Χάρτης 23 - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-23/afierwma/oliga-tina-gia-ton-g-k
Τον Γιάννη Κοντό τον γνώρισα το καλοκαίρι του 1974 τότε που έπεσε η Χούντα. Έλειπα εφτά χρόνια στο εξωτερικό κι όταν ήρθα στην Αθήνα δεν γνώριζα κανένα νέο ποιητή η συγγραφέα . Ο πρώτος που γνώρισα ήταν ο Κοντός. Με οδήγησε εκεί, στο βιβλιοπωλείο «Ηνίοχος», γωνία Σόλωνος και Ομήρου, ο Βασίλης Βασιλικός. Μου έκανε εντύπωση ότι με υποδέχτηκε σα να γνωριζόμαστε από καιρό. Με μεγάλη οικειότητα μου μίλησε για το βιβλίο μου που είχε εκδοθεί ένα χρόνο πριν (1973) στον «Κέδρο». Με τον καιρό κατάλαβα ότι ο Γιάννης γνώριζε τα πάντα για όλους τους ανθρώπους των γραμμάτων, του θεάτρου και της ζωγραφικής, οι περισσότεροι μάλιστα ήταν και φίλοι του. Όχι τυπικοί, όπως θα νομίσει κανείς, αλλά ουσιαστικοί. Μέσα από τον Γιάννη γνώρισα τότε πολλούς νέους ποιητές της αποκαλούμενης αργότερα «Γενιάς του ’70», αρχίζοντας από τον Θανάση Νιάρχο, που ήταν συνιδιοκτήτης και «επι των εξωτερικών σχέσεων» του βιβλιοπωλείου. Μετά, τον Στεριαδη, τον Βαρβέρη, τον Φωστιερη κι άλλους. Από τότε δημιουργήσαμε μια φιλική σχέση που κράτησε μέχρι το τέλος της ζωής του. Βλεπόμαστε συχνά, ακόμα και τα χρόνια της ενεργού ανάμειξης μου στην πολιτική, άλλοτε οι δυο μας , άλλοτε με κοινή παρέα, συνήθως τον Κώστα Μουρσελα.
Στην ποίηση του ο Κοντός θεωρούσε κατά κάποιο τρόπο μέντορα του τον σεβαστό του φίλο Τάκη Σινόπουλο, γύρω από τον οποίο είχε δημιουργηθεί μια πνευματική παρέα νέων που συναντιόταν στο σπίτι του τελευταίου στα χρόνια της δικτατορίας. Η μετέπειτα εργασιακή σχέση που είχε για πολλά χρόνια με τις εκδόσεις «Κέδρος», οι συναναστροφές με συγγραφείς και ο λόγος περί βιβλίων και λογοτεχνίας που κυριαρχούσε στην καθημερινότητά του, τον ωθούσε να ασχολείται με την προσωπική του δημιουργία. Η ποίηση ως γνωστόν πυροδοτείται κι από το περιβάλλον που ζει ο ποιητής. Ακολουθούσε έτσι έναν δικό του κανόνα «κάθε δυο χρόνια και μια ποιητική συλλογή». Η πρακτική αυτή τον κρατούσε ποιητικά «εν εγρηγορσει» βοηθώντας ταυτόχρονα την ανανέωση της ποιητικής του έκφρασης.
Ο Γιάννης ήταν ένας απολαυστικός αφηγητής προσωπικών ιστοριών που αφορούσαν όλους τους συγγραφείς, τις συμπεριφορές τους και το έργο τους, συγγραφείς που είχε γνωρίσει από κοντά, κυρίως της γενιάς του μεταπολεμου αλλά και παλιότερους και, βεβαίως, σύγχρονους της γενιάς του. Ήταν ένα λογοτεχνικό ραντάρ. Γνώριζε ιδιοτροπίες κι διέθετε γι’ αυτούς πολλά ανέκδοτα, τα διηγούταν με πολύ χιούμορ κι αγάπη. Μερικοί τον κατηγορούσαν για κυνήγι δημοσίων σχέσεων, αλλά πέρα που αυτό ήταν μέρος της δουλειάς του στον «Κέδρο», ήταν και μια ανάγκη του να συνευρίσκεται, να ανησυχεί, να πασχίζει με όλο το καλλιτεχνικό σινάφι. Ο Γιάννης ήταν ένας άνθρωπος μόνος, κι οι φίλοι γίνονταν κατά κάποιο τρόπο η οικογένεια του. «Εγώ να δεις πόσα κουσούρια έχω», έλεγε και πράγματι «κρύωνε» χειμώνα-καλοκαίρι, το κασκόλ ήταν το σήμα κατατεθέν του, ασχέτως καιρού, ακόμα και τον Αύγουστο το φορούσε, στη θάλασσα δεν έμπαινε ποτέ, ένιωθε συνεχώς –καμιά φορά ήταν– ένα βήμα πριν την αρρώστια, αλλά απέφευγε να πηγαίνει σε γιατρούς. Δεν ήθελε να υπενθυμίζεις την ηλικία του και αντιδρούσε στην αναφορά του θανάτου. «Σταματήστε τώρα , θα σηκωθώ να φύγω» ήταν η αντίδραση του. Αγρίμι που είναι ο καιρός/Τον βάζουμε σε κλουβί/και τον εξημερώνουμε/Μετα, μέσα στο σπίτι/τρέχει, παίζει και κοιμάται/Ξαφνικά μια μέρα θυμάται /την ελεύθερη ζωή του/και μας τρώει.
Στις 15 ποιητικές συλλογές, που είναι η κύρια δημιουργία του Γιάννη Κοντού, μπορεί κανείς να δει τη διαδρομή και τον ποιητικό του κόσμο, είναι ο κόσμος ενός ποιητή της Αθήνας, γιατί ο Γιάννης δεν ταξίδευε σχεδόν ποτέ, όπως λέει σε ένα στίχο του: Λέω να πάρω των ομματιων μου/και να πάω πέντε μέτρα παρακάτω.
Στα μέσα της δεκαετίας του’70 είχε καταφέρει να πάρει ένα μικρό εξοχικό στο Μεταξοχώρι, έξω από τη Λάρισα, όπου είχε δημιουργηθεί μια παροικία συγγραφέων και καλλιτεχνών , Μποστ, Πέτρος Αμπατζόγλου, Λουκιανός Κηλαϊδόνης και Άννα Βαγενά κ.ά. Είναι ζήτημα αν πήγε 2-3 φορές. Στη μια από αυτές συμπέσαμε, ήταν κατακαλόκαιρο κι είχα πάει στο φίλο από παλιά Πέτρο Αμπατζόγλου· ο Κοντός έμενε κλεισμένος μέσα σπίτι του, δεν έβγαινε καθόλου, φοβόταν μη κρυώσει! Οι προσωπικές ιδιοτροπίες του δεν ταυτίζονταν με το έργο του που ήταν μια ποίηση ανοιχτή, φρέσκια, στη καθομιλουμένη, με νοητικά ξαφνιάσματα. Σκόνη πέφτει, όπως τρίζουν τα δοκάρια/του ουρανού/Μας ασπρίζουν τα μαλλιά/Δεν πρόκειται να γίνει καμιά καταστροφή/ απλώς περνάνε τα χρόνια.
Τα πρώτα ποιήματα του Κοντού απηχούν τις ποιητικές γραφές που πρωτογνώρισε και τον επηρέασαν: Σινόπουλος, Σαχτούρης, Ασλανογλου, όμως κι εκεί ακόμα αναδύεται σε κάποια ποιήματα η προσωπική του χαρακτηριστική γραφή που θα αναπτυχτεί αργότερα και θα μας χαρίσει μια ποίηση που τον κάνει πολύ ιδιαίτερο και διακριτό στην γενιά του ’70. Κύρια χαρακτηριστικά της ποίησης του Κοντού είναι η απλότητα της περιγραφής, με ένα σουρεαλιστικό τρόπο, καταστάσεων της καθημερινότητας. Διαθέτει μια αμεσότητα στη γλώσσα και μια ποικιλία ιδιαίτερων χρωματισμών στους στίχους του. Ο λόγος του είναι μάλλον προφορικός με απηχήσεις θυμοσοφίας των αιωνίων υπαρξιακών θεμάτων.
Οι λέξεις και ο τέτανος
Ευτυχώς πέρασε κι αυτή
η μέρα και ζούμε.
Το ζούμε σηκώνει πολύ κουβέντα
αλλά με το θέμα έχουν ασχοληθεί
πολλοί και θεωρείται λήξαν
(το ν στο τέλος μ ‘ενοχλεί
Αν κάνουμε μερικές αλλαγές
στα γράμματα και στον τονισμό
έχουμε τη λέξη λύσσα που τόσο
ταιριάζει στην περίπτωση)
Το θέμα όμως είναι άλλο.
Λοιπόν ευτυχώς –επιμένω–
δεν έπαθα τέτανο με τόσες
σκουριασμένες λέξεις που
παιδεύομαι
Και μου ‘πε ο ψυχίατρος χτες το
βράδυ
– Βρε Γιάννη,φόρα και καμιά φορά
γάντια
Μα γίνονται αυτές οι δουλειές με γάντια ;
(Το χρονόμετρο, Κέδρος 1972)
O Γιάννης Κοντός μαζί με την ποίηση αγαπούσε το Θέατρο και τη Ζωγραφική, σύχναζε στις θεατρικές παραστάσεις, κυρίως έργων Ελλήνων συγγραφέων της σύγχρονης γενιάς, μαζί τους έκανε παρέα, όπως με θιασάρχες και ηθοποιούς, μου τους σύστηνε ως την ευρύτερη αλλά ταυτόχρονα στενή του συντροφιά. Τις ποιητικές συλλογές του τις συνόδευαν πάντα συνθέσεις των φίλων του ζωγράφων, στις παρουσιάσεις των βιβλίων του τους παρουσίαζε περίπου ως συν δημιουργούς του ποιητικού του έργου. Ήταν, ο Μιχαηλίδης, ο Φασιανός, ο Μυταράς, ο Ψυχοπαίδης κ.ά. Στα πεζά του Ευγενή Μέταλλα αναφέρεται σε όλους. Ο ίδιος δήλωνε: «το χρώμα και η μουσική παίζουν βασικό ρόλο στη δουλειά μου. Άφοβα λέω ότι είμαι εικαστικός ποιητής».
Όπως είπαμε, ο Κοντός ήταν ο ποιητής της πόλης του,της Αθήνας και μάλιστα συγκεκριμένων δρόμων του κέντρου και πιο συγκεκριμένων ακόμα καφενείων ή μαγειρείων όπου σύχναζε. «Θα έλεγα είμαι εξομολογητικός ποιητής. Ποιητής του άστεως. Δεν θα είχα ερέθισμα σε μια εξοχή ή σε μια επαρχία. Θέλω μεγάλη κίνηση,πίεση και μολυσμένη ατμόσφαιρα». Παρακολουθούσε τις αλλαγές τής Αθήνας, τους ανθρώπους της, ο αβέβαιο αύριο, θυμόταν όσους έφυγαν και χάραξαν το χρόνο, έπαιζε με το θάνατο γιατί τον φοβόταν, τον γνώρισε εξάλλου στους φίλους του, τον Τάκη Σινόπουλο, τον Βασίλη Στεριαδη,τον Γιώργο Ιωάννου, τον Γιάννη Βαρβέρη και τόσους άλλους που η ξαφνική φυγή τους τον είχε σημαδέψει βαθιά. «Να βλεπόμαστε –μου έλεγε– να βλεπόμαστε κάθε μέρα. Δε βλέπεις τι γίνεται! Τόσους φίλους έχω κι αισθάνομαι μόνος!»
Από κάποια στιγμή ο θάνατος εγκατοικούσε στην ποίηση του, λες και προσαρμοζόταν στις άδηλες επιλογές του, χαρακτηριστικό είναι το ποίημα Ιn memoriam, με τίτλο «Aπουσίες»:
Απογευματάκι Ιανουαρίου
δεν στρίβω γωνίες, αλλά
παραπατάω
σε ευθείες. Σκέπτομαι
τους πεθαμένους
ποιητές, που δε βλέπουν
αυτές τις ώρες
το φως να κάθεται στα
δένδρα και να συγκρατεί τις
αναμνήσεις
τον καφέ εσπρέσο με το
τσιγάρο
τον σκούρο ουρανό και
κάπου αλλού
να βρέχει. Θα φορούσαν
βαρύ παλτό,
κασκόλ, και θα βάδιζαν
γρήγορα
μη τους πιάσει η μπόρα
Σε μια βιτρίνα
καθυστερούν
και κοιτάζουν τα ρούχα
της εποχής
Θυμούνται τα ραντεβού τους
και τη ροή του έρωτα
Τέλος πάντων
είναι άνθρωποι
και γυρίζουν σπίτι
Όλα όμως τα παραπάνω
κι άλλα πολλά
τα γράψανε
στα παλιά τους τα
παπούτσια
και πέθαναν.
(Ο αθλητής του τίποτα, Κέδρος 1997)
Μια μέρα μου εξομολογήθηκε ότι η φιλία μας «έχει μια προέκταση που δε ξέρεις. Ο πατέρας μου καταγόταν από την Κέρκυρα, από το χωριό Γαστούρι, εκεί που είναι το Αχίλλειον, της Σίσσυ»· και πράγματι, το επίθετο Κοντός απαντάται στην περιοχή. Όταν τον προσκάλεσα να πάμε ένα καλοκαίρι, μου αρνήθηκε. «Πήγα μια φορά, μου φτάνει· το οικογενειακό του σπίτι έχει πουληθεί κι ύστερα πού να ταξιδεύω εγώ τώρα· είναι μια ολόκληρη διαδικασία που τρέμω, μετά πού ν' αφήσω το σπίτι μου στου Παπάγου και τις συνήθειές μου, να κοιμάμαι τα μεσημέρια, να γράφω τις νύχτες» .
Την τελευταία φορά που τον είδα πήγαμε σε ένα καφέ της Ιπποκράτους· μου άνοιξε την καρδιά του και μου έλεγε ιστορίες μοναξιάς και δυσκολίων που είχε, τον ενεθάρρυνα λέγοντας του, ότι έχει φίλους που τον αγαπούν και να μη φοβάται. Μια εβδομάδα μετα έμαθα ότι μπήκε στην κλινική. Μάθαινα νέα του από κοινούς γνωστούς και του έστειλα μήνυμα ότι θα πάω να τον δω. Με πήρε τηλέφωνο λέγοντας μου «Δεν χρειάζεται, μην έρθεις, αύριο-μεθαύριο βγαίνω και θα τα πούμε από κοντά». Την άλλη μέρα έμαθα ότι πέθανε. Για άλλη μια φορά πήγα στο νεκροταφείο κάτι που έχει γίνει βραχνάς τα τελευταία χρόνια. Τον Γιάννη βέβαια τον έχουμε κοντά με το χαρακτηριστικό του χαμόγελο κι όταν διαβάζουμε τα ποιήματα του, τον βλέπουμε και τον ακούμε.
Ο Γιάννης Κοντός στην ωραία αταξία του ήξερε να γράφει ποίηση, με καθημερινά υλικά, έτσι έμεινε νέος μέχρι τέλους χωρίς να τον αγγίξει ποτέ το «περίλυπο γήρας» .
Φούντωσε το χορτάρι στο δωμάτιο
δεν μπορώ να μετακινηθώ
ένα λιοντάρι με περιεργάζεται με τα κίτρινα μάτια του
Δεν είμαι ο Δανιήλ στο λάκκο των λεόντων
ο Γιάννης είμαι και δε θέλω ούτε λιοντάρια ούτε ανθρώπους
Το δωμάτιο θέλω να καθαρίσω και να καθίσω σε μια καρέκλα να ξεκουραστώ.
(Τα οστά, 1982)