρκετά ενδεικτική για να καταλήξουμε πως το Δάσος αναφέρεται στη μοναξιά του ατόμου.
“Μπορούσα να αμύνομαι – Τώρα το λέω μοναξιά”».
Τάκης Σινόπουλος, «Ελένης Βακαλό: Το δάσος», Σημερινά Γράμματα 5 (Οκτ.-Νοέμβρ. 1954), 78-79 και στο Χρονικό αναγνώσεων. Βιβλιοκρισίες για τη μεταπολεμική ποίηση (φιλ. επιμ.: Ευριπίδης Γαραντούδης-Δώρα Μέντη), Σοκόλης 1999, σσ. 76-79.
——— ≈ ———
«Η εργασία που έχει εμφανίσει μέχρι σήμερα η Ελένη Βακαλό δίνει την εντύπωση ενός διαρκούς γίγνεσθαι. Είναι απίστευτο πόση απόσταση χωρίζει τα πρώτα της ποιήματα που δημοσίευσε το ’44 στα Νέα Γράμματα
και το πρώτο της βιβλίο από το επόμενο, και πάλι κάθε καινούριο από το προηγούμενο. […] Και ενώ ως ιδιοσυγκρασία η ποιήτρια έλκεται προς το συγκεκριμένο, ζητά από τη μουσική του σχέση να αποκομίσει ένα σχεδόν μεταφυσικό αποτέλεσμα. Λέω σχεδόν, γιατί η μεταφυσική της Βακαλό είναι πέραν του ορισμού της λέξεως, κάτι δηλαδή που θα λεγόταν και απλώς υπερβατικό ή παράλογο, αφού η λογική της διαρκώς διακόπτει τα νήματα των συσχετίσεων. Μια πρόχειρη άποψη θα κατέτασσε την ποίηση της Βακαλό στον υπερρεαλισμό. Όμως η επιδίωξή της για το τελικό συμπέρασμα, για την αποκάλυψη και την ερμηνεία της ανθρώπινης μοίρας, την διαχωρίζει από το σχήμα της σχολής. Ο αυτοματισμός της, εξ άλλου, εκτείνεται το πολύ ώς τη φράση, ποτέ ώς το σύνολο ενός ποιήματος.
Τα ποιήματα της Βακαλό αναπτύσσονται σε πολλά επίπεδα, από πρώτη άποψη ασύμβατα. Η συμπλοκή τους πραγματοποιείται με νύξεις, κάποτε και με την απλή τους γειτνίαση. Έτσι επιδιώκεται να αποκτήσουν τα πράγματα σφαιρικότητα. Να υπάρξουν όχι στην αυτονομία τους, αλλά υπακούοντας στον γενικό νόμο που τα περιέχει. […] Πιστεύω ότι η Βακαλό πέφτει στο λάθος να εκθέτει τον ποιητικό της λόγο στην παρανόηση. […] Βλέπω στην ποιήτρια μια προσπάθεια να στήσει τον ποιητικό της λόγο αντίκρυ και σε αντιδιαστολή προς την δική της δραματική εμπειρία, να του δώσει μια ανεξάρτητη κίνηση. Από εδώ πηγάζει η ηθελημένη γυμνότητα του λυρισμού της. Νομίζεις ότι ζητά να αποκρύψει τον προσωπικό της παιδεμό και μηχανεύεται τρόπους να τον συσκοτίσει».
Αλέξανδρος Αργυρίου, «Ελένης Βακαλό: Τοιχογραφία», Καινούρια Εποχή (φθινόπωρο 1956), 277-281.
——— ≈ ———
«Στα ποιήματα της Τοιχογραφίας είναι ολοφάνερη η επιδίωξή της να πλάσει ένα δικό της εκφραστικό τρόπο, κυρίως με μια κάπως διαφορετική, από την επικρατούσα, χρήση της γλώσσας, του συντακτικού, των λέξεων. […] Αυτό είναι το γενικότερο αισθητικό γνώρισμα της Τοιχογραφίας. Μα πάντα συμβαίνει ένα αισθητικό γνώρισμα να βγαίνει από κάποιο βάθος, από κάποια ποιητικότερη ανάγκη. Αναγνωρίζουμε αυτή την ανάγκη στην Ελένη Βακαλό, θα παρατηρήσουμε μόνο, κατ’ αρχήν, πως η αισθητική της ζήτηση δεν έχει πάντα τ’ ανάλογα αποτελέσματα. Θα λέγαμε πως η Βακαλό, καθώς θέλησε να εισχωρήσει βαθύτερα στα ποιητικά στρώματα της γλώσσας, καθώς θέλησε να χρησιμοποιήσει με δικό της τρόπο τη λέξη, συνάντησε αντιστάσεις που την κάνουν, αίφνης, να γράφει: “καθώς αν ήταν αγάλματα αυτοί”. Εδώ δείχνεται ν’ αγνοεί ή ν’ αψηφά το ανυπόφορο της χασμωδίας. Ωστόσο την προσοχή μας την τραβά περισσότερο η συστηματική της προσπάθεια και τα καλά αποτελέσματα που μας δίνει –αποτελέσματα που μας αποκαλύπτουν μια ποιότητα συγκίνησης, αλλά και μια ξεχωριστή ματιά εποπτείας των φαινομένων–, κάτι σαν ποιητική σκέψη, θα λέγαμε. Η Ελένη Βακαλό “σκέπτεται” περισσότερο τη συγκίνησή της, παρά που την αφήνει να παίρνει τον εύκολο δρόμο της άμεσης αισθηματικής έκφρασης και της ημερολογιακής εξομολόγησης. Είναι ποιήτρια μάλλον “εποπτική”. Η αγωγή της είναι περισσότερο ζωγραφική. Έτσι η ποίησή της καταλήγει σ’ ένα είδος “φαινομενολογίας”. Κι εκείνο που έχει σημασία στη φαινομενολογία αυτή είναι ότι απορρίπτει το πρώτο, το συμβατικό πλάνο των φαινομένων, και γυρεύει να σχηματίσει κάποιαν άλλη τάξη πραγμάτων και νοημάτων, πέρα απ’ αυτήν που “φαίνεται”. Κι αυτό όχι με τον τρόπο των υπερρεαλιστών ή εκείνης της ανυπόφορης πια σχηματικής εικονοπλαστικής, αλλά με μια εντατική επαγρύπνηση του νου που, ετάζοντας ένα φαινόμενο, καραδοκεί τη στιγμή που θα το συλλάβει να είναι “κάτι άλλο” απ’ ό,τι φαίνεται κανονικά».
Αντρέας Καραντώνης, «Τα βιβλία», Νέα Εστία 61, 712 (1.3.1957), 369-370 και «Ελένης Βακαλό, Τοιχογραφία», στο Η ποίησή μας μετά τον Σεφέρη, Δωδώνη 1976, σσ. 34-35.
——— ≈ ———
«Επιχειρείται εδώ ένα είδος πρωτεϊκής βιολογίας. Περιγράφεται κυρίως η θαλασσινή πανίδα και η θαλασσινή χλωρίδα, μια από τις πιο στοιχειακές και ανεξέλιχτες βαθμίδες της φύσης. Ατμόσφαιρα αιωνόβιας μοναξιάς περιβάλλει αυτά τα ποιήματα, η ίδια μοναξιά της φύσης. Εν τούτοις δεν πρέπει να φανταστούμε πως αυτό γίνεται με διάθεση αισθησιακή. Ούτε ηθική. Η ποιήτρια, όμως, περιγράφει τη φυσική συμπεριφορά των πρωτοζώων, αναζητώντας μέσα σ’ αυτή σκοπούς που περιέχονται μέσα στη συνειδητή ζωή».
Β. Νησιώτης (= Πάνος Κ. Θασίτης), «Το βιβλίο. Ελένης Βακαλό: Ημερολόγιο της ηλικίας», Νέα Πορεία 38-39 (Απρ.-Μάιος 1958), 147.
——— ≈ ———
«Επιτέλους βλέπουμε και μια όαση. Τη βλέπουμε με το Ημερολόγιο της ηλικίας της κ. Ελ. Βακαλό. Η κ. Ελ. Βακαλό, όσο κι αν επιμένει να παραμένει προσκολλημένη σε μια μανιέρα εξαντλημένη γιατί εμποδίζει τις διαφοροποιήσεις, γιατί καθώς είναι στερεότυπα σιβυλλική και γριφώδης δίνει αναγκαστικά την αίσθηση της ομοιομορφίας, φανερώνει με μερικές νότες της ότι η ιδιοσυγκρασία της είναι λυρική».
Άλκης Θρύλος, Καινούρια Εποχή (καλοκαίρι 1958), 365.
——— ≈ ———
«Εχθρα της κάθε είδους περιγραφής η Βακαλό, θα ’λεγε κανείς πως θέλει να μας φανερώσει τα πράγματα που τη συγκινούν όχι με την απαρίθμηση των γνωρισμάτων τους –οπότε τα πιο πολλά πράγματα καταντούν να ταυτίζονται μεταξύ τους– αλλά με την προβολή των κοκκάλων τους, με την αποκρυπτογράφηση του μηχανισμού τους. […] Η καλλιτεχνικότητα αυτή σύγκειται περισσότερο στη μέθοδο του βλέπειν παρά στα αισθητικά επιτεύγματα αυτής της προσπάθειας, τα οποία, άλλωστε, συγχέονται συχνά με το προβαλλόμενο αντικείμενο, πράγμα, νομίζουμε, που το επιθυμεί η ποιήτρια, και που τελικά αποβαίνει υπέρ αυτής».
Αντρέας Καραντώνης, «Τα βιβλία», Νέα Εστία 64, 747 (15.8.1958), 1254.
——— ≈ ———
«Η Βακαλό δεν υμνεί το σώμα. Θέλει να μας το δείξει στις κύριες φάσεις της ζωντανής του δομής, που είναι μαζί αρχιτεκτονική ενέργεια, σύνολο από ιδιότητες, έκφραση, ακτινοβολία και λειτουργία. […] Κάποτε νομίζεις πως για το ανθρώπινο σώμα μιλεί ένα παιδί που το ανακαλύπτει και που μαζί το μαντεύει σωστά και εισδύει διαισθητικά στα μυστικά του. […] Μ’ αυτόν τον τρόπο η Βακαλό προσπαθεί να πλάσει τα στοιχεία μιας νέας “ποιητικής γνωσιολογίας”».
Αντρέας Καραντώνης, «Ελένης Βακαλό: Περιγραφή του σώματος», Καινούρια Εποχή (άνοιξη 1959), 202-203.
——— ≈ ———
«Η Ελένη Βακαλό βλέπει τη φύση και τον άνθρωπο σαν μια οργανικά δεμένη ενότητα που υπακούει στην ίδια λειτουργική νομοτέλεια: αδιάσπαστη και αδιαχώριστη ύλη σε σχέση διηνεκούς συναρτήσεως. Οραματίζεται ένα κόσμο απαλλαγμένο από τα συμβατικά σχήματα, σε μιαν αρμονική πλαστική σύνθεση όπου όλα δένονται ταυτιζόμενα από κάποιον αιώνιο νόμο ζωικής αυτάρκειας.
Η ανθρώπινη νόηση απλώς παρεμβάλλεται και φωτίζει, χωρίς ν’ αποκτά αυτονομία από τις ιδιότητές της.
Η εκφραστική της επιλέγει σαν κύριο όργανο την αφή. […]
Η αυτοδυναμία της ποίησης δημιουργεί τον τραγωδό-ποιητή, τον αδύναμο οραματιζόμενο μεσάζοντα ανάμεσα σ’ αυτήν και στον άνθρωπο, που με τα ατελή του μέσα προσπαθεί να την πλάσει σ’ ένα σχήμα συνεπές προς την υπάρχουσα αλήθεια της.
Το ανέκφραστο είναι το φάντασμα που κυνηγάει τον ποιητή. Νύξεις ήχων της μονάχα, εξισούμενες σχεδόν με σιωπή, μπορεί να δώσει ο ποιητής που ζει την ποίηση όπως υπάρχει, δηλαδή σαν ουσία ζωής. […]
Η αποστολή του ποιητή έτσι ευρύνεται απεριόριστα κι η ευθύνη του παίρνει ένα βάρος δυσβάστακτο. Με τέτοια συναίσθηση αποστολής ο ποιητής οφείλει να ζει το μαρτύριο του συγκερασμού όλων των αντιθέσεων και συνεχώς να αποπειράται τη διάσωση του ανθρώπου. Έτσι μπορεί να κοιμηθεί ήσυχος στην αιωνιότητα ότι επιτέλεσε την αποστολή του. Φυσικά, χωρίς αναγνώριση.
Η Βακαλό πέρασε από τον παθητικό υπερρεαλισμό στην ενεργητική δημιουργία με μεγάλα έμφρονα βήματα, κρατώντας μόνον τα διδάγματά του. Σήμερα σχεδιάζει μεγάλα πλάνα συνειδήσεως και πυρήνες εκκινήσεως από τους οποίους εκπορεύεται και στους οποίους επιστρέφει, διαγράφοντας αλλεπάλληλους κύκλους. Αυτούς τους πυρήνες προσπάθησα να εντοπίσω.
Διατηρεί πάντα τα διδάγματα μιας κλασικής παιδείας με την έννοια της αφομοίωσης του κλασικού ύφους στο μοντέρνο σχήμα που προβάλλει. Μοιάζει σα να βρίσκεται ενσφηνωμένη μέσα στον πανάρχαιο σκελετό μιας παράδοσης κι από κεί ρίχνει ρίζες κι αγκίστρια για να πιάσει και να πιαστεί απ’ αυτό που έρχεται και φέρνει.
Η ασυνταξία της είναι απλώς πρόσφατη προς την γενική προσληπτικότητά της, μια σύνταξη ιδιάζουσα που εξυπηρετεί την εκφραστική της. Η ασυνταξία αυτή ως τρόπος εκφραστικός έχει ταυτόσημες επιδιώξεις προς το περιεχόμενο της ποιήσεώς της. Αντιστοιχεί κι αυτή στην έννοια του άμεσου, γυμνού, απλού και ανεπιτήδευτου ποιού τού περιεχομένου, εξυπηρετώντας τη γενική ενότητα».
Νόρα Αναγνωστάκη, «Προοίμιο στην ποίηση της Ελένης Βακαλό», Κριτική 7-8 (Ιαν.-Απρ. 1960), 47-55 και στο Διαδρομή. Δοκίμια κριτικής (1960-1995), Νεφέλη 1995, ασ. 11-26.
——— ≈ ———
«Η Βακαλό μάς πηγαίνει πιο πίσω από τις συμβάσεις του συντακτικού, στο σημείο όπου η φράση πάει να σχηματισθεί και οι λέξεις συνωθούνται για να επικρατήσουν και βγαίνουν στην επιφάνεια οι πιο δυνατές, με τη σειρά που επιβάλλονται στις άλλες, σαν δροσερές φύτρες της έκφρασης. Με λίγη προσπάθεια, αν επιμένει κανείς μπορεί να τις τακτοποιήσει στη σειρά που συνήθισε να τις βλέπει· είναι συνήθως επαρκείς για να μας δώσουν την εικόνα ή το νόημα που γυρεύουμε. Μ’ αυτή τη μέθοδο μπορεί να διαβαστεί ορθότερα και ο Μακρυγιάννης! […]
Η ποίηση της Βακαλό κινείται με ρυθμό, χωρίς καθόλου μελωδία. Η τζαζ, ο Στραβίνσκι, ο Μπέλα Μπάρτοκ, ο Προκόπιεφ, η ηλεκτρονική μουσική: ήχοι άλλοτε εύρυθμοι, σκληροί, κακόφωνοι, βάρβαροι, κι άλλοτε μόνον ήχοι· σαν να αυτοκτόνησε η μουσική που ξέραμε, κάνοντας αγχόνη τη μελωδία· κανένα μάγεμα του αφτιού που θα μας βυθίσει σε μιαν ονειροπόληση ή σ’ ένα ρεμβασμό· μόνον ήχοι, ρυθμικοί, αδυσώπητα προειδοποιητικοί ενός ενεδρεύοντος κινδύνου, που αφυπνίζουν στο φόβο ολόκληρη την ύπαρξη.
Όλο το ποίημα είναι γραμμένο μ’ αυτή τη συσπειρωμένη προσοχή που συγκεντρώνει τις δυνάμεις μας άγρυπνες όταν ο κίνδυνος παραμονεύει, κυκλώνοντάς μας από παντού. Ο κίνδυνος γαλούχησε τη δική μας γενιά. Πώς είναι δυνατόν οι ποιητές της να τον ξεχάσουν;
Μια ποίηση που ρίζωσε σ’ αυτό το κλίμα του κινδύνου δεν αφήνει περιθώρια για ψευτιές, αισθηματολογίες, ωραιοπάθειες, θεωρίες άγχους, οργή, κραυγαλέες φωνές, κλάματα, μοιρολόγια και πανικούς. Σφίγγει τα δόντια και σοβαρεύεται. Την ακούνε μόνο εκείνοι που αγρυπνούν μέσα στη νύχτα που μας τριγυρίζει. […]
Ίσως λοιπόν πολλοί υποστηρίζουν ότι η ποίηση της Βακαλό είναι ψυχρή, αδιάφορη, υποτονική, αφού δεν εκφράζει άγχος, αγωνία, κλπ. κλπ. που “τόσο χαρακτηρίζουν την εποχή μας”. Κάνουν ένα βασικό λάθος: Το ύφος αυτό δεν είναι της εποχής αλλά της κακής λογοτεχνίας και των ανεύθυνων προσώπων.
Το αληθινό ύφος της ζωής μας είναι το πρόσωπο των πολύ δοκιμασμένων που όλα αυτά τα δέχονται σαν δεδομένα υπάρξεως κι έχουν προ πολλού πάψει να κραυγάζουν, κάνοντας την κραυγή τους θαμμένη ρίζα του Λόγου τους και συλλογισμό βαθύ. […]
Η ποίηση αυτή μας προτείνει ένα άλλο ύφος: την περήφανη πονεμένη αξιοπρέπεια και το σοβαρό στοχασμό. Πρώτος διδάξας ο Κάλβος. […]
Η κραυγή είναι “αλφάβητο”, δεν είναι γλώσσα. Η κραυγή “επιπλέει”, δεν είναι στάση ζωής. […]
Πιστεύει λοιπόν η ποιήτρια πως η απροσωπία της σημερινής τέχνης προαναγγέλλει τον τερματισμό της ατομικιστικής παραδόσεως και την επαναφορά του συνειδητού ατόμου στην ολότητα της ανθρώπινης κοινωνίας; Οι ενδείξεις που μας παρέχει είναι σοβαρές. Η πρόθεσή της όμως να μιλήσει τόσο απρόσωπα με τόσο οξύ τρόπο την κάνουν πρόσωπο πολύ ισχυρό και διόλου ουδέτερο. […]
Είναι περίεργο πώς λειτουργεί αυτό το σύμβολο του πουλιού: άλλοτε είναι αρπακτικό κι άλλοτε η λεία μας· άλλοτε γίνεται η πράξη μας κι άλλοτε η κατοικία μας· άλλοτε η ψυχή μας κι άλλοτε δίχτυ ψυχών και παγίδα. Υπάρχει μια τέτοια ταύτιση μαζί του που δεν μπορείς πια να ξεχωρίσεις αν είναι αντικείμενο ή υποκείμενο, η ζωή μας, ο ποιητής, το ποίημα ή εμείς όλοι που το γνωρίσαμε. Πρώτη φορά συναντώ στην ποίηση ένα τέτοιο μεγαλεπήβολο σύμβολο που θέλει να τα δηλώνει και να τα ενώνει όλα. Να υποθέσουμε πως το πουλί είναι το σύμβολό της ταύτισής μας με το χάος των πραγμάτων κι ότι αυτή η ταύτιση μόνο μας οδηγεί στην αλήθεια τους που δυνατή σαν ήλιος μας τυφλώνει και πάλι με το φως της, οδηγώντας μας στην εφηβεία της γνώσης; […]
Είναι, άραγε, τυχαίο το ότι η παράδοσή μας θέλει τυφλούς τον Όμηρο, τον Τειρεσία και τον Οιδίποδα – τον ποιητή, τον μάντη και τον άνθρωπο που νόμισε πως έλυσε το αίνιγμα του ανθρώπου; Η Έννοια των τυφλών
έχει πολύ βαθιές ρίζες στην ελληνική παράδοση κι αυτό νομίζω δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο γιατί, ίσως, πραγματικά καινούριο να είναι μόνο εκείνο που συνεχίζει κάτι πολύ παλιό. […]
Δεν μπορώ να κρύψω τον θαυμασμό μου γι’ αυτή την αντιλυρική, αλλά δραματικά ανθρώπινη ποίηση, που περιορίζει τη φαντασία στις άπειρες διαστάσεις του πραγματικού και εξάπτει τη λογική μέχρι φαντασίας».
Νόρα Αναγνωστάκη, «Η έννοια των τυφλών», Διάλογος 2 (Ιούλ.-Σεπτ. 1962), 112-118 και στο Διαδρομή. Δοκίμια κριτικής (1960-1995), Νεφέλη 1995, σσ. 106-120.
——— ≈ ———
«Έχει καταλάβει η Βακαλό πως το ζήτημα δεν είναι να γράψουμε, να συνθέσουμε ένα ποίημα, μα να “παραστήσουμε”, να “ερμηνέψουμε θεατρικά”, έστω, το ποίημα που είναι ήδη γραμμένο μέσα μας, που υπάρχει μαζί μ’ εμάς. Να το φτιάξουμε από την αρχή. Να το κατασκευάσουμε, όπως φτιάχνουμε ένα αντικείμενο που έχει συγκεκριμένες ιδιότητες: σχήμα, βάρος, πυκνότητα, θερμότητα ή ψυχρότητα, που είναι μαλακό ή σκληρό. Ένα αντικείμενο, όπως υπάρχει μόνο του, αυτεξούσιο έστω και με την αδράνειά του μόνο. Το ποίημα πρέπει να ξαναγίνει “κάποια ύλη”, όπως ήταν παλαιότερα, π.χ., μουσική ύλη, ή πνευματική, ή ψυχική ή γλωσσική. Κάτι δηλαδή που να μπορούμε να το νιώθουμε και να το γνωρίζουμε με τις αισθήσεις, άμεσα – αλλά με τις αισθήσεις που εννοούν, όχι με τις αισθήσεις που ηδονίζονται. […] Θα μπορούσαμε να πούμε πως όλος ο ώς τώρα λυρισμός, από τις πιο ψηλές του στιγμές ώς τις καταχρήσεις του, ακόμα κι ο λυρισμός που άξια σήμερα παράγεται και αντιπροσωπεύει την ποίηση (π.χ., ο λυρισμός του Ελύτη και του Ν. Καρούζου, από τους νεότερους), έχει σαν κύριο όργανό του την όραση. Γι’ αυτό, ίσως, η Βακαλό τοποθετεί τα ποιήματά της “πριν από το λυρισμό”. Το πιο σωστό θα ήταν να έλεγε “μετά από το λυρισμό”. Αλλ’ αυτά είναι ζητήματα σκηνοθεσίας. Η ουσία είναι ότι τώρα έχουμε να κάνουμε με μια ποίηση θεληματικά τυφλή – τυφλή για να μη βλέπει όσα είδαν τόσοι άλλοι, μα να τα ανακαλύπτει σαν καινούρια, με την αφή».
Αντρέας Καραντώνης, «Ελένης Βακαλό: Η έννοια των τυφλών», Νέα Εστία 72, 843 (15.1. 1962), 1212-1214 και στο Η ποίησή μας μετά τον Σεφέρη, Δωδώνη 1976, σσ. 34-35.
——— ≈ ———
«Η κ. Βακαλό επιμένει να παραμένει φανατικά πιστή στον τρόπο της δέσμης των εικόνων και του ερμητισμού, παραβλέποντας ότι η προσκόλληση σε μια μανιέρα δεν έχει άλλο αποτέλεσμα παρά ν’ αφήνει να διακρίνεται μόνον πολύ αμυδρά κι αχνά η προσωπικότητά της, η προσωπική της συμβολή που διαισθανόμαστε ότι θα μπορούσε να είναι πολύ σημαντική κι υπολογίσιμη».
Άλκης Θρύλος, Καινούρια Εποχή (άνοιξη 1962), 182.
——— ≈ ———
«Για την παλιά ποίηση η λέξη ήταν το σύμβολο ή η έννοια ενός πράγματος. Στην ποίηση της Βακαλό η λέξη φιλοδοξεί να είναι το ίδιο το πράγμα. Πάνω σ’ αυτό, συλλογίζομαι πως αν η ποιήτρια δεν έχει σκοπό “να δώσει” το πράγμα με την ακρίβεια της περιγραφής του, όπως π.χ. κάνει ο σύγχρονος Γάλλος ποιητής Françis Ponge, αλλά αντίθετα επιδιώκει, καταργώντας την περιγραφή, να πετύχει την εν ταυτώ γέννηση του πράγματος με τη λέξη που το ονομάζει, τότε, συλλογίζομαι πως δεν βρισκόμαστε μακριά από την αρχική υπερρεαλιστική μέθοδο, δηλαδή τον αυτοματισμό στη γραφή. […] Αν κάποτε στην ποίηση της Βακαλό συναντάμε σημασιολογικά ατυχήματα ή αντίθετα επισημαίνουμε στιγμιαίες νίκες του οργανωμένου και τυπικά μεταδόσιμου λόγου, αυτό δε σημαίνει πως ο αγώνας της ποιήτριας δεν είναι ένα σκληρό και τίμιο άθλημα που παίρνει τη μορφή της αυταπάρνησης και της αυτοθυσίας, όταν, παρά την υπερρεαλιστική της αγωγή, δεν υποκαθιστά το “λόγο” της με μια έκρηξη ενός συνόλου λέξεων, όπως οι πρώτοι διδάξαντες, αλλά παλεύει να υποτάξει την έκφρασή της σε μια τόσο διαφορετική και τόσο πειθαρχημένη λειτουργία, όπου συχνά δεν αφήνονται να επιβιώσουν, για τον νωχελικό αναγνώστη, παρά μερικές φράσεις-νησίδες ή κάποιες λέξεις-σύμβολα, λέξεις-δομές. Με τον κατάφωρο βιασμό της καθιερωμένης σύνταξης και τη διακεκομμένη φύση της έκφρασής της, η Βακαλό επιδιώκει, όπως είπαμε πιο πάνω, την καθαρή έκφραση των πραγμάτων. […] Μελετώντας την Έννοια των τυφλών, ελέγχοντας τις αντιδράσεις μου και σημειώνοντας τους ποιητικούς χώρους που προτιμώ, φτάνω στη διαπίστωση πως μονάχα εκεί που η γραφή οργανώνεται σε στέρεο οικοδόμημα ακολουθώντας την ενέργεια του αισθήματος, μονάχα εκεί που η ποιήτρια, θέλοντας ή μη θέλοντας, οδηγείται πέρα από τις θεωρητικές της τοποθετήσεις, σε μιαν άφεση εσωτερικής αναγκαιότητας και ρυθμού, υλοποιώντας έτσι σε ποίηση τις εμπειρίες της, μονάχα τότε το ποίημα της Βακαλό, θρεμμένο με το πνευματικό βάθος της ποιήτριας και την ανεπανάληπτη ψυχική της ένταση, δικαιώνεται και γίνεται ουσιαστικό επίτευγμα, δηλαδή πράγμα. […] Σπάνια στη νεότερη ποίηση θα ακουστούν τέτοιοι στίχοι, απαλλαγμένοι από τον τρέχοντα λυρισμό, απογυμνωμένοι από στολίδια και διακοσμήσεις, στίχοι ωραίοι, στέρεοι και ευπρεπείς που απευθύνονται στον πνευματικότερο χώρο του αναγνώστη και θυμίζουν την καθαρότητα των καλύτερων Σολωμικών επιτευγμάτων».
Τάκης Σινόπουλος, «Η ποίηση, ο λόγος και τα πράγματα. Ελένης Βακαλό: Η έννοια των τυφλών», Εποχές 6 (Οκτ. 1963), 60-62 και στο Χρονικό αναγνώσεων. Βιβλιοκρισίες για τη μεταπολεμική ποίηση (φιλ. επιμ.: Ευρυπίδης Γαραντούδης-Δώρα Μέντη), Σοκόλης 1999, σσ. 120-125.
——— ≈ ———
«Μια βαθύτερη τομή επιχειρεί η κ. Βακαλό στα καθέκαστα της ύπαρξης, αναζητώντας να βρει τις πραγματικές, τις συστηματικές σχέσεις, μεταξύ ανθρώπου και πραγμάτων, και ακόμη μεταξύ του ανθρώπου όπως τον εκφράζει η σημερινή στιγμή, η στιγμή του κάθε παρόντος, και του ανθρώπου-παρακαταθήκη μιας μακρόχρονης και αγωνιώδους διαδρομής μέσα στο χρόνο. Και τις σχέσεις αυτές, που τις βλέπει να αναπροσαρμόζονται συνεχώς, δίνοντας διαφορετικό σχήμα στην ίδια ενότητα, δεν είναι, κατά την αντίληψή της, σε θέση μόνη η λογική να τις συλλάβει. Απαιτείται η επιστράτευση όλων των ικανοτήτων του ανθρώπου σαν ζωικής ύπαρξης. Καθώς, άλλωστε, ο ίδιος ο άνθρωπος βρίσκεται μέσα στην όλη κίνηση, επηρεαζόμενος και επηρεάζοντάς την, το σχήμα αντικείμενο και υποκείμενο, παρατηρητής και αντικείμενο προς θέαση, σαν αυτοτελείς ενότητες, που προϋποθέτει η λογική σύλληψη του κοσμικού φαινομένου, καταργείται αφ’ εαυτού. Άλλα μέσα απαιτούνται για τη γνώση τους, και άλλες μέθοδοι για τη διερεύνησή τους. Την εργασία αυτή η ποιήτρια την εμπιστεύεται κατά κύριο λόγο στη διαίσθησή της, που δεν είναι άλλωστε μονάχα ένστικτο, αλλά ένστικτο και λογική μαζί. Κινείται μέσα στο σκοτεινό μυστήριο της ύπαρξης ψάχνοντας όπως ο τυφλός (η έννοια επανέρχεται συχνά στην ποίηση της κ. Βακαλό) που προσανατολίζεται κυρίως με την ακοή και την αφή. Απορρίπτει την όραση γιατί, “επιπολαιότερη” από τις αισθήσεις, δε μας δίνει παρά τα εξωτερικά σχήματα, ενώ την ποιήτρια την ενδιαφέρει ό,τι κρύβεται κάτω απ’ αυτά. Και ζητάει να φτιάξει τον κόσμο της από τις μυστικές φωνές των πραγμάτων, από τα μηνύματα που συλλαμβάνουν οι αισθήσεις της».
Βάσος Βαρίκας, εφ. Το Βήμα (12.2.1967) και στο Συγγραφείς και κείμενα, «Επικίνδυνο άθλημα. Ελένης Βακαλό: Ο τρόπος να κινδυνεύομε, Ερμής 1980, σσ. 116-120.
——— ≈ ———
«Η πρώτη εντύπωση από τα κείμενα είναι ότι η ποιήτρια δυσκολεύεται ν’ αρθρώσει, σα να ’παθε αφασία, σε βαθμό περισσότερο του δέοντος ίσως, και κινδυνεύει το μυστικό και το ανείπωτο, που γυρεύει την έκφρασή του, να παραμείνει μυστικό και ανείπωτο. Είναι βέβαια βαθιά προσωπικό και ανέκφραστο αυτό που θέλει να πει με τη βουβή γλώσσα των πραγμάτων. Μαντεύεις πιο πολύ με δυσκολία, παρά που συλλαμβάνεις νόημα. Άλλωστε η νέα φάση της Βακαλό καταργεί τα νοήματα ως νοήματα, τα ενσαρκώνει σε αντικείμενα, τα υλοποιεί, ανάλογα όπως ο Πεντζίκης από άλλη μεριά. […]
Το “Δάσος” είναι ίσως η ψυχή μας και μαζί και ο γύρω χώρος της, ο δικός της, ο βιωματικός, κατοικημένος από νεκρούς και ζωντανούς, δέντρα ζωντανά με σκοτεινούς διαδρόμους, ένας λαβύρινθος, όπου σε παραμονεύουν ανομολόγητοι φόβοι. Η ποίηση δημιουργεί το “Δάσος”, δίνει αυτό το σκοτεινό αδιέξοδο ανάμεσα σε δέντρα-φαντάσματα, και η σκοτεινιά της είναι η σκοτεινιά του “Δάσους”. […] Όσο προχωρούμε, ψηλαφητά μάλλον, στο “Δάσος”, τόσο ο φόβος γίνεται πιο έντονος, πιο άμεσος, σα να γίνονται κάπου εκεί φονικά, σαν ν’ ακούγονται φωνές κινδύνου. Ένα πρόσωπο εμφανίζεται, “ο ωτακουστής” που “προσπαθεί να μαντέψει τις νύχτες του καθενός”. Μήπως η συνείδηση; Και το “Δάσος” αισθάνεσαι πως παίρνει έκταση και γίνεται η εποχή, και ο φόβος του ατόμου, φόβος γενικός, βαθύς. […]
Η ποίηση της Βακαλό είναι τόσο πυκνή στη σύνταξή της την εσωτερική και τη γλωσσοτεχνική, ώστε σχεδόν είναι αδιαπέραστη, παραμένει μέσα της ένα μυστικό, ως να μη θέλει η ποιήτρια να το προδώσει, ως να φοβάται αυτή την προδοσία. Ουσιαστικά το είδος της ποίησης, αυτή η ατόφια σύλληψη, η άμεση σα φώτιση, σε πυκνώματα ουσιών, είναι από τη φύση της αδιαίρετη, επομένως μη αναγώγιμη σε έννοιες. Ξεχωρίζουν μονάχα εδώ κι εκεί στίχοι λαμπροί κάποτε, όπου η ουσία ανοίγεται σε κάποια γενίκευση ακίνδυνη για την προδοσία του μυστικού. […]
Θα μπορούσα, ξαναπιάνοντας απ’ την αρχή και κοιτάζοντας αλλιώτικα, να καταλήξω αλλού, να θεωρήσω πως το ποίημα Η έννοια των τυφλών είναι μελέτη θανάτου. Και ότι το “πουλί” και η “έξοδος” είναι σαν προσδοκία μετάστασης εκεί. Ίσως αυτή η θεώρηση να ’ναι πιο κοντά στο μυστικό και το άρρητο του ποιήματος ή της ψυχής».
Γιώργος Θέμελης, Η νεότερη ποίησή μας, «Ελένη Βακαλό», Φέξης 1968, σσ. 304-315.
——— ≈ ———
«Η Βακαλό (και είναι αυτό στο ενεργητικό της) διάλεξε τον κίνδυνο που είναι ο πιο δύσκολος για να τον αντιμετωπίσει κανείς. Είναι ο καθαρός “ποιητικός κίνδυνος”. Οι άλλοι κίνδυνοι είναι ο μεταφυσικός, ο ηθικός, ο ιδεολογικός, ο κοινωνικός και πολλοί παρόμοιοι. Αυτούς τους κινδύνους τους αντιπαρέρχεται η Βακαλό, όπως ένας σύγχρονος ζωγράφος ή γλύπτης αντιπαρέρχεται το θέμα ή το συγκεκριμένο αντικείμενο στην τέχνη του. Και θέλει, και αποφασίζει και τολμάει να κινδυνέψει, ταυτίζοντας τη μοίρα της με την ποιητική σύνθεση και έκφραση, που τις έχει πιάσει όχι απέξω, αλλά από μέσα, σα να θέλει να τις αποσπάσει χειρουργικά από τα σπλάχνα του Λόγου. […] Η Βακαλό έχει νιώσει το μυστήριο και την ομορφιά, την ακαταμέτρητη δύναμη και την τρομάρα που σκορπάει αυτός ο κόσμος. Μα δε θέλει να τον πλησιάσει πια με την ψαλμωδία της φυσιολατρίας ούτε με την ψυχρή επιστημονική φυσιογνωσία. Θέλει να τον γνωρίσει και να τον κατακτήσει μόνη της. Και να τον εκφράσει με ιδιοτυπία, στραβώνοντας, κάποτε, επίτηδες και τη γραμματική. Μερικοί θα λέγανε πως η Βακαλό συντάσσει ανάποδα. Αυτό δεν είναι πάντα άσχετο με την καλής ποιότητας ποίηση. Αν δυσκολεύει τον αναγνώστη, την ποίηση την ευκολύνει να τρέξει».
Αντρέας Καραντώνης, «Ο τρόπος να κινδυνεύομε», εφ. Η Καθημερινή (6.9.1966) και στο Η ποίησή μας μετά τον Σεφέρη, Δωδώνη 1976, σσ. 34-45.
——— ≈ ———
«Με τις δυο πρώτες συλλογές της, πάντως, η ποιήτρια έχει πετύχει αρκετές κατακτήσεις και φαίνεται να βρίσκει το πρόσωπό της. Η αυτοδιάψευση και η σιωπηρή αποκήρυξη των πρώτων της επιτευγμάτων θα αποτολμούσαμε να πούμε πως οφείλεται είτε σε βαθύτερες ανησυχίες (που ταυτίζονται με την ακμή της βιολογικής της ηλικίας και την υποχρεώνουν να δει αλλιώς τα πράγματα) είτε στη συνειδητοποίηση του εφιαλτικού περίγυρου – του συγκεκριμένου περιβάλλοντος των χρόνων εκείνων που δε θα τη στρέψει, όμως, προς τη γνωστή στρατευμένη χορεία πολλών συγχρόνων της ποιητών. Βέβαια, δεν αποκλείεται η στροφή αυτή των 360 μοιρών να οφείλεται στο συνδυασμό και των δύο πραγματικοτήτων.
Εν πάση περιπτώσει, η Βακαλό θα διεισδύσει, μετά από σιωπή, με το δικό της τρόπο στην οντολογία του κόσμου. Δηλαδή, στην επώδυνη προσπάθεια ν’ ανασυνθέσει τη μονάδα με το πάντρεμα των πιο ετερόκλητων ζώντων, ως επί το πλείστον, οργανισμών, υποκρούοντας ταυτόχρονα το μοτίβο του εφιαλτικού τρόμου μπροστά στο θάνατο και τη φθορά. Αναγκαστικά, λοιπόν, η ποίηση αυτή περνά μέσα από τραχιές στενωπούς· και, πολλές φορές, παραμένει και για τον επαρκέστερο αναγνώστη σιβυλλική, ερμητική».
Γιώργος Κ. Καραβασίλης, Διαβάζω 54 (Ιούλ. 1982), 103-106 και στο Επί τάπητος: «Με γυμνά πέλματα πάνω σε μυτερές πέτρες», Γαβριηλίδης 1999, σσ. 21-34.
«Στη συλλογή της Ελένης Βακαλό στοιχειοθετείται μια δαιμονολογία του γυναικείου λόγου και οι δυσκολίες, εγγενείς στο εγχείρημα, αντανακλώνται σε όλα τα επίπεδα οργάνωσης του ποιήματος. […] Ο λόγος (μιλιά και μέλη) της γυναίκας στο μανδύα του σκότους του Δαίμονα ή, έστω, κατά την περιβολή και τον τύπο απεικόνισης, του Μεφιστοφελή. […] Η Ελένη Βακαλό προωθεί στο απροχώρητο τη χαλαρότητα της σύνταξης και “εν αφανεί κείμενον έχει το σημαινόμενον”, για να θυμηθούμε τις μεμψιμοιρίες αρχαίου γραμματικού».
Αντρέας Μπελεζίνης, «Ελένης Βακαλό: Οι παλάβρες της κυρα-Ροδαλίνας», Σπείρα 4-5 (1985-87), 194-198.
——— ≈ ———
«Η ποίηση της Βακαλό τοποθετείται πριν από το διχασμό της αυτοαναφορικής γλώσσας και πέρα από τη ρητορική τής πολιτικά ένοχης ποιητικής συνείδησης. Η εναλλαξιμότητα των αντιθέτων που συστηματικά χαρακτηρίζει την ποιητική πρακτική της στοχεύει πέρα από την ένταση και δραματικότητα της αντιπαλότητας, πέρα από τη διαλογική διαπλοκή και τελικά αλληλοακύρωση των όρων της, στη διάχυση που προκύπτει από τις διαδοχικές ταυτίσεις και μεταλλάξεις της ύλης μέσα στην ανακύκλωση του ποιητικού σύμπαντος: αθωότητα ως άλλη εξουσία, τυφλότητα ως άλλη όραση, λήθη προϋπόθεση μνήμης, εγώ ως αυτό, σκληράδα ως τρυφερότητα, αφήγηση ως ποίηση, εραστής ως ερωμένος, η γυναίκα Δον Ζουάν, οι ασκητές ως ανάποδη αυτοαναλωμένη επιθυμία, η εξουσιάστρια ως θύμα, οι κυνηγοί ως κυνηγημένοι κλπ. Αμφισβητούνται οι ορθολογικές προϋποθέσεις που διέπουν τον βασικό δυϊσμό (υποκείμενο-αντικείμενο) του ευρωπαϊκού πνεύματος και πολιτισμού. […] Με τον υπερρεαλισμό η σχέση της Βακαλό περιορίζεται στην κοινή τους αντίληψη και χρήση της γλώσσας, χωρίς καθόλου να συμμερίζεται τις θέσεις, τους τρόπους και τη συλλογιστική του υπερρεαλισμού. Κοινή είναι επίσης η αναζήτηση για το υπόγειο εκείνο ρεύμα που ενώνει φαινομενικά ετερόκλητες επιφάνειες, απελευθερώνοντας το λόγο –και στις δύο περιπτώσεις– από δεσμεύσεις αληθοφάνειας και ρεαλισμού. Εντούτοις, στους υπερρεαλιστές το σπάσιμο της μορφής αντιστοιχεί στην κατάρρευση της λογικής και συνειδητής αναπαράστασης του κόσμου, ανοίγει τους κρουνούς του υποσυνειδήτου, ενώ στη Βακαλό ο κατακερματισμός της μορφής, σε γραμματικό και συντακτικό επίπεδο, υπηρετεί την απόδοση των τρόπων και ρυθμών του προφορικού λόγου, της τρέχουσας ομιλίας, ή καταγράφει τη συνειρμικότητα της γλώσσας της σκέψης που δεν έχει αρχή, τέλος, τελείες και περιόδους. […] Ο κατακερματισμός της μορφής που αγνοεί συντακτικούς ή άλλους κανόνες, η χρήση καθημερινής –και όχι “ποιητικής”– γλώσσας που αναπαράγει μορφές της τρέχουσας ομιλίας και των ρυθμών της, επιχειρούν να ταυτίσουν το ρυθμό αυτής της ποίησης με το ρυθμό του κόσμου».
Μαρία Κακαβούλια, «Πέρα από τον δυϊσμό», Ποίηση 5 (άνοιξη-καλοκαίρι 1995), 228-234.
——— ≈ ———
«Στο πραγματοκεντρικό σύμπαν της Βακαλό οι λέξεις έχουν ύλη, βάρος, όγκο, κίνηση. Προαπαιτούν μια άλλη αίσθηση της γλώσσας. Αυτήν επιχειρεί να αποκαταστήσει ο λόγος της Βακαλό, αντιβαίνοντας ρητορικές και ποιητικές συμβάσεις προκειμένου να γίνει ορατό διά γυμνού οφθαλμού το ποιητικό άλλο του πράγματος. Πρώτες από όλα οι αισθήσεις, που έχουν εκφυλιστεί από την εξορθολογισμένη χρήση τους ή και αχρηστία τους στον δυτικό πολιτισμό: για να ακουστεί η βουή και ο ψίθυρος του καταρράκτη που πέφτει πίσω από τα φαινόμενα, οι αισθήσεις πρέπει να παυθούν, να αναπαυθούν».
Μαρία Κακαβούλια, «Για την Ποιητική, το Ποιητικό και την Ποίηση στο έργο της Ελένης Βακαλό», Ελί-τροχος 6 (καλοκαίρι 1995), 37-53.
——— ≈ ———
«Όταν, το 1971, εκδίδεται η Γενεαλογία, η Ελένη Βακαλό έχει ήδη ολοκληρώσει την ενότητα Πριν από το λυρισμό. Τουτέστιν μια ποίηση σχημάτων, προζαϊκής τάξεως, η οποία, μέσω μιας στοιχειώδους αυτογνωσίας των βασικών –άρα και ελαχίστων– αισθήσεων, οδηγήθηκε στη διάθεση και τη διαφάνεια. Ως ήτο φυσικό, αυτό προέκυψε διά των εκφάνσεων και των αναλογιών ενός, ας μου επιτραπεί ο όρος, μη συναισθήματος. […] Η ποίηση της Βακαλό, καθώς η ίδια το θέλησεν, στηρίζει τη διαλεκτική της στη διαδικασία. Είναι μια διαρκής ερωτική απόπειρα, ένας λίγο ειρωνικός πόθος. Υπομιμνήσκεται κοράσι λυγερό άλλων καιρών, όταν χορεύει στα πανηγυριώτικα αλώνια. Το επίτευγμα είναι ότι τούτο δεν ειπώνεται αλλά υπάρχει και μάλιστα σε μια (α)ηθική σύγχρονη καρποφορεί. Είναι λοιπόν ένα πάθος που στις υψηλότερες στιγμές του αγιάζει την ποίηση ως τη μητρότητα – αρχέτυπη και μεταφροϋδική. Η μητρότητα χοϊκή να εννοηθεί, μιας και η ποιήτρια αρνήθηκε και αυτή τη νύξη του όσιου ακόμη. […] Ξαναστέκομαι στην ηδονή που διατρέχει σαν νωτιαίος μυελός το έργο της Βακαλό. Σημειώνω τη λατρεία, την ακατανόμαστη και συγκεκριμένη, που τρέφει για το πράγμα, την τόσο ξένη με το φετιχισμό. Σημειώνω την ενανθρώπιση της αγάπης, την αποκατάσταση της γοητείας, την παλινόρθωση του ερωτισμού».
Ηλίας Λάγιος, «Οκτάνα για την καταγωγή της Γενεαλογίας ήγουν ο άνθρωπος ως κατάστασις έμψυχος ή και εμψυχωμένη», Ελί-τροχος 6 (καλοκαίρι 1995), 31-36.
——— ≈ ———
«Ίσως ακριβώς μπορούμε να δούμε την Ροδαλίνα σαν μια σειρά από χάρτινες φιγούρες που γίνονται αντικείμενο παιχνιδιού. Το πρόσωπο σε όλες τις φιγούρες είναι ίδιο, ίδια η έκφραση, αλλά έχουμε την δυνατότητα να τους αλλάζουμε ρούχα και να τις δοκιμάζουμε σε διαφορετικούς χώρους. Το παιχνίδι τις πλάθει όχι όπως ο Καβάφης έπλασε τον Καισαρίωνα, γεμάτο συναίσθημα και συνείδηση του τέλους, αλλά όπως τα παιδικά χέρια δίνουν ζωή σε χαρτί, χοροπηδώντας χάρτινες φιγούρες, δίνοντας ονόματα στα δημιουργήματά τους, αλλάζοντας τη φωνή τους. […]
Τέλος, όπως και στο παιδικό παιχνίδι, στο παιχνίδι με τις φιγούρες “Ροδαλίνα” η σύνταξη μπερδεύεται, γίνεται αρκετά χαλαρή ώστε να αποκλείει αυτόν που δεν συμμετέχει αλλά να καλοδέχεται όποιον παίζει. Όποιος είναι μέσα στο παιχνίδι μπορεί να προεκτείνει τα γεγονότα ή να φανταστεί καινούργιες καταστάσεις, “όσα πάνε κι όσα έρθουν”. Η Ροδαλίνα γίνεται αφορμή συλλογικής δημιουργίας, χωρίς όμως ποτέ να εκφράζει κάποια ομαδική συνείδηση».
Άρτεμις Λεοντή, «Παίζουμε κυρα-Ροδαλίνα;», Ελί-τροχος 6 (καλοκαίρι 1995), 21-29.
——— ≈ ———
«Αυτό που αμέσως τραβά την προσοχή μας στο τελευταίο βιβλίο της Ελένης Βακαλό Επιλεγόμενα είναι η διττότητα του εγχειρήματος. Δύο εκτενή ποιήματα που αφορμούν από την ίδια εμμονή στη γλώσσα και στο άλεκτο, πλην όμως εκτρέποντάς την προς δύο εκ διαμέτρου αντίθετες κατευθύνσεις. Υψιπετές και λυρικότερο, “Το θαύμα” (σ. 7-19) δέεται και θαυμάζει το άρρητο και ό,τι μαζί μ’ αυτό υπερβαίνει το ανθρώπινο μέτρο εννόησης. Αντιστρόφως ανάλογος ο προσανατολισμός στο “Μικρές σημειώσεις για την ποίησή μου Το άλλο του πράγματος” (σ. 21-31), μας δίνει ένα ποίημα-σύνοψη για την ίδια την ποιητική τέχνη και τη γλώσσα της, για το πώς αδιάρρηκτα συμπλέκονται η σημαντική και η παρασημαντική της γλώσσας με τη μαντική της ποίησης. Ένα διπλό ποιητικό σχόλιο για τη γλώσσα και όσα ποιητικά και ανεξιχνίαστα υπάρχουν ερήμην της. Βρίσκουμε κι εδώ τις συνήθεις τεχνικές γραφής να υπηρετούν την ars poetica της Βακαλό: ατιθάσευτο συντακτικό, καθημερινή γλώσσα, αναπάντεχες αποστροφές κι επιστροφές, πρωθύστερα σχήματα, παλινδρομήσεις κι ανακολουθίες, γλώσσα χωρίς αυταρέσκεια ή φιλολογική πόζα και θεωρητικούς ακκισμούς· γλώσσα που απεκδύεται το ύφος και καθηλώνει με την ακριβολογία της».
Μαρία Κακαβούλια, «Το θαύμα», Ποίηση 11 (άνοιξη-καλοκαίρι 1998), 249-252.
——— ≈ ———
«Κι αν η ποίηση είναι για τη Βακαλό μια συνεχής αυτοαναφορά, τότε τα Επιλεγόμενα αποκρίνονται καταφατικά και στα τρία ερωτήματα που μας απασχόλησαν προεισαγωγικά. Πρώτον, σχολιάζουν το ποιητικό παρελθόν από το οποίο προέρχονται (με πλήθος παραπομπών – από τον Μπλέικ και τη Βίβλο ώς τον λεττρισμό και τον υπερρεαλισμό). Δεύτερον, ανακινούν εν εκτάσει το ζήτημα της γραφής (αν κοιτάξουμε προσεκτικά τη διάταξη και την εσωτερική επικοινωνία των ποιημάτων, θα διακρίνουμε ένα σχήμα σκακιέρας, όπου δεν παίζεται μόνο μια συγκεκριμένη παρτίδα –η παρτίδα των Επιλεγομένων– αλλά κι ένας ολόκληρος στρατηγικός σχεδιασμός). Τρίτον, υπαινίσσονται τη δυνατότητα μιας νέας διαδρομής, που μπορεί να γυρίσει προς τα έξω τη φόδρα του παλιού υλικού και σαν σε μαγική εικόνα να φωτίσει ένα άλλο (το ίδιο και ταυτοχρόνως διαφορετικό) πεδίο».
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «Ο λόγος της σιωπής», Εντευκτήριο 42-46 (1998-99), 81-82.
——— ≈ ———
«Το επίσης ιδιαίτερο που χαρακτήριζε την προσφορά της Βακαλό ήταν ότι η ποίησή της αναπτυσσόταν εν προόδω, με την έννοια ότι κάθε επόμενη σύναξη –και συχνά σύνθεση ποιητικής της–, τουλάχιστον από το ώριμο έργο της, που θα οριοθετούσαμε είτε το 1951, με τη συλλογή Στη μορφή των θεωρημάτων, είτε μάλλον το 1954 με το Δάσος, μεταστοιχείωνε, τόσο ουσιαστικά, σε λόγο μια κατάσταση, της οποίας οι διαστάσεις συνεχώς αύξαιναν τα μετέπειτα χρόνια, 1956, 1958, 1959, 1962, 1966 και 1971, οπότε εκδίδεται η Γενεαλογία, έργα που στεγάζονται και προστατεύονται από ένα πνεύμα αυστηρό, αντίθετο προς κάθε μορφή αισθηματολογίας. Αν αυτός ο χαρακτήρας της γραφής της μπορεί να θεωρηθεί ψυχρός, ο ποιητικός της λόγος είχε τόσες ανταποκρίσεις, ακριβώς επειδή η δήθεν ψυχρότητα ήταν ένας στιβαρός τρόπος αποφυγής των συναισθηματικών διαχύσεων –στο όνομα μιας αποφθεγματικής ανάπτυξης των αξόνων– και συχνά ενός μόνο άξονα περιστροφής – του ποιήματος».
Αλέξανδρος Αργυρίου, «Αδέξιος αποχαιρετισμός της Ελένης Βακαλό», Αντί 748 (19.10.2001), 47.
——— ≈ ———
«Η ποιητική εικόνα υπάρχει από τη στιγμή που γίνεται λόγος και ο ποιητής της είναι ο δημιουργός αυτού του γεγονότος· δεν υπάρχει χωρίς αυτόν, υποστηρίζει η Βακαλό στα Επιλεγόμενα, την τελευταία ποιητική της συλλογή. Η λέξη τότε μόνο πραγματώνεται, όταν κατορθώσει να ξαναγίνει το αντικείμενο της όρασης που επικαλείται: Ο ποιητής συλλέγει τα υλικά του και κατασκευάζει μια ποιητική πραγματικότητα ανεξάρτητη από τη φυσική· μια ποιητική πραγματικότητα από τα υπολείμματα, τα θραύσματα της μνήμης· ο ποιητής είναι ένας τυφλός που αποτυπώνει τις εσωτερικές εικόνες· εικόνες εσαεί ανολοκλήρωτες. Γι’ αυτό και συχνά τα ποιήματα-πραγματικότητες επανέρχονται για να ανακατασκευαστούν, να συμπληρωθούν ή ν’ αλλάξουν. Το ποιητικό σύμπαν της Βακαλό χτίζεται και ξαναχτίζεται με τα ίδια υλικά που έχουν καταγωγή τα πραγματικά βιώματα, που όμως δεν μας αποκαλύπτονται· ωστόσο, μπορούν και παίρνουν διαρκώς νέα μορφή και σχήμα μέσα από την αναδιάταξη της ύλης».
Άντεια Φραντζή, «Ελένη Βακαλό (1921-2001)», Αντί 748 (19.10.2001), 46-47.
——— ≈ ———
«Η Βακαλό συχνά θα προβάλει ποιητικά μια αισθησιοκεντρική βίωση του πραγματικού. Θα μιλήσει για τις καταιγιστικές εικόνες, την πρωτογενή αίσθηση του ήχου της φωνής, τον άγραφο λόγο (“κι ανέβαιναν κάτι φωνές αλλά πίσω απ’ τη γλώσσα”). Πώς γίνεται η μετάβαση από τη φωνή στη λέξη, το γλωσσικό σημείο που κατηγοριοποιεί, εννοιοποιεί και γενικεύει, ονομάζει; Το αίτημα, μάλιστα, που οι στίχοι της επαναλαμβάνουν είναι ακριβώς αυτό: να ξανακούσουν τον ήχο αυτής της “φωνούλας”, της φωνής που ενδημεί στη λέξη-σύμβολο-αφηρημένη έννοια.
Τρία είναι τα σημεία-κλειδιά μέσα στα ποιήματα που αφορούν τη σχέση γλώσσας-πράγματος, την οποία η ποιήτρια επιμένει να γειώνει στη σωματικότητα: η εικόνα (όραμα, φαντασία, “ανεξήγητα των εικόνων”, κλπ.), η φωνή (ανάσα, επιφώνημα, λυγμός, κόμπος, κραυγή, φωνούλα) και η λέξη ή το άλεκτο. Η παραπάνω τριάδα της Βακαλό παραπέμπει ευθέως στην έννοια της σημείωσης που υποθέτει ο C.S. Pierce και “υλοποιείται με σημεία τριών ειδών: α. εικόνες· β. δείκτες· γ. σύμβολα” (Α.-Φ. Χριστίδης, “Η φύση της γλώσσας”, στο Ιστορία της ελληνικής γλώσσας. Από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 21-22). Η πηρσιανή “εικόνα” χαρακτηρίζεται από τη φυσική της ομοιότητα προς το αντικείμενο αναφοράς της, ο “δείκτης” χαρακτηρίζεται από μια σχέση φυσικής συμμετοχής, συνάφειας προς το αντικείμενο αναφοράς, η οποία σαφώς εξαρτάται από τη φυσική παρουσία, το αισθητηριακό παρόν του αντικειμένου αναφοράς. Το “σύμβολο” είναι η μορφοποίηση ή σύνθεση των άλλων δύο και προϋποθέτει τη γενίκευση και την αφαίρεση».
Μαρία Κακαβούλια, Μορφές και λέξεις στο έργο της Ελένης Βακαλό, Νεφέλη 2004, σσ. 261-262.
——— ≈ ———
«Η Βακαλό ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά, το πρώτο της βιβλίο βγήκε το 1945, μετά τον πόλεμο, την Κατοχή, τον Δεκέμβρη, τη Χιροσίμα. Μετά απ’ αυτή τη φριχτά ζωντανή εποχή που έκλεινε αφήνοντας πίσω της ερείπια κι άνοιγε μια σκοτεινή τρύπα στο μέλλον.
Βρισκόμαστε στο κενό. Σ’ έναν κόσμο σφαγμένο κι άδειο.
Τα πρώτα βιβλία των νέων ποιητών που επέζησαν έχουν για μόνο τους στήριγμα την ισοπεδωτική βάση αυτών των κοινών βιωμάτων· είναι υπερφορτωμένα από το υλικό, θα έλεγα, βάρος αυτών των ασήκωτων εμπειριών, κι η συνείδηση της κοινής ζωής και μοίρας φαίνεται ολοκάθαρα από την ευρύτατη χρήση του πρώτου προσώπου του πληθυντικού που όλοι ανεξαιρέτως κάνουν. Πιο συχνά λένε εμείς παρά εγώ, κι ο καθένας μιλάει για όλους.
Η αμέσως επόμενη ή παράλληλη κίνησή τους είναι η αναζήτηση του προσώπου. Όλοι ψάχνουν να βρουν το πρόσωπό τους –όχι όπως όλοι οι νέοι–, αλλά σαν νέοι μιας εποχής που αφάνισε την έννοια του προσώπου κι ό,τι στηρίζει και φτιάχνει ένα πρόσωπο: ιδέες κι αξίες ζωής. Για μια μακριά περίοδο του μεταπολέμου όλοι μιλούσαν για ένα φαινόμενο απροσωπίας στην ποίησή μας. Η γνώμη μου ήταν ότι γύρω στο 60 είχαν ήδη διαμορφωθεί οι ποιητικές φωνές αυτής της γενιάς. Δεν λέω πρόσωπα, γιατί τα πρόσωπά τους –ευτυχώς– ακόμα σχηματίζονται και προσφέρουν ζωή στην ποίησή μας.
Χαρακτηριστικό μάλιστα είναι ότι, ενώ όλοι ξεκίνησαν από μια κοινή βάση, ο καθένας τους απέκτησε μια εντελώς προσωπική ιδιαιτερότητα και φρόντισε να τη διαφυλάξει. Νομίζω όμως ότι κανένας δεν μπόρεσε να ξεφύγει απ’ τον πόνο και τον καημό για τις συμφορές που ρήμαξαν τα νιάτα τους, τον τόπο μας κι όλη την ανθρωπότητα. Οτιδήποτε κι αν γράφουν, μ’ όποια τεχνική κι αν εκφράζονται, μ’ αυτά παλεύουν και γύρω απ’ αυτά γυρνούν, και γι’ αυτό προσπάθησαν απ’ το τίποτα ξεκινώντας και μέσα από όλα αυτά ν’ αποκτήσουν πρόσωπο, να υπάρξουν, για να υπάρξει, να μη χαθεί η συνείδηση αυτής της εποχής που τελικά δεν είναι άλλη από την τρομακτική προσπάθεια που έγινε σ’ αυτόν εδώ τον τόπο, για να μη χάσουμε την ανθρωπιά μας και την πίστη μας στη ζωή.
Αυτή είναι όλη κι όλη η ποιητική προσπάθεια της Βακαλό, που είναι ένας άνθρωπος με πολύ ανεπτυγμένο το αίσθημα της πνευματικής ευθύνης και θεωρεί την ποίηση κοινωνικό λειτούργημα και όχι απλώς ιδιωτική υπόθεση του κάθε ποιητή. Κι ο δρόμος που ακολούθησε ήταν απ’ τους πιο δύσκολους, γιατί ήταν απ’ τους λιγότερο εντυπωσιακούς, απ’ τους πιο συνειδητούς, θα έλεγα.
Στα δύο πρώτα της βιβλία καίει κι αυτή και σκοτώνεται όπως όλοι για όλα, και πότε λέει εγώ και άλλοτε εμείς. Στο τρίτο της βιβλίο όμως που βγαίνει το ’51, μετά τη λήξη του Εμφύλιου, παρατηρούμε μια τάξη αποπροσωποποίησης της φωνής, όπως ακριβώς στις Τραγωδίες· ο χορός ιστορεί, σχολιάζει και συμμετέχει απρόσωπα στα γεγονότα. Η στάση αυτή είναι αποφασιστική για την πορεία της.
Έπειτα από τρία χρόνια, το 1954, με το τέταρτο βιβλίο της, Το δάσος, ξεκινάει την καθαρά προσωπική της έκφραση με μια κίνηση που ισοδυναμεί με αυτοκτονία του αισθήματος. “Τώρα θα βγάλω την καρδιά μου”, μας λέει στην αρχή του βιβλίου. Η κατάργηση της έκφρασης των αισθημάτων στην ποίηση, στα τρία επόμενα βιβλία της, σημαίνει την κατάργηση του εγώ, του υποκειμένου και φυσικά του λυρισμού – , χωρίς, δυστυχώς, να καταργεί και τα αισθήματα. Γίνεται τόσο απάνθρωπη για την ποίησή της όσο υπήρξε απάνθρωπος ο καιρός για όλους. Νομίζω ότι αυτό γίνεται γιατί πιστεύει ότι αυτογνωσία και συνείδηση του κόσμου δεν μπορεί ν’ αποκτηθεί μόνο με πληγωμένα αισθήματα. Παρηγορούν αυτόν που τα εκφράζει, αλλά δεν ωφελούν σε τίποτα και κανέναν άλλο.
Η στάση αυτή την ξεκόβει αμέσως απ’ όσους εξακολουθούν να τραγουδούν τον πόνο τους και την πλησιάζει σ’ όσους αγωνίζονται για έναν τρόπο ζωής. Στα τρία επόμενα βιβλία της, που μαζί με το Δάσος
τα λέει σειρά πριν απ’ το λυρισμό, είναι “το μεγάλο άσμα π’ αρχίζει ονομάζοντας τα πράγματα απλά”. Καταφεύγει στις αισθήσεις του σώματος, στη γη μας, στη φύση – σ’ ό,τι απόμεινε να συνεχίζει τη φυσιολογική λειτουργία της ζωής, που ο άνθρωπος την έχει χάσει. Ό,τι είναι γνήσιο υλικό, φυσικό, την οδηγεί σε μια πρωταρχική αντίληψη του κόσμου και των αισθήσεων. Θέλει να ξαναγίνει φυσιολογικός άνθρωπος και ν’ αναπτύξει το πνεύμα της μέσα από την κίνηση της φυσικής ύλης, ακολουθώντας τον ρυθμό της. Η διαλεκτική αυτή αντίληψη τη φέρνει στους αντίποδες της μεταφυσικής. Είναι μια στέρεη βάση. Πού αλλού στηρίχτηκε; Στον Όμηρο, στους τραγικούς, στο δημοτικό τραγούδι, στον Σολωμό και στον Κάλβο. Αυτές είναι οι ρίζες της δικής μας παράδοσης, που απλώνονται πέρα ως πέρα στην ποίησή της.
Ο τρόπος όμως που λειτουργεί η ποίησή της και που κορυφώνεται εξελικτικά, κυρίως στα τρία τελευταία της βιβλία, είναι εντελώς σύγχρονος γιατί μας προσφέρεται σαν ένα ζωντανό υλικό ζωής που ελίσσεται και αλλάζει, συνεχώς μετασχηματιζόμενο.
Η μαθητεία της στα απλά και βασικά στοιχεία και όχι η αναφορά τους είναι η πιο επίπονη και μακροχρόνια που γνωρίζω σ’ όλη μας την ποίηση. Ίσως γι’ αυτό όλα της τα βιβλία έχουν τη μορφή συνθετικών ενοτήτων. Γιατί όλοι ξέρουμε πως σύνθεση είναι η έντεχνη οργάνωση απλών υλικών. Και η ποίηση είναι, πριν απ’ όλα, Τέχνη. Τέχνη που γίνεται με λέξεις. Και οι λέξεις στη Βακαλό είναι όλες απλές, γιατί είναι λέξεις πραγμάτων και όχι διανοουμενίστικες.
Δεν κινείται εύκολα ανάμεσα στα απλά και τα πολυσύνθετα, γιατί κινείται συγχρόνως μαζί τους και με όλα μαζί κάθε φορά. Γι’ αυτό οι κινήσεις της είναι εξαιρετικά προσεχτικές, ανιχνευτικές και συχνά παρακινδυνευμένες. Αυτή είναι και η μεγάλη δυσκολία στην ποίησή της.
Πρέπει να μπεις μέσα στο χώρο της και στην κίνησή της για να την παρακολουθήσεις. Αδύνατον να την πλησιάσεις απ’ έξω, γιατί δεν έχει καμιά εξωτερική γοητεία, τίποτα που να προεξέχει για ν’ αρπαχτεί ο νους ή το συναίσθημα, τίποτα το φανταχτερό, ηχηρό ή εύγευστο που θα ικανοποιούσε χορταστικά τις αισθήσεις· τίποτα το ετοιμοπαράδοτο για να το εισπράξεις αμέσως, γιατί όλα δείχνονται μαζί με τον μόχθο που καταβάλλεται για να αποκτηθούν. Θα πρέπει λοιπόν να κάνει κι ο αναγνώστης κάποιον κόπο. Γιατί αυτή η ποίηση είναι ποίηση μιας σκληρής πνευματικής αγωγής που ψάχνει να βρει το πρόσωπο του καιρού μας κι όχι μόνο το πρόσωπο του συγγραφέα της, και γι’ αυτό είναι και τόσο βουβά δραματική, γιατί μας δείχνει πόσο αργά κι επώδυνα σχηματίζεται ένας τέτοιος άνθρωπος από την ίδια του την προσπάθεια να υπάρξει μέσα από τη ζωή του τόπου του και του κόσμου όλου.
Στα τρία τελευταία βιβλία έχει, νομίζω, περάσει στην αναζήτηση του μύθου της εποχής και της Ιστορίας μας. Γιατί ο ποιητής που μας μιλάει και λέει εγώ δεν είναι το πρόσωπο που γράφει, αλλά ο απρόσωπος ποιητής του καιρού μας».
Αδημοσίευτο σχέδιο προφορικής ομιλίας της Νόρας Αναγνωστάκη στην εκδήλωση προς τιμήν της Βακαλό, Γκαλερί «Ώρα», 1971.
ΠΗΓΗ:
Άντεια Φραντζή, «Κρίσεις για το έργο της Ελένης Βακαλό», στο Ἔμενε ποίημα: Μια περιδιάβαση στο ποιητικό «Δάσος» της Ελένης Βακαλό, εκδ. Νεφέλη 2005, σσ. 95–122.