Χάρτης 24 - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-24/klimakes/kataglwttisma
Γύρισα με τα υλικά για την κολοκυθόσουπα.
Είχα, όπως κι Εκείνη, γίνει εξπέρ στον αφανισμό των αποστάσεων. Διανύαμε απέραντα χιλιόμετρα, με τη γρηγοράδα και την ειδημοσύνη του Κερουάκ (στή λήγουσα τώρα ο τόνος κατά το «Ο Κερουάκ διαβαίνει μουσηγέτης» του Εμπειρίκου — αργότερα «Κέρουακ», κατά το ρηθέν «Το βιβλίο του Κέρουακ μου άλλαξε τη ζωή, όπως και όλων των άλλων», του Μπομπ Ντύλαν), ναι, με γρηγοράδα και ειδημοσύνη διανύαμε αποστάσεις, για να ρίξουμε έναν τσίφτικο φούσκο στην αφηρημάδα και την αιδημοσύνη (τις δύο μπαμπόγριες που εχθρεύονται το λυτρωτικό του Έρωτος μακελειό. «Τι διάολο κάνεις εκεί;» ρώτησα απορημένος τον Ρασκόλνικοφ της Κυψέλης τον Δεύτερο, σαν τον είδα να κάθεται στην ντραμς μου, να κοπανάει ρυθμικά, και να τραγουδάει, «Μια Ωραία Πεταλούδα / Σ᾽ έναν κήπο μια φορά / καμαρώνει και απλώνει / τα γαλάζια της φτερά». Ο Ράσκυ διέκοψε το ρεσιτάλ, στράφηκε προς το μέρος μου, και ξεστόμισε, με την αμέριμνη σοφή αυθάδειά του, το εξής: «Ποτέ δεν ξέφυγα από το λούνα παρκ, από τους λαβυρίνθους της παιδικής ηλικίας. Είδα λίγο από το Dreamers όσο έλειπες, και καταβυθίστηκα στο έτος 1968». «Μα δεν είχες γεννηθεί τότε», είπα. «Είσαι πεζός σήμερα, Οδυσσέα», αντιγύρισε, «πιες λίγο ρούμι να συνέλθεις». Πάντα ευπειθἠς, ιδίως στις αποφάνσεις, τις νουθεσίες και τις συμβουλές των κατά είκοσι οχτώ έτη νεοτέρων μου, και προπάντων του Ράσκυ που ενίοτε ήταν φτυστός ο Πιερ Κλεμεντί, έσπευσα να σερβιριστώ ένα Diplomatico, και να σερβίρω κι ένα για τον σύμβουλο και μπράδερ μου. Έξω, ήδη από τις τέσσερις το απόγευμα, απλωνόταν σημειωτόν το σούρουπο. Μέσα, η λιακάδα.
Καταλύονται οι αποστάσεις.
Μια λέξη μόνο είναι ικανή, με τη δέουσα χρήση, με την έγκαιρη και έγκυρη επίκλησή της, να καταπιεί εξακόσια πενήντα δύο χιλιόμετρα αλερετούρ, σκόνη τα τα κάνει, αλκασέτζερ για την καλή χώνεψη, κουδουνίστρα ερωτική να γίνει η απόσταση, στρακαστρούκα, ροκάνα, χαλκούνι, μαϊτάπι. Όπως και το πλάνο μιας ταινίας, η νότα ενός άσματος, η αράδα ενός βιβλίου. Διαβάζω αίφνης, «… Μόλις με είδε αναστέναξε ~ έκαμε σαν πεταλούδα πιασμένη. Αχ! και μου δείχνει το στήθος της~ εκεί την πονούσε! Αχ, ξανάκαμε κ᾽ έτρεμε ~ έλεγες πως μόνο τα αχ κατοικούσαν στο σώμα της. Το βλέμμα της είχε τη λάμψη της τρέλας». Κι ύστερα, μαιτρ της συνειρμικής επιλοπαιότητας καθώς είμαι, τρέχω στη βιβλιοθήκη με τους πρωτοσύγκελους της Beat Genetarion, πιάνω Κέρουακ, το Atop An Underwood: Early Stories And Other Writings, πεφτω στη σελίδα 153, πέφτω στο ποίημα ῾῾Credo’’, διαβάζω δυνατά, σχεδόν κραυγάζω, “Remember, Kid, the ease, the grace, the glory, the greatness of your art; / remember it, never forget. Remember passion. Do not forget, / do not forsake, do not forget. It is there, / the order and the purpose; there is chaos, / but not in you, not way down deep in your heart, no chaos,/ only ease, grace, beauty, love, greatness….”
Γύρισα με τα υλικά για την κολοκυθόσουπα.
Ο Ράσκυ στη ντραμς, στην κολυμπήθρα της παιδικής ηλικίας, κοπανάει, κοπανιέται, τραγουδάει, «Λάμπουν κόκκινοι σπινθήρες / στα γαλάζια της πτερά, / τά άκρα της λαμποκοπούν / σαν διαμάντια φλογερά«, λες κι είναι ο Γιάκι Λίμπερτσαϊτ των Can, ενώ του λόγου μου θέλω ν᾽ ακούσω Λούντβιχ φαν Μπέετοβεν, ο έρμος, και να μαγειρέψω μιαν αχνιστή κολοκυθόσουπα, και θα το κάνω, ως προς το σκέλος «κολοκυθόσουπα», καθόσον, όπως προείπα, εξπέρ, πρωταθλητής, αρσιβαρίστας, νάμπερ ουάν, είχα γίνει στην κατάποση των χιλιομέτρων, στων αποστάσεων τον αφανισμό, τουτέστιν επινοούσα, μαζί Της, τεχνάσματα, κόλπα, μηχανές, σκευωρίες, ματσαράγκες ώστε να βρισκόμαστε μονίμως σε απόσταση καυτής αναπνοής όπου κι αν ήμασταν, ό,τι κι αν μας χώριζε γεωγραφικά. Παραδείγματος χάριν, κανονίζαμε, εμείς, του good timing τα μαστόρια, και συντονιζόμαστε στο Τρίτο Πρόγραμμα την ίδια ώρα, το ίδιο δευτερόλεπτο, για ν᾽ ακούσουμε τη “Liebesnacht’’ με τον Μπάρενμποϊμ, ή συμφωνούσαμε μέσω διαδικτύου να πιάσουμε να μελετάμε ταυτοχρόνως τα Μαθήματα Γενικής Γλωσσολογίας του Σωσσύρ, σαν διοπτροφόρα σπασικλάκια ζουζούνια στο ίδιο θρανίο, ή να μασουλήσουμε μαζί ένα καραμελωμένο φιρίκι στις έξι τα χαράματα, ή να βάλουμε να δούμε το In the White City του τρισμέγιστου Αλαίν Τανέρ μόλις πέσει το δείλι, ή, όπως καλή ώρα τώρα, στις 16:01 ώρα Κυψέλης, να αρχίσουμε να μαγειρεύουμε, εγώ εδώ στο Άλαμουτ, Αυτή εκεί στον Πύργο (Χασάν ιμπν Σαμπάχ & Φραντς Κάφκα, οι πασίδληλες αναφορές μας) μια βελουτέ κολοκυθόσουπα. «Αμ τι γαρ», έγραψε ο Καρούζος.
Καταλύονται οι αποστάσεις.
Συνένοχος και συνωμότης, κοντά έναν χρόνο τώρα, και ο Ράσκυ, ιδιοφυής στην εξόρυξη από το πολύτιμο αρχείο του νου του (γι᾽ αυτό άλλωστε και στην παρέα είναι γνωστός και ως «Ο Εβδομηντάχρονος») την κατάλληλη μουσική, τον κατάλληλο συγγραφέα, το κατάλληλο φιλμ και να συμβάλλει καθημερινώς στων αποστάσεων την άρση, στη μετατροπή των χιλιομέτρων σε χιλιοστόμετρα. Ο Ράσκυ τελειώνει με ταμπούρα, πιατίνια, τομ, και πεταλούδες, κι έρχεται να μ᾽ αγκαλιάσει ψελλίζοντας εκκωφαντικά, «Μπράδερ, το ρήμα είναι ῾καταγλωττίζω᾽, αυτό είναι το ρήμα!» Τον είχα αγγαρέψει τις προάλλες να μου βρει το ρήμα των ρημάτων που θα περιέκλειε όλα όσα θα κάνουμε, Εκείνη κι εγώ, όταν θ᾽ ανταμώσουμε ύστερα από τη αγριάδα και τον ζόφο του εγκλεισμού, να βρει το ρήμα των ρημάτων που θα τα λέει όλα και θα στραφταλίζει και θα μελωδεί και θα πάλλεται και γεμάτο μαρμαρυγές θα είναι, άδολες και πανέμορφες μαρμαρυγές, και θα έχει του νούφαρο και του εντελβάις την ομορφιά, και του Μακιαβέλλι θα έχει την κρυστάλλινη διαύγεια, και θα διαθέτει τους εκστασιασμένους μαιάνδρους της εγελιανής γλώσσας, και από πέντε συλλαβές θα απαρτίζεται. «Ναι, μπράδερ, το ρήμα είναι ῾καταγλωττίζω᾽, αυτό είναι, αυτό!» Και «ἐπιμανδαλωτόν», το ουσιαστικό, αν θες να ξέρεις, Μπράδερ Ράσκυ, λέω μέσα μου και οδεύω προς την κουζίνα — έχουμε και δουλειές, έχουμε να ετοιμάσουμε μιαν αχνιστή κολοκυθόσουπα, κι ένα παπαδιαμαντικό κεράκι ν᾽ ανάψουμε για την τεχνολογία που τόσο βοηθάει τούτες τις μέρες που «ο άνεμος μας κυνηγά, μας κυνηγάει».
[Συνεχίζεται εις το Επόμενον]