Χάρτης 24 - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-24/klimakes/poihsh-anti-poihsh-ennoiologikes-oriooethseis
————————————————
Σχόλια στα Σχόλια του Στέφανου Κουμανούδη (19)
—————————————————
ΜEΡΟΣ Δ΄: Ωραίες - ποιητικές - αντιποιητικές λέξεις.
Για ένα λεξικό λογοτεχνικών λέξεων
—————————————————
H διάκριση των λέξεων σε «ποιητικές» και «αντιποιητικές» είναι από τη φύση της προβληματική, καθώς υπεισέρχεται έντονα το υποκειμενικό στοιχείο. Εκτός αυτού, η ίδια η ποιητική πράξη και πρακτική, η οποία βρίσκεται σε διαρκή εξέλιξη, ανατρέπει αυτή τη συλλογιστική γιατί υπάρχουν ποιήματα χωρίς καμιά ποιητική λέξη που έχουν μείνει αθάνατα, όπως μας έδειξε ο Καβάφης με το γνωστό του τρόπο, και άλλα γεμάτα εντυπωσιακές ποιητικές λέξεις τα οποία έχουν εντελώς περιθωριοποιηθεί.
Ο Αριστοτέλης στο περίφημο Περί ποιητικής έργο του έκανε λόγο για τις σπάνιες λέξεις της ποίησης οι οποίες συνδέονται με τη μαγεία του ασυνήθιστου. Ο γνήσιος ποιητής, αιώνες τώρα, επιλέγει κάποιες σπάνιες λέξεις οι οποίες διατηρούν τη λάμψη τους και ασκούν ιδιαίτερη αίγλη στον αναγνώστη ή τον ακροατή. Όπως θα φανεί στη συνέχεια, «Οι ποιητικές λέξεις αποτελούν ένα μάλλον ασήμαντο στρώμα του ειδικού λογοτεχνικού λεξιλογίου. Είναι ως επί το πλείστον αρχαϊκές ή πολύ σπάνια χρησιμοποιούμενες λογοτεχνικές λέξεις που στοχεύουν στην επίτευξη ενός ανώτερου υφολογικού επιπέδου».[1]
Οι αντιποιητικές λέξεις, οι οποίες συχνά ανακαλούν στη μνήμη υπερρεαλιστικές εικόνες, αποτελούν συνειδητούς πειραματισμούς για να δοκιμάσει ο ποιητής τα όρια και τις αντοχές της γλώσσας.
Οι ωραίες λέξεις
Παρά το γεγονός ότι η έννοια του «ωραίου» και του «άσχημου» έχει υποκειμενικό χαρακτήρα για άτομα, λαούς και πολιτισμούς, υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες αναγνωρίζεται από τους περισσότερους, αν όχι από όλους, η ομορφιά σε αντιπαράθεση με την ασχήμια. Ένα καταπράσινο τοπίο στην οργιαστική φύση με τα γάργαρα νερά της πηγής προκαλεί ευφορία σε κάθε άνθρωπο και ένα καμένο δάσος αισθήματα θλίψης και οδύνης. Οι λέξεις που περιγράφουν τις σχετικές εικόνες ανακαλούν στο μυαλό αντίστοιχα συναισθήματα. Υπάρχουν εύηχες (ανεμώνη) και κακόηχες (κλαπατσίμπαλα) λέξεις. Το λυκαυγές (με τα συνώνυμα αυγή, σύθαμπο, χάραμα, χαραυγή) και το αντώνυμό του λυκόφως (και δειλινό, ηλιοβασίλεμα, σκιόφως, σύθαμπο, σούρουπο), όπως και η αμφιλύκη, που δηλώνει και τα δύο, παραπέμπουν, με ασύλληπτες χρωματικές αποχρώσεις, σε κάτι το ονειρικό, δεν μπορούν, επομένως, παρά να είναι ωραίες λέξεις.
Ο [εικονιζόμενος] συγγραφέας με το ψευδώνυμο Lenny Löwenstern (γεννήθηκε το 1962 στο Schleswig-Holstein της Γερμανίας) στον πρόλογο ενός βιβλίου του στο οποίο συγκέντρωσε ωραίες, σπάνιες, γνήσιες και παλιές λέξεις,[2] τονίζει: «Ναι, οι όμορφες λέξεις υπάρχουν ακόμα. Έννοιες με ιδιαίτερο ήχο. Λέξεις που ανακαλούν στη μνήμη νοσταλγία και αναμνήσεις και μας χαρίζουν ψυχική ευφροσύνη. Χρησιμοποίησα παλιά τέτοιες λέξεις στο μπλογκ μου και στα μυθιστορήματά μου γιατί μου αρέσουν οι νοσταλγικές παλιές λέξεις. Τις αποκαλώ ‘λέξεις που σε κάνουν να νιώθεις καλά’ (Wohl-fühlwörter). Αποτελούν δείγμα υγείας και ευεξίας του κειμένου».
Οι αντιποιητικές λέξεις
Υπάρχουν λέξεις πολύ χρήσιμες για ποικίλες κειμενικές λειτουργίες, οι οποίες καταλαμβάνουν τις πρώτες θέσεις από άποψη στατιστικής συχνότητας στα σώματα κειμένων, κυρίως οι λεγόμενες «λειτουργικές λέξεις» (άρθρα, σύνδεσμοι, αντωνυμίες, μόρια), οι οποίες δεν διακρίνονται καθόλου για την ποιητικότητά τους. Ο Wilhelm Scherer (1841-1886), γερμανός ιστορικός της λογοτεχνίας, κατατάσσει στις αντιποιητικές λέξεις τα επιρρήματα, τις αντωνυμίες, τα μόρια και τα βοηθητικά ρήματα.[3]
Ο γερμανός φιλόλογος Karl Ferdinand Becker (1775-1849) τονίζει:[4] «Υπάρχει πλήθος λέξεων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν χωρίς κανένα πρόβλημα στον πεζό λόγο, δεν συνάδουν όμως με το ποιητικό ύφος. Πρόκειται για μη ποιητικές λέξεις (nicht poetische Wörter), όπως εξυπηρετικότητα, υποχρέωση (Verbindlichkeit) ταπεινοφροσύνη (Bescheidenheit), περιορίζω, παρεμποδίζω (beeinträchtigen), επειδή είναι γενικές και ακαθόριστες ή δεν έχουν εκφραστική ζωντάνια, όπως αμφίβολος, ανήσυχος (bedenklich), επικερδής, συμφέρων (vorteilhaft), ευχάριστος (angenehm). Η ποίηση δεν συμβαδίζει με την ακαθόριστη γενικότητα (unbestimmte Allgemeinheit). [...] Αντιποιητικές είναι γενικά οι ξένες λέξεις, ιδίως όσες ανήκουν στην επιστημονική γλώσσα και τις καλές τέχνες ή βρίσκονται στο στόμα των ατόμων που ανήκουν στην ανώτερη κοινωνική τάξη. [...] Στην έννοια της ποιητικότητας συγκαταλέγονται οι ωραίες μεταφορικές εικόνες».
Είναι γνωστό ότι η ποίηση αποκλίνει από την αφηρημένη γενίκευση της θεωρητικής σκέψης και ότι η ουσία της συνίσταται στην εσωστρέφειά της έναντι της επιστημονικής σκέψης.[5]
Στις «αντιποιητικές» λέξεις εντάσσονται και τα ακρωνύμια, μπορούν όμως μόνο από αυτά να δημιουργηθούν εξαιρετικά ποιήματα τα οποία συμπυκνώνουν βιώματα και εμπειρίες και αναδεικνύουν τις κοινωνικές, οικονομικές, επιστημονικές, πολιτικές και πολιτιστικές εξελίξεις που επηρέασαν ειδικά την Ελλάδα και γενικότερα την πορεία της ανθρωπότητας. Το «Curriculum Vitae», από τη συλλογή Ισαύρων του Δημήτρη Καλοκύρη (εκδ. Άγρα 2015 (σσ. 44-46), χωρισμένο σε τρεις ενότητες –Κρήτη (1948-1960), Θεσσαλονίκη (1961-1980), Αθήνα (1981 κ.ε.)– περιλαμβάνει αποκλειστικά 17 + 89 + 139 ακρωνύμια: σύνολο 245. Ο ποιητής ξεκινά με την ΕΛΒΙΕΛΑ, το συνώνυμο του αθλητικού παπουτσιού που γνώρισε μεγάλη επιτυχία τη δεκαετία του 1960 και τελειώνει με το πολύσημο και ετυμολογικά προβληματικό «SOS». Με τα τρία αυτά ποιήματα ο Δ. K. ανατρέπει πλήρως την παραδοσιακή έννοια της ποιητικής γλώσσας.
Λεξικογραφική αντιμετώπιση των λογοτεχνικών λέξεων
Στα σύγχρονα επίτομα λεξικά της νεοελληνικής γλώσσας λημματοποιούνται ελάχιστες λογοτεχνικές λέξεις για το λόγο ότι απευθύνονται στο ευρύτερο κοινό. Λημματογραφείται, επομένως, το πυρηνικό λεξιλόγιο της κοινής γλώσσας, το οποίο διευρύνεται με αντιπροσωπευτικές λέξεις από διάφορους κλάδους του επιστητού. Εξυπακούεται ότι στα χρηστικά λεξικά δεν έχουν λόγο ύπαρξης οι λογοτεχνικοί νεολογισμοί, αξιοθαύμαστοι ως προς τον σχηματισμό και το σημασιολογικό τους περιεχόμενο, αλλά με μηδαμινές πιθανότητες να χρησιμοποιηθούν στην καθημερινή επικοινωνία.
Μερικά παραδείγματα από τις Παρασάγγες
[και πάλι] του Δημήτρη Καλοκύρη:[6] «Ο Μπόρχες, μανιώδης δαντόφιλος –έτσι είναι η λέξη;– ...» (Α, σ. 85), «... λογοτεχνικό οινόπνευμα τριπλής αποστάξεως, όπως αυτό που ουζιαστικά, μόνο στη Μυτιλήνη ξέρουν αριστοτεχνικά να παράγουν» (Α΄, 78), βυζαντινόσχημος
(Β΄, 81), γλυκοδιάβαστα βιβλία (Β΄, 108), λαθρακούω (Β΄, 97). Η συσσώρευση σπάνιων λέξεων, όπως η απαρίθμηση κυρίως θηλαστικών που έχουν εκλείψει, παραπέμπει στο μεγαλείο της Δημιουργίας και στο χαοτικό λεξιλόγιο που ούτε μπορεί να διανοηθεί ούτε να εποπτεύσει ο άνθρωπος (Β΄, 77-78): τιλλοδόντια, αρχαιοκήτη, κονδύλαρθρα, αμβλύποδα, νωτοπληφόρα, πυροθήρια, λιτόπτερνα, υρακοειδή, εμβριθόποδα, βουνοδόντια.[7]
Ο υφολογικός χαρακτηρισμός «λογοτ.» στα τρία νεότερα λεξικά της Νεοελληνικής, Λεξικό του Ιδρύματος Μ. Τριανταφυλλίδη (ΛΤρ), Λεξικό Μπαμπινιώτη (ΛΜπ) και Χρηστικό Λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών (ΧρΛεξ), εμφανίζεται σπάνια και δεν αντιπροσωπεύει παρά ένα πολύ μικρό μέρος των πραγματικών περιπτώσεων.[8] Στο ΛΜπ εντόπισα από το γραμμα Κ (συνολικός αριθμός λημμάτων: 5.056) μόλις 12 περιπτώσεις με την ένδειξη «λογοτ.»: καθάρειος (sic), κατάστερος, κινώ
(με τη σημασία «ξεκινώ»), κορφοβούνι, κράζω (στη σημασία «καλώ με δυνατή φωνή»), κρατερός, κρήνη («το σημείο από το οποίο εκπορεύεται, πηγάζει κάτι»), κρινοδάχτυλος, [κρυσταλλένιος], λογοτ. κρουσταλλένιος, κρουσταλιάζω, κρουστάλλινος, κρούσταλλο.
Το ΛΤρ προσθέτει τον δείκτη «λαϊκότροπο, λογοτεχνικό» στα λήμματα καθάριος, κορφοβούνι, κράζω, κρούσταλλο, κρουσταλλιάζω, και «λαϊκότροπο» στο λήμμα κινώ. Η κρήνη και το κρουστάλλινος δεν έχουν κανένα χρακτηρισμό. Το επίθετο κρατερός
δεν λημματογραφείται, όπως και στο ΧρΛεξ.
Στο ΧρΛεξ ο υφολογικός δείκτης «λογοτ.» (βλ. τα λήμματα: καθάριος, κελαρύζει, κελάρυσμα, κελαρυστός, κορασιά, κρεμεζής, κρινοδάχτυλα) εξειδικεύεται στις ακόλουθες 11 κατηγοριοποιήσεις: (διαλεκτ.-λογοτ.): κουρταλώ, (επιτατ.-λογοτ.): καταντικρύ,
(κυρ. λογοτ.): αγκαθερός, (λαϊκό-λογοτ.): καλοσυνεύει,
(λόγ.-λογοτ.): καλλιμάρμαρος, (λογοτ.-ιδιωμ.-παλαιότ.): αγκαλά, (λόγ.-λογοτ.-επιτατ.): κατάσκιος, (μτφ.-λογοτ.): κερώνω, (οικ.-λογοτ.): αδειανός, (παλαιότ.-λογοτ.): κεμέρι, (παρωχ.-λογοτ.): καντηλέρι, (προφ.-λογοτ.): άθελα, (σπάν.-κυρ. λογοτ.): κακοσύνη, (σπάν.-λογοτ.): κοιμούμαι, (συνήθ. λογοτ.): καρτερώ. Ο χαρακτηρισμός (λογοτ.) δεν περιορίζεται μόνο σε μεμονωμένες λέξεις, αλλά συμπεριλαμβάνει μορφολογικές αποκλίσεις (κοιμούμαι, αντί κοιμάμαι), σημασιολογικές διαφοροποιήσεις (καθρέφτισμα = «αντανάκλασμα»), μεταφορικές χρήσεις (κλαίει ο ουρανός, η θάλασσα κοκκίνισε: με τη δύση του ήλιου), σταθερές λεξικές συνάψεις (κοραλλένια χείλια, κύλισμα των αιώνων, μαύρη άβυσσος) κ.ά.
Σε ένα σύνολο 5.000 περίπου λέξεων που περιλαμβάνει το γράμμα Κ, όπως ανέφερα ήδη, το ΛΜπ χαρακτηρίζει ως λογοτεχνικές μόλις 12 και το ΧρΛεξ περίπου 50. Αυτό σημαίνει ότι ο υφολογικός αυτός χαρακτηρισμός είναι στατιστικά αμελητέος. Αν ένας ποιητής επέλεγε μόνο «λογοτεχνικές» λέξεις, δεν θα μπορούσε να συνθέσει ούτε καν ένα ολιγόστιχο ποίημα. Πράγμα που σημαίνει ότι το σχετικό λεξιλογικό απόθεμα έχει υπερεκτιμηθεί. Ο λογοτέχνης κατά κανόνα δημιουργεί τη γλώσσα του αξιοποιώντας την κοινή γλώσσα σε ένα ποσοστό περίπου 90-95%. Οι υπόλοιπες λέξεις είναι σπάνιες (αρχαϊσμοί, διαλεκτισμοί, λαϊκές λέξεις, νεολογισμοί) οι οποίες δεν μπορούν από μόνες τους να διαμορφώσουν το γλωσσικό ύφος.
Αυτό που δεν έχουν προσέξει στο βαθμό που θα έπρεπε οι μελετητές της λογοτεχνίας, κυρίως κριτικοί της λογοτεχνίας, γλωσσολόγοι, υφολόγοι και λεξικογράφοι, είναι ότι το λογοτεχνικό ταλέντο κρίνεται με βάση όχι τη χρήση μεμονωμένων λέξεων, αλλά την ικανότητα του ποιητή ή του πεζογράφου, να εφευρίσκει καινοφανείς συνδυαστικές δυνατότητες αμφίσημων λέξεων που παραπέμπουν σε μεταφορικές εικόνες, αναδεικνύοντας με ευαισθησία, τρυφερότητα και λυρισμό τον ανθρώπινο ψυχισμό στις ποικίλες εκφάνσεις του. Το ξάφνιασμα που δημιουργεί το απρόβλεπτο και ασυνήθιστο, είναι εντονότερο όταν προκύπτει από το συνδυασμό γνωστών λέξεων που αποκτούν νέες σημασίες.
Ενδεικτικοί τίτλοι ποιητικών συλλογών: Κική Δημουλά: Ενός λεπτού μαζί, Ίκαρος 1998. Παραπέμπει στην έκφραση «Ενός λεπτού σιγή». Η Άνω τελεία, Ίκαρος 2016, επιφανειακά αντιποιητικός τίτλος, εμπεριέχει πολλούς συμβολισμούς.[9] Για την άνω τελεία έχουν γραφτεί πολλά ποιήματα σε διάφορες γλώσσες, με χαρακτηριστικότερο την «Ωδή στην άνω τελεία» (Ode to the Semicolon) του Tony Noland.[10] Ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης στη δεύτερη ποιητική του συλλογή (1967), την οποία προλογίζει εγκωμιαστικά ο Τάκης Παπατσώνης, έδωσε τον ευρηματικό τίτλο Η άγνοια του νερού (βλ. Ποιήματα 1961-2017, Ίκαρος 2019). Η Φωτεινή Βασιλοπούλου τιτλοφορεί την τρίτη της ποιητική συλλογή Αμείλικτο νερό (Οι Εκδόσεις των Φίλων 2019).
Τελικά, καθοριστικός παράγοντας για την αποτίμηση του λογοτεχνικού έργου δεν είναι η μορφή, όσο και αν εντυπωσιάζει ορισμένους, αλλά το περιεχόμενο που ξεπερνά το τοπικό και επίκαιρο και γίνεται διατοπικό, διαχρονικό, επομένως πανανθρώπινο.
Ένα μείζον ερευνητικό ζητούμενο: Λεξικό λογοτεχνικών λέξεων
Κατά την απονομή του Βραβείου «Δαίδαλος» από την Εταιρεία Συγγραφέων στις 3 Νοεμβρίου 2015, τόνισα στην αντιφώνησή μου, ανάμεσα στα άλλα:
Η ελληνική γλώσσα είναι ανεξερεύνητος γαλαξίας, ένας αχαρτογράφητος, μονίμως φουρτουνιασμένος, ωκεανός. Με το Χρηστικό Λεξικό η Ακαδημία Αθηνών έδειξε τον πλούτο, την εκφραστική ζωντάνια και το δυναμισμό της νεοελληνικής γλώσσας, όπως έχει διαμορφωθεί στον εικοστό αιώνα και στις αρχές του εικοστού πρώτου με καταλύτη την έκρηξη των επιστημών και τα επιτεύγματα της υψηλής τεχνολογίας μέσα σε ένα πολύγλωσσο και πολυπολιτισμικό περιβάλλον.
Όπως γνωρίζετε, στο Χρηστικό Λεξικό δεν υπάρχει συνειδητά ούτε μία αναφορά σε νεοέλληνα λογοτέχνη, δεν παρατίθεται κανένα παράδειγμα από ποιητή ή πεζογράφο. Οι καταξιωμένοι λογοτέχνες χρησιμοποιούν τη γλώσσα με έντονη την προσωπική τους σφραγίδα και με ποιότητα λόγου που ξεπερνά κατά πολύ την καθημερινή επικοινωνία. Αυτή η ιδιαίτερη γλώσσα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο ενός άλλου λεξικού στο οποίο θα καταγραφούν αθησαύριστες λογοτεχνικές λέξεις και σημασίες, ποιητικοί και άλλοι νεολογισμοί που δείχνουν τη δημιουργική πλευρά της γλώσσας σε επίπεδο μορφής και περιεχομένου.
Η νεολογική δεινότητα του Κωστή Παλαμά, του Νίκου Καζαντζάκη και του Οδυσσέα Ελύτη έχει ήδη απασχολήσει τους γλωσσολόγους. Ανοίγεται έτσι ένα νέο πεδίο έρευνας. Άλλο τόσο εντυπωσιακή είναι η πολυσημία που αποκτούν καθημερινές λέξεις στην παλαιότερη, αλλά και τη σύγχρονη ποίηση. Ο ποιητής αντλεί πολύτιμο υλικό από τη διαχρονία της γλώσσας. Η λέξη άγαλμα, για παράδειγμα, απέκτησε με την πάροδο του χρόνου δώδεκα σημασίες. Σημαίνει κόσμημα, ανάθημα, ομοίωμα ανθρώπου ή ζώου, ό,τι τιμάται με λατρεία, ομοίωμα Θεού, πρότυπο κάλλους. Ο Θεός είναι «άγαλμα» και ο Άνθρωπος «άγαλμα του Θεού». Ο Γιώργος Σεφέρης επεκτείνει τη σημασία του αγάλματος για να δηλώσει το βάρος της ιστορικής μνήμης, το σύμβολο της παράδοσης και των αδιαπραγμάτευτων πολιτιστικών μας αξιών. Με την ίδια σημασία χρησιμοποιεί τη λέξη άγαλμα και ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, όταν κάνει λόγο για τα δύο αγάλματα που βρήκαν οι στρατιώτες του: «Στ’ Άργος θα τα πουλούσαν κάτι Ευρωπαίων. Χίλια τάλαρα γύρευαν». Στους στρατιώτες του είπε: «Αυτά και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μην καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Γι’ αυτά πολεμήσαμε». Τα αγάλματα για τον Σεφέρη είναι απομεινάρια του παρελθόντος, σύμβολα της αυθετικότητας, παρά τον ακρωτηριασμό τους. Η εμφατική αντίθεση φθαρτό κορμί - άφθαρτο άγαλμα λειτουργεί σε πολλαπλά επίπεδα. Οι μεταφορικές εικόνες και οι μετωνυμικές χρήσεις οδηγούν σε σημασιολογικές ανατροπές με βαθυστόχαστους συλλογισμούς και διαλογισμούς. Ενδεικτικά είναι τα αποσπάσματα από την Κίχλη, «O ηδονικός Ελπήνωρ» :
στο φεγγάρι
τ’ αγάλματα λυγίζουν κάποτε σαν το καλάμι.
....................................................................
– Τ’ αγάλματα είναι στο μουσείο.
– Όχι, σε κυνηγούν, πως δεν το βλέπεις;
θέλω να πω με τα σπασμένα μέλη τους,
με την αλλοτινή μορφή τους που δε γνώρισες
κι όμως την ξέρεις.
Βρίσκομαι στην ευχάριστη θέση να σας ανακοινώσω ότι ο Γενικός Γραμματέας της Ακαδημίας Αθηνών Βασίλειος Χ. Πετράκος έχει οραματιστεί και επιθυμεί να πραγματοποιήσει η Ακαδημία Αθηνών την έκδοση ενός νέου λεξικού το οποίο θα συμπεριλάβει τους νεολογισμούς των λογοτεχνών, ξεκινώντας από τα Απομνημονεύματα των αγωνιστών του 1821 και φτάνοντας ως τις μέρες μας. Πρόκειται για ένα τιτάνιο έργο το οποίο θα φέρει στην επιφάνεια πραγματικούς θησαυρούς της γλώσσας μας. Θα δοθεί έμφαση σε λέξεις που δεν υπάρχουν σε κανένα νεοελληνικό λεξικό. Με τον τρόπο αυτό θα αναδειχθεί η συμβολή κυρίως των ποιητών και πεζογράφων μας στην καλλιέργεια της νεοελληνικής γλώσσας. Το λεξικό αυτό θα λειτουργεί συμπληρωματικά προς το Ιστορικό Λεξικό και το Χρηστικό Λεξικό, το οποίο έχει δώσει έμφαση στο καθημερινό λεξιλόγιο και την επιστημονική ορολογία που βρίσκεται σε κοινή χρήση. Η συγκρότηση της ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων θα απαιτήσει χρόνο και χρήμα, ένα τέτοιο όμως εθνικής σημασίας έργο ευελπιστώ ότι θα τύχει οικονομικής ενίσχυσης εκ μέρους της Πολιτείας και χορηγών οι οποίοι ξέρουν να εκτιμούν τη σημασία που αποκτά η γλώσσα για την πνευματική καλλιέργεια του Έθνους. Γλώσσα και πολιτισμός, όπως γλώσσα και ατυτότητα, είναι αλληλένδετες έννοιες.
Η λογοτεχνική γλώσσα ιδιαίτερα, όπως έχει σμιλευτεί και σμιλεύεται από καταξιωμένους τεχνίτες του λόγου, αποτελεί τον καθρέφτη της ταυτοπροσωπίας μας, τη λυδία λίθο ανάδειξης της εθνικής μας ταυτότητας, το ακόνι της κριτικής σκέψης μαθητών και ενηλίκων και, σε τελευταία ανάλυση, επιβεβαιώνει με τον τρόπο της τη σοφή διεθνοποιημένη ρήση: η γλώσσα είναι η πατρίδα μας.
Έκτοτε έχουν παρέλθει άπρακτα πέντε ολόκληρα χρόνια. Ευελπιστώ ότι η Πολιτεία, τιμώντας την Επέτειο της συμπλήρωσης 200 ετών από την Επανάσταση του 1821, θα δείξει στην πράξη ότι αναγνωρίζει τη συμβολή των λογοτεχνών, ποιητών και πεζογράφων, στη διαμόρφωση της πλούσιας και εκφραστικής νεοελληνικής γλώσσας με την ενίσχυση των έργων υποδομής που θα οδηγήσουν στη σύνταξη ενός πρωτότυπου μνημειώδους λεξικού το οποίο θα αντικατοπτρίζει τα επιτεύγματα απειράριθμων νεοελλήνων λογοτεχνών που σμίλεψαν και σμιλεύουν τον νεοελληνικό λόγο με τέχνη και μαεστρία. Θα έρθουν έτσι στην επιφάνεια πραγματικοί θησαυροί της λαμπρής πεζογραφικής και ποιητικής παράδοσης του νεότερου Ελληνισμού.