Χάρτης 23 - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-23/moysikh/soyita-gia-kioara-ena-ergo-toy-manoy-xatzidaki
Ο Μάνος Χατζιδάκις δεν αγαπούσε τα μοναχικά όργανα. Με εξαίρεση τα όργανα-σύμβολα, που κατά κόρον χρησιμοποίησε στα έργα του, σαν πολύφερνες εικόνες και σαν κολάζ ενθυμημάτων, ό,τι έγραψε για μοναχικά όργανα μετριέται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Αν σωστά μετράω: «Ρυθμολογία», «Ιωνική σουίτα», «Για μια μικρή λευκή Αχιβάδα», «Έξι λαϊκές ζωγραφιές», όλα έργα για πιάνο. Κι αν αναζητήσουμε έργα για άλλα όργανα, εκεί θα συναντήσουμε το αδιανόητο: έναν μουσικό ακόμα πιο σφιχτοχέρη. Θα δούμε ότι ο Χατζιδάκις δεν έγραψε για κανένα απολύτως σόλο όργανο, με εξαίρεση την κιθάρα. Κι αυτή η μοναδικότητα φωτίζεται ακόμα περισσότερο στη θύμηση της «Σουίτας για βιολί και πιάνο», του 1954, όπου όμως το βιολί μοιράζεται τη μοναξιά του και πάλι με το πιάνο. Και μοναξιά που μοιράζεται, δεν είναι μοναξιά. Για την κιθάρα, τώρα, έγραψε ένα και μόνο έργο, που βαφτίστηκε πρόχειρα «Σουίτα για κιθάρα» για να πολιτογραφηθεί Ελληνίς και για να ξεκινήσει τον βίο της σαν κάποτε δώρο από φίλο σε φίλο και σαν –κατά ένα μέρος– δεύτερη γραφή θεμάτων δανεισμένων απ’ τον κήπο του «Μεγάλου Ερωτικού». (Κάπως έτσι, κι οι «Έξι λαϊκές ζωγραφιές» άνθισαν πάνω σε δέντρα προπατόρων που άκουγαν στα ονόματα Τσιτσάνης, Βαμβακάρης, Παπαϊωάννου και άλλα τέτοια εκλεκτά.) Κατέληξε όμως, αυτή η σουίτα, με την προσθήκη μιας «Εισαγωγής» και ενός «Κρητικού χορού» –έργων νέων, πρωτάκουστων και μεστών συμβόλων– να συνοψίσει την σχέση του Χατζιδάκι μ’ αυτό το «όργανο συνοδείας», καθώς και τη σχέση του με την κοινή μας καταγωγή, την Κρήτη.
Σήμερα, απ’ την καθησυχαστική απόσταση των δεκαετιών που μεσολάβησαν και που μας έφεραν μακριά απ’ την ηχορύπανση των εορτών, μπορώ να διακρίνω τον επίμονο ψίθυρο μιας βεβαιότητας: Η κιθάρα δεν υπήρξε ποτέ ένα συνοδευτικό στις αναζητήσεις του όργανο, αλλά μια εκλεκτική απόχη για να συλλαμβάνει δίχως κόπο τους δύστροπους μύθους, σαν πεταλούδες που ξαπόσταιναν για λίγο στη βεράντα του. Κι υπήρξε ακόμα ένα σπίτι ζεστό, να τον περιμένει όποτε επέστρεφε απ’ τα ξένα.
Ο ίδιος, βέβαια, μοιραζόταν με πολλούς άλλους την κατάρα αυτού του οργάνου: Αν δεν παίζεις ο ίδιος κιθάρα, δεν μπορείς να γράψεις με πλούσιο τρόπο για αυτήν. Κι ο Χατζιδάκις δεν ήξερε να παίξει ούτε μια νότα στην κιθάρα [σε αντίθεση, ας πούμε, με τον Κυπουργό, που γνώριζε τα απαραίτητα, και που θα μπορούσε να κάνει με ιδιαίτερη επιτυχία μια καντάδα στην αγαπημένη του, εάν συνέτρεχε λόγος, εξ ού και όταν φτιάχναμε τις δικές του «Εννέα μουσικές εικόνες για κιθάρα», δοκίμαζε κι ο ίδιος στα χέρια του κάποιες απ’ αυτές· σε κάποιες άλλες, οι γρίφοι θα παρέμεναν γρίφοι, κατά πώς τους έπρεπε, και γι’ αυτούς ήμουν εγώ εκεί].
Έτσι, για να γράψει ένα τέτοιο έργο ο Χατζιδάκις χρειαζόταν έναν βοηθό, καθώς και ένα κίνητρο – εκείνον τον ενθουσιασμό που σε αρπάζει απ’ το μανίκι στην κορφή του λόφου όταν αντικρίζεις την πεδιάδα και όλα ξάφνου γίνονται κατηφορικά. Παράλληλα, η προοπτική ενός δώρου τον τσιγκλούσε, τον έβγαζε απ’ την παροιμιώδη τεμπελιά του, για να τον φέρει ανώδυνα στα δωμάτια της επίσης παροιμιώδους εργατικότητάς του. Εκεί, η κιθάρα ήταν ήδη ντυμένη τα ωραία φορέματα που της κέντησα πρόχειρα παραπάνω, και διατηρούσε επιπροσθέτως την θερμοκρασία μιας οικειότητας: ακόμα κι αν την παρατούσε, πάλι δική του θα ’τανε. Κανένα άλλο μοναχικό όργανο δεν έμοιαζε να τον ενδιαφέρει μ’ αυτόν τον τρόπο, παρότι θαύμαζε τους δεξιοτέχνες μουσικούς στην ορχήστρα, όταν αυτοί κατάφερναν κάτι «εξαίσιο» σε μια συναυλία – διόλου σπάνιο για την πάστα εκείνων των ανθρώπων. Και κάποιοι από μας θυμούνται τα ευτυχισμένα βλέμματα πάνω από μια παράδοξα τραγουδισμένη φράση, που μες στο απροσδόκητο της στιγμής τραβούσε το σεντόνι του κόσμου και τον αποκάλυπτε γυμνό. Ένα χέρι δικού μας ανθρώπου καρφίτσωνε εξακολουθητικά παράσημα στο πέτο της βαθιάς μας καταγωγής. Όλα ήταν στη θέση τους.
Ο καταλύτης, λοιπόν, και το κίνητρο γι’ αυτό το έργο του Χατζιδάκι σεμνύνομαι να διαλαλώ πως ήμουν εγώ, που στην αρχή της δεκαετίας του ’80 δοκίμαζα ήδη κάποια γενναία βήματα στον χώρο των κιθαριστών. Εκείνο που επίσης, κατά τον Χατζιδάκι, δεν είχαν οι κιθαριστές –κάτι για το οποίο τους κορόιδευε, ειδικά αν παρευρίσκονταν φίλοι του που έπαιζαν κιθάρα– ήταν παιδεία. Τους έβρισκε, να πω, κάπως άξεστους σε σχέση με τους άλλους μουσικούς, μουσικούς με πιο σοβαρό, βρε παιδί μου, ρεπερτόριο, μέσα στο οποίο κινούμενοι –έστω και μπουσουλώντας– όλο και κάτι θα τους έμενε στη γούνα απ’ τη χρυσόσκονη των ήχων, όλο και κάποια απρόσμενη συνάντηση με το θείο μπορεί να τους έκαιγε λίγο την όψη σαν Αυγουστιάτικο απόγευμα. Οι κιθαριστές δεν διέθεταν, κατ’ αυτόν, άλλο τίποτα από αντιαισθητικά νύχια στο δεξί, καθώς και χαώδη άγνοια των καλλιτεχνικών και των πολιτικών πραγμάτων του τόπου τους. Έτσι, σαν τους Ρομά των μουσικών συντεχνιών, ήταν ισοβίως καταδικασμένοι να υπερθεματίζουν ως προς το ότι δεν είναι δα και τόσο ελέφαντες όσο οι φήμες υποστήριζαν.
Στα εντός της οικογενείας, ο Χατζιδάκις επέμενε απλοϊκά (με το διδακτικό ύφος που του εξασφάλιζε η διαφορά ηλικίας και η σιγουριά πως, ανάμεσα σ’ αγαπημένους ανθρώπους, τον τιμούσα κι εγώ με τη φιλία μου): «–Ε, μα μην ακούς καθόλου κιθάρα! Μόνο μεγάλες εκτελέσεις, και να διαβάζεις παρτιτούρες», υπονοώντας πως μεγάλες εκτελέσεις μπορούσες να βρεις μονάχα μακριά απ’ την κιθάρα. Έτσι άρχισαν να κοσμούν το σπίτι μου οι όμορφες καναρινί εκδόσεις τσέπης με τα κουαρτέτα του Χάυδν και με τα κατορθώματα των τελευταίων συμφωνιστών, εκδόσεις που κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι μες στις παρέες, σαν αντίγραφα επιστολών του Αποστόλου Παύλου, στους ακριβούς μονολόγους των οποίων όλοι θα έπρεπε να μυηθούν, όλοι θα έπρεπε, έστω για λίγο, να κρατήσουν στα χέρια τους την ευλογημένη σκυτάλη των υπερβατικών λόγων. Ακολούθησαν έργα πιο δύσβατα και σκοτεινά, ποτέ όμως έργα για κιθάρα. Και ήταν τέτοια η αποστροφή προς τους της συντεχνίας –αποστροφή κολλητική, σαν ιός που μεταδίδεται αστραπιαία– που στις παρέες μιλούσαν όλοι για «Σεγκοβιαστές» (νομίζω όρος δικής μου επινόησης) και στις σκιές των περιστασιακών ακροάσεων είχαν ανεπαισθήτως συνταχθεί πλήρεις λίστες ατοπημάτων του πατριάρχη Segovia κατά τη διάρκεια εκείνων των δοξασμένων ερμηνειών του. Είχα κι εγώ μάθει να ξεχωρίζω τους μανιερισμούς, τους δικούς του και των επιγόνων, και να τους γυρνώ την πλάτη με τον συνακόλουθο της ηλικίας στόμφο. Δεν μου διαφεύγει σήμερα το ότι έτσι έχασα το νήμα ενός πλούσιου λυρισμού, συνυφασμένου με την ίδια τη φύση της κιθάρας, κι ακόμα το βασικό λεξιλόγιο μιας ικανότητας να υπονοείς, μέσω παρακαμπτηρίων που άλλα όργανα δεν είχαν ανάγκη, τον αρμονικό κορμό των έργων. Όλα αυτά ξαναήρθαν στον καιρό τους μέσω άλλων οδών, όπως τους ήταν φυσικό. Οι μανιέρες όμως, θέλω να παραδεχτώ, του Segovia –καθώς και οι αντίστοιχες του Casals, ας πούμε, στο τσέλο– δεν ήταν χωρίς κανένα απολύτως αντίκρισμα. Ήταν ένας άλλος τρόπος να κινείσαι με μικρά ιδιωτικά κόλπα και συμβάσεις, ώστε να κάνεις το αδύνατο δυνατό γι’ αυτό το φτωχό όργανο. Φτωχό σε σχέση με το πιάνο, φερ’ επείν, απείρως όμως πιο προσοδοφόρο στο γήπεδο των ψυχικών αυτοματισμών. Εκεί, θα είχε πάντα το προβάδισμα.
Αυτό το τελευταίο ο Χατζιδάκις το ‘χε ασφαλώς υπόψη του, σ’ αντίθεση με τους Σεγκοβιαστές, που αντέγραφαν την επιφάνεια του μυστηριακού γίγνεσθαι σκυμμένοι πάνω απ’ τον βυθό της γοητείας του ινδάλματός τους, όπου υποτίθεται πως κατοικούσε μια γαλάζια φάλαινα. Εκ των υστέρων ο βασιλιάς αποκαλύφθηκε γυμνός, και η φάλαινα απεδείχθη ένας συμπαθής σαργός που τον πολλαπλασίαζε ο μεγεθυντικός φακός των υδάτων. Και δεν μιλώ εδώ για την αξία του Segovia. Στο περιθώριο αυτών των ενεργειών, προφυλαγμένοι στην νηνεμία των μετόπισθεν, ήσυχοι κι ασφαλείς, οι επίγονοι παρακολουθούσαν με δέος τα τεκταινόμενα στην πρώτη γραμμή του πυρός, και διέπρατταν μικρές πλαστογραφίες εκεί που μόνον η έκσταση θα ‘πρεπε να ‘χει στόμα για να μιλήσει.
Και άλλα τέτοια λέγαμε πολλά τότε, κατά μόνας ή στις παρέες. Δίπλα σ’ αυτά έκανε αμέριμνος τον περίπατό του ο Χατζιδάκις, που, έλκοντας την καταγωγή του απ’ τη Δύση, αλλά κι από μια αμετάκλητα ριζωμένη μέσα του Ανατολή, που διεκδικούσε τα δικά της κεκτημένα [ποιος ξέρει ποιο λιβανισμένο μεταγωγικό ξεφόρτωσε στην Ξάνθη κάποτε, κι αργότερα στην Αττική, τα εξαίσια μυρωδικά του, ερχόμενο απ’ τα απέναντι παράλια], δεν ανεχόταν μύγα στο σπαθί του επί τέτοιων ανίερων πλαστογραφήσεων. (Ο ίδιος διέπραττε μονάχα εκλεκτές πλαστογραφήσεις, παίζοντας). Και το αφυπνισμένο ένστικτο των δεκαοχτώ ή των πενήντα οκτώ χρόνων του, ίδιο και απαράλλαχτο σε κάθε εποχή, γυρνούσε πλάτη σε κάθε μορφής παγιωμένες εις την αλλοδαπήν αντιλήψεις περί αυθεντίας, και τις έσπρωχνε με κέφι στα σκουπίδια. Αποτέλεσμα υπήρξαν κάποιες διασκεδαστικές κόντρες με πρόσωπα του ακαδημαϊκού μαγαζιού, που, με τη σειρά τους, δεν έχαναν ευκαιρία να λοιδορήσουν την ελλιπή μουσική του μόρφωση. Κι όμως, αυτή η έλλειψη –όπως κι αλλού έχω πει, και εφόσον όντως επρόκειτο για έλλειψη– τον προίκιζε μ’ ένα προνόμιο που μόνον τα παιδιά θα είχαν: να κολυμπά με βλέμμα εκστατικό μες στα κοινά, και ν’ αντικρίζει ανθισμένους παραδείσους εκεί που οι συνομήλικοι έβλεπαν ένα κενό. Εκεί μέσα κολυμπούσε με τόλμη περισσή, απελευθερωμένος απ’ το μέλλον κι από επίπλαστες έγνοιες. [Δεν θέλω πάντως να αμελήσω την ομολογία πως, ακόμα και μες στα πιο σοβαροφανή μαγαζιά, κάποιοι φίλοι και συμπολεμιστές παρέμεναν πιστοί.]
Σήμερα σκέφτομαι πως τόπος μυστικός της μεταμφιεσμένης προς το πρόσωπό μου διδακτικής εύνοιας –με τον ευγενή όμως τρόπο της ώσμωσης– υπήρξε κι αυτή η μία «Σουίτα για κιθάρα». Στήνοντας ένα ξεχωριστό δώρο, διάλεξε την άυλη φύση της μουσικής, που ευλογεί κι αμέσως αποχωρεί, δίχως δεύτερη κουβέντα· δεν έχεις από κάπου να την πιάσεις για να τη λερώσεις. Και διάλεξε το όργανο που ήξερα καλύτερα. Και είπε, για να ξεφύγει απ’ τους ως άνω ακαδημαϊκούς σκοπέλους, να βάλει μιαν ευχή στην είσοδο, λίγο πριν ξεκινήσει, εκεί ακριβώς που ακουμπούσε το καλοξυσμένο του μολύβι επάνω στα ακριβά πεντάγραμμα που έφερνε σε πακέτα απ’ το Παρίσι. Κι εκείνη η ευχή ήταν η ηχώ του Μεγάλου Ερωτικού. Ούτε δέκα χρόνια δεν είχαν περάσει άλλωστε απ’ την αναζωογονητική του έλευση μες στα αθηναϊκά και τα άλλα λίγα της επαρχίας σαλόνια. Εκεί μέσα, στο ιδιωτικό περβόλι του, το ανοιχτό μ’ εμπιστοσύνη στον ήλιο της Αττικής, φύτευαν προσευχές για χρόνια ο Σολωμός, ο Σαραντάρης, ο Ελύτης, ο Καβάφης, η Μυρτιώτισσα, όλοι τους φίλοι ακριβοί της φαντασίας μα και της ζωής. Δεν ήταν εύκολο να φύγεις απ’ τα χαραγμένα μονοπάτια.
Κι έτσι ξεκίνησε η περιπέτεια της σουίτας, σε ώρες ακατάλληλες, όπως θα ήταν όλες οι ώρες του Χατζιδάκι, ώρες δημιουργικού ξενυχτιού. Θα ακολουθούσαν άλλα μέρη της σουίτας, δίχως την ευλογία αυτή τη φορά του Μεγάλου Ερωτικού. Για την ώρα, θα ‘πρεπε να του λέω τι παίζεται και τι όχι στην κιθάρα, να το ακούει επί τόπου και να συνεχίζει, και παράλληλα να στύβω το όποιο αποθησαυρισμένο απ’ το μέλλον μου (ναι, έτσι ήταν) δημιουργικό σθένος, να εφευρίσκω μεθόδους, τρόπους αιρετικούς που τα χέρια μου δεν ήξεραν να χειρίζονται αφού ήσαν όλοι τους νεογέννητοι, μήπως και ακουμπήσει μια πνοή των προπατόρων εκεί μέσα, ανάμεσα στις σιωπές, κυρίως να μην τους τρομάξει καμιά στιγμιαία φτήνια –προς θεού– και φύγουνε ενοχλημένοι. Όταν αυτά ήταν σαφή και κάπως μέσα στο ζεστό σώμα του οργάνου χωνεμένα, ήρθαν ακόμα δύο μέρη: Η «Εισαγωγή», προθάλαμος του κυρίως ναού και υποβλητική προς τα μυστήρια είσοδος, κι ο «Κρητικός χορός», που σήκωνε σημαία την κοινή μας καταγωγή. [Στην αφιέρωσή του, και για άγνωστο λόγο, την ονομάτισε «Σούστα», ενώ στ’ αυτιά μου πάντα ηχούσε ένας Ρεθεμνιώτικος συρτός.] Τα μέρη αυτά ήταν απολύτως πρωτότυπα κι απρόσμενα μες στην εργογραφία του. Και μ’ αυτά τα δύο ολοκληρώθηκε (έτσι νόμιζα) αυτό που αργότερα, κι αυθαίρετα, ονομάστηκε «Σουίτα για κιθάρα», τίτλος ξερός, χωρίς συναισθηματισμούς, να παγιώσει με την ψύχρα του το αυτονόητο: Ό,τι είναι για να ειπωθεί, θα περιμένει στο εξής μονάχα μες στη Μουσική.
Το σύνολο της αρχικής γραφής ξαναπέρασε απ’ τα χέρια του Χατζιδάκι μονάχα όταν τα έργα είχαν νιώσει κάπως πιο άνετα μες στα δικά μου (έτσι όπως νιώθει κάποτε εμπιστοσύνη ο πηλός μέσα στα χέρια του αγγειοπλάστη κι αφήνεται επιτέλους, να γίνει σταμνί), κι αφού είχα υπηρετήσει με τον τρόπο που ήξερα τις αρχικές προθέσεις. Τότε μόνον θα είχε η σουίτα ολοκληρωθεί, περασμένη μέσα απ’ το δικό μου αίσθημα, μα μ’ έναν τρόπο που να τύχαινε της αυστηρής αποδοχής του.
Σήμερα ξέρω πως αυτό το έργο ολοκληρώθηκε στ’ αλήθεια μόνο μέσα απ’ τις Συμπληγάδες ενός πρωθύστερου: Η σουίτα έζησε την δική της πολυετή σιωπή μες στα συρτάρια μου, περιμένοντας την ολοκλήρωσή της με κάποια ακόμα μέρη που ποτέ δεν ήρθαν. Κι αυτό γιατί μας ρούφηξε η ζωή –κι εμένα κι αυτόν– και μας πήγε εκεί που συνηθίζει. Και γιατί στην συνέχεια ο θάνατος ο ίδιος έβαλε τα όριά του. Έκτοτε όλα θα ανήκαν στη δικαιοδοσία του αποθησαυρισμένου μέσα μας παρελθόντος. Τότε, μονάχα τότε, η σουίτα θα ήταν, εκεί βαθιά, ολοκληρωμένη.
Την έβγαλα απ’ το συρτάρι για να πενθήσω τον πατέρα της και για να χαρώ το δώρο του, ξαναβρίσκοντάς τον. Και τόλμησα μια ηχογράφησή της, το 1997 (αυτήν εδώ την όμορφα παλαιωμένη ηχογράφηση που περιμένει στο τέλος του κειμένου), με τις ευλογίες και με την υψηλή νομιμοποίηση του «Σείριου» και του υιού Χατζιδάκι, του «Σείριου» που ο Χατζιδάκις έστησε σαν όαση καταμεσής στη δική του έρημο, με τη φιλοδοξία να ποτίζει έργα συγγενών και φίλων.
Κι ύστερα άρχισα να σκέφτομαι μια έκδοση του έργου. Και τότε ήταν που ανακάλυψα πως η σουίτα είχε δυο ζωές. Μια μέσα στη δική μου την ψυχή και στην ψυχή του Χατζιδάκι, και μια μέσα στις έωλες κενοδοξίες Σεγκοβιαστών, αφερέγγυων εκδοτών και πλήθους βραχύνοοων αλλοφύλων, προσώπων που ο Χατζιδάκις θα τους γυρνούσε επιδεικτικά την πλάτη, αφού πρώτα θα τα χαστούκιζε, αλλοφύλων, που μες στην προϊούσα τους τύφλωση δεν είχαν χώρο να διανοηθούν την αξία αυτού του μικρού έργου, και για τους λίγους κιθαριστές, αλλά κυρίως για τους πολλούς που κατοικούν τον φαντασιακό πνευματικό μας τόπο, που εδώ κι αιώνες αναζητά μια σταθερή ταυτότητα να τον χωρέσει.
Για μένα η σημασία του έργου παρέμενε κρυμμένη σ’ αυτήν την τελευταία κοινότοπη φράση. Και όμως: Άκουσα «φίλους» του να το βαφτίζουν «μεταγραφή». «Φίλους», που αν συνυπολογίσουμε το λιβάνισμα που μετά θάνατον επιφύλαξαν στον εκλιπόντα, θα περίμενε κανείς να πανηγυρίσουν ακόμα και για μισή γραμμή γραμμένη στο πεντάγραμμο απ’ το χέρι του. «Φίλοι» που δεν είχαν καμιά αντίρρηση να θεωρούν τις «δεύτερες γραφές» του Μπαχ ή και τις «δεύτερες γραφές» του δικού μας Νίκου Μαμαγκάκη, όχι μόνον έργα πρωτότυπα, μα και σημαντικότατα για το ρεπερτόριο αυτού του ταλαίπωρου οργάνου. Έβλεπα τώρα καθαρά το φάσμα ενός εμφυλίου να ίπταται πάνω απ’ τα λιμνάζοντα νερά των αγαθών προθέσεων. Το κτήνος είχε αναδυθεί και περίμενε στεγνό στη γωνία, έστω με ένδυμα ζητιάνου. Οι συνήθεις ύποπτοι των μικρομάγαζων ντύθηκαν την προβιά του άτεγκτου δικαστή, η μασκαρεμένη υποκρισία άρπαξε με θεατρικές κινήσεις το πηδάλιο των αρμάτων μες στο υπέροχο καρναβάλι των μετονομασιών, το βαρύ πέλμα της πληθυνόμενης ανοησίας τράνταξε τους υπονόμους και τα υπνοδωμάτιά μας, των εχθρών τα φουσάτα περάσαν αφήνοντας ρίγη συγκινήσεως στους οσφυϊκούς σπονδύλους των ευαίσθητων νοικοκυραίων.
«Αηδιασμένος» κι εγώ, κατά πώς θα’ λεγε ο δεύτερος πατέρας μας, τους γύρισα την πλάτη, αφού πρώτα δοκίμασα να τους χαστουκίσω. Και τότε θυμήθηκα πως το χαστούκι σ’ αυτές τις περιπτώσεις λερώνει κυρίως εσένα, γιατί είναι ένα χαστούκι που απευθύνεται σε σύμπαν εξωγήινων, σύμπαν με άλλους φυσικούς νόμους, στους οποίους δεν έχεις -και δεν θέλεις να ‘χεις- καμία πρόσβαση. Και τους αγνόησα, αφού χρειάστηκε στο μεταξύ να συμφιλιωθώ με την σκέψη πως καμιά βία δεν περνά απαρατήρητη απ’ την ψυχή μας. Έλα σου όμως που η ζωή δεν είναι χαζή, και έχει και το χιούμορ της, και ξέρει στα δύσκολα να μεταλλάσσει το δυσοίωνο σε ηλιόλουστο, φτάνει να την κοιτάς απ’ τη σωστή μεριά. Τώρα το ξέρω πως το δώρο εκείνο είναι δώρο για πάντα, και πως σ’ αυτήν την ωραία αόρατη στους άλλους θέση θα παραμείνει ες αεί, όσο κι αν διαρκέσει αυτό το “ες αεί”, ώσπου να αλλάξει δηλαδή αυτός ο κόσμος [που, κατά τον Αλλάχ, δεν θα αλλάξει ποτέ].
Έτσι προχώρησαν τα πράγματα. Μέσα στον ποταμό των λεπτομερειών, σκέφτομαι ότι είναι η ώρα να συλλογιστεί ο καθείς τη θέση του, κι εκείνο το πολυτσαλακωμένο ήθος στο οποίο η Μουσική δεν αξιώθηκε να μας εθίσει. Στην επικράτεια του άυλου τίποτα δεν προσφέρεται στ’ αλήθεια δωρεάν, για να πω μιαν ακόμα κοινοτοπία. Κι ας συνεχίζουμε να αγοράζουμε ασημαντότητες μ’ ανέπαφες συναλλαγές, για να γεμίσουν τα κενά μας. Όμως: Έστω γελώντας, έστω για την τιμή των όπλων, έστω σαν μεθυσμένοι έφηβοι που αποφασίζουν μια λυτρωτική αυτοχειρία μες στην ηλιθιότητα που ονομάζεται δημόσιος βίος, λέω να μην επιτρέψουμε στους αλλοφύλους να μαγαρίσουν άλλο τις λάμπουσες αυλές που μας απέμειναν. Ανάμεσα σε δυο δοξαστικά «εβίβα κύριοι και κυρίες μου!» να κόψουμε το χέρι των ληστών που απλώνεται στα «Σὰ ἐκ τῶν Σῶν» της δικής μας Άνοιξης, με φράσεις-φίδια όπως «έτσι έχουν πια τα πράγματα», και «μην το ψάχνεις, δε γίνεται τίποτα τώρα!» Μια αιγαιοπελαγίτικη σαρία, απαλλαγμένη από ρινίσματα ισλαμικού φανατισμού, προβάλει μες στη φαντασία μου. Κι ύστερα κάθεται στην πέτρα της υπομονής και πάλι ο Κατσαντώνης, βαλμένος μες στην αγιογραφία απ’ το χέρι του Θεόφιλου, κάθεται με τζουρά στα χέρια κι εμψυχώνει τους συντρόφους που χορεύουνε, και μ’ ένα καριοφίλι που κοιμάται σαν τον γάτο στις πτυχές της φουστανέλας του, να λέει την κάθε ώρα ώρα καλή για γιορτή, ώρα καλή για θάνατο, που ‘ναι το ίδιο λήμμα στα λεξικά του μέσα ουρανού.
Και δίπλα στον Θεόφιλο, θα έρθει του Φιλότιμου η σίγουρη περπατησιά, έτσι όπως γλυκά την κυματίζει στη γλώσσα η αιολική άρπα των συνηχήσεων, να επιστρατεύσει όλα τα σύμφωνα που θα γενούν της δίκαιης τιμωρίας πυροκροτητές, θα εκραγούν σαν κόλαση ιδιωτική μέσα στην εύφλεκτη μικρότητα της ανοησίας. Και θα ‘λεγα εδώ ένα «Είθε!» δυνατά, εάν δεν πίστευα ότι σ’ αυτές τις περιπτώσεις η τιμωρία είναι μια πράξη ήδη συντελεσμένη, μιλά στον χρόνο του υπερσυντέλικου σαν να συνθλίβει με τα δόντια της –καρύδια ελαφρότσουφλα σαν το μαλλί της γριάς– ό,τι προεξέχει απ’ την αγάπη.
Εάν αφήνω εδώ ετούτες τις ηχογραφήσεις-στιγμιότυπα, τις μόνες που υπάρχουν ώσπου να ηχογραφήσω ξανά το έργο (στιγμιότυπα με την ιστορία των 23 ετών που τα συνοδεύει, και με τη βεβαιότητα ότι αυτός που παίζει είναι ένα άλλο πρόσωπο, κάτι σαν γιος μου), είναι γιατί στέκομαι στο κεφαλόσκαλο μιας άλλης στιγμής, και λέω να μαζέψω τους συγγενείς προτού μπω. Κι είναι ωραία να περπατάς πλάι σε φίλους, πλάι σ’ ανθρώπους με την ακριβή διάκριση που ξέρει να βάζει το κάλπικο και το αληθινό σε διαφορετικά θεωρεία της ζωής.
(Οκτώβριος 2020)
[ ΥΓ: Η ιστορία δικαιώνει άραγε ή όχι την βεβαιότητα του Χατζιδάκι σχετικά με την ελλιπή παιδεία των κιθαριστών; Το λέω εν πλήρει συνειδήσει του ότι κι εγώ κιθαριστής είμαι, και δη Κρητικός. Έτσι, αυτό εδώ δεν μπορεί παρά να διαβαστεί σαν παιγνιώδης απόηχος του παραδόξου του Επιμενίδη, που, ως Κρης, διατεινόταν πως «πᾶς Κρὴς ψεύστης”. Δικό σας τώρα. ]
σε έξι μέρη,
παιγμένη απ’ τον Γιώργο Μουλουδάκη.
Απ’ το άλμπουμ Μικρή αναφορά στον Μάνο Χατζιδάκι (Σείριος 1997)
https://www.youtube.com/watch?v=Trqsr7_7H8E
https://www.youtube.com/watch?v=BaamL0thN-o
https://www.youtube.com/watch?v=FXksAp-5D_k
https://www.youtube.com/watch?v=6RD-i3S-hVI