Χάρτης 25 - ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-25/poiisi-kai-pezografia/o-senior-salbatore-loreti
«Παλέρμο» βάφτισε το σπίτι του ο σενιόρ Σαλβατόρε Λορέτι, φτάνοντας για να παραλάβει την κληρονομιά του μακαρίτη του θείου του. Πρώτα στάθηκε στην άκρη του γκρεμού για να θαυμάσει τη θέα κι ύστερα, αφού έστρεψε την πλάτη στη θάλασσα, έμεινε για λίγο ακίνητος μπροστά σε ένα οχυρό κτήριο με πολεμόπυργο στην ανατολική του πλευρά. Τίποτε άλλο δεν κάθισε να υπολογίσει, πριν γράψει στους δικούς του ότι θα ζούσε πλέον εκεί, στην αδρή Λακωνική γη, ανάμεσα σε απόγονους Σπαρτιατών πολεμιστών, και θα συνέθετε έργα υμνητικά των αρετών και της ανδρείας τους. Για τούτο, έπρεπε να του στείλουν πάραυτα τα υπάρχοντά του, ώστε να εγκατασταθεί με όλες τις απαραίτητες ανέσεις. Εκείνοι, συνηθισμένοι στον παρορμητικό χαρακτήρα του περίμεναν μερικούς μήνες, μήπως αλλάξει γνώμη, και ύστερα άρχισαν να στέλνουν όσα τους ζητούσε μέσω απανωτών παράφορων επιστολών. Στο μεταξύ, «οι απόγονοι Σπαρτιατών πολεμιστών» έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τον βοηθήσουν, εντυπωσιασμένοι από το πιάνο φόρτε που έφτασε φορτωμένο στο καραβάκι του Λιμενιού μαζί με κάτι μαονένια έπιπλα, τόνους από παρτιτούρες, βιβλία, μουσικά όργανα κι ένα πτυσσόμενο τηλεσκόπιο, που ο σενιόρ εγκατέστησε στο παράθυρο του πύργου για να κατοπτεύει τον Μαυροβυθό. Όταν βρήκε τη σειρά του άρχισε να διασχίζει την αγορά σκαρφαλωμένος σε ένα ποδήλατο με θεόρατη μπροστινή ρόδα, φορώντας μεσάτο καρό κοστούμι και μουρμουρίζοντας «prego», «grazie tanto» και «invia la spesa alla mia torre di Palermo». Κι επειδή αγαπούσε ιδιαίτερα την εξοχή, κάποιες ζεστές μέρες του καλοκαιριού, οι θεριστές των αγρών τον εντόπιζαν ανάμεσα στα αγριολούλουδα, να τρέχει πίσω από κάποιο ζουζούνι, ή μάντευαν την παρουσία του, διακρίνοντας πάνω από τα σπαρτά ένα κινούμενο καπέλο και μια απόχη, να ανεμίζει σαν μικρό μπαϊράκι. Άλλες φορές, κάποιος κυνηγός, βαδίζοντας ανάμεσα στις ελιές, διαπίστωνε ότι αυτό που κινδύνεψε να πατήσει ήταν ο σενιόρ, πεσμένος στο χώμα, με το δεξί μάτι κολλημένο σ’ έναν μεγεθυντικό φακό, ενώ φλυαρούσε, σε γλώσσα ανάκατη, για τις διατροφικές συνήθειες του χρυσοβάβουλα και της πασχαλίτσας. «Sono tornato a Palermo», έλεγε στο τέλος κάθε τέτοιας περίστασης, λίγο πριν γυρίσει να φύγει. Και, μόλις οι υπόλοιποι ρωτούσαν τον κυνηγό τι είχε συμβεί, εκείνος απαντούσε «τίποτα, ο τρελο-Μπαλέρημος κυνηγάει πεταλούδες». Σε κανονικές συνθήκες το πράγμα τελείωνε εκεί. Εκτός αν ο Ιταλός έμπλεκε σε καμιά περίεργη ιστορία, όπως εκείνη με το άγριο μελίσσι, που, ενοχλημένο από την αδιακρισία του, βάλθηκε να τον καταδιώκει στα χωράφια βουίζοντας εφιαλτικά και αναγκάζοντάς τον στη συνέχεια να κλειστεί στο πιο σκοτεινό δωμάτιο του πύργου του, ώσπου να υποχωρήσει το πρήξιμο των κατατσιμπημένων μελών του. Υπήρχαν βέβαια και μεγάλα διαστήματα που χανόταν από προσώπου γης και, τότε, όσοι πλησίαζαν το Παλέρμο, τον έβλεπαν να προβάλει στο παράθυρο· με τη ρόμπα του σπιτιού και το φιλέ που κρατούσε σε τάξη τα λιγοστά μαλλιά του. Στεκόταν εκεί για δευτερόλεπτα· κοιτώντας χωρίς να βλέπει. Ύστερα χανόταν στο σκοτάδι του δωματίου, για να «κοπανήσει το πιάνο του», ξαναεμφανιζόταν και ξαναχανόταν, ακόμα πιο αφηρημένος, κι αυτή η δουλειά τραβούσε για ώρες. Στην αρχή, κάποιες γειτόνισσες, σίγουρες ότι εντόπισαν στο βλέμμα του σενιόρ Μπαλέρημου τα σημάδια κάποιου θανατηφόρου πυρετού, αποφάσισαν να χτυπήσουν την πόρτα του, κρατώντας μαντζούνια και αχνιστές σούπες για να τον γιατροπορέψουν. Τους άνοιξε βιαστικά, παραμερίζοντας για να τις αφήσει να εισέλθουν στον κόσμου του, αλλά αρνήθηκε οποιαδήποτε θεραπεία κι αφού μουρμούρισε «No, no! Ma perché? I sto molto bene!» ξαναβυθίστηκε στις παρτιτούρες, αφήνοντας τις επισκέπτριες να κοιτάζουν γύρω τους σαστισμένες. Στο τέλος, αφού πήγαν κι ήρθαν ξανά και ξανά, συμπέραιναν ότι ο σενιόρ αγαπούσε να περνά τους χειμώνες κλεισμένος στο πανωπύργι του, παίζοντας πιάνο και μουτζουρώνοντας κάτι μεγάλα χαρτιά. Αυτά τις κανονικές μέρες, γιατί όταν έπιανε βοριάς τον έβλεπαν να ξεπορτίζει, με ένα μακρύ παλτό πάνω από το κοστούμι του και το μπαστούνι που κουβαλούσε μαζί του όσες φορές κυκλοφορούσε πεζός. Ο οποιοσδήποτε θα θεωρούσε περιττή τόση επισημότητα για μια έξοδο σαν τις συγκεκριμένες του σενιόρ. Τι στο καλό τα ήθελα όλα αυτά, αφού το μόνο που σκόπευε να κάνει ήταν να ξεμυτίσει από την αυλή του και να πάει να σταθεί λίγα μέτρα πιο κάτω, στην άκρη του γκρεμού, όρθιος μπροστά στον φουρτουνιασμένο Μαυροβυθό. Να αφήσει για λίγο τον βοριά να ανεμοδέρνει το παλτό και τα μαδημένα τσουλούφια του και, στο τέλος, να ανοίξει τα χέρια και να πιάσει να τα κουνά με δύναμη στον αέρα, σαν να όριζε την κίνηση των κυμάτων και να κανόνιζε το αφρισμένο τους σπάσιμό πάνω στα βράχια. Μ’ αυτά και μ’ αυτά οι γυναίκες άρχισαν να σκέφτονται ότι εκείνος ο καψερός ο γείτονάς τους δεν ήταν και πολύ καλά στα μυαλά του.
Όμως ο σενιόρ άλλαζε όταν άνοιγε ο καιρός. Γιατί, τότε, κατέφθανε από την Ιταλία η αδελφή του, η σενιορίνα Φιορέλα, για να ανοίξει διάπλατα τις πόρτες και τα παράθυρο του Παλέρμου και να βγάλει ψάθινο τραπέζι με καρέκλες στην αυλή. Και καθώς τους έβλεπαν από τα κοντινά παράθυρα· τη μια να διαβάζει, κρυμμένη πίσω από ένα καπέλο, και τον άλλον, γαληνεμένον δίπλα της, να τακτοποιεί συλλογές αποξηραμένων εντόμων σε άλμπουμ με διάφανα μεσόφυλλα, άρχισαν να χτυπούν το ρόπτρο της αυλής, δήθεν για να φιλέψουν τα αδέρφια με άγρια βότανα, αλλά, στην πραγματικότητα, για να παρατηρήσουν από κοντά το ήρεμο πρόσωπό και τις απαλές κινήσεις της. Έτσι, καθώς οι μέρες περνούσαν και η φήμη της σενιορίνας Λορέτι απλωνόταν, ξυπόλητοι ψαράδες των βράχων με γρατζουνισμένα γόνατα, κλέφτες κορόμηλων κουρεμένοι γουλί, ξεδοντιάρηδες κατασκευαστές γιουρταριών και λιλιπούτειοι κυνηγοί σαυρών, με κοντοβράκια και τσέπες γεμάτες σφεντόνες, σουγιαδάκια και γυάλινους βόλους, παρατούσαν τις δουλειές τους και κατέφθαναν για να χώσουν τις μύτες τους στην μισάνοιχτη πόρτα του κήπου, να σκαρφαλώσουν στον μαντρότοιχο και να καθίσουν εκεί οκλαδόν, παρακολουθώντας κάθε της κίνηση και περιμένοντας υπομονετικά, ώσπου να παρατήσει το βιβλίο και να χτυπήσει τις παλάμες της φωνάζοντας «Lezione!». Μόλις τελείωνε με μια ομαδική απαγγελία της ιταλικής αλφαβήτας και τις δυο τρεις καινούργιες λέξεις της ημέρας η σενιορίνα ξαναχτυπούσε τις παλάμες λέγοντας «E ora canteremo la canzone Stella Stellina» και, τότε, οι μαθητές της, καθισμένοι στα σκαλιά, σκαρφαλωμένοι στα δέντρα, ανεβασμένοι στον τοίχο, θρονιασμένοι στο τραπέζι του κήπου, έπιαναν να ξελαρυγγιάζονται
Stella stellina, la note s’ avvicina, la fiamma traballa, la mucca e nelle stella.
Όμως κάπου εκεί ο σενιόρ δυσανασχετούσε κι άρχιζε να πλησιάζει για να ακούσει τον καθένα ξεχωριστά, να διαλέξει τους καλλίφωνους για να τους μάθει πρίμο - σεκόντο και να φέρει κιθάρα για να τους ακομπανιάρει. Στο τέλος, η αυλή γέμιζε μουσικά όργανα και μαθητευόμενους που πάλευαν να μάθουν νότες. Και ήταν τέτοια η μανία του να διορθώσει την κακοφωνία που, μόλις διέταξε, άγαρμπα και άπονα, κάνα δυο φάλτσους να σωπάσουν, εκείνοι έφυγαν κλαίγοντας και δεν ξαναπάτησαν το πόδι τους στον κήπο.
Από την άλλη, τα πρωινά που ο πύργος φαινόταν έρημος, κάποιοι συλλέκτες αλατιού, από αυτούς που έφταναν χαράματα στις αλυκές του Μαυροβυθού για να αποφύγουν την καλοκαιρινή λαύρα, μαρτυρούσαν ότι έβλεπαν τα αδέρφια Λορέτι στη διπλανή αμμουδιά, με ριγωτά μαγιό και λαστιχένιες σκούφιες, να κάνουν επικύψεις και μικρά πηδηματάκια, πριν βουτήξουν στο νερό. Όσο για τις Κυριακές; Ο καθένας γνώριζε ότι τις Κυριακές ο σενιόρ νοίκιαζε αγοραίο και την έπαιρνε να βολτάρουν στην προκυμαία του Γυθείου για να αλεγράρει. «Dov'è la Banda?» τον ρωτούσε μετά την περαντζάδα, καθισμένη στη σάλα του ξενοδοχείου «Ακταίον», μπροστά στο πιατελάκι με την πάστα της. «Non esiste Banda, sorella mia!» της απαντούσε βαριεστημένα. «Non esiste Banda sulla passeggiata domenicale? Μa come?» μουρμούριζε εκείνη, επιμένοντας να επαναλαμβάνει τα ίδια και τα ίδια κάθε φορά. Ώσπου, ερχόταν η ώρα να φύγει για να συναντήσει τις χειμερινές συναναστροφές της και, τότε, ο κήπος του Παλέρμου ερήμωνε και ο ήχος του πιάνου έβγαινε πάλι από τα παράθυρα μοναχικός και θλιμμένος, εκτός από κάτι σπάνιες μέρες που ο σενιόρ έστελνε να φωνάξουν κανέναν από τους πιο επιδέξιους μουζικάντες του για να του παραδώσει, κεφάτος και χαμογελαστός, ένα αστραφτερό κλαρινέτο, μια τρομπέτα, ένα καμπύλο κόρνο ή ένα τύμπανο• «regalο» σταλμένο για λόγου του από την ωραία Φιορέλα. Με τέτοιες σποραδικές αποστολές, μέσα σε τέσσερα χρόνια, η σενιορίνα πρόλαβε να στείλει τα χρειαζούμενα μιας κανονικής μπαντίνας. Κι, έτσι, κάθε φορά που γύριζε, ο ήχος των μουσικών πρωινών στον κήπο, γινόταν όλο και πιο πλούσιος, τα μαθήματα δυσκολότερα και η δουλειά των μουσικών μπελαλίδικη. Στις αρχές του πέμπτου καλοκαιριού η πολυθρόνα της δίπλα στο ψάθινο τραπέζι έμενε άδεια, ενώ ο Ιούνιος προχωρούσε ανησυχητικά. Οι μαθητές της άρχισαν να ξεροσταλιάζουν, παίζοντας κανένα σκοπό κάτω από τα παράθυρα του πύργου, μήπως και κάτι πάρει μπροστά. Όμως τίποτα δεν πήρε μπροστά και, στο τέλος, ο σενιόρ βγήκε τρεκλίζοντας και κρέμασε στην αυλόπορτα ένα τετράγωνο μαύρο πανί με τα χρυσά αρχικά F.L. Εκείνη τη σκοτεινή εποχή έδιωξε με φωνές και χυδαίες βρισιές τις γειτόνισσες που τόλμησαν να πλησιάσουν για να του παρασταθούν, έσπασε όλα τα ωραία πράγματα που στόλιζαν τις καμάρες του σπιτιού του, παράτησε το πιάνο κι άρχισε να περνάει τον καιρό του ξαπλωμένος δίπλα σε μια καράφα με σπιρτόζο κιάντι. Σίγουρα θα είχε παραδώσει τα όπλα για τα καλά αν, εκείνον τον Δεκαπενταύγουστο, σε έναν από τους κωματώδεις ύπνους του, δεν τον επισκεπτόταν ανάλαφρη, αγγελένια, για να τον πάρει μαζί της, αξύριστο και με βρωμερό χνώτο, σε μια μεγάλη βόλτα στην προκυμαία του Γυθείου. Βάδιζαν για ώρα κρατημένοι αγκαζέ δίπλα στη θάλασσα, ώσπου εκείνη, ενώ το αεράκι ανέμιζε την κορδέλα του καπέλου της, ακούμπησε το δροσερό της χέρι στο μέτωπό του και ψιθύρισε «Μa dov'è la Banda, Salvatore mio?» «Dov'è la Banda?» μουρμούρισε ξυπνώντας ο σενιόρ Μπαλέρημος και, ύστερα από λίγο, πήρε τα σοκάκια κι έπιασε να χτυπάει μια μια τις πόρτες των μουσικών του για να τους ειδοποιήσει πως θέλει να μαζευτούν στον κήπο για πρόβα.
Ανήμερα της Παναγίας η πόρτα του Παλέρμου άνοιξε και μια παιανίζουσα μπαντίνα άρχισε να κυκλοφορεί σε παράταξη, με τον αρχιμουσικό της να προηγείται. Στον δρόμο για την εκκλησία κάποιοι στέκονταν να τη χαζέψουν μέχρι να χαθεί στρίβοντας σε κάποιο σοκάκι. Μερικοί χειροκροτούσαν, άλλοι κρατούσαν τον ρυθμό και οι πιο ενθουσιώδεις βάδισαν πίσω της μέχρι το πλάτωμα της Παναγίας της Γιωργιάνικης, όπου κόσμος πολύς στεκόταν περιμένοντας να αρχίσει η περιφορά της εικόνας. Στο μεταξύ, η σονατίνα του σενιόρ Μπαλέρημου πήγαινε πρίμα και οι μουσικοί του ξεχείλιζαν από περηφάνια, ενόσω άφηναν τα παπαδάκια με τα εξαπτέρυγα να προηγηθούν. Ώσπου, ένας θόρυβος, ξερός και φάλτσος, γέμισε το μέρος αναγκάζοντας τα αγόρια να σταματήσουν και τον μαέστρο να στρέψει ενοχλημένος το βλέμμα για να εντοπίσει έναν αφηνιασμένο γάιδαρο, που έτρεχε στο πλάτωμα, σέρνοντας τενεκέδες δεμένους στην άκρη ενός σκοινιού, ενώ, λίγο πιο πίσω, εκείνοι οι δυο κακόφωνοι, οι έκπτωτοι από τα δρώμενα του κήπου, κρατούσαν κατσαρόλες και τις κοπανούσαν βίαια, παρασύροντας το εκκλησίασμα σε ένα εφιαλτικό χαχανητό. Τα παιδιά της μπαντίνας στάθηκαν ακίνητα για μερικά δευτερόλεπτα κι ύστερα, αφού έριξαν ένοχα βλέμματα στον μαέστρο τους, χάθηκαν ντροπιασμένα στα γύρω στενά. Εκείνο το πρωί, ο δηλητηριασμένος σενιόρ γύρισε στο σπίτι του με σαφή πρόθεση να πενθήσει βαριά για το φρικτό αδιέξοδο της ζωής του. Και είναι απολύτως σίγουρο ότι το επόμενο διάστημα κατάφερε να βάλει σε εφαρμογή το σχέδιό του με τη βοήθεια μιας κρυστάλλινης καράφας γεμάτης κιάντι, παρά τους περισπασμούς με τους οποίους τον τροφοδοτούσαν τα πρόσωπα των γυναικών που ξεπροβόδιζαν όσους έφευγαν για το μέτωπο και οι σφυριχτές λέξεις «βρωμοϊταλέ» και «διαόλου σπέρμα» που τον συνόδευαν εφόσον επιχειρούσε να διασχίσει την αγορά. Αυτή η ιδιότυπη «κούρα» διακόπηκε ακαριαία λίγους μήνες αργότερα, όταν μια ορντινάντσα χτύπησε το ρόπτρο για να τον ειδοποιήσει ότι ο άρτι αφιχθείς ιταλός διοικητής Τζουζέπε Σαντόνι, σκόπευε να τον επισκεφτεί. Τότε σκέφτηκε ότι είχε έρθει η ώρα για λίγη διασκέδαση και, αφού ντύθηκε και ξυρίστηκε, βγήκε στην πόρτα του κήπου για να περιμένει τον επισκέπτη. Εκείνος έφτασε λίγη ώρα αργότερα και στάθηκε μπροστά του, χτυπώντας εθιμοτυπικά τα τακούνια του σίγουρος ότι επρόκειτο να κάνει μια φιλική κουβέντα με έναν όμοιό του, αλλά διαπιστώνοντας ότι ο Λορέτι δεν είχε καμιά πρόθεση να ανταποδώσει τη χειραψία του. Παρόλο που το μήνυμα ήταν σαφές, προτίμησε να παραστήσει τον ανήξερο και να εξηγήσει ότι σκόπευε να επιτάξει το Παλέρμο για τις ανάγκες των ιταλικών δυνάμεων Κατοχής. Θα χρειαζόταν, βέβαια, να ξεβολευτεί ο εκλεκτός μουσουργός, περιοριζόμενος σε κάποια από τα δωμάτιά του, αλλά η κατάσταση αυτή ήταν οπωσδήποτε αναγκαία. Ο σενιόρ τον κοίταξε για μερικά δευτερόλεπτα και ύστερα άρχισε να μιλάει κάτι στρογγυλά ελληνικά, διάσπαρτα με λέξεις της αρχαΐζουσας, αφήνοντας έκπληκτους τους γείτονές του και αναγκάζοντας τον διερμηνέα να ιδρώνει για να μεταφράσει. Και, παρά το γεγονός ότι ο άντρας απέναντί του επέμενε να τον ρωτάει πως τα κατάφερε, μέσα σε τόσο μικρό διάστημα, να ξεχάσει τα ιταλικά, εκείνος συνέχιζε το μελωδικό του λογύδριο, κουνώντας το μπαστούνι με το οικόσημο των Λορέτι και τονίζοντας ότι ο πατέρας του θα δυσαρεστούνταν αν μάθαινε τις λεπτομέρειες μιας τέτοιας ενόχλησης. Σίγουρα θα δυσαρεστούνταν ο δικαστής Λορέτι κι αυτό ήταν κάτι που ο διοικητής όφειλε να σκεφτεί σοβαρά, συνυπολογίζοντας την εφήμερη και ρευστή φύση της πολιτικής εξουσίας. Σε τελική ανάλυση, ο Τζουζέπε Σαντόνι έφυγε άπρακτος και συγχυσμένος από εκείνη τη συνάντηση και, τις επόμενες μέρες, βάλθηκε να αναζητά κατοικία για να στεγάσει το διοικητήριό του, όμως εκείνος ο διαβολεμένος αρχιμουσικός βρισκόταν συνεχώς μπροστά του, ισχυριζόμενος ότι οι εκάστοτε ιδιοκτήτες ήταν προστατευόμενοι του οίκου του. Ύστερα από μια περιπετειώδη διαπραγμάτευση, ο διοικητής δέχτηκε να εγκατασταθεί στο κατάλυμα που του ετοίμασαν στο πίσω μέρος του κοινοτικού καταστήματος. Ωστόσο, ο σενιόρ χρειάστηκε να τρέχει δεξιά κι αριστερά για να υπερασπιστεί μεταφορικά μέσα, εργαλεία και υποδομές που κινδύνευαν με επίταξη. Στο τέλος, όταν έφτανε στην αγορά, ειδοποιημένος να τρέξει το γρηγορότερο, οι μαγαζάτορες τον κοιτούσαν όλο απόγνωση, ζητώντας του να κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί, επειδή οι στρατιώτες ετοιμάζονταν να κατασχέσουν το εμπόρευμά τους και να το στείλουν στην Αθήνα, να τεθεί στη διάθεση του ιταλικού στρατού.
Την αμέσως επόμενη χρονιά, νωρίς το πρωί, ανήμερα τον Δεκαπενταύγουστο, ο σενιόρ κοιμόταν σε ένα κατασκότεινο δωμάτιο με τη μάσκα του ύπνου να καλύπτει τα μάτια του για σιγουριά. Στο άκουσμα ενός γιορτινού μαρς, που έμοιαζε να βγαίνει από τα βάθη της γλυκιάς του αποχαύνωσης, σκέφτηκε ότι το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να αποφύγει να αλλάξει πλευρό, μην τυχόν και ξυπνήσει και χάσει ένα τόσο ωραίο και στακάτο τέμπο. Θα πρέπει να ήταν η τέταρτη φορά που, στο τέλος μιας μουσικής φράσης, άκουγε τη θριαμβευτική ιαχή «Signor Loretti, dai. La Banda è arrivata!». Τότε, πετάχτηκε στο παράθυρο και είδε τους μουσικούς του παραταγμένους στην αυλή, ντυμένους, άγνωστο πως, με μπλε σκούρες στολές και κυκλωμένους από ανθρώπους έτοιμους να ξεκινήσουν για τη λειτουργία. «La Banda è arrivata, signor!» επανέλαβαν παρακλητικά τα αγόρια και ο Μπαρλέρημος έπιασε να ετοιμάζεται βιαστικά γιατί, εκείνον τον Δεκαπενταύγουστο, η μπαντίνα του στεκόταν ανυπόμονα στην αυλή και τον περίμενε για να τη συνοδεύσει στην περιφορά της εικόνας.