Χάρτης 1 - ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-1/biblia/to-psilikatzidiko-ths-anorwpothtas
Είμαστε όλοι μας, μπροστά στο μυθιστοριογράφο, σαν τους σκλάβους μπροστά στον αυτοκράτορα: με μια του λέξη μπορεί να μας χαρίσει την ελευθερία.
Μαρσέλ Προυστ
«Το μυαλό του Ρεϊμόν Κενώ θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί σαν δωμάτιο με τζάκι. Στη μέση κάθεται μια ομάδα ηρώων των Club Stories που συζητούν ατελείωτα: ένας μαθηματικός, ένας χιουμορίστας, ένας ακαδημαϊκός, ένας γλωσσολόγος, ένας ποιητής, ένας ντετέκτιβ». Τάδε έφη Braulio Tavares στην κριτική του για τον Ρεϊμόν Κενώ και το μυθιστόρημά του Τα γαλάζια άνθη.[1]
Με τη σειρά μου προεκτείνω: Το μυαλό του Ρεϊμόν Κενώ θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί σαν τη βιβλιοθήκη του Έμερσον: ένα είδος μαγικού συμβουλίου, όπου βρίσκονται στοιχειωμένα τα καλύτερα πνεύματα της ανθρωπότητας.[2]
Στοιχειωμένα; Ε, όχι και στοιχειωμένα. Ολοζώντανα, συνδιαλεγόμενα και πλειστάκις παραλογιζόμενα. Ο Ρεϊμόν Κενώ, γεννημένος το 1903 στη Χάβρη, το μοναχοπαίδι του ψιλικατζή και της ψιλικατζούς, στήνει μέσα στα Γαλάζια άνθη το δικό του μαγαζάκι ψιλικών, με τα άπειρα μικροπράγματα, ψιλολόγια, τρικ και φάρσες που μας ξελογιάζουν και μας υπνωτίζουν.
Homo universalis ο Κενώ [Raymond Queneau (1903-1976)], ίσως ένας από τους τελευταίους. Παντογνώστης αφηγητής. Να πούμε ότι ήξερε τα πάντα; Τουλάχιστον. Πρώιμος σινεφίλ, ξεκινά να συντάσσει στα δεκατρία του τον κατάλογο των απάντων του, ποιήματα, μυθιστορήματα, καθώς και την ιστορία φανταστικών χωρών. Φιλόσοφος, ποιητής, σκακιστής, με έντονο ενδιαφέρον για τα μαθηματικά και τις παραμελημένες, εκκεντρικές μορφές της λογοτεχνίας, γυρίζει από εκδοτικό οίκο σε εκδοτικό οίκο για να εξασφαλίσει εκδοτική στέγη για την 700 σελίδων μελέτη του για τους «τρελούς λογοτέχνες». Τους αποκαλεί «αιώνια περιπλανώμενους στα πιο παράδοξα μονοπάτια». Ασκεί τα πιο ασύμβατα επαγγέλματα – από τραπεζικός υπάλληλος μέχρι εμπορικός αντιπρόσωπος σε βιοτεχνία χάρτινων τραπεζομάντιλων. Θα καταλήξει σε ένα επάγγελμα εδεμικό για τους απανταχού βιβλιοφάγους: διορισμένος αναγνώστης αγγλοσαξονικής λογοτεχνίας στον εκδοτικό οίκο Gallimard. Μυθιστοριογράφος, δημοσιογράφος, ζωγράφος, σεναριογράφος – κάθε είδους γραφή είναι παιχνιδάκι του. Οι εκδόσεις Gallimard θα τον διορίσουν διευθυντή της Εγκυκλοπαίδειας των Πλειάδων. Ένας φόρος τιμής στην παντογνωσία του. Οι μαθηματικές του δαιδαλοδρομίες θα τον οδηγήσουν στο κατώφλι της Γαλλικής Μαθηματικής Εταιρείας, της οποίας θα γίνει μέλος το 1948. Από εκεί, σε μια προσπάθεια ανανεωτικής εφαρμογής των μαθηματικών κανόνων στη λογοτεχνία, θα ιδρύσει μαζί με τον François Le Lyonnais την Ουλιπό, για μια λογοτεχνία με δεσμεύσεις.
Ο Ίταλο Καλβίνο, με το που διαβάζει τα Γαλάζια άνθη, σκέφτεται: «Είναι αδύνατον να μεταφραστεί» (παρ’ όλα αυτά, η μετάφρασή του είναι η μόνη που επιλέγει ο ίδιος να εκδώσει σε βιβλίο).[3]Η μεταφράστρια της ελληνικής έκδοσης Σεσίλ Ιγγλέση-Μαργέλλου σχολιάζει: «είναι πολύ πιο εύκολο να χωρέσεις τον Σηκουάνα σε κουτάλι παρά να συνοψίσεις τα Γαλάζια άνθη».[4]Στρατιές μελετητών επί σειράν ετών ξεκοκαλίζουν το κείμενο για να αφήσουν, τελικά, οι ίδιοι τα κοκαλάκια τους πάνω του. Τρόμος. Δέος. Αλλά και γέλιο. Γέλιο μέχρι δακρύων, αυτοϋπονομευτικό. Άκρη δε βγαίνει. Το κείμενο αντέχει σε αναλύσεις που πέφτουν βροχηδόν. «Το αριστούργημα», κατά Κενώ, «μπορεί να συγκριθεί με βολβό, από το οποίο οι μεν αρκούνται να αφαιρέσουν την επιφανειακή φλούδα, ενώ οι δε, οι ολίγοι, ξεφλουδίζουν τις αλλεπάλληλες στρώσεις του: κοντολογίς, το αριστούργημα μπορεί να συγκριθεί με κρεμμύδι!».[5]Τα Γαλάζια άνθη χρειάστηκαν δεκαέξι χρόνια για να συντεθούν και μια αιωνιότητα και μια ανθρωπότητα για να αναλυθούν. Επιστημονική φαντασία; Ιστορικό μυθιστόρημα; Παρωδία ιστορικού μυθιστορήματος; Παρωδία ιπποτικού μυθιστορήματος; Πάρτι διακειμενικών οργίων; Πραγματεία περί ονείρου; Γλωσσικό –ως τα όρια του– ξεχαρβάλωμα; Ανακάτεμα υφών; Αλληγορία αρχετυπικού και ιδρυτικού κειμένου; Μια νέα Γένεση; Μαθηματική διαστροφή; Μια αναρχοαυτόνομη κατηγορία από μόνο του; Εφιαλτική συνεύρεση των πάντων και σε πολύ πιο συμφέρουσα τιμή;
Κυρίες και Κύριοι, καλωσορίσατε στο τερατώδες μυαλό του Ρεϊμόν Κενώ.
Το μυθιστόρημα αρχικά τοποθετείται στις είκοσι πέντε Σεπτεμβρίου του χίλια διακόσια εξήντα τέσσερα: «Ο δούκας ντ’ Ωγέ στήθηκε στην κορυφή του πύργου του για να εξετάσει κομματάκι την ιστορική συγκυρία: η εν λόγω ιστορική συγκυρία ήταν μάλλον θολή». Το alter ego του, ο Συδρολίνος, είναι ο κατοπτρισμός του στο μελλοντικό 1964. Εφτακόσια χρονάκια τους χωρίζουν. Και οι δυο μαζί, λογοτεχνικές και φιλοσοφικές personae του ίδιου του Κενώ. Ο ένας ονειρεύεται τον άλλον. Εξοντωτικά γεύματα για το δούκα ντ’ Ωγέ: αηδονόπιτες, πατέ χελιών, λάχανο με αρκουδίσιο λαρδί και ζελεδάκια αρνίσιου λίπους. Ο Συδρολίνος ξυπνά βαρυστομαχιασμένος. Όλες οι θεωρίες περί ονείρου είναι εδώ. Ομηρικές, ψυχαναλυτικές, φροϋδικές, πλατωνικές, υπερρεαλιστικές, ταοϊστικές. Ο Κενώ συναντά τον Μπόρχες: και για τους δυο τα όνειρα είναι μια ρευστή πραγματικότητα, το ίδιο υπαρκτή με το ξύπνιο.[6]Ποιος ονειρεύεται ποιον; Ο Κενώ μάς κλείνει το μάτι, επιστρατεύοντας κάθε παραδοξολογία, συγχέοντας τα όρια, δυναμιτίζοντας κάθε βεβαιότητα. Πώς να αρκεστεί σε βεβαιότητες αυτός που συγκεντρώνει στο κεφάλι του όλη την πολυφωνική μωρολογία του ανθρώπινου είδους;
Τι κι αν τα Γαλάζια άνθη ξεκινούν σαν ιστορικό μυθιστόρημα; Ήδη από τις πρώτες γραμμές η παράδοξη, μη ευκλείδειος γεωμετρία εφάπτει παράλληλους κόσμους, η ιστορία υπάρχει μόνο και μόνο για να σαλατοποιηθεί. Πειραχτήρι άνευ όρων και ορίων, ο Κενώ παίζει κρυφτό με την επιθυμία τού αναγνώστη να ξέρει. Μας βάζει προβλήματα, μαθηματικούς γρίφους, βγάζουμε τα κομπιουτεράκια. Το ξέφρενο καλειδοσκόπιο της ιστορίας ανοιγοκλείνει και τα παίρνει όλα σβάρνα. Σε αυτήν την ιλιγγιώδη δίνη του χρόνου, όπου πουθενά δεν αναφέρεται ρητά μέρα της εβδομάδας ή μήνας, όπου οι επαναλήψεις στροβιλίζονται γύρω μας περιπαικτικά τόσο σε επίπεδο αφηγηματικής μακροδομής όσο και σε επίπεδο υφολογικό, η μόνη αλήθεια που κανονίζει το μυθιστόρημα είναι η εναλλαγή ημέρας και νύχτας. «Ο Θεός είναι η μέρα και η νύχτα», λέει ο Ηράκλειτος. Το προσωρινό γίνεται αιώνιο και αιώνιο είναι το πνεύμα του Κενώ.
Και με τη γλώσσα; Εδώ το γκουρμέ απογειώνεται. Ντελικατέσεν και ξερό ψωμί μαζί, στον γλωσσικό ουρανίσκο. Ό,τι τραβάει η όρεξή μας μέσα στην κενωϊκή πιατέλα. Μπιζουδάκια, μεζεδάκια, καναπεδάκια, μαγειρεματάκια. Της ώρας ζουμερά, τουρλού αχνιστά, παστά αιώνων. Άλλη μια από τα ίδια: ασκήσεις ύφους. Αργκό, καθημερινή, δημώδης, αρχαΐζουσα. Λογοπαίγνια, παλινδρομήσεις, ανακατασκευές, αναγραμματισμοί, λεξιπλασίες, νεολογισμοί; Χιούμορ πρωτεϊκό, σε όλες του τις μορφές, από το grand guignol ως το black humor; Όλα είναι εδώ, κοχλαστά, σε μαρμίτα ετοιμόγεννη, σε εκρηκτικό ελιξίριο ζωής, κεφιού, αιώνιας νεότητας. Μια γλωσσική μολότοφ στα χέρια του αναγνώστη.
«Τον Συδρολίνο τον περίμεναν το μαραθόσταγμα και το νερό της βρύσης, η οκά το κόκκινο κρασί και το βαζάκι της μουστάρδας. Το Αμελάκι τού σέρβιρε αντσούγιες με βούτυρο, χωριάτικο λουκάνικο, πατάτες τηγανητές, ροκφόρ και τρεις μπαμπάδες. Οι αντσούγιες είναι κάτι ιδρωμένες ρέγκες, το λουκάνικο αποδεικνύεται ανυπόστατο, οι τηγανητές πατάτες ομοίως, το ροκφόρ τρίζει κάτω από το μαχαίρι, το ρούμι των μπαμπάδων θα αδυνατούσε να διεκδικήσει άλλη ονομασία πλην αυτής του ύδατος. Ο Συδρολίνος αναστενάζει και ψιθυρίζει: Πάει, γαμήθηκε κι αυτό».
Ακόμα κι αν είχε συμβεί ένας φανταστικός κατακλυσμός, μια υποθετική κοσμολογική καταστροφή όπου όλη η παραγωγή του ανθρώπινου πνεύματος θα είχε καταποντιστεί, και μόνο τα Γαλάζια Άνθη θα είχαν διασωθεί επιπλέοντας στα νερά, ακόμα και τότε θα μπορούσαμε μέσα από το κενωϊκό κείμενο να ανασυστήσουμε μια πλήρη εικόνα τού πώς υπήρξε κάποτε ο κόσμος. Θα ψαρεύαμε αμέτρητα λόγια, παραθέματα, διακειμενικές αναφορές, έναν φόρο τιμής που ο ίδιος ο Κενώ αποτίνει σε όλη την ανθρωπότητα, λόγια και λαϊκή. Το μυθιστόρημα ξεφεύγει από τον χωροχρόνο και ταξιδεύει, μια κιβωτός που διασώζει λέξεις, φράσεις, ρήσεις, αποσπάσματα, κεκαλυμμένα παίγνια, μιμήσεις, παραφράσεις, ρητά, στίχους, γνωμικά. Πόσο απίστευτα αλλά και τυραννικά παρόντα θα πρέπει να ήταν όλα αυτά μέσα στο μυαλό του Κενώ. Πόσο ειλικρινής και παθιασμένος υπήρξε ο ανθρωποκεντρισμός του. Τα Γαλάζια άνθη είναι η μνήμη της ανθρωπότητας.
Και μπαμπάδες με ρούμι για τον Συδρολίνο και καλβαντός για τους Νορμανδούς και μπίρα για τον Μπιροτόν και υδρόμελο για τον δούκα, αλλά, κυρίως, παντού και πάντα μαραθόσταγμα, το αρχετυπικό ποτό των Γαλάζιων ανθέων για τον Συδρολίνο αλλά και για όλους, να ρέει άφθονο σε πενήντα εννέα κεράσματα μέσα στο κείμενο. Η «πολύπλοκή» του συνταγή (μαραθόσταγμα με μια στάλα νερό βρύσης) βαραίνει τα βλέφαρα, ανακατεύει αλχημιστικά τα αποστάγματα της ιστορίας, βοηθά το όνειρο να ζαλιστεί. Κάνει τα Γαλάζια άνθη να ευωδιάζουν. Μας μεθάει. Κλείνουμε τα μάτια. Στα αυτιά μας τα γουργουριστά γαλλικά του Κενώ ραγίζουν σε μυριάδες ξεκαρδισμένα γελάκια: «Ανάμεσα στα ποτά της ζωής μου υπήρχε η ευρυμάθεια και το καλαμπούρι».
ΒΡΕΙΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ:
Τα γαλάζια άνθη του Ρεϊμόν Κενώ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ