Χάρτης 25 - ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-25/kinhmatografos/pandoxeio-gymnwn-podiwn-arxitektonikh-egkyklopaidikoy-myoistorhmatos
——————————————————
Όπου ο συγγραφέας του απόλυτου βιβλίου των γυμνών ποδιών αναζητά τις ξυπόλητες γυναίκες των κινηματογραφικών ταινιών και μυείται στα μυστικά τους.
——————————————————
Την είδα ένα βροχερό απόγευμα έξω από το σινεμά Έσπερος. Είχε τα πόδια της πάνω σε σκαμνάκι, καλυμμένα από ένα κόκκινο ύφασμα γεμάτο σχέδια με χρυσές ραφές. Γονατισμένη μπροστά τους μια κυρία πολύ μεγαλύτερης ηλικίας τα χτυπούσε με δυο σφυράκια, μ’ έναν τρόπο που φαινόταν να γνωρίζει καλά. Έμοιαζε να ασκεί μια τέχνη αρχαία, που γνώριζε την χαρτογραφία των πελμάτων και την ελεγχόμενη ένταση των χτυπημάτων. Η νέα γυναίκα είχε τα μάτια κλειστά μα δεν μπορούσα να αντιληφθώ αν τα δεχόταν παθητικά ή αν οι ρυθμικές κρούσεις προκαλούσαν κάποιου είδους ενέργεια. Ταράχτηκα και χώθηκα αμέσως στην αίθουσα που, σχεδόν άδεια, όπως σε κάθε χειμερινή απογευματινή των πέντε, με υποδέχτηκε στην γνώριμη αγκάλη της υγρασίας, της κλεισούρας και της ηχηρής ηχητικής άλλων γλωσσών. Η ταινία είχε τον περίεργο, προστακτικό τίτλο Σήκωσε τα Κόκκινα Φανάρια. Πώς ζούσε εκείνη η γυναίκα σ’ εκείνα τα υποφωτισμένα, έρημα σπίτια των φωτογραφιών και τι έφερνε τα πόδια της σε τέτοια θέση; Τι συνέβαινε πριν, τι ακολουθούσε μετά;
Μόλις κάθισα έκλεισα και ξανάνοιξα τα μάτια μου, απαραίτητη αστραπιαία τελετή για να εισχωρήσω στην ταινία· δεν έβλεπα κάποιον άντρα στις φωτογραφίες, ώστε εκ προοιμίου να πάρω την θέση του κι έτσι στήθηκα σε μια γωνιά, αυτόπτης μάρτυρας της σιωπηλής πολιτείας ενός κινέζικου οίκου μιας μακρινής εποχής. Οι συνήθως κλειστές πύλες του άνοιξαν μια μέρα για μια δεκαεννιάχρονη κοπέλα, την Σονγκλιάν, η οποία, αδυνατώντας να συνεχίσει τις σπουδές της μετά τον θάνατο του πατέρα της, έγινε με διακανονισμένο από την μητριά της γάμο η Τέταρτη Σύζυγος/Ερωμένη του πλούσιου άρχοντα του οίκου. Η υποδοχή της είναι βασιλική αλλά σύντομα αντιλαμβάνεται την ιδιόμορφη συνήθεια του σπιτιού: κάθε βράδυ ο σύζυγος επιλέγει την γυναίκα με την οποία επιθυμεί να περάσει την νύχτα προστάζοντας να ανάψουν τα κόκκινα φανάρια πάνω από την πόρτα της. Η επίλεκτη απολαμβάνει μια ειδική προσωπική περιποίηση εισχωρήσει στα ενδότερα.
Μια νεαρή υπηρέτρια φέρνει μια λευκή λεκάνη για το πλύσιμο των ποδιών και της αλείφει τα πόδια της με κάποιο υγρό, ενώ ένας γέρος υπηρέτης ανάβει τα φώτα του δωματίου και χαμηλώνει το πολύφωτο πλησιέστερα πάνω από το κρεβάτι. Τα πόδια σκεπάζονται μέχρι να ξεσκεπαστούν από μια γηραιά υπηρέτρια που ξετυλίγει ένα ύφασμα με τα ξύλινα σφυράκια και αρχίζει τα χτυπήματα στην σφιγμένη κοπέλα. Πρώτα την κοιτάζει αυστηρά, αργότερα της χαμογελάει και την καθησυχάζει · «θα το συνηθίσεις». Το σφυροκόπημα των πελμάτων της ήταν γρήγορο και άλλαζε διαρκώς σημεία, σε μια γεωμετρία με σχήματα άγραφα μα αεικίνητα. Η φωτογραφία που με είχε μαγέψει συνέβαινε την δεύτερη, μεταγενέστερη φορά. Πλησίασα (ή με πλησίασε με ευπρόσδεκτο ζουμάρισμα) το πρόσωπο της σφυροκοπούμενης: ανέκφραστη αρχικά, σύντομα αφηνόταν στην κρούση, πρώτα με κλειστά χείλη, κατόπιν με ανοιχτά, προδοτικά μιας ανοδικής ηδονής.
Ο προκλητικός, στοιχειωτικός ήχος των χτυπημάτων αντιλαλεί και αντανακλάται στους τοίχους του οίκου κάθε απόγευμα. Όλοι γνωρίζουν ποια από τις τέσσερις γυναίκες απολαμβάνει τον εθιμικό δαρμό ως τα κατάβαθά της, πρόσκαιρη προνομιούχα των επόμενων ωρών, η ημερήσια εκλεγμένη της νύχτας. Την επόμενη ημέρα θα διαλέξει και το μενού του γεύματος όπου θα συνευρεθεί ολόκληρη η «οικογένεια» και θα ολοκληρώσει τον κύκλο της εξουσίας της μέχρι το επόμενο άναμμα των φαναριών. Η Δεύτερη Σύζυγος/Ερωμένη την έχει ήδη πληροφορήσει: «μην υποτιμάς το μασάζ στα πόδια· αν έχεις ένα κάθε μέρα, θα κυβερνάς τον οίκο».
Ως αφοσιωμένος εγκυκλοπαιδιστής των ποδιών, δεν αρκέστηκα στα δεδομένα της ταινίας αλλά αναζήτησα την ιστορική αλήθεια της σχετικής διαδικασίας. Μια σειρά ειδικών κινηματογραφικών περιοδικών με διαφώτισε σκοτεινιάζοντας μια αναμενόμενη χαρά. Επρόκειτο για ξεκάθαρη κινηματογραφική επινόηση του σκηνοθέτη! Ο σκηνοθέτης γνώριζε καλά πως το γυναικείο σώμα έχει υποστεί τα πάνδεινα στον κινεζικό πολιτισμό. Το αδιανόητο δέσιμο των γυναικείων ποδιών υπήρξε καθιερωμένη πρακτική στην Κίνα για δέκα ολόκληρους αιώνες, από τον 10ο έως τον 20ο. Σύμφωνα με μια καθιερωμένη, σχεδόν μυθολογημένη πεποίθηση, όσο πιο μικρά είναι τα πόδια της γυναίκας τόσο μικρότερος και ο κόλπος της, συνεπώς και μεγαλύτερη η ηδονή για τον άντρα. Επιπρόσθετα, με μικρότερα πόδια η γυναίκα θα έκανε μικρότερα βήματα, συνεπώς θα διέθετε «κομψότητα και χάρη». Η σχέση ποδιών και σεξουαλικότητας περνούσε από μια αμφιλεγόμενη και κυρίως ανείπωτα μαρτυρική οδό.
Στην ταινία του ο Γιμού αντικαθιστά αυτή την παράδοση με την συγκεκριμένη τελετουργία των ποδιών η οποία στην ουσία αποτελεί προετοιμασία του ίδιου του κόλπου της γυναίκας για να υποδεχτεί «όσο καλύτερα γίνεται» τον αφέντη που την «επέλεξε», δηλαδή διέταξε να τον υπηρετήσει το βράδυ. Εκεί στοχεύει η υποβολή στο απόλυτο μασάζ ενός υπερευαίσθητου σημείου. Με αυτό τον τρόπο ασκεί την δική του συμπυκνωμένη κριτική στις καθιερωμένες πρακτικές υποταγής του γυναικείου σώματος επινοώντας μια άλλη. Όμως η διαμαρτυρία του δεν περιορίζεται εκεί. Ο θεσμός της οικογένειας αποτελεί κεντρικό πυρήνα στην κινεζική κουλτούρα, καθώς, σύμφωνα με την κομφουκιανή φιλοσοφία, μόνο όταν οι οικογένειες διοικούνται καλά, το κράτος επίσης κυβερνάται καλά. Ο άντρας με τις τέσσερις γυναίκες και τους υπηρέτες ζει σ’ ένα sanheyuan, μια μορφή σπιτιού που αναπτύχθηκε πάνω στην σχετική ιδεολογία και συνοψίζει την κλασική κινεζική αρχιτεκτονική – ο σχεδιασμός και η χρήση των χώρων εκφράζει τους σύνθετους κοινωνικούς κανόνες που υποτίθεται πως ενσωματώνουν μια οικιακή ουτοπία. Τα σπίτια αυτά ήταν αυτάρκη και διέθεταν τα πάντα (η απαγορευμένη πόλη στο Πεκίνο ήταν το απόλυτο, εκτεταμένο sanheyuan).
Στο περίκλειστο αυτό σπίτι οι γυναίκες είναι πλήρως υποταγμένες στον άντρα, που είναι ο απόλυτος άρχοντάς του, και δεν επιτρέπεται να βγουν από τα όρια του οίκου, εφόσον άλλωστε βρίσκονται εκεί για να προστατευτούν από τον εξωτερικό κόσμο. Όμως όσο κι αν είναι «ασφαλείς» από αυτόν, τόσο υποφέρουν αφόρητα στο εσωτερικό. Πέρα από ένα πολύπλοκο σύστημα καταπιεστικών κανόνων και παραδοσιακών τελετουργιών, αναγκάζονται να βρίσκονται σε συνεχή ανταγωνισμό με τις άλλες γυναίκες καθώς η εύνοια του αφέντη τους και η «πρόκρισή» τους στην αντρική κάμαρα δεν αφορά μόνο την συναισθηματική τους ισορροπία αλλά και την ίδια τους την επιβίωση. Το σπίτι που φαίνεται να υπόσχεται την οικογενειακή γαλήνη στην πραγματικότητα μοιάζει με ένα οικιακό πορνείο.
Σ’ έναν συμβολισμό που ανοίγει σαν βεντάλια, η μορφή της οικογένειας αντανακλά ολόκληρη την χώρα και τον πολιτισμό της. Είναι εμφανής η αντιστοιχία αντρών-κυβερνώντων και γυναικών-πολιτών που καταπιέζονται από αυταρχικές κυβερνήσεις οι οποίες δεν επιτρέπουν στοιχειώδεις ελευθερίες. Η εκτέλεση της Τρίτης Συζύγου/Ερωμένης ίσως συμβολίζει ευθέως την σφαγή στην πλατεία Τιενανμέν που συνέβη δυο χρόνια πριν. Άραγε γι’ αυτό το πρόσωπο του αφέντη δεν φαίνεται ποτέ καθαρά αλλά η παρουσία του είναι παντού αισθητή, και ιδίως μέσα από τα ίδια τα φανάρια ακόμα κι όταν δεν ανάβουν; Οι ένοικοι μοιάζουν να βρίσκονται διαρκώς υπό επιτήρηση και ο αφέντης θέτει όλους τους κανόνες και έχει πάντα δίκιο – όπως σε χαρακτηριστικές στιγμές όπου ακόμα κι όταν απροκάλυπτα δεν έχει, θα προσπαθήσει να πείσει πως έχει: είναι ακριβώς ο τρόπος που κυβερνήσεις χειραγωγούν τον λαό τους. Ευνόητα η ταινία απαγορεύτηκε στην Κίνα και δεν παίχτηκε ποτέ στους κινηματογράφους και μόνο πολλά χρόνια αργότερα στην τηλεόραση.
Παρατηρούσα τις γυναίκες: σκηνοθετημένες σε τετράγωνα κάδρα, αυστηρά πλαισιωμένες από αλλεπάλληλες πόρτες και δωμάτια, κινούνταν σε προδιαγεγραμμένες διαδρομές μέσα στην εκτεταμένη τους φυλακή, διασχίζοντας γκρίζα δρομάκια με γκρίζους τοίχους, προτού χωθούν στο βαθύ κόκκινο των δωματίων τους εν αναμονή του άλλου κόκκινου της αποδοχής. Σε μια παράλληλη φωτομετρική ειρωνεία, τα φανάρια που υποτίθεται πως παρέχουν φωτισμό (μια επίσης βασική έννοια στον Κομφουκιανισμό) στην ουσία μαυρίζουν τις ψυχές καθώς αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο μιας ταπεινωτικής τελετουργίας που υφίσταται ένα ολόκληρο φύλο. Ακόμα και η υπηρέτρια της Σονγκλιάν ονειρεύεται τόσο πολύ το προς τιμήν της άναμμα των φαναριών, ώστε κρυφά φωταγωγεί το δωμάτιό της και βάζει τα πόδια της σ’ ένα σκαμνακι, σε μια προσομοίωση της ποθητής διαδικασίας. Όταν αργότερα αποκαλύπτει ένα μυστικό της κυρίας της, υποχρεώνεται να γονατίσει για ώρες πάνω στο χιόνι. Σ’ έναν κόσμο όπου οι γυναίκες δολοφονούνται ή βασανίζονται η Σονγκλιάν επιλέγει την απόσταση της μοναξιάς.
Όμως, όσο κι αν την εγκλωβίσουν σ’ ένα σχήμα και δυο χρώματα, όσο κι αν την παγιδεύσουν σε ζοφερούς οίκους και αποπνικτικά έθιμα, είμαι βέβαιος (γιατί την διαβάζω και την ξαναδιαβάζω σ’ εκείνη της την στιγμή) πως την ώρα των κρουστών πάνω στις πατούσες της εκείνη βρίσκεται στον δικό της λειμώνα και συνευρίσκεται ελεύθερα με όποιον επιθυμεί. Εκείνοι δεν θα μάθουν ποτέ τι βρίσκεται στο μυαλό της· στην σκέψη της δεν μετράει κανένας περιορισμός, εκεί είναι ελεύθερη. Τα πόδια της βιώνουν την δική τους αυτόνομη ευχαρίστηση και στέλνουν σήματα στον εγκέφαλο να προσκαλέσει τις ιδανικές εικόνες που θα της κρατήσουν συντροφιά αργότερα, όταν θα υφίσταται το ανεπιθύμητο σώμα επάνω της. Τότε, για λίγο, το κόκκινο επιστρέφει στην αρχική του ιδιότητα, ζωγραφίζει την ζωτικότητα και χρωματίζει το πάθος, γίνεται ευοίωνο και εορταστικό.
Για καιρό σκεφτόμουν να της στείλω ένα βλέμμα κατανόησης αλλά δεν πρόφτασα: μια μέρα την είδα να περιφέρεται στο χιονισμένο αίθριο φορώντας την στολή της φοιτήτριας· μέσα στην πνευματική της διαταραχή επέστρεφε εκεί που ονειρευόταν το μέλλον. Την ίδια στιγμή άκουσα των γνώριμο ήχο των σφυριών· τιμώμενη ήταν μια νέα γυναίκα, η πέμπτη του οίκου. Καθώς έβλεπε την μοναχική γυναικεία φιγούρα έξω, ρώτησε ποια είναι. «Εσείς μετά από λίγο καιρό» ήθελα να της απαντήσω, αλλά σιώπησα· μόνο ψιθύρισα μια υπόσχεση σ’ εκείνη τη μορφή: να διασώσω την ιστορία της.
( Συνεχίζεται, για πάντα συνεχίζεται )
Η ταινία: Raise the red lantern [ Da Hong Denglong Gao Gao Gua ], Zhang Yimou, 1991.
Η γυναίκα: Gong Li (鞏俐).