Χάρτης 24 - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-24/metafrash/h-galopoyla-twn-xristoygennwn
Ο Μάριο (Ραούλ) ντε (Μοράις) Αντράντε (1893-1945) ήταν Βραζιλιάνος ποιητής, συγγραφέας, δοκιμιογράφος, μουσικολόγος, φωτογράφος, και κριτικός τέχνης. Κεντρικός ήταν ο ρόλος του στην Εβδομάδα Σύγχρονης Τέχνης που διοργανώθηκε το Φεβρουάριο του 1922 στο Σάο Πάολο και σήμανε την απαρχή του βραζιλιάνικου μοντερνισμού, του οποίου εξάλλου ο Αντράντε υπήρξε βασικός εκπρόσωπος, αλλά και σκαπανέας με την ποιητική συλλογή του Paulicéia Desvairada. Μέλος, από κοινού με τις ζωγράφους Ταρσίλα ντο Αμαράλ και Ανίτα Μαλφάτι και τους λογοτέχνες Όσβαλντ ντε Αντράντε και Μενότι ντελ Πίκια, της «Ομάδας των Πέντε», μίας καλλιτεχνικής πεντάδας που άσκησε σημαντική επιρροή στα καλλιτεχνικά τεκταινόμενα της εποχής. Πέρα από το συγγραφικό του έργο, δίδαξε μουσική, συνεργάστηκε με εφημερίδες, και ανέπτυξε ενδιαφέρον για την επιτόπια έρευνα, την εθνολογία και την ανθρωπολογία, συνδεόμενος με την Ντίνα και τον Κλοντ Λεβί-Στρος, που τότε διέμεναν στην Βραζιλία. Το μυθιστόρημά του Amar, Verbo Intransitivo κυκλοφορεί στα ελληνικά με τον τίτλο Αγαπώ, ρήμα αμετάβατο (Printa-Ροές, μετάφραση: Νίκος Πρατσίνης). Άλλα έργα του ιδίου, ενδεικτικά: Macunaíma (μυθιστόρημα), Há Uma Gota de Sangue Em Cada Poema, Paulicéia Desvairada, Remate de Males (ποιητικές συλλογές), Ensaio Sobre a Música Brasileira (μουσικολογικά δοκίμια), κ.ά. Το διήγημα «Η γαλοπούλα των Χριστουγέννων» συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή Contos Novos [Νέα Διηγήματα], έργο που εκδόθηκε μετά το θάνατό του.
Τα πρώτα μας οικογενειακά Χριστούγεννα, μετά το θάνατο του πατέρα μου που είχε συμβεί πέντε μήνες πριν, είχαν αποφασιστικές συνέπειες για την οικογενειακή μας ευτυχία. Είχαμε ανέκαθεν υπάρξει ευτυχισμένοι στην οικογένεια, με αυτήν την πολύ αφηρημένη έννοια της ευτυχίας: τίμιοι άνθρωποι, χωρίς εγκλήματα, οίκος δίχως διχόνοιες εκ των έσω, ούτε με οικονομικές δυσκολίες. Αλλά, εξαιτίας κυρίως της γκρίζας φύσεως του πατέρα μου, όντος απαλλαγμένου από κάθε λυρισμό, υποδειγματικής ανικανότητας, κουρνιασμένου στη μετριότητα, πάντοτε μας έλειπε η απόλαυση εκείνη της ζωής, η χαρά εκείνη της υλικής ευτυχίας, ένα καλό κρασί, μια εκδρομή στα λουτρά, η αγορά καταψύκτη, τέτοια πράγματα. Ο πατέρας μου ήταν άνθρωπος καλοσύνης που ξαστόχησε, δραματικής σχεδόν, καθαρόαιμος εκπρόσωπος αυτών που σβήνουν τις χαρές.
Πέθανε ο πατέρας μου, λυπηθήκαμε πολύ κτλ. Όταν φτάσαμε να πλησιάζουν τα Χριστούγεννα, είχα φτάσει πια στα όριά μου με το να αποδιώχνω την παρεμποδιστική εκείνη μνήμη του θανόντος, που έμοιαζε να έχει συστηματοποιήσει διά παντός τον εξαναγκασμό μιας οδυνηρής ανάμνησης σε κάθε γεύμα, σε κάθε παραμικρή κίνηση της οικογένειας. Με το που πρότεινα στη μανούλα την ιδέα να πάει να δει καμιά ταινία στον κινηματογράφο, το αποτέλεσμα ήταν δάκρυα. Πού ξανακούστηκε, να πάει εκείνη στον κινηματογράφο, βαρυπενθούσα γυναίκα! Ο πόνος καλλιεργούνταν, πριν απ’όλα, διά των εξωτερικών εντυπώσεων κι εγώ, που πάντοτε τον πατέρα μου τον αγαπούσα απλώς ανεκτά, περισσότερο από ένστικτο του γιου παρά από τον αυθορμητισμό της αγάπης, βρισκόμουν στα πρόθυρα του να μπουχτίσω για τα καλά με τον θανόντα.
Ήταν ασφαλώς αυτό που έκανε να γεννηθεί μέσα μου, ω ναι, αυθόρμητα, η ιδέα να κάνω μια από τις περίφημες «παλαβομάρες» μου. Ήταν αυτή, εξάλλου, από πολύ νωρίς, η λαμπρή μου κατάκτηση κατά του οικογενειακού περίγυρου. Από νωρίς-νωρίς, από τα χρόνια του γυμνασίου, που συνήθιζα να καταφέρνω κάθε χρονιά να μένω μετεξεταστέος, κι από το φιλί που έδωσα στα κρυφά σε μια ξαδέρφη όταν ήμουν δέκα χρονώ, που το ανακάλυψε η θειά-Ξεκούτα, μια θεία απαισιοτάτη, και, κυρίως, από τα μαθήματα που έδωσα ή έλαβα, δεν το γνωρίζω, από μια υπηρέτρια των συγγενών: κέρδισα στο αναμορφωτήριο του οίκου και του ατελείωτου σογιού τη συμφιλιωτική φήμη του «παλαβού». «Είναι ζαβό, το καημένο!», έλεγαν. Οι γονείς μου μιλούσαν με μια κάποια συγκαταβατική λύπη, το υπόλοιπο συγγενολόι ψάχνανε παράδειγμα για τα παιδιά τους, ίσως κιόλας με αυτήν την ευχαρίστηση όσων έχουν πείσει τον εαυτό τους ότι σε κάτι υπερέχουν. Στα δικά τους τα παιδιά δεν θά ’βρισκες ζαβό. Κι έτσι, αυτό ήταν που με έσωσε, εκείνη η φήμη. Έκανα πράξη ό,τι η ζωή μού έφερε μπροστά μου και ό,τι η ύπαρξή μου απαίτησε για να πραγματωθεί στο ακέραιο. Και με άφησαν να τα κάνω όλα, γιατί ήμουν ζαβό, το καημένο. Κι έτσι προέκυψε μια ύπαρξη χωρίς συμπλέγματα, για την οποία δεν μπορώ να παραπονεθώ ούτε στο ελάχιστο.
Ήτανε πάντοτε παράδοση, στην οικογένεια, το δείπνο των Χριστουγέννων. Μίζερο δείπνο, το φαντάζεστε ήδη: δείπνο α λα πατήρ μου, κάστανα, σύκα, σταφίδες, μετά την βραδινή λειτουργία των Χριστουγέννων. Σκασμένοι από τ’αμύγδαλα και τα καρύδια (και πώς μαλώναμε τα τρία αδερφάκια για τον καρυοθραύστη...), σκασμένοι από τα κάστανα κι από τα ίδια και τα ίδια τροπάρια, αγκαλιαζόμασταν και πηγαίναμε για ύπνο. Ενθυμούμενος αυτό, ξέσπασα σε μια από τις «παλαβομάρες» μου:
– Λοιπόν, τα Χριστούγεννα θέλω να φάω γαλοπούλα.
Έπεσε τέτοια τρομάρα που τέτοια κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί. Αμέσως η γεροντοκόρη και αγία θεία μου, που έμενε μαζί μας, μας πληροφόρησε ότι δεν μπορούσαμε να καλέσουμε κανέναν εξαιτίας του πένθους.
– Μα ποιος είπε να καλέσουμε κανέναν! Τι μανία κι αυτή... Πότε ήταν που φάγαμε γαλοπούλα στη ζωή μας! Η γαλοπούλα σ'αυτό το σπίτι είναι πιάτο για τις γιορτές, κι έρχεται όλο αυτό το παλιόσογο το καταραμένο…
– Γιε μου, μη μιλάς έτσι…
– Θα μιλάω και θα παραμιλάω!
Και ξεφόρτωσα την παγερή μου αδιαφορία για το ατέλειωτο συγγενολόι μας, που περνιούνταν για ευγενείς, που ποσώς με ενδιαφέρει! Ήταν η κατάλληλη στιγμή για να αναπτύξω τη θεωρία μου του ζαβού, του καημένου, και δεν έχασα την ευκαιρία. Με έπιασε έξαφνα μια απέραντη τρυφερότητα για την μανούλα και τη θειούλα, τις δύο μου μητέρες, τρεις μαζί με την αδελφή μου, οι τρεις μητέρες που πάντοτε έκαναν τη ζωή μου θεϊκή. Ανέκαθεν συνέβαινε το ίδιο πράγμα: έρχονταν τα γενέθλια κάποιου και μόνο τότε έφτιαχναν γαλοπούλα στο σπίτι εκείνο. Η γαλοπούλα ήταν εορταστικό πιάτο: ένα σκουπιδολόι συγγενείς, ήδη προετοιμασμένοι για την παράδοση, εισέβαλλαν στο σπίτι για χάρη της γαλοπούλας, και για τις πίτες και τα γλύκα. Οι τρεις μητέρες μου, επί τρεις ημέρες πριν τη γιορτή, ζωή δεν γνώριζαν, μόνο δουλειά, δουλειά για την προετοιμασία των γλυκών και των αλλαντικών, εκλεκτότατα έτσι όπως ήταν πανέμορφα φτιαγμένα, το συγγενολόι καταβρόχθιζε τα πάντα κι έπαιρναν κιόλας πιατάκια τυλιγμένα για να δώσουν σε όσους δεν είχαν καταφέρει να έρθουν. Οι τρεις μου μητέρες μετά βίας μπορούσαν να κρατηθούν όρθιες από την εξάντληση. Από την γαλοπούλα, μόνο στην ταφή των οστών, την επομένη, κατάφερναν η μανούλα και η θειούλα να δοκιμάσουν ένα κομματάκι μπούτι, παραμικρό, μαυριδερό, χαμένο μες στο λευκό ρύζι. Και αυτό ακόμα η μανούλα ήταν που το σέρβιρε, το φύλαγε όλο για τον γέρο και για τα παιδιά. Στην πραγματικότητα, κανείς στο σπίτι μας δεν ήξερε να πει με σιγουριά τι ήταν η γαλοπούλα, τα αποφάγια γαλοπούλας απ' τις γιορτές.
Όχι, δεν θα καλούσαμε κανέναν, θα ήταν μια γαλοπούλα για εμάς, για πέντε άτομα. Και θα έπρεπε να έχουμε δύο φαρόφα,* την παχιά με τα εντόσθια, και την ελαφριά, να χρυσίζει, με μπόλικο βούτυρο. Ήθελα την κοιλιά του πτηνού γεμιστή μόνο με την παχιά φαρόφα, στην οποία θα έπρεπε να προσθέσουμε μαύρα δαμάσκηνα, καρύδια, κι ένα ποτήρι του κρασιού χερές, όπως είχα μάθει στο σπίτι της Ρόζι, που ήταν πολύ στενή μου φίλη. Είναι σαφές ότι παρέλειψα να αναφέρω από πού έμαθα τη συνταγή, αλλά όλοι έδειξαν καχυποψία. Κι έμειναν για λίγο με τη μυρωδιά του λιβανιού στον αέρα, αλλιώς θα ήταν πειρασμός του Εξαποδώ να απολαύσουμε μια τόσο νόστιμη συνταγή. Και καλά παγωμένη μπίρα, εγγυόμουν εγώ, σχεδόν φωνάζοντας. Ασφαλώς, κατά τα δικά μου «γούστα», αρκετά εκλεπτυσμένα εκτός της οικιακής εστίας, το πρώτο που σκέφτηκα ήταν ένα καλό κρασί, πέρα για πέρα γαλλικό. Αλλά η τρυφερότητα για την μανούλα τον νίκησε τον ζαβό: η μανούλα λάτρευε την μπίρα.
Όταν ολοκλήρωσα τα σχέδιά μου, παρατήρησα ότι όλοι ήταν περιχαρείς, με μια τρομερή επιθυμία να κάνουν πράξη εκείνη την παλαβομάρα που εγώ ξεφούρνισα. Παρόλο που το γνώριζαν ότι όντως ήταν παλαβομάρα, όλοι υποκρίνονταν ότι φαντάζονταν πως εγώ μοναχός το επιθυμούσα τόσο, και ήταν πράγμα πανεύκολο να ρίξουν πάνω μου το... φταίξιμο των δικών τους τεραστίων επιθυμιών. Χαμογελούσαν ενώ λοξοκοιτάζονταν, ντροπαλοί σαν ξεστρατημένα περιστέρια, μέχρι που η αδερφή μου έδωσε λύση στη γενική συγκατάθεση:
– Μα είναι θεοπάλαβος!…
Αγοράσαμε τη γαλοπούλα, τη φτιάξαμε κτλ. Και μετά από μια Λειτουργία των Χριστουγέννων που προσευχηθήκαμε εξόχως κάκιστα, εκτυλίχθηκαν τα πιο θαυμάσιά μας Χριστούγεννα. Ήταν αστείο: απ' όταν μου ’ρθε να κάνω επιτέλους τη μανούλα να φάει γαλοπούλα, δεν έκανα άλλο εκείνες τις ημέρες από το να τη σκέφτομαι, να αισθάνομαι τρυφερότητα για αυτήν, να αγαπώ την λατρεμένη μου γριούλα. Και τα αδελφάκια μου μαζί ήταν στον ίδιο βίαιο ρυθμό της αγάπης, κυριευμένοι όλοι από μια νέα ευτυχία που η γαλοπούλα είχε έρθει να εντυπώσει στην οικογένεια. Έτσι που, εξακολουθώντας να υποκρίνομαι, άφησα πολύ ανακουφισμένος τη μανούλα να κόψει όλο το στήθος της γαλοπούλας. Σε μια στιγμή, ωστόσο, εκείνη σταμάτησε, έχοντας κόψει κομμάτια μία από τις πλευρές του στήθους του πουλιού, μη αντιστεκόμενη σ'εκείνους τους νόμους της εξοικονόμησης που από παλιά την είχαν τραβήξει σε μια σχεδόν φτώχεια δίχως λογική.
– Όχι, μητέρα, όλο να το κόψετε! Τόσο τρώω μόνο εγώ!
Ψέματα ήταν. Η οικογενειακή αγάπη με τέτοιο τρόπο είχε πυρακτωθεί μέσα μου, που ήμουν ικανός μέχρι και να φάω λίγο, μόνο για να φάνε οι τέσσερίς τους περισσότερο. Και ο τόνος των υπόλοιπων ήταν ο ίδιος. Εκείνη γαλοπούλα που τη φάγαμε χωρίς άλλους συγγενείς, έκανε τον καθένα μας να ανακαλύψει μέσα του αυτό που η καθημερινότητα είχε καταπνίξει εξ ολοκλήρου, την αγάπη, την βαθιά αγάπη της μητέρας, την βαθιά αγάπη των παιδιών. Ο Θεός να με συγχωρήσει, αλλά σκέφτομαι τον Χριστό... Σ' εκείνο το σπίτι των πολύ εγκρατών μεσοαστών, ελάμβανε χώρα ένα θαύμα αντάξιο των Χριστουγέννων ενός Θεού. Το στήθος της γαλοπούλας λιγόστεψε, εξ ολοκλήρου κομμένο σε γενναία κομμάτια.
– Θα σας σερβίρω εγώ!
«Μα είναι θεοπάλαβος», για ποιον άλλο λόγο να σερβίρω εγώ, εξάλλου, εφόσον η μανούλα πάντοτε σέρβιρε σ' εκείνο το σπίτι! Με γέλια, μου έδωσαν τα μεγάλα γεμάτα πιάτα και ξεκίνησα μια ηρωική κατανομή, ενώ έλεγα του αδελφούλη μου να σερβίρει μπίρα. Ευθύς αμέσως πήρε το μάτι μου ένα ζηλευτό κομμάτι «πετσούλα», γεμάτο λίπος, και το απίθωσα στο πιάτο. Και μετά άφθονες λευκές φέτες κρέας. Η φωνή της μανούλας, αυστηρή, έκοψε μέσα στο χώρο την αγωνία όλων, που λαχταρούσαν το μερίδιό τους στη γαλοπούλα.
– Θυμήσου τ’ αδερφάκια σου, Ζούκα!
Πού να μπορέσει να φανταστεί, η καημένη! ότι εκείνο το πιάτο ήταν το δικό της, της Μητέρας, της κακοπαθημένης μου φιλενάδας, που ήξερε για τη Ρόζι, που ήξερε για τα εγκλήματά μου, που μόνο σ’εκείνη θυμόμουν να μεταφέρω όσα την έκαναν να υποφέρει! Το πιάτο έδειχνε εξαίσιο.
– Μανούλα, αυτό είναι δικό σας! Όχι! Μην το δώσετε αλλού!
Και τότε ήταν που εκείνη δεν άντεξε άλλο τόση συγκίνηση και ξεκίνησε να κλαίει. Αλλά και η θεία μου, μόλις κατάλαβε ότι το επόμενο εξαίσιο πιάτο θα ήταν το δικό της, μπήκε κι αυτή στον χορό των δακρύων. Και η αδερφή μου, που ποτέ δεν είχε δει δάκρυ χωρίς να ανοίξει κι εκείνη τις κάνουλες, ξέσπασε σε θρήνο. Και τότε ξεκίνησα να λέω πολλές βλαστήμιες για να μην κλάψω κι εγώ, δεκαεννιά χρονών άντρας... Μα τι στο διάβολο βρωμοοικογένεια είναι αυτή που βλέπουν γαλοπούλα και κλαίνε! Τέτοια πράγματα. Όλοι έβαζαν τα δυνατά τους για να χαμογελάσουν, αλλά τώρα ήταν που η χαρά είχε γίνει αδύνατη. Γιατί ο θρήνος έφερε κατ’ αφομοίωση στο νου την ανεπιθύμητη εικόνα του θανόντος πατέρα μου. Ο πατέρας μου, με την γκρίζα του φιγούρα, πάντοτε έμελλε να μας χαλάει τα Χριστούγεννα, απελπίστηκα.
Έτσι, ξεκινήσαμε να τρώμε στη σιωπή, πενθούντες, και η γαλοπούλα ήταν εξαίσια. Το κρέας μαλακό, με μια πολύ απαλή υφή, που κολυμπούσε ευχάριστα στις γεύσεις της φαρόφα και του προσούτο, πού και πού τραυματισμένο, ανήσυχο και εκ νέου επιθυμητό από την βιαιότατη παρεμβολή του μαύρου δαμάσκηνου και του θαρραλέου σκοπέλου των μικρών κομματιών καρυδιού. Ο μπαμπάκας μου καθισμένος εκεί, γιγαντιαίος, ανολοκλήρωτος, λογοκρισία, ανοιχτή πληγή, ανικανότητα. Και η γαλοπούλα, ήταν τόσο νόστιμη, η μανούλα επιτέλους έμαθε ότι η γαλοπούλα ήταν πράγματι έδεσμα αντάξιο του νεογέννητου Χριστούλη.
Ξεκίνησε μια χαμηλόφωνη μάχη μεταξύ της γαλοπούλας και της μορφής του μπαμπάκα. Σκέφτηκα ότι με το να επαινέσω τη γαλοπούλα θα την ενδυνάμωνα στη μάχη και, σαφώς, εγώ είχα πάρει αποφασιστικά την πλευρά της γαλοπούλας. Αλλά οι θανόντες κατεργάζονται ύπουλα μέσα, πολύ υποκριτικά, προκειμένου να νικήσουν: καλά-καλά δεν είχα προλάβει να επαινέσω τη γαλοπούλα, και η εικόνα του μπαμπάκα μεγάλωσε, θριαμβευτική, ανυπόφορα παρεμποδιστική.
– Μόνο ο πατέρας σου λείπει…
Εγώ ούτε έτρωγα, ούτε μπορούσε πια να μου αρέσει εκείνη η τέλεια γαλοπούλα, τόσο με ενδιέφερε εκείνη η μάχη μεταξύ των δύο νεκρών. Κατέληξα να μισήσω τον μπαμπάκα. Και ούτε που ξέρω ποια λαμπρή έμπνευση με έκανε ξαφνικά θεατρίνο και ρήτορα. Εκείνη τη στιγμή, που σήμερα μου φαίνεται αποφασιστική για την οικογένειά μας, πήρα κατά τα φαινόμενα το μέρος του πατέρα μου. Υποκρίθηκα, λυπημένος:
– Πράγματι, έτσι είναι... Αλλά ο μπαμπάκας, που τόσο πολύ μας αγαπούσε, που πέθανε από τον τόσο του τον κάματο για εμάς, ο μπαμπάκας εκεί ψηλά στον ουρανό πρέπει να ευχαριστιέται... (ταλαντεύτηκα, αλλά αποφάσισα να μην αναφέρω ξανά τη γαλοπούλα) να ευχαριστιέται που μας βλέπει όλους μας που έχουμε βρεθεί σαν οικογένεια.
Και όλοι ξεκίνησαν πολύ ήρεμοι να μιλούν για τον μπαμπάκα. Η εικόνα του άρχισε να συρρικνώνεται, κι όλο να συρρικνώνεται, κι έγινε ένα λαμπρό αστεράκι στον ουρανό. Τώρα όλοι έτρωγαν τη γαλοπούλα ηδυπαθώς, επειδή ο μπαμπάκας ήταν πολύ καλός, πάντοτε θυσιαζόταν τόσο για εμάς, ήταν ένας άγιος που «εσείς, καλά μου παιδιά, ποτέ δεν θα μπορέσετε να του ξεπληρώσετε του πατέρα σας όλα αυτά που του χρωστάτε», άγιος. Ο μπαμπάκας έγινε άγιος, ένας ευχάριστος συλλογισμός, ένα ανεμπόδιστο αστεράκι στον ουρανό. Δεν έβλαπτε πια κανέναν, ήταν αγνό αντικείμενο γλυκών σκέψεων. Ο μόνος νεκρός εκεί ήταν η γαλοπούλα, που κυριαρχούσε, πλήρως θριαμβευτικά.
Η μητέρα μου, η θεία μου, εμείς, όλοι μας βυθισμένοι στην ευτυχία. Πήγαινα να γράψω, «στην γαστριμαργική ευτυχία», αλλά δεν ήταν μόνο αυτό, κάθε άλλο. Ήταν μία ευτυχία με κεφαλαία γράμματα, αγάπη απ’ όλους, λήθη των υπόλοιπων συγγενών που μας αποσπούσαν από τη μεγάλη οικογενειακή αγάπη. Κι εκείνη η πρώτη γαλοπούλα που φάγαμε στο οικογενειακό απάγκιο ήταν, το ξέρω πως ήταν, η αρχή μιας νέας αγάπης, επαναπροσδιορισμένης, πιο πλήρους, πιο πλούσιας και εφευρετικής, πιο απαλής και περιποιητικής με τον ίδιο της τον εαυτό. Γεννήθηκε από τότε μια οικογενειακή ευτυχία για εμάς που, δεν θέλω να αποκλείσω κανέναν, όλο και κάποιοι θα έχουν γνωρίσει τόσο μεγάλη, αλλά τόσο έντονη μου είναι αδύνατο να το διανοηθώ.
Η μανούλα έφαγε τόση γαλοπούλα που σε μια στιγμή σκέφτηκα ότι μπορούσε και να την πειράξει. Αλλά αμέσως μετά σκέφτηκα, ε, κι ας την πειράξει! Κι ας πεθάνει ακόμα, τουλάχιστον ας έχει φάει όμως για μια φορά στη ζωή της πραγματική γαλοπούλα!
Η τέτοια έλλειψη εγωισμού μού μετέδωσε την ατελείωτή μας αγάπη... Μετά ακολούθησαν ελαφριά σταφύλια και κάτι γλυκά, που εκεί στον τόπο μου τα λέμε «της καλής παντρειάς». Αλλά ούτε καν τούτο το επικίνδυνο όνομα δεν συνδέθηκε με τη μνήμη του πατέρα μου, που η γαλοπούλα είχε πια μετατρέψει σε αξιοπρέπεια, σε κάτι το σωστό, σε αγνό καρπό της σκέψης.
Σηκωθήκαμε. Η ώρα ήταν σχεδόν δύο, όλοι χαρούμενοι, χαλαρωμένοι από τα δυο μπουκάλια μπίρα. Όλοι πήγαιναν να ξαπλώσουν, να κοιμηθούν ή να στριφογυρίσουν στα κρεβάτια τους, λίγη σημασία έχει, γιατί είναι καλό πράγμα η ευτυχισμένη αϋπνία. Το διαβολικό είναι ότι η Ρόζι, που πρώτα απ’ όλα ήτανε Καθολική και μετά ήτανε Ρόζι, είχε υποσχεθεί να με περιμένει με σαμπάνια. Για να μπορέσω να φύγω, είπα ψέματα, είπα ότι θα πήγαινα σε μια γιορτή που έκανε ένας φίλος μου, φίλησα τη μαμάκα και της έκλεισα το μάτι, για της πω έτσι πού θα πήγαινα και να την κάνω να υποφέρει αυτό το λίγο που θα υπέφερε. Τις άλλες δύο γυναίκες τις φίλησα άνευ κλεισίματος ματιού. Και τώρα, η Ρόζι!...
* ΣτΜ: Μείγμα που παρασκευάζεται με βάση το ψημένο αλεύρι από τη ρίζα κασσάβα ή το ψημένο καλαμποκάλευρο. Μία από τις πολλές του χρήσεις στη μαγειρική είναι ότι αποτελεί το κύριο συστατικό για τη γέμιση των πουλερικών τα Χριστούγεννα.
ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Μάριο ντε Αντράντε ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.