Χάρτης 23 - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-23/afierwma/o-poihths-toy-bioy-kai-twn-xrwmatwn
———— ≈ ————
Λοιπόν εδώ θα ζήσουμε πολιτισμένα
με τα πουλιά που γίνανε αρουραίοι
και τον ουρανό σκουπιδότοπο.
(Γ. Κοντός, «Περί κλιματολογικών συνθηκών» (Στη διάλεκτο της ερήμου, 1980)
Ο Γιάννης Κοντός δημοσίευσε ποίηση για πρώτη φορά το 1965, και το πρώτο του βιβλίο, η Περιμετρική, εκδόθηκε το 1970. Με τη γνωστή σπουδή του στις λέξεις και τη σημασία των τίτλων, ο ποιητής εμπνεύστηκε τον συγκεκριμένο, από τις ταμπέλες στα λεωφορεία που έπαιρνε έφηβος εξερευνώντας τα πέριξ της Αθήνας. Ήταν μόλις είχε απολυθεί από το στρατό και αφού πήρε την «έγκριση» από τον Γιάννη Νεγρεπόντη, μπήκε στο πρώτο τυπογραφείο που βρήκε μπροστά του. Επρόκειτο για το τυπογραφείο του Α.Ι. Χρυσοχού, στην οδό Γερανίου 7, και το γεγονός αφηγείται ο ίδιος στο Υστερόγραφό του, με μνεία ακόμη και στο εξαψήφιο νούμερο τηλεφώνου του τυπογράφου.
Το Υστερόγραφο δημοσιεύτηκε στη β΄ έκδοση της Περιμετρικής και βρίσκεται σε θέση Προλόγου για το σύνολο του Έργου του, στη συλλογική έκδοση των Ποιημάτων του (Ποιήματα 1970-2010, εκδόσεις Τόπος, 2013, υπό τη διεύθυνση του Άρη Μαραγκόπουλου) ─ έναν ογκώδη τόμο 479 σελίδων που περιλαμβάνει όλες τις ποιητικές συλλογές που εξέδωσε επί μία τριακονταετία: Περιμετρική, 1970, Το χρονόμετρο, 1972- Τα απρόοπτα, 1975- Φωτοτυπίες, 1977- Στη διάλεκτο της ερήμου, 1980- Τα οστά, 1982- Ανωνύμου μοναχού, 1985- Δωρεάν σκοτάδι, 1989- Στο γύρισμα της μέρας, 1992- Ο αθλητής του τίποτα, 1997- Η υποτείνουσα της σελήνης, 2002- Δευτερόλεπτα του φόβου, 2006- Ηλεκτρισμένη πόλη, 2008, Στάθμη του Σώματος, 2010.
Πρόκειται για εκδοτικό επίτευγμα, που ενδιαφέρει όχι μόνο τον απλό αναγνώστη αλλά και τον υποψήφιο μελετητή, που σε άλλη περίπτωση θα δυσκολευόταν να προμηθευτεί την κάθε ξεχωριστή συλλογή στην πρώτη της έκδοση. Ιδιαίτερα καλαίσθητο, εκτός από τα ποιήματα, φιλοξενεί έργα γνωστών ζωγράφων και φίλων του ποιητή ─των Νίκου Χουλιαρά, Γιάννη Μιχαηλίδη, Αλέκου Φασιανού, Χρήστου Καρά, Δημήτρη Μυταρά, Γιώργου Λαζόγκα και Γιάννη Ψυχοπαίδη─, μια προσωπογραφία του ποιητή από τον Ψυχοπαίδη και μια φωτογραφία-πορτρέτο του από τον Δημήτρη Γέρου, όλες ασπρόμαυρες. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η επιλογή του εξώφυλλου, μαύρο, χωρίς καμιάν απεικόνιση, με εξαίρεση το ασημί στα γράμματα και ένα ανεπαίσθητο ίχνος διακόσμησης ─ επιλογή που ενώ παραπέμπει στο πένθος και το τρομακτικό, απελευθερώνει ταυτόχρονα μιαν αύρα εξέγερσης και αναγέννησης κι ένα είδος μυστικιστικής προσδοκίας.
«Πέρασα σαράντα χρόνια ανακαλύπτοντας ότι ο βασιλιάς όλων των χρωμάτων είναι το μαύρο», δήλωνε ο Πιερ-Ογκίστ Ρενουάρ, ενώ την άποψη του Εντουάρ Μανέ ότι το μαύρο δεν είναι χρώμα, ο Ματίς την αμφισβητούσε ισχυριζόμενος ότι είναι το χρώμα του φωτός και όχι του σκοταδιού. Στο προκείμενο, το μαύρο εξώφυλλο φαίνεται να επιβεβαιώνει τόσο τα λόγια των Ρενουάρ και Ματίς, όσο και την μακρόχρονη μελέτη του Κοντού στη ζωγραφική και το χρώμα, προοιωνίζοντας μια τέχνη, που κάτω από το τρομακτικό, κρύβει αυτήν ακριβώς την αίσθηση της αμφισημίας.
Και ύστερα, μέχρι να ξεμπλέξεις
τα δάχτυλά σου, περνάνε πέντε
με δέκα χρόνια. Η απορία σου
είναι μεγάλη, όπως όταν το φως
ακουμπάει μέταλλο στο σκοτάδι.
Επίσης θυμάσαι την ελιά της
στην έξοδο του αφαλού
και ανάβεις τσιγάρο.
Η ζωή δεν κλείνει με ποίημα
κλείνει με σώμα (θα έλεγες).
(από το ποίημα «Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθή ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου», Δωρεάν σκοτάδι 1989)
Ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο της έκδοσης είναι η παράθεση αποσπασμάτων από κριτικές καταξιωμένων ποιητών και μελετητών, όπως εκείνη του Τάσου Λειβαδίτη, ο οποίος, κρίνοντας τα τέσσερα πρώτα βιβλία του ποιητή (Αυγή, 11 Ιανουαρίου 1981) χαρακτηρίζει την ποίησή του «μετασυρρεαλιστική», ενώ ο Βασίλης Στεριάδης στο δικό του σημείωμα (Καθημερινή, 23 Μαρτίου 1978) διακρίνει σ’ αυτήν μελαγχολικό σαρκασμό και μεταφυσική σάτιρα, ως απόρροια των βιωμάτων του στα χρόνια της δικτατορίας.
Ιστορικό (ΙΙΙ)
Ο στρατάρχης έφερε κονσέρβες
και σφαίρες να φάει ο κόσμος.
Έγιναν μια δυο εαρινές ασκήσεις
με πραγματικά πυρά και στόχους.
Μετά εκλογές ─Βουλή και Δικαστήρια─
Μετά, χρόνια ένας μεγάλος ήλιος
μας έφερε καπάκι και μας τσιγάρισε.
Ακολουθούμε πιστά την επιταγή:
Όλοι πρέπει να χαίρονται στη Μεσόγειο.
─Άνεμοι και συμφέροντα κουβάρι─
(«Το Ρήγμα», από τη συλλογή Στη διάλεκτο της ερήμου 1980)
Αξιοπρόσεκτο είναι και το κείμενο τού πρόωρα εκλιπόντος ομότεχνου του, Γιάννη Βαρβέρη, ο οποίος, στη δική του αναφορά (Μια κριτική από τον Γιάννη Βαρβέρη) ευφυώς επισημαίνει: «Ο Γ. Κοντός, με δασκάλους του τον Τάκη Σινόπουλο και τον Μίλτο Σταχτούρη, δημιούργησε ποίηση διακριτή για τη λεπτή ειρωνεία, τον αυτοσαρκασμό και την ακαριαία ευρηματικότητα, αν και χωρίς την αναλυτικότητα του πρώτου ή την κλειστοφοβία του δεύτερου». (Να σημειώσουμε εδώ ότι ολόκληρη η έκδοση των Ποιημάτων του Κοντού είναι αφιερωμένη στον Τάκη Σινόπουλο).
Αρ. 26.
Κυρίως είμαι κηπουρός στις πέτρες.
(από τη συλλογή Τα οστά, 1982)
Έπεσες σε κενό ανθρώπου.
Προσδέσου.
(από το ποίημα «Αυτό το θαύμα της γλώσσας», από τη συλλογή Δευτερόλεπτα του φόβου 2006)
Όλα αυτά θα γίνουν σκόνη.
Μπορεί, όμως, να μείνει ένας κόκκος
που να θυμάται.
(από τη συλλογή Η στάθμη του σώματος 2010)
Η ποίηση του Κοντού, αντιπροσωπευτική των τραυμάτων του κόσμου που μας περιβάλλει, με όπλα της τη φαντασία και τη μεταφορά ανοίγει ένα δικό της παράθυρο, με πολλά πρόσωπα, εικόνες, ιδέες και χρώματα, γλωσσικά και συντακτικά τολμηρή και ενισχυμένη από μια ματιά, που χρησιμοποιεί την τέχνη του μοντάζ με τρόπο ιδιότυπο και δημιουργικό. Προφορική, κουβεντιαστή, μοντερνιστική αλλά και με βαθιές τις ρίζες της στην παράδοση, φαντασιωτική και ταυτόχρονα καθημερινή, με συγκρατημένο και εν πολλοίς σκοτεινό λυρισμό, ξαφνικά πετάγματα από το όνειρο και την ποίηση δωματίου στο ανοιχτό αστικό τοπίο, σε ελεύθερο στίχο ή πεζόμορφη, πάντα όμως εξαιρετικής ευαισθησίας και τεχνικής και στην ίδια στοχαστική και με έναν τρόπο πεισιθανάτια ατμόσφαιρα, εμφανίζεται άλλοτε με μορφή μικρών παραμυθητικών αφηγήσεων και άλλοτε απολύτως σύντομη, κοφτή και επιγραμματική (Τα οστά, Τα Δευτερόλεπτα του φόβου, η Στάθμη του Σώματος).
100
Επιμένω: το μαύρο χαμόγελο
του Καρυωτάκη (και η βλακεία σας
πενήντα τρία χρόνια στα ρηχά).
106
Έξω γαβγίζουν οι εφημερίδες
Μέσα πεταμένα λόγια, μπαγιάτικα.
(Γ. Κοντός, Τα οστά, 1982)
«Ποίηση που με τρόπο αιχμηρό μας ξαφνιάζει προσδίδοντας στα καθημερινά μιαν αποκαλυπτική διάσταση», γράφει για την ποίηση του Κοντού ο ποιητής, συγγραφέας και φίλος του, Θανάσης Θ. Νιάρχος ─ και εξηγεί: «Νομίζω πως είναι η ιδιοτυπία του κι αν θέλετε η ιδιοφυία του. Η παρεμβολή εικόνων ξεσηκωμένων από την πιο αδιάφορη καθημερινότητα κάνει πιο ανατριχιαστικά τα πλάσματα των φαντασιώσεών του». (Τραμ 7, Ιανουάριος 1978).
Γνέθει και πλέκει τους καπνούς. Εδώ υπάρχουν πουλιά ─ ανθρώπινες σκέψεις. Δελφίνια χτυπάνε τις πόρτες. Δεν ακούει. Προσέχει τον ιστό της ιστορίας που τον τυλίγει, τον χτίζει στον κόσμο. Μετράει τα λόγια του: στραβά, ανόμοια, λειψά. Καλύτερα που δεν μιλάει. Μόνο κοιτάει τις κινήσεις των ανθρώπων.
(Γ. Κοντός, απόσπασμα από το πεζόμορφο ποίημα, «Ο κάτοικος του υπογείου βλέπει κήπους και γελάει», από τη συλλογή Ανωνύμου Μοναχού, 1985)
Στα παραπάνω έρχονται να προστεθούν «η μοναξιά του ποιητή σ’ έναν εχθρικό κόσμο, η διακωμώδηση και η καχυποψία απέναντι σε οποιαδήποτε μορφή εξουσίας, και στοιχεία που έχουν να κάνουν με τη μορφή, όπως «η συχνή αφήγηση σε πρώτο ενικό και μερικά σύντομα υπερρεαλιστικά ή εξπρεσιονιστικά ξεσπάσματα», χαρακτηριστικά που διακρίνει ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου στην ποιητική συλλογή Αθλητής του Τίποτα, ως τα πλέον σημαντικά (Ελευθεροτυπία, 3 Δεκεμβρίου 1997) ενώ σε μεταγενέστερο κριτικό του σημείωμα με αφορμή τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Κοντού, εντοπίζει εκτός των άλλων, ένταση των αντιθέτων και επίμονους ανθρωπομορφισμούς και ζωομορφισμούς.
Έρπει παντού, τινάζεται, κρύβεται
πίσω από βιβλία. Πίνει το γάλα που του βάζω
στην κουζίνα. Συνήθως κουλουριάζεται πάνω
στην τηλεόραση και κοιμάται.
[...] Έμαθε να πηγαίνει
μέχρι τον κήπο. Έκοβε ένα μήλο και το έδινε
στη γυναίκα μου. Επαναλαμβάνοντας, χαμογελώντας
την ιστορία της Παλιάς Διαθήκης.
(από το ποίημα «Το φίδι του σπιτιού», από τη συλλογή Ο αθλητής του τίποτα, 1997)
(Μοντάζ)
Ο σκύλος ράτσας κανίς ονόματι Αλέξανδρος κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες και βγήκε στους δρόμους. Τα αυτοκίνητα ποτάμι περνούσαν. Ο Αλέξανδρος χωρίς λουρί, έκλεισε προς στιγμήν τα μάτια ─ φαντάστηκε ένα ανοιχτό μέρος πράσινο με δέντρα και αυτός να κατουράει ανέμελα κάτω από τον ουρανό ─ και ρίχτηκε στις ρόδες.
(από το πεζόμορφο ποίημα «Σχέδιο για διήγημα», από τη συλλογή Φωτοτυπίες, 1977)
Ο Γιάννης Κοντός με το σύνολο του έργου του και την αδιάλειπτη και μέχρι τον θάνατό του, το καλοκαίρι του 2015, ενεργή παρουσία του στα γράμματα, δικαίως θεωρείται ως ένας από τους πιο διακριμένους ποιητές και διανοούμενους της γενιάς του ’70. Στενός φίλος με τη Νανά Καλλιανέση, διευθύντρια τότε του Κέδρου, στον οποίο εργάστηκε επί μακρόν ως σύμβουλος και επιμελητής, ανάδειξε μεσ’ απ’ το πόστο του το έργο πολλών αξιόλογων νέων ποιητών και συγγραφέων, υπηρετώντας με πάθος την υπόθεση του βιβλίου∙ άλλωστε, υπήρξε κι ο ίδιος βιβλιοπώλης, κι ήταν αυτός, μαζί με τον φίλο του ποιητή και συγγραφέα Θανάση Θ. Νιάρχο, που άνοιξαν το βιβλιοπωλείο «Ηνίοχος» στη Σόλωνος, χώρο διακίνησης ιδεών και αξιόλογο πνευματικό στέκι εκείνης της εποχής. Στενή και διαχρονική υπήρξε και η συνεργασία του με πολλούς ακόμη γνωστούς ομοτέχνους του και καλλιτέχνες από τον χώρο των εικαστικών και του θεάτρου. Σεμνός, λιτός και μοναχικός αλλά και δεινός περιπατητής του άστεως, ήταν πάντοτε μες στην επικαιρότητα, χωρίς ποτέ να γίνει έρμαιό της. Εκτός από το αμιγώς ποιητικό, σημαντικό είναι και το πεζογραφικό του αποτύπωμα (άρθρα, δοκίμια, κριτικά σημειώματα, αφηγήσεις) όπου κι εκεί, το βλέμμα του ποιητή-συγγραφέα είναι διεισδυτικό, ευφάνταστο, ανατρεπτικό και συχνά μεταφυσικό (Μυστικά Τοπία, Θανάσιμα επαγγέλματα).