Χάρτης 24 - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-24/hartaki/paramyoi-xeimwniatikhs-nyxtas
Ένα χειμωνιάτικο βράδυ στη Νέα Υόρκη έκανε τόσο κρύο που δεν κυκλοφορούσε ψυχή ούτε καν οι Νεοϋορκέζοι. Οι νιφάδες του χιονιού έπεφταν απαλά κι αθόρυβα στις στέγες των σπιτιών και τους δρόμους. Τα φώτα στα διαμερίσματα της γειτονιάς είχαν σβήσει από νωρίς. Που και που λαμπύριζε κάποιο φωτάκι από παιδικό δωμάτιο ή η γρήγορη εναλλαγή των εικόνων από κάποια ξεχασμένη τηλεόραση.
Ο Τζόρνταν είχε γυρίσει νωρίς κι εκείνος στο διαμέρισμά του σε μια παλιά εργατική πολυκατοικία στα περίχωρα του Μπρονξ. Ζούσε εκεί αρκετά χρόνια από τότε που είχε έρθει στην πόλη ως φοιτητής, αλλά δέθηκε τόσο πολύ με τη γειτονιά και τους ανθρώπους που δεν του έκανε καρδιά να φύγει, αν και κέρδιζε πια αρκετά χρήματα για να μετακομίσει σε μια καλύτερη περιοχή. Οι περισσότεροι ένοικοι ήταν Αφροαμερικανοί ή Λατίνοι, φαινόταν, ωστόσο, να υπάρχει χώρος και για έναν ξέμπαρκο λευκό.
Τις πρώτες μέρες τού άρεσε να χαζεύει τις παρέες των παιδιών που έπαιζαν στα πεζοδρόμια και τους ακάλυπτους χώρους. Πολύ συχνά έκαναν επιτόπιους διαγωνισμούς χορού, τραγουδιού ή πηδούσαν σχοινάκι. Κάποια βράδια οι έφηβοι ξενυχτούσαν μέχρι αργά και μετά από τα σοκάκια βαθιά ακούγονταν έντονοι καβγάδες, αυτοκίνητα να μαρσάρουν και να τρέχουν δαιμονισμένα στην άσφαλτο κι όταν ξέφευγαν τα πράγματα, πυροβολισμοί, κραυγές και βογκητά .
Ο γάτος του, ο μίστερ Τζίντζερ, επέμενε να κάνει την νυχτερινή του βόλτα και άνοιξε το παράθυρο για να βγει από τη σκάλα ασφαλείας. Καθώς τον παρακολουθούσε να χάνεται στο σκοτάδι, έπεσαν στο κεφάλι του μερικά κομμάτια χιόνι και ένας ξαφνικός θόρυβος ακούστηκε από τη σκάλα σαν να κατέβαινε κάποιος τρέχοντας. Όσο περνούσαν τα δευτερόλεπτα, ο θόρυβος αυτός ερχόταν όλο και πιο κοντά. Πριν καταλάβει τι συνέβαινε, ακούστηκε ένας εκκωφαντικός γδούπος και μια τεράστια μάζα χιονιού έπεσε έξω από το παράθυρό του. Μόλις που πρόλαβε να κλείσει το παράθυρο και να απομακρυνθεί.
Όταν κόπασε ο μικρός αυτός χαμός, πλησίασε ξανά στο παράθυρο. Ο όγκος του χιονιού που προσγειώθηκε έξω από το παράθυρο είχε κλείσει εντελώς το οπτικό του πεδίο. Άναψε το εξωτερικό φως για να δει τι ακριβώς είχε συμβεί ή καλύτερα για να πιστέψει πως αυτό που έβλεπε ήταν αληθινό.
Το πρώτο που είδε όταν πλησίασε, ήταν μία μικρή μαύρη κουκίδα που προεξείχε από τον ολόλευκο παγωμένο όγκο του χιονιού. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς ήταν και πήγε να πάρει επιπρόσθετα ένα φακό που είχε φυλαγμένο για περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Όταν φώτισε τη μαύρη αυτή κουκίδα, δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του. Η τρύπα είχε μεγαλώσει και τώρα ένα ζευγάρι μάτια που λαμπύριζαν στο φως του φακού τον κοίταζαν απευθείας στο πρόσωπο.
Ο Τζόρνταν φοβισμένος έκανε μερικά βήματα πίσω. Μα τι ακριβώς είχε μπροστά του;
Αμέσως μετά ο όγκος του χιονιού ξαφνικά διαλύθηκε. Ένα λαμπραντόρ μεσαίου μεγέθους ξεπετάχτηκε μέσα από το χιόνι τινάζοντας με δύναμη τη γούνα του. Ο Τζόρνταν χαμογέλασε ανακουφισμένος. Προσκάλεσε μέσα τον νέο του φίλο κι εκείνος δέχτηκε κουνώντας χαρούμενα την ουρά του.
Τον σκούπισε με μια πετσέτα και στέγνωσε την βρεγμένη του γούνα με το πιστολάκι. Ο σκυλάκος στην αρχή καθόταν ήσυχος απολαμβάνοντας τη στοργή και τη φροντίδα του άγνωστου νέου του φίλου. Ωστόσο, σύντομα άρχισε να συμπεριφέρεται ανήσυχα και να μυρίζει όλο το σπίτι με τη μουσούδα του σαν να έψαχνε κάτι. Στο τέλος σταμάτησε μπροστά στο παράθυρο γαβγίζοντας δυνατά.
Ο Τζόρνταν τού άνοιξε το παράθυρο και το λαμπραντόρ όρμησε έξω με λαχτάρα. Ξεκίνησε να σκάβει ξανά στο μέρος από όπου είχε βγει από το χιόνι. Σε λίγο έβγαλε ένα μικρό σακουλάκι και του το έδωσε. Ο Τζόρνταν προσπάθησε να τον βάλει και πάλι μέσα αλλά ο σκύλος δεν κουνιόταν μέχρι να ανοίξει το σακουλάκι.
Ο Τζόρνταν το ξετύλιξε και βρέθηκε μπροστά σε ένα σημείωμα με παιδικά, τρεμουλιαστά γράμματα:
Μήπως μπορεί να έρθει κάποιος να με σκεπάσει και να μου πει ένα παραμύθι γιατί η μαμά μου θα αργήσει να γυρίσει από τη δουλειά και φοβάμαι μόνος μου; Θα έχω αφήσει μισάνοιχτη την πόρτα.
Τζέιμς, 6ος όροφος, διαμέρισμα 12Β.
Αμέσως ο Τζόρνταν πήρε το σκύλο και βγήκε στη σκάλα ασφαλείας για να ανέβει ως τον 6ο όροφο. Επειδή κάποιοι ένοικοι δεν ήθελαν σκυλιά στην πολυκατοικία, όσοι είχαν ήταν αναγκασμένοι να χρησιμοποιούν την σκάλα ασφαλείας, όταν τα είχαν μαζί τους.
Η πόρτα ήταν πραγματικά μισάνοιχτη και η θέρμανση είχε σβήσει εδώ και ώρα. Ο μικρός-όχι παραπάνω από τεσσάρων ετών-είχε αποκοιμηθεί ξεσκέπαστος περιμένοντας τον τετράποδο φίλο του να γυρίσει. Ο Τζόρνταν τον σκέπασε και αποφάσισε να μείνει μέχρι να γυρίσει η μητέρα του.
Γύρω στις εφτά το πρωί ξύπνησε από τα κλειδιά που έβαλε κάποιος στην πόρτα. Ξύπνησε και ετοιμάστηκε να δώσει εξηγήσεις. Όταν είδε τη νεαρή κοπέλα που στεκόταν έκπληκτη μπροστά στην πόρτα κοιτάζοντάς τον με ορθάνοιχτα, έκπληκτα μάτια, κατάλαβε πως είχε απέναντί του τη γυναίκα της ζωής του.