Χάρτης 25 - ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-25/diereynhseis/metaxy-mas-gia-toys-alloys-4h-syzhthsh
Οι δυσκολίες της μετάφρασης των διηγημάτων ενός Πολωνοεβραίου εξπρεσιονιστή ζωγράφου που έργα του κοσμούν το κείμενο αυτό. Οι δυσκολίες της μετάφρασης ενός συγγραφέα ο οποίος έχει συγκριθεί με τον Κάφκα, τον Προυστ, τον Τόμας Μαν, λατρεύει τα παλιά φτηνοπράματα και αρέσκεται να τα περιγράφει. Οι δυσκολίες της μετάφρασης στα ελληνικά από μια λογοτεχνία ελάχιστα γνωστή στη χώρα μας. Οι δυσκολίες της μετάφρασης διηγημάτων τα οποία αποτυπώνουν με σχολαστική λεπτολογία το ρεαλισμό των ονείρων και ανασύρουν τα ξεχασμένα συναισθήματα και τις σκέψεις της παιδικής ηλικίας. Οι δυσκολίες της μετάφρασης ενός sui generis ευρωπαϊκού «μαγικού νατουραλισμού» με έδρα τη δυτική Ουκρανία.
————————————————————————
Άπαντα τα πεζά (διηγήματα-ιστορίες), του Mπρούνο Σουλτς, εκδόσεις Καστανιώτη 2020
Μετάφραση: Αλεξάνδρα Ιωαννίδου
—————————
Jósef Koffler: Κονσέρτο για πιάνο — Τοκάτα
—————————
Στα πλαίσια των συζητήσεων της σειράς Μεταξύ μας. Για τους άλλους, η οποία, επισημαίνουμε, στόχο έχει να αναδείξει τις στρατηγικές και τις τεχνικές κάποιων καλών μεταφράσεων σε δύσκολα έργα, πεζά ή ποιητικά, μέσα από ερωτήσεις προς το μεταφραστή τους, αντικείμενό μας είναι το έργο Άπαντα τα πεζά, του Πολωνού συγγραφέα Bruno Schulz, μιας σχεδόν θρυλικής μορφής των πολωνικών γραμμάτων. Μεταφράστρια είναι η Αλεξάνδρα Ιωαννίδου.
Για όσους δε γνωρίζουν το έργο, για να μπουν κάπως στο κλίμα του αλλά και στο «κλίμα» της συζήτησης, αντιγράφω από το οπισθόφυλλο του βιβλίου: «Η πεζογραφία του Μπρούνο Σουλτς φημίζεται για την πρωτοτυπία της. Οι εξπρεσιονιστικές ιστορίες του, τοποθετημένες σε έναν φανταστικό χώρο παρόμοιο με τη γενέτειρά του, ανυψώνουν ποιητικά την καθημερινότητα στη σφαίρα του μύθου. Τα συνήθη θέματά του –ο άνεμος, ένα ρούχο, ένα πιάτο με ψάρια–εμφανίζονται αίφνης μυστηριώδη, αλλόκοτα, ικανά να φωτίσουν βαθύτερες αλήθειες. Όπως άλλωστε σημειώνει κάπου ο πατέρας, ένας από τους πιο ελκυστικούς τύπους που έπλασε ο συγγραφέας, «στην ύλη έχει δοθεί μια ατελείωτη γονιμότητα, μια ανεξάντλητη ζωική ισχύς και συγχρόνως μια γοητευτική δύναμη πειρασμού που ας παρασύρει να δημιουργούμε μορφές».
Ο Μπρούνο Σουλτς γεννήθηκε το 1892 στο Ντροχόμπιτς, πόλη της Δυτικής Ουκρανίας σήμερα. Τότε ανήκε στη Αυστρουγγαρία, λόγω της τριχοτόμησης της Πολωνίας ανάμεσα σε Ρωσία, Πρωσία και Αυστρία. Σπούδασε στην αρχιτεκτονική σχολή του Λβιβ της σημερινής Ουκρανίας, ταξίδεψε στη Βιέννη και συμμετείχε ενεργά στους κύκλους φιλότεχνων νεαρών Εβραίων. Μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, η πόλη πλέον ανήκε στην Πολωνία. Εργάσθηκε ως ζωγράφος, γραφίστας και καθηγητής εικαστικών στο γυμνάσιο και ταξίδεψε στη Βαρσοβία, τη Στοκχόλμη και το Παρίσι όπου διοργάνωσε έκθεση ζωγραφικής των εξπρεσιονιστικών του έργων. Η ζωγραφική του τού άφησε καιρό για παθιασμένους έρωτες αλλά και για τη συγγραφή. Γνώρισε τους μεγάλους Πολωνούς συγγραφείς Στανισλάβ Βίτκιεβιτς και Βίτολντ Γκομπρόβιτς. Ήδη το 1934 ήταν καταξιωμένος στη χώρα του διηγηματογράφος. Το 1940 κατέλαβαν την πόλη του αρχικά οι Σοβιετικοί και μετά οι Γερμανοί. Το 1942, στα πλαίσια του διωγμού των Εβραίων, ένας αξιωματικός των Ες Ες τον εκτέλεσε εν ψυχρώ στο δρόμο με δυο σφαίρες στο κεφάλι.
Το βιβλίο Άπαντα τα πεζά (Καστανιώτης 2020) περιλαμβάνει τις δύο δημοσιευμένες συλλογές διηγημάτων του, Τα μαγαζιά της κανέλας και Το Σανατόριο κάτω από την κλεψύδρα, καθώς και τα υπόλοιπα κείμενά του.
Έχοντας μελετήσει τη γερμανική και την πολωνική λογοτεχνία, ο Μπρούνο Σουλτς δημιουργεί έναν πρωτότυπο μαγικό κόσμο, την ιδιωτική μυθολογία μιας οικογένειας, με ένα οργιαστικό αν και καθόλου εξεζητημένο λεξιλόγιο, με μια γλώσσα που ξεχειλίζει ζωή και πρωταγωνιστεί στην πλοκή. Για να φιλοτεχνήσει μιαν εναλλακτική πραγματικότητα, ανάλογη με την κόσμο της παιδικής φαντασίας, ο οποίος επιβιώνει (;) εντός μας χάρη στις μνήμες από την παιδική ηλικία. Ο Μπρούνο Σουλτς, ένας από τους «μεγάλους άγνωστους» συγγραφείς του 20ού αιώνα, γράφει, σε τελική ανάλυση, με το πινέλο εξπρεσιονιστή ζωγράφου.
Η μετάφραση του βιβλίου ήταν προφανώς ένα δύσκολο και μοναδικό εγχείρημα, γιατί ο συγγραφέας μας περιγράφει ένα πολύ δικό του λαμπερό αλλά και πολύ καθημερινό «σύμπαν» σε μια μικρή και άγνωστη πόλη της Κεντρικής Ευρώπης, σε μια ζοφερή όσο και ενδιαφέρουσα εποχή, μέσα από απροσδόκητους αλλά και πολύ εναργείς λεξιλογικούς συνδυασμούς. Η από μέρους χρήση της γλώσσας θυμίζει κάπως το παιδί που μαθαίνει τη γλώσσα και πειραματίζεται αναγνωρίζοντας συμπαντικές αλήθειες, όμως στην περίπτωση του συγγραφέα αυτός περιγράφει όσα (ανα)γνωρίζει σε μια ώριμη, «σοφή» δεύτερη παιδική ηλικία, την «ιδιοφυή εποχή», για να χρησιμοποιήσουμε έκφραση που είναι και τίτλος ενός διηγήματός του.
Ας δούμε πώς έφερε εις πέρας αυτό το έργο η μεταφράστρια, καθηγήτρια σλαβικής φιλολογίας στην οποία οφείλουμε και το κατατοπιστικότατο Επίμετρο και την Εργοβιογραφία που περιλαμβάνει το βιβλίο.
———————
Παλιό πολωνέζικο τανγκό
———————
Μου την πρότειναν από τον εκδοτικό οίκο. Δέχτηκα αμέσως, από τον φόβο ή μάλλον από το αδιανόητο του ότι με μια άρνησή μου θα άφηνα το περιθώριο να μεταφράσει τον Σουλτς κάποιος άλλος. Είχα από την πρώτη στιγμή την εντύπωση μια αποστολής, την οποία δεν επιτρεπόταν να απαρνηθώ, την αίσθηση μιας ευλογίας, ενός προνομίου. Η πρόταση ήταν δώρο για μένα.
Αυτό που δυσκολεύει στη μετάφραση του Σουλτς είναι ακριβώς αυτό που ονομάζετε στον πρόλογό σας «απροσδόκητους και εναργείς λεξιλογικούς συνδυασμούς». Δεν υπάρχει καμία ανάσα ευκολίας στα κείμενά του, επειδή δεν υπάρχει η ευκολία του λογικού συνειρμού, το «αυτονόητο». Ο Σουλτς είναι απαράμιλλος στις μεταφορές και τις παρομοιώσεις του, επειδή διαθέτει μια παιδική ματιά που αρνείται να ακολουθήσει συνήθεις, αναμενόμενες διαδρομές σκέψης και διατυπώσεις. Περιγράφει συγχρόνως με συνεχείς αλλαγές φακών εστίασης – φακών διασταλτικών, τηλεσκοπικών, μικροσκοπικών – χωρίς να αφήνει τον μεταφραστή του δευτερόλεπτο ήσυχο να συναντήσει κάτι το αναμενόμενο.
Δύσκολο πράγμα στη μετάφραση αυτή ήταν και η ευθύνη, η ανησυχία μήπως δε σταθώ στο ύψος του κειμένου και το αδικήσω. Είναι δύσκολο να βρίσκεσαι μπροστά σε ένα κείμενο που για σένα είναι ιερό. Κάθε κείμενο, ειδικά κάθε λογοτεχνικό κείμενο, είναι έρμαιο στα χέρια του μεταφραστή του, και ο απαιτούμενος σεβασμός δεν είναι αυτονόητος. Υπάρχουν πολλοί μεταφραστές που δυσκολεύονται να ξεπεράσουν το «εγώ» τους και θεωρούν πως πρέπει να αφήσουν τη σφραγίδα τους στο μετάφρασμα. Αυτό κατά τη γνώμη μου αγγίζει τα όρια της ανηθικότητας.
Η μόνη στρατηγική για μένα απέναντι σε κάθε κείμενο, ειδικότερα όμως στα κείμενα του Σουλτς, είναι η τέλεια παράδοση στη ροή της αφήγησης του συγγραφέα, ο αυτόματος, σχεδόν ασυνείδητος, συγχρονισμός με τους δικούς του ρυθμούς και επιταγές, η οικειοθελής παραίτηση από κάθε δική μου άποψη σχετικά με την αφήγηση. Πρόκειται για μια «μέθοδο Στανισλάφσκι» της μετάφρασης – οφείλεις να ιδιοποιείσαι τη γλώσσα, τους ρυθμούς, τη μουσικότητα του συγγραφέα όπως ο ηθοποιός οφείλει να μπαίνει στο πετσί του ήρωα που υποδύεται. Κάτι σαν κατάσταση ύπνωσης. Μου συμβαίνει να μην αναγνωρίζω τη μετάφρασή μου και να τη διαβάζω σαν ένα εντελώς νέο κείμενο, επειδή την ώρα που μετέφραζα είχα ξεχάσει πως έγραφα εγώ και όχι ο συγγραφέας. Που απλώς μου υπαγόρευε στα ελληνικά. Όμοια με γραμματέα που στενογραφεί αυτό που της υπαγορεύει ο προϊστάμενός της. Κάτι τέτοιο. Η ιεραρχία είναι δεδομένη, η υποταγή και υπακοή σε αυτό τον προϊστάμενο οικειοθελής. Φυσικά πρόκειται για μια κάπως υποκριτική σεμνότητα – υποχώρηση. Αν η μετάφραση αρέσει, νιώθεις κάτι παραπάνω από υπάκουη στενογράφος.
Όχι. Το πόσο πολλές ή λίγες είναι οι μεταφράσεις από τη μια ή την άλλη γλώσσα δεν αλλάζει κάτι στη διαδικασία. Τις εκπλήξεις «του ελάχιστα περπατημένου δρόμου» τις επιφυλάσσει στον μεταφραστή ο εκάστοτε λογοτέχνης, ανεξαρτήτως γλώσσας. Στην περίπτωση λιγότερο διαδεδομένων γλωσσών, απλώς, έχεις στη διάθεσή σου λιγότερα εργαλεία μετάφρασης – δεν υπάρχουν τα ανάλογα λεξικά και βοηθήματα. Καταφεύγεις αναγκαστικά σε λεξικά προς άλλες γλώσσες για την αναζήτηση μιας άγνωστης λέξης ή έκφρασης.
Αυτό το βιβλίο ήταν πολύ δύσκολο να μεταφραστεί. Σε μια σκάλα δυσκολίας όλων των μεταφράσεων που έχω κάνει, ο Σουλτς (ίσως παρέα με ένα κείμενο του Μούζιλ) κατέχει την πρώτη θέση.
Η παρατήρηση των πινάκων του Σουλτς, των χαρακτικών του κυρίως (είχε επινοήσει ο ίδιος και μια δική του μέθοδο για τα χαρακτικά του) με έβαλε στο κλίμα των ιστοριών του. Από την άλλη, η γραφή του δεν σου επιτρέπει να ξεχάσεις πως έχεις να κάνεις με ζωγράφο. Αποτυπώνει τις εικόνες απολύτως ως ζωγράφος – χρώματα, σχήματα, όγκοι, προοπτικές, βάθος, οφθαλμαπάτες. Όλα του τα κείμενα είναι μια ζωγραφική σε λέξεις.
Όχι, ο Σουλτς δεν φαίνεται να έχει καμία σχέση με την εβραϊκή παράδοση των στετλ*. Ο Σουλτς περιγράφει το περιβάλλον μιας αστικής εμπορικής οικογένειας στις ανατολικές παρυφές της Πολωνίας, χωρίς καθόλου αναφορές ή υπαινιγμούς στην εβραϊκή θρησκευτική ταυτότητα των ηρώων του. Ο Σίνγκερ, τουλάχιστον στο πρώτο χρονολογικά τμήμα του έργου του, αυτό πριν τη μετανάστευσή του στην Αμερική, αποτύπωσε το εβραϊκό χωριό της κεντρικής Ευρώπης, τα ήθη, τους ραβίνους, στιγμιότυπα απαράμιλλα, καθότι χαμένα πια εδώ και πολλά πολλά χρόνια. Ο Σουλτς, αντιθέτως, δεν αναφέρεται σε Εβραίους. Και είναι πάντα σταθερός στη θεματική του: οι ήρωές του κινούνται πάντα στην ίδια (ανώνυμη) επαρχιακή πόλη, στο εμπορικό κατάστημα του πατέρα του, στο σχολείο, στο δάσος έξω από την πόλη. Είναι ο πατέρας, η μητέρα, οι υπάλληλοι του μαγαζιού, κάποιοι τύποι της πόλης, ο δάσκαλος της ιχνογραφίας. Άθρησκοι, χωρίς πολιτισμικά χαρακτηριστικά που να παραπέμπουν, έστω και στο ελάχιστο, στην πίστη τους.
Αν και έχει τύχει να διδάξω και σλαβικές γλώσσες, είμαι καθηγήτρια σλαβικών λογοτεχνιών. Δεν με επηρεάζει όμως η ιδιότητά μου αυτή στη μετάφραση. Αντιθέτως, νιώθω πως η μετάφραση με επηρεάζει πολύ στον τρόπο που διδάσκω. Ή με κατευθύνει ως προς το είδος του ενθουσιασμού που θέλω να «περάσω» στους φοιτητές μου: την αγάπη για το «μακριά», αυτό το υπέροχο συναίσθημα που οι Γερμανοί περιγράφουν με τον όρο “Fernweh”. Να τους σπρώξω στο ξεκίνημα ενός ταξιδιού τους. Θέλω να τους διδάξω να φεύγουν, να αλλάζουν κόσμους και να γνωρίζουν καινούργιους. Η μετάφραση είναι για μένα η απαρχή κάθε διδασκαλίας: Σε κάθε μάθημα, όλοι, αυτό κάνουμε: Μεταφέρουμε τη γνώση μεταφράζοντάς την, εξηγώντας την, κάνοντάς την κατανοητή, στους μαθητές μας. Επομένως η μετάφραση προηγείται της διδασκαλίας. Περαιτέρω, η μετάφραση έχει να κάνει με την επικοινωνία, με τη λύση αυτής της αγωνίας που επιφέρει το «δεν καταλαβαίνω, τι λέει εδώ»; Οι γλώσσες λειτουργούν συχνά σαν μπάρες σε μεθοριακούς σταθμούς. Και ο μεταφραστής πλησιάζει τη μπάρα και τη σηκώνει – το σύνορο, το όριο καταργείται. Επίσης, η μετάφραση έχει να κάνει με τη μη αποδοχή της σιωπής ή μάλλον του σιωπητήριου που θέλει να επιβάλει ο θάνατος. Ο βίαιος θάνατος του Σουλτς καταργείται, η σφαίρα του ναζιστή αξιωματικού στον κρόταφο του Σουλτς, στον κρόταφο της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, επιστρέφει πίσω στην κάνη, σε μια κίνηση που την ελέγχουμε εμείς, οι μεταφραστές του: Η σφαίρα απώτερο στόχο είχε να τον κάνει να σωπάσει, να τον αφανίσει. Εμείς σταματάμε τη σφαίρα και πολλαπλασιάζουμε τη φωνή του. Έχουμε πολύ περισσότερη δύναμη απ’ ό,τι κι εμείς οι ίδιοι φανταζόμαστε. Πολύ περισσότερη δύναμη απ’ όλες τις σφαίρες των ναζί.
*shtetl σημαίνει στα γίντις την πολίχνη της Κ. Ευρώπης όπου κατοικούσαν κατά κύριο λόγο Εβραίοι, προφανώς πριν το Ολοκαύτωμα.