Χάρτης 24 - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-24/diereynhseis/roya-mat
Βλέπεις τον εαυτό σου όπως αληθινά ήταν και μένεις άναυδος. ———Paul Auster
Μία απαίτηση επαγρύπνησης μεγαλώνει κάθε φορά την κόρη του ματιού σου για να δεχτεί περισσότερο φώς για κάτι που σου έχει ξεφύγει ,κάτι που έχασες γιατί δεν το απόκτησες ποτέ, κάτι λανθάνον, ημιτελές και επαναληπτικά παρόν στο μυαλό σου, ένα ‘’όχι ακόμα’’, μια επικίνδυνη παλιά λαχτάρα που σε στοιχειώνει, ανάβει σαν οδικός σηματοδότης, όπως το φως που βλέπεις να φωτίζει ξαφνικά ένα παράθυρο ανοιχτό την νύχτα, ένα κάτι που έχει αποσπασθεί με κόπο από το τίποτα, αυτό που δεν είναι και θα μπορούσε να είναι, μια χαμένη ευκαιρία που σε κρατάει σκλάβο της μέχρι σήμερα και μάταια προσπαθείς να συμφιλιωθείς μαζί της υπολογίζοντας με όργανα ακριβείας ενός τοπογράφου την απόσταση που σας χωρίζει –γιατί δεν μπορείς να μιλάς για χαμένη ευκαιρία αν δεν ξέρεις ακριβώς τι έχασες-- ή ακόμα μια φαντασίωση που σε καίει, το τι θα είχε συμβεί ‘’αν ’’, αν τα λεπτά δίκτυα της εγκεφαλικής σου λειτουργίας δεν είχαν πέσει σε σφάλμα πρόβλεψης, αν είχες τολμήσει και δεν είχες αρνηθεί στον εαυτό σου αυτό που σήμερα ποθείς περισσότερο, τότε που ο κόσμος ξανοιγόταν ξέφρενα μπροστά σου και ο χρόνος ο σημαντικός, μολονότι δεσποτικός, αυτιστικός, αυθαίρετος, διευκόλυνε οράματα ανοιχτού ορίζοντα, φυγές, επιστροφές, αναβολές, όταν τον έθραυες σαν μαλακό κοχύλι στις χούφτες σου, περπατούσες και μιλούσες και συνέκλινες με τους άλλους δοκιμάζοντας τα όρια σου κάτω από την άκαμπτη, ολισθηρή στέγη του, αποσυναρμολογούσες και ξαναμοντάριζες ρολόγια και κλεψύδρες αναζητώντας το ιδανικό για σένα εύρος ανάμεσα σε ένα τικ και ένα τακ, τότε που έδινες σχήμα στο διηνεκές της ροής του στρογγυλεύοντας τις αιχμές μιας διάρκειας δίχως τέλος, πέφτοντας επίτηδες και με αυθάδεια σε σφάλματα μέτρησης υπέρ σου, επιθυμώντας με φανερή ανησυχία να καταχωρήσεις το αρνητικό σου μέσα στην ελεύθερή σου κατάφαση, να παραδώσεις την αμήχανη παρουσία σου στους αβέβαιους οιωνούς μιας πραγματικότητας που δεν έμοιαζε να νοιάζεται για σένα, σαν ένας κολυμβητής με λάγνο πάντα ενδιαφέρον για τις εντροπικούς παφλασμούς της, χωρίς να σου χρειάζονται βαλβίδες ασφαλείας, διπλά κλειδιά και προσυμφωνημένα ραντεβού γιατί πίστευες ότι τίποτα δεν μπορούσε να σε βλάψει εκτός από την ανία των εξαρτήσεων και όταν σε πρόδιδε ο καιρός και οι εξελίξεις, μονολογούσες κάτω από το μπορ του καπέλου σου, φράσεις σαρκαστικές φορτωμένες με την λέξη muerte τυλιγμένη στα λεπτά δαχτυλίδια του τσιγάρου σου και πρέπει να παραδεχτείς ότι μπορείς προσωρινά να ξεφεύγεις από όλα αυτά μα πάντα θα γυρίζεις πίσω αναζητώντας μια ελαφρυντική λεπτομέρεια , μια εκλογίκευση, έναν εξαγνισμό και μια δικαίωση, ένα καλύτερο άλλοθι για τα ανεκπλήρωτα αιτήματα και τις σκελετωμένες παλιές επιθυμίες σου που δεν παραιτούνται εύκολα, αρνούνται να παραδοθούν στην απόσβεση, μαρμαρώνουν σε λευκούς επενδύσεων τόπους και επανέρχονται απροειδοποίητα σαν μια ανάμνηση - οθόνη, σα θεατρική σκηνή, λες και η παγίδα της μνήμης με την δική της ελεύθερη βούληση ξαναζωντανεύει αδρανείς παράγοντες του παρελθόντος που σε πιέζουν πίσω από την πλάτη σου να παραδεχτείς την προσωπική σου εμπλοκή σε αθέλητες ίσως αστοχίες και στρεβλώσεις που στάθηκαν όμως εμπόδιο και τα πράγματα πήραν διαφορετική τροπή εκείνη την ξάστερη νύχτα που εξαφανίστηκες από την ζωή μιας γυναίκας και άλλαξαν όλα, όταν παιζόταν το παιχνίδι της μοίρας, ένα σκοτεινό παιχνίδι εξουσίας ,ένα παιχνίδι και πάλι, καθώς οι δυο σας είχατε βάλει στοίχημα μπροστά σε μια ατέλειωτη παρτίδα σκάκι, εσύ πανούργος παίκτης, φιλόδοξος, ευχάριστα κυνικός, καραδοκώντας την ρωγμή θεωρούσες την επιτυχία σου αναμενόμενη και εκείνη που λίγο νοιαζόταν για τα λάφυρα της νίκης και περισσότερο για την επιδεξιότητα, απλώνατε τα χέρια σε ένα ένα πιόνι σιωπηλοί, με εμμονική προσήλωση και πάθος, αμφιβάλλοντας για την κατάλληλη στιγμή –είναι αδύνατο να προβλέψει κανείς τι μπορεί να συμβεί μια στιγμή πίσω από μια κλειστή πόρτα– όταν ξαφνικά ο ντετερμινισμός μιας αλυσίδας συνειρμών την οδήγησε σε μια κίνηση αιλουροειδούς, κίνηση μαχαιριά και έκανε ρουά ματ, προκαλώντας σου μορφασμό αλαζονικού θυμού γιατί ό χρόνος έληξε και έχασες την ευκαιρία, τσιτώνοντας τις κλειδώσεις των λευκών ωραίων σου χεριών που με πυρακτωμένη γροθιά χτύπησαν με ορμή στην μέση της σκακιέρας, τίναξαν και σκόρπισαν στον αέρα τα πιόνια εκπέμποντας ανεξέλεγκτη τρωτότητα, έντονα συμπτώματα ανεπάρκειας και μισαλλοδοξίας, μετατρέποντας την αλχημεία και την σαγήνη του παιχνιδιού σε απόγνωση, κάνοντας την έτσι να σιχαθεί την σύντομη στιγμή της δόξας της, τον ασήμαντο θρίαμβο της, όσο σε παρακολουθούσε να περνάς το κατώφλι, εν συγχύσει να τραβάς απότομα και να σκίζεις την καμπαρντίνα σου που είχε πιαστεί στο μάνταλο της πόρτας και να φεύγεις, κλείνοντας την ερωτική συνάντηση βιαστικά με παγερή χειραψία, να χάνεσαι στο τέρμα του οδικού άξονα πέρα μακριά στον τεχνητό ορίζοντα των ουρανοξυστών και της βιομηχανικής δυστοπίας, εκεί που λάμπει ολόχρυση η δύση και ο χρόνος χαμογελά επιεικώς δείχνοντας τα δόντια του.