Χάρτης 25 - ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-25/moysikh/aleitroyhtoi-gia-ton-giwrgo-katsaro
Αλειτρούητοι = αλειτούργητοι
——— ≈ ———
Αχ, εχτές το βράδυ στου Καρίπη
δεν εφουμάραμε χασίσι
άντε, ν’ εφουμάραμε την τσίκα
άντε, μ’ ένα μάγκα ν’ απ’ τη Σύρα
Άντε, κι ήρθε κι ένας απ’ την Πάτρα
ε, και σ’ τον κάναμε πατάτα,
άντε, κι άλλος ένας απ’ το Βόλο
άντε, κι ηφουμάρησε ένα τόνο
Άντε, ν’ ήρθανε κι απ’ τον Περαία
άντε, μας τη σκάσανε ωραία
άντε, μας αρχίσανε στα ζάρια
άντε, δε μας ‘φήσανε πεντάρα
Άντε, ρίξανε γεμάτο ζάρι
δεν τους πήραμε χαμπάρι
άντε, δεν τους πήραμε χαμπάρι
άντε, ρίξανε γεμάτο ζάρι
Εχτές το βράδυ στου Καρίπη
άντε, ν’ εφουμάραμε χασίσι
άντε, ν’ εφουμάραμε την τσίκα
άντε, μ' ένα
μάγκα ν’
απ’
τη
Σύρα.
Υπάρχει ένα τραγούδι που το λέει ο Γιώργος Κατσαρός, ο Θεολογίτης (Αμοργός 1888 - Tarpon Springs, Φλόριντα 1997), ο υπεραιωνόβιος προπάτορας όλων των ρεμπετών, που ευτύχησε τις πρώτες ηχογραφήσεις ρεμπέτικων στις αρχές του περασμένου αιώνα, στην Αμερική. Το τραγούδι, που έχει τίτλο Χθες το βράδυ στου Καρίπη, είναι αγνώστου πατρός και γράφτηκε πριν απ’ το 1913, αφού ο Κατσαρός λέει πως το άκουγε νεαρός, πριν φύγει για τα ξένα. Στην καινούργια του πατρίδα, την Αμερική, που τον κράτησε τα περισσότερα απ’ τα 109 εν συνόλω έτη του βίου του, ηχογράφησε, ανάμεσα σ’ άλλα, και αυτό το τραγούδι, όπως το θυμόταν, με μια και μόνη κιθάρα. Αυτά συνέβησαν το 1935. (Η ηχογράφηση υπάρχει στην αρχή του κειμένου με σύνδεσμο.)
Εκείνη η μοναχική στιγμή της Αμερικής, που με κάποιον τρόπο είναι το συλλογικό έργο ανθρώπων που δεν θα γνωρίσουμε ποτέ, με βάζει σήμερα, 85 χρόνια μετά, σε σκέψεις, έτσι καθώς συμβαίνει με όλα τα επιτύμβια που έχουν χαραχτεί στην πέτρα ή στη μνήμη, ακόμα κι αν δεν μας αναγνωρίζουνε σαν τα κοιτάμε μες στα μάτια.
Το τραγούδι ευτύχησε μιας θαυμαστής καριέρας εξαιτίας –μπορώ να υποθέσω– τόσο της υποβλητικής του μουσικής (μουσικής λιτής, σχεδόν απούσας, μα αυτό για τη στρατηγική της αφήγησης δεν είναι μειονέκτημα), όσο και εξαιτίας του πάντα παράνομου κόσμου των παραισθησιογόνων που άνθιζαν στο υπόγειο περβόλι του ρεμπέτικου, και που γινήκαν στη συνέχεια μαστίχα στο στόμα κάθε δηλωμένου επαναστάτη των γραφείων. Παρά το ειρωνικό της διαπίστωσης, δεν θα αρνηθώ πως κάποιες όψιμες εκτελέσεις σέβονται και τιμούν με μέγιστη φιλοτιμία, στο μέτρο του σήμερα εφικτού, το απαρέγκλιτο ήθος που, σαν ιερή σμίλη σε χέρια ημίτρελων Χαλεπάδων, σκάλισε με τη ζωοποιό του έξαρση, έναν αιώνα πριν, τη ζώσα πανστρατιά τέτοιων ιδιωτικών επιτυμβίων, που ακόμα μας παρηγορούν και μας ζεσταίνουν στα σκοτάδια μας.
Εκείνο όμως που είναι δύσκολο να αναπαραχθεί [και ιδού το λάθος ρήμα που δραπετεύει απ’ το έρκος των οδόντων και της ψυχής μου ξεσκεπάζοντας αυτοστιγμεί την κοίτη κάθε αστοχίας], είναι η ταύτιση ήχου και νοήματος που ευλογεί την εκτέλεση του Κατσαρού, εκείνο το Όλον που κάποτε έρρεε σαν λίπασμα κατάσαρκα στη ρίζα του ρεμπέτικου. Αν σκύψουμε με καθαρή καρδιά στην ηχογράφηση, μπορεί να συλλάβουμε τη στιγμή που η κιθάρα ιχνογραφεί, με τη σίγουρη καλλιγραφία πινέλου σε χέρι δασκάλου του Ζεν, το σχήμα που μέσα του, σαν μέσα στην ησυχία μήτρας (ή σαν μέσα στον τεκέ του Καρίπη, στον Πειραιά, που ‘ναι ακριβώς το ίδιο πράγμα), ο ρεμπέτης εναποθέτει με εμπιστοσύνη τον πόνο της μέλλουσας γέννας, πόνο μεγάλο ή μικρό, πόνο πάντως σε στάση ετοιμότητας να απλώσει φυλλωσιά παντού, κισσός αγαπημένος που περικυκλώνει τα θεμέλια μιας αδρής πνευματικότητας και τα πιπιλά σαν εωθινή προσευχή, φύλακα-Άγγελο στα ασήμαντα της μοίρας.
Με τι υλικά μαστορεύεται αυτό το πολύτιμο σχήμα;
(Θα βάλω εδώ σε μια παρένθεση τον, για κάποιους, ανεξήγητο θαυμασμό του πατριάρχη της κλασικής κιθάρας Andres Segovia προς τον Κατσαρό, και τις θρυλούμενες επισκέψεις του στα μέρη που έπαιζε αυτός στη Νέα Υόρκη, τότε που, καθώς λένε, προσπαθούσε να κατανοήσει τις αυτοσχέδιες τεχνικές του, να αποκρυπτογραφήσει –διορθώνω εγώ– το μυστήριο της γοητείας του ήχου του. Πέρα απ’ την απαράμιλλη εξυπνάδα του Segovia, που κατά την τρίτη δεκαετία της ζωής του –ήταν γεννημένος το 1893, κατά τι δηλαδή νεότερος του Κατσαρού– έμοιαζε ικανός να ανιχνεύσει το ξεχωριστό στο παίξιμο του καινούργιου του φίλου και να του απονείμει τα εύσημα, αν ήμουνα παρών σ’ εκείνες τις κουβέντες, θα τον συμβούλευα να εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια κατανόησης του ρεμπέτη με όρους εκμυστήρευσης επτασφράγιστων μυστικών, γιατί διόλου δεν επρόκειτο για αναλώσιμα τεχνάσματα ενός ταχυδακτυλουργού, μα για αποθησαύρισμα βίου, που μεταλαμπαδεύται μοναχά ως σύνολος χρόνος του ρεμπέτη μες σε μια πάλι έτοιμη να δεχτεί τον ακριβό σπόρο μήτρα. Τέτοια ετοιμότητα και τέτοια μήτρα δεν διέθετε ασφαλώς ο, Ισπανός, Segovia, και λόγω καταγωγής, μα κυρίως λόγω εκ διαμέτρου αντίθετης κοσμοθεωρίας.
[ Κι αναρωτιέμαι αν, όντως, στον πυρήνα της στρατηγικής που εφαρμόζει η τέχνη για να κατακυριεύσει τις ψυχές μας, θα μπορούσε ο χαριτωμένος ερευνητής του μέλλοντος να ανακαλύψει ένα συγκεκριμένο σημείο από όπου οι διαφορές των παραδόσεων θα δείχνουν λειασμένες, προτρέποντάς σε να υποκλιθείς στο μεγαλείο του Ενός και μοναδικού Θεού των μεταμορφώσεων. Δεν αναρωτιέμαι στ' αλήθεια δηλαδή. Το σημείο υπάρχει. ]
Να προσθέσω εδώ ότι εκείνη η κιθάρα, στην Αμερική, θα πρέπει να αντηχούσε με τέτοιαν ένταση τη νοσταλγία μιας πατρίδας χρονικά και γεωγραφικά άπιαστης, ώστε θα την ξανάχτιζε επί τόπου μπρος στα μάτια όλων με τα πιο στοιχειώδη υλικά, έτσι καθώς ο Ελύτης ορκιζόταν πως χρειάζεσαι μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι για να ξαναφτιάξεις την Ελλάδα. Φαίνεται πως ο Κατσαρός τον είχε κατά τι προλάβει.
Έτσι, το παίξιμο τού Κατσαρού θα παρέμενε ένα για πάντα μυστήριο στα αυτιά του Segovia. Αν υπήρξε όντως έξυπνος άνθρωπος, θα το φύλαξε στο εικονοστάσι του, εικόνα απ’ την οποία κάποτε θα διδασκόταν, όχι σε επίπεδο μεθόδου, μα σε επίπεδο ήδη κεκτημένου αποτελέσματος, αν με εννοείτε• μέχρις εκεί μπορούσε σίγουρα να πορευτεί.
Η παραπάνω παρένθεση μας έδειξε ίσως πως το να προσεγγίσεις το οχυρό ενός τραγουδιού όπως το Χθες το βράδυ στου Καρίπη με τρέχοντες όρους ανάλυσης, θα ήταν όχι μοναχά χαμένος κόπος, μα κίνηση αντίστοιχης ανοησίας με το να ταξιδέψεις με παγοθραυστικό στον ισημερινό. Κατά τα λοιπά, ο Κατσαρός δεν αρνήθηκε να ντυθεί τη γραβάτα και το επίσημο ρούχο του μουσικού, που πατά με δέος το ηλεκτρισμένο έδαφος μιας Ελληνικής γιορτής στα ξένα, στην διάρκεια της οποίας εκαλείτο να ξυπνήσει, σε έτοιμες ψυχές, μνήμες μιας άφατης προγονικής ωραιότητας μετουσιωμένες στο νοτισμένο παρόν μιας κιθάρας που μονολογεί χρησμούς μπροστά σε ανοιχτά μικρόφωνα. Σε επίπεδο εικόνας, το άμφιο παρέμενε έτσι κι αλλιώς νομιμοποιημένο απ’ την όλη περιπέτεια της μετανάστευσης, στενάχωρο αν όχι εορταστικό, κάποτε ίσως απαραίτητο ως μείζων αντιπερισπασμός. Δεν ενοχλούσε και κανέναν. Γιατί τη στιγμή που ο Κατσαρός ανέβαζε την κιθάρα στην ποδιά του, ο έξω κόσμος βυθιζόταν στα παραισθησιογόνα ενός σύμπαντος σε συντριπτική υπεροπλία απέναντι σε κάθε Μεγάλη Δύναμη, πιο επιθυμητού από κάθε γυναίκα που για πάντα αγάπησες –σε έναν κόσμο που αυτό το για πάντα ακόμα κατοικείται κι εορτάζεται– πιο κοντά στις ξεφλουδισμένες σου αλήθειες απ’ οτιδήποτε μέσα στον βίο σου ως τώρα επιχείρησες. Γι’ αυτό και το κρασί έρεε άφθονο, να κρύψει, μες στη χθόνια υπερβολή του, μάτια που μόλις κλάψανε για άλλον λόγο. Σ’ αυτόν τον κόσμο, ο Κατσαρός, καθώς κι ο κάθε συνεορτάζων, βρισκόταν μοναχός, στην ησυχία του πρωταρχικού του τόπου. Εκεί, το σύνολο των νόμων όντως θα αναδιαμορφώνονταν, με τρόπο ασφαλώς ακατανόητο για τους εκτός εορτής, κοινά όμως αποδεκτό μες στο καμίνι της διαρκούς μοναξιάς του μετανάστη, καμίνι που λύγιζε τα μέταλλα στήνοντας, μέρα τη μέρα, το όχημα της τελικής απόδρασης. Μες στο κουκούλι η κάμπια ονειρευόταν την πατρίδα.
Παραδείγματος χάριν: Για τον κώδικα του ρεμπέτη η είσοδος στο μυστήριο του κόσμου περνούσε αυτοδικαίως κάτω απ’ τη στενάχωρη αψίδα του πόνου, τη στενή καμάρα που διαπερνούσες σαν να φόραγες ένα ακόμα αφόρετο –του κουτιού, να πω– φωτοστέφανο. Γι’ αυτό ο έρωτας, ο θάνατος, η φυλακή, ο αποκλεισμός, οι μικρές απάτες που ξεγελούσαν τους νευρώνες μιας δυσκίνητης αντίληψης, ήταν οι πρώτες εικόνες που θα προσκυνούσες. Εδώ, το μαυράκι που καπνίζουν οι παρευρισκόμενοι δεν είναι παράσημο παρανομίας• είναι τσαλίμι του ρεμπέτη μες στο κατά μόνας του ζεϊμπέκικού του –όπως και στο κατά μόνας της ζωής–, μια ξαφνική στροφή, ένα γλίστρημα, μια προσποιητή λιποθυμία, που την τελευταία στιγμή σε σώζει απ’ την πισώπλατη, όπως όλοι παραδέχονται, μαχαιριά του χάρου, ένας τρόπος να πανηγυρίσεις έναν προσωρινό θρίαμβο απέναντι στον χρόνο και στο ακατανόητό του, ο περήφανος αναστεναγμός ενός ανθρώπου με διάπλατα ανοιχτά χέρια μπροστά στο ανίκητο της ζωής. Από κει κι ο σεβασμός με τον οποίο ο κάθε ρεμπέτης το προσέγγιζε. Σαν Άγγελο θανάτου, στην παρηγορητική μορφή μιας νοσοκόμας που περιθάλπει τα τραύματά σου μετά τη μεγάλη μάχη, και σαν μετάληψη των αχράντων της μέσα ελευθερίας, έναν επιμελώς προφυλαγμένο απ’ τη φθορά Έρωτα.
Μες σ’ αυτόν τον μεθυσμένο από φιλότιμο καθάριας ύπαρξης κόσμο, το χέρι της υπεροψίας προς τα δεύτερα θα σπρώξει τον Κατσαρό ένα βήμα πιο πέρα: Η δύναμη του καπνισμένου σκηνικού αποδομεί την ανάγκη της ρίμας. Η ομοιοκαταληξία μένει μετέωρη, μισερή, δεν κουμπώνει έτσι που θα περίμενε το αυτί μας. Οι γέφυρες απλώνουν τους βραχίονες, χωρίς ποτέ να αρτιώνουν –λες επίτηδες– τη χειραψία. Γιατί άραγε; Επειδή, σκέφτομαι, δεν γίνεται να πατήσεις το κατώφλι της εκκλησίας δίχως θυσιαστήριο αμνό στα χέρια σου. Πρέπει να αφήσεις έξω τις ως εδώ βεβαιότητες, έτσι καθώς ο Μωαμεθανός τα παπούτσια έξω απ' το τζαμί. Σ’ αυτό το κεφαλόσκαλο θα ζυγιστεί η διαφάνεια των προθέσεων. Το πέλμα σου πατάει σιδερένιο μέσα στην πανοπλία της αισθητικής, ή ακουμπά ολόφωτο, με εμπιστοσύνη, μες στην απόλυτή του γύμνια; Και να που το τραγούδι στήνει στην είσοδο εκείνο το φοβερό: «Μηδείς ἀγεωμέτρητος εἰσίτω μοι τῇ θύρᾳ». Οι αμύητοι θα περιμένουν τη μόδα του ρεμπέτικου, αρκετές δεκαετίες αργότερα, με τα τετράχορδα μπουζούκια, τους ενισχυτές, τις σαμπάνιες και τις λουλουδούδες, τότε που όλα θα ‘χουν ήδη βαλσαμωθεί για να στέκονται όμορφα στις προθήκες των μουσείων, θα περιμένουν με αποστάσεις ασφαλείας μήπως τους επιτραπεί μια ντροπιαστική είσοδος απ’ τη σκάλα υπηρεσίας, θαυμαστές με Canon, Nikon και έξυπνα κινητά, και άλλοι με αρχαία κασετόφωνα στα χέρια, να κλέψουν –αν ποτέ– ένα λίγο αντίδωρο από το χέρι του κονφερασιέ. Θα έχουν έτσι ξαστοχήσει στο ένα αίτημα του κόσμου εκείνου: τη συναρμολόγηση ενός παρηγορητικού ενεστώτος πάνω στη ρίζα της καταγωγής, ενεστώτος που κουβαλάει την τελεία και την παύλα του σαν ο Χριστός το σταυρό του. Κι αυτή η ρίζα γεννά έναν άλλον τρόπο, μια παραφυάδα ορατή μοναχά σε όποιους σέβονται τα βήματά του, που στέκει λίγο πάνω από το έδαφος ίσα για να βάζει τρικλοποδιά στις μετονομασίες, να τις αποκαρδιώνει, να τις αποδιώχνει απ’ τον νυμφώνα, ως διαρκή της ζωής μας απρέπεια. Εδώ οι νόμοι του ωραίου ξαναγράφονται. Δεν είναι τυχαίο που ο τρόπος του ρεμπέτη κι αυτός της εκκλησίας κρατιούνται (ακόμα και για τους πιο άπιστους, μα και κυρίως για κείνους) χέρι-χέρι. Γιατί στον μονόλογο της κιθάρας του Κατσαρού, σχεδόν ανάμεσα στις παύσεις που ξεκουράζονται στον ίσκιο των εννέα ιερών όγδοων, εκεί που ριζώνει η αναπνοή των μπάσων σαν θεμέλιο του χρησμού που ανοίγει τη βεντάλια του πάνω απ’ τα σκοτάδια του πρωταγωνιστή, ακούμε το ψιθύρισμα ενός μπαγλαμά που θρυμματίζει τον κόσμο μας σαν γυάλινο ψεύδος, μπαγλαμά που με τη σειρά του προσκαλεί με μιαν αντρίκεια κίνηση, σαν μακρινό συγγενή που μόλις ανέβηκε στο πάλκο, το θυμιατήρι που κουδουνίζει ο παπάς πάνω απ' τα σκυμμένα κεφάλια στο «Τὰ Σᾶ ἐκ τῶν Σῶν», το δικό του γλυκό παραισθησιογόνο πάνω απ’ τις ψυχές των πιστών. Όλα εδώ, ασφαλώς, λείπουν απ’ τη σκηνή, έτσι καθώς αρμόζει σε κάθε καλοσύνη που ποτέ δεν προαναγγέλλει τον εαυτό της, και όλα είναι πανηγυρικά διά της απουσίας τους παρόντα. Πώς να παίξει ο Σεγκόβια ένα τέτοιο μπάσο στην κιθάρα του, αφού τα τρυφερά του αυτιά ποτέ τους δεν αξιώθηκαν τον χαρμόσυνο ψίθυρο, το τρυφερό γαργαλητό ενός θυμιατού σε ώρα όρθρου ή σε στιγμή εσπερινού; Και πώς να κινήσει τα δάχτυλά του πάνω στην κρατημένη χορδή, έτσι που το επιτυχές της κορόνας να μην προαναγγέλλει ξέσπασμα θαυμαστών εν μέσω δεξίωσης της Βασιλίσσης Ελισάβετ, αλλά τον ξεχασμένο ανάμεσα σε άλλα σπουδαία της ιστορίας λυγμό του δεξιού ψάλτη, κατά την τελευταία λειτουργία της Αγιά Σοφιάς; Όχι, εδώ το ωραίο είναι άλλης κατηγορίας ωραίο. Έχουμε ανέβει λίγα σκαλοπάτια προς το ακατανόητο, κι η οξυμένη μας αντίληψη φροντίζει ώστε όλα να είναι αυτονοήτως κατανοητά. Μόνο που ετούτη η αντίληψη κλέβει τις συλλαβές της από άλλο λεξικό.
[ Σκέφτομαι τώρα ότι στο κέντρο της πανδημίας, που αυτόν τον καιρό το λιγότερο που θερίζει είναι ζωές, η μέγιστη αμαρτία που διαπράττεται (το μέγα έγκλημα, να πω έτσι, για τα άλλα αυτιά) είναι που οι ζωές μας μένουν αλειτρούητες, που ‘λεγε η γιαγιά μου, απότιστες απ’ την ευλογία μιας ζώσας επενέργειας της μιας παράδοσης, μέσα στον χρόνο που μας απομένει, αλειτρούητες απ’ τον ίδιο τους τον εαυτό. Οι τρυφεροί μαστοί των κοριτσιών του Εμπειρίκου ξύλιασαν στην ψύχρα των ανακοινώσεων, το χέρι μας εξοικειώθηκε με των χειρουργών τα γάντια, οι αισθήσεις μας φιμώθηκαν μες σε ζουρλομανδύες από πλαστικό. Οι απ’ την άλλη όχθη λένε ότι δεν έγινε και τίποτα βρε παιδιά, απλά δεν θα γλεντήσουμε για λίγο, θα κάνουμε λιγάκι υπομονή γιατί άλλα έχουν τώρα την προτεραιότητα. Μα ετούτοι δεν καταλαβαίνουνε, κι ούτε που γίνεται ποτέ να καταλάβουνε. Αυτοί τροχίζουν τον ουρανίσκο τους με εκείνες τις μυλόπετρες που πιπιλάνε οι πολιτικοί μπροστά στην τακτική δουλεία του ακροατηρίου τους, μπροστά σε κείνους τους εν ζωή νεκρούς που λογαριάζουν για πελάτες τους. Μα ο δικός μας χρόνος είναι ακριβός για να τους τον χαρίσουμε. «Ὡς ἑαυτόν», το είπε, «ὡς ἑαυτόν» πάντα. ]
Ο Κατσαρός τελειώνει το τραγούδι του στην Αμερική. Μπορώ να φανταστώ καταιγισμό χειροκροτημάτων πάνω από γεμάτα ποτήρια, γύρω απ’ τα μικρόφωνα του ρεμπέτη. Όμως μπορώ να φανταστώ και μια εγκυμονούσα πάνω από αδειασμένα ποτήρια σιωπή• εδώ δεν έχει χώρο για επευφημίες, το βάρος της στιγμής τις αποδιώχνει. Αποφασίζω όμως: Κάθε σύννους μύστης σφραγίζει με τη διεκπεραίωση του χειροκροτήματός του εκείνο που είναι τόσο απρεπές για τον κόσμο μας ώστε μια κίνηση αντιπερισπασμού να κρίνεται αναγκαία. Έτσι θα πιστέψουν κι οι χαφιέδες πως ό,τι ακατανόητο ελέχθη εδώ ήταν ένα απλό τραγούδι, κι όχι το σάλπισμα της τελικής επίθεσης.
Έτσι θέλω να σκέφτομαι τον Κατσαρό, κι ας μην ήμουν ποτέ εκεί, μπροστά του, όταν έπιανε την κιθάρα. Έτσι θέλω να σκέφτομαι το ρεμπέτικο, κι ας ασελγούν επάνω του οι κακομοίρηδες της τηλεθέασης. Γυρνώντας τους την πλάτη, ίσως διακρίνουμε, εκεί, πίσω απ’ τον καπνό του θυμιατού και πίσω από τα τεριρέμ του μπαγλαμά, μια όντως Αγία Σοφία, ριζωμένη σε έδαφος που κανείς πορθητής δεν θα τολμούσε να μαγαρίσει. Μια μεγάλη του Θεού και του ανθρώπου Σοφία ριζωμένη στον σεισμογενή Γολγοθά της καρδιάς, που τον κάνει εύφορο, μεστό κινδύνων και αεί ακατάληπτο/ακατάλυτο [ιδού ένα αεί που γδύθηκε όλα τα σύμφωνά του, προκειμένου να ταξιδέψει αδιατάρακτα μέσα στο αχανές του χρόνου μας], η ίδια η της κίνησής του ζώσα παρηγορία.
Σ’ αυτή την εκκλησία αύριο θα μπω για να προσευχηθώ.