Χάρτης 25 - ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-25/klimakes/o-papas-twn-trelwn-kai-to-gkarisma-toy-gaidaroy
Στις 6 Ιανουαρίου 1482 το Παρίσι γιόρταζε, εκτός από τα Θεοφάνια, τη «Γιορτή της Τρέλας», που αποτελούσε από παλιά ένα ετήσιο λαϊκό πανηγύρι. Η γιορτή κορυφώθηκε με την εκλογή του «Πάπα των Τρελών»: Πάπας εκλεγόταν όποιος θα έκανε τις πιο εξωφρενικές γκριμάτσες. Ενώ συνεχιζόταν η παρέλαση των υποψηφίων για το αξίωμα, παρουσιάστηκε ο καμπούρης κωδωνοκρούστης της Παναγίας των Παρισίων. Η εξαμβλωματική του εμφάνιση σε εκείνη την παράξενη γιορτή έγινε αφορμή να εκλεγεί αμέσως και δια βοής ως ο «Πάπας των Τρελών». Και κάπως έτσι άρχισε να ξετυλίγεται η πλοκή στην «Παναγία των Παρισίων».
Το κλασικό μυθιστόρημα του Βίκτωρος Ουγκώ, διαδραματιζόμενο την εποχή της βασιλείας του Λουδοβίκου ΙΑ΄ (1461-1483) και με κέντρο δράσης τον ομώνυμο καθεδρικό ναό, διασώζει αυτή την (προ πολλού λησμονημένη) γιορτή. Ένα λαϊκό δρώμενο, που οι ρίζες του φθάνουν πολύ πέραν της εποχής της παπικής εκκλησίας. Το 1831 που εκδόθηκε το μυθιστόρημα του Ουγκώ, η γιορτή αυτή αποτελούσε ήδη μακρινό παρελθόν. Με τη βούλα, μάλιστα, της εκκλησίας, η οποία με αφορισμούς και σαρωτικές καταδίκες είχε ξεριζώσει αυτή τη «βλάσφημη» παράδοση.
Στην πραγματικότητα, η «Γιορτή των Τρελών» αποτελούσε συνέχεια ανάλογων εορτών από το μακρινό παρελθόν. Στα Σατουρνάλια των Ρωμαίων και ακόμα παλαιότερα, στα Κρόνια των αρχαίων Ελλήνων, οι δούλοι άλλαζαν ρόλους με τους αφέντες. Ακολουθώντας την αρχαία παράδοση η γιορτή αυτή αποτελούσε μια…. επικαιροποιημένη έκδοση, με «αφέντη» τον εκάστοτε προκαθήμενο της καθολικής εκκλησίας (και απηνή διώκτη των ειδωλολατρικών εορτών) και «δούλους» όσους υφίσταντο την παπική εκστρατεία ενάντια στις αρχαίες τελετές.
Η γιορτή διαρκούσε 12 μέρες. Ο Πάπας των Τρελών, όπως ονομαζόταν, εκλεγόταν από το πλήθος, ντυνόταν με τα άμφια του ποντίφηκα και σαν τον αρχαίο «βασιλιά» των Κρονίων και των Σατουρναλίων, εξουσίαζε, ως αντεστραμμένο είδωλο, σε ένα παράλογο κόσμο. Το πανηγύρι έφτανε στο αποκορύφωμά του την τελευταία μέρα, με τη γιορτή του γαϊδάρου. Το συμπαθές τετράποδο καλυπτόταν με χρυσό πέπλο και οδηγούνταν στο ναό. Μια παρωδία θείας λειτουργίας τελούνταν προς τιμήν του, όπου οι «πιστοί» αντί να ψέλνουν… γκάριζαν.
Το τι ακριβώς συνέβαινε σε αυτές τις αιρετικές τελετουργίες περιγράφεται, αναλυτικά, σε μια σπάνια ελληνική έκδοση του 1893 με τίτλο «Ημερολόγιον Παληανθρώπου». Εκδότης ήταν μια θρυλική μορφή της εποχής: ο σατιρικός ποιητής Ιωάννης Βαρβέρης (1840-1903, ή 1905), γνωστός για το σκωπτικό του ύφος, αλλά και για την πλούσια εκδοτική δράση του στο χώρο των σατιρικών περιοδικών («Εωσφόρος», «Ιππότης», «Ό,τι θέλω». «Παληάνθρωπος» κ.ά.). Στις σελίδες αυτού του τελευταίου, που γραφόταν «τη συμπράξει και πολλών άλλων λογίων» όπως έγραφε στο εξώφυλλο, παρουσιάστηκε εν είδει… επιτόπιου ρεπορτάζ όλο το δρώμενο. Το κείμενο αυτό υπέγραφε ο πρωτεργάτης του νεοελληνικού διαφωτισμού, Κωνσταντίνος Κούμας (1777-1836). «Ο παλαιός διδάσκαλος του Έθνους» πρόσθετε κάτω από την υπογραφή, ο εκδότης Ιωάννης Βερβέρης.
Η ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΤΡΕΛΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΓΑΪΔΑΡΩΝ
Εις την ιστορίαν των ηθών του μεσαίωνος ανεφέρουσι συνήθως οι γάλλοι συγγραφείς και την εορτήν των Τρελών και των Γαϊδάρων, ήτις διήρκεσε μέχρι των νεωτέρων χρόνων. Είναι δε τω όντι αξιοσημείωτον, επειδή δεικνύουσι, τίνι τρόπω κατ’ εκείνους τους χρόνους, ότε η ευλάβεια ενώ ήτο αληθής, ήτο και ηνωμένη μετά της δεισιδαιμονίας, οι αυθάδεις άνθρωποι έπαιζαν και με αυτά ακόμα τα άγια. Παμπάλαιαι ήσαν και οι δύο εορταί αύται. Εκ της ειδωλολατρείας μετεβιβάσθη η εορτή των τρελών εις την χριστιανωσύνην, οι δε προεξάρχοντες των εκκλησιών προέβλεπον τότε τας συνηθείας του αγρίου λαού. Συμπίπτει δε κατά τον καιρόν, καθ’ ον οι αρχαίοι Ρωμαίοι εώρταζον τα Σατουρνάλια και οι δούλοι ήλλαζον τα έργα των με τους κυρίους των, ο δε καιρός ούτος είναι το νέον έτος. Δια τούτο εις τον μεταξύ των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων καιρόν, ο λαός ελάμβανε το πρόσωπον του ιερατείου και το ενέπαιζεν ως ακολούθως.
Αφού πλήθος νεανίσκων ενδεδυμένων ιερατικά ιμάτια και μαυρισμένον εχόντων το πρόσωπον συνήρχοντο εις μίαν εκκλησίαν με διαφόρους γελοιώδεις συνηθείας, εξέλεγον ένα τρελόν Επίσκοπον με τον οποίο περιεφέροντο πανηγυρικώς και πομπωδώς καθ’ όλην την πόλιν επιστρέφοντες πάλιν εις την εκκλησίαν, όπου ο τρελός Επίσκοπος ετέλει τακτικώς την λειτουργίαν και ηυλόγει το τρελόν ποίμνιόν του. Εκεί ψάλλοντες βακχικά άσματα οι ως ιερείς ενδεδυμένοι τρελοί, εχόρευον πηδώντες εντός του ιερατικού χώρου. Ενώ δ’ ετελείτο η λειτουργία, οι διάκονοι και υποδιάκονοι έτρωγον λουκάνικα κόπτοντές τα επί της αγίας τραπέζης, εχαρτοφόρουν, ή έπαιζον την σφαίραν και έβαζον πατούνας παπουτζίων εις το θυσιαστήριον του ναού. Μετά την λειτουργίαν ανέβαινον εις τα κατηχούμενα και εκ των παραθύρων έρριπτον λάσπην εις τον διαβαίνοντα λαόν. Όλαι αι δυναταί αταξίαι εγίνοντο κατά την ημέραν εκείνην, μεγάλοι δε και μικροί, άλλην ευθυμοτέραν διασκέδασιν δεν είχον ειμή των τρελών την εορτήν.
Μολονότι δε είχεν απαγορευθή η εορτή αύτη από Σύνοδόν τινα συγκοροτηθείσαν εν Τολέδω Ισπανίας, μόλα ταύτα διήρκεσε, και μάλιστα εις Γαλλίαν, μέχρι της 15ης εκατονταετηρίδος, οπόταν προς μεγάλην λύπην των Παρισίων κατηργήθη διόλου δι’ αποφάσεώς τινος του εν Διβιάνω συμβουλίου τω 1552 έτει. Οι υπερασπισταί της εορτής ταύτης απεδείκνυον ότι ο άνθρωπος, ζων πάντοτε εις την κατήφειαν και τον φόβον της θρησκείας, έχει ανάγκην κάποτε να εξατμίζη την φυσικήν του τρέλλαν, καθώς κάποτε ανάγκη ν’ ανοίγωσι τα οινοδόχα αγγεία ίνα μη η βράσις καταθραύση αύτα. Τι παράδοξον δε υπό το επιχείρημα τούτο να εκρύπτετο κάτι τι άλλο ή αστεϊσμός;
Δια της εορτής των Γαϊδάρων προτίθεντο να παραστήσωσι την εις Αίγυπτον φυγήν της Παρθένου. Τούτου ένεκεν εξέλεγον την ωραιοτέραν κόρην της πόλεως, την κατεστόλιζον, την επέθετον επί καταστολισμένου επίσης Γαϊδάρου, και τη έδιδον εις τας αγκάλας βρέφος θέλοντες με αυτό να παραστήσωσι τον Παίδα Ιησούν. Τοιουτοτρόπως, το τε ιερατείον και ο λαός την συνόδευον εις την εκκλησίαν της μητροπόλεως, και έστηνον τον Γάιδαρον πλησίον του θυσιαστηρίου, όπου ετελείτο και η λειτουργία. Πας ύμνος αυτής, η δοξολογία, το χερουβικόν, το πιστεύω κ.λπ, κ.λπ. ετελείωνε με το μίμημα της φωνής του Γαϊδάρου, Γκα. Γκα, Γκα. Μετά δε την απόλυσιν της λειτουργίας, ωγκάνιζε τρις ο ιερεύς, Γκα, Γκα, Γκα, και όλον το παρευρισκόμενον πλήρωμα εμιμείτο τρις αυτόν τον ιερέαν ογκανίζον ωσαύτως Γκα, Γκα, Γκα.
(Η εικονογράφηση είναι από το κόμικς Η Παναγία των Παρισίων, στη σειρά «Κλασικά Εικονογραφημένα» των εκδόσεων Ατλαντίς – Μ. Πεχλιβανίδης & Σια. Σχέδιο: Τζορτζ Έβανς)