Χάρτης 23 - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-23/afierwma/o-poihths-poy-agapoyse-tis-texnes
Εδώ γύρω τριγυρίζω:
ονειροπόλος, χαμένος,
κολασμένος για λέξεις
και εικόνες.
Όλο πάνω σου σκοντάφτω
και αρχίζει μια μουσική
για τους ερωτευμένους.
Τα ποιήματα έχω προσκεφάλι
και είναι σκληρά σαν πέτρα.
Δεν γίνεται αλλιώς,
θα τα βάψω όλα κόκκινα.
Επειδή το θέμα του παρόντος κειμένου είναι εξειδικευμένο – οι άμεσες και έμμεσες αναφορές του ποιητή Γιάννη Κοντού στη ζωγραφική, τον κινηματογράφο και τη μουσική –, προσφεύγω στο παραπάνω ποίημα που κοσμεί το «αυτί» του εξωφύλλου της ποιητικής συλλογής του Ηλεκτρισμένη πόλη (2008), εν είδει εισαγωγής στην ποίησή του. Μολονότι δεν πρόκειται για ένα ποίημα από τα καλύτερά του, ωστόσο συναιρεί έκτυπα πολλά από τα βασικά γνωρίσματα της πενηντάχρονης ποιητικής του πορείας: Το όνειρο, την αγάπη του για την ποίηση και την αυτοαναφορικότητα, τις εικόνες, το χρώμα (που δίχως άλλο συναρθρώνεται οργανικά με την πολυσυζητημένη εικονοποιία του), τον έρωτα, τη μουσική, την ευρηματικότητα (ομολογουμένως, όχι στην πιο ευφρόσυνη στιγμή της). Σε αυτά θα μπορούσαμε να προσθέσουμε το χιούμορ και τον αυτοσαρκασμό, την πεζολογική, έως αντιποιητική τονικότητα και το καθημερινό λεξιλόγιο, την απουσία της φύσης και την προσκόλληση στο αστικό περιβάλλον, μια υπόρρητη θλίψη και τη ματαίωση που διαπερνά την ποίησή του στο σύνολό της – μορφολογικά και θεματικά στοιχεία σαφώς αντλημένα από τη μεγάλη δεξαμενή της γενιάς του ΄70.
Ο Γ. Κοντός στην ποίησή του δεν φείδεται αφιερώσεων αλλά και ρητών αναφορών σε ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνώνˑ παλαιότερων, που σφράγισαν εποχές και άνοιξαν δρόμους, αλλά και νεότερων συνοδοιπόρων του. Το δίκτυο αναφορών του στους λογοτέχνες είναι μεγάλο, υπέργειο και ορατό (με ρητές αναφορές) αλλά και υπόγειο (με λανθάνουσες υπομνήσεις). Τα ονόματα του Καρυωτάκη, του Σαχτούρη και του Σινόπουλου επανέρχονται με τον πρώτο να δεσπόζει (έχουν επισημανθεί από την κριτική αλλά και ομολογηθεί από τον ίδιο οι άρρηκτες σχέσεις με τους προαναφερθέντες), όπως και των Σολωμού, Σεφέρη, Εμπειρίκου, Καββαδία Σικελιανού, Ελύτη, Παπατσώνη και Αναγνωστάκη, αλλά και του Παπαδιαμάντη, του Πετζίκη και του Ιωάννου. Εντύπωση προκαλεί η επανειλημμένη αναφορά του Γιάννη Κοντού στον Όμηρο και η απουσία του Καβάφη. Από τους συγχρόνους του γενεαλογικά, αναφέρει τον Στεριάδη αλλά και τις Παμπούδη, Λαϊνά, Δούκα, Χατζηδάκι, Μαστοράκη. Η μερίδα του λέοντος των αναφορών στους ξένους λογοτέχνες ανήκει στον Πόε, τον Κάφκα, τον Μαγιακόφσκι και την Ντίκινσον. Ακολουθούν οι Λόρκα, Ντίκενς Ντοστογέφσκι, Μπέκετ, Τ. Ουίλλιαμς, Μιλόζ, Ελυάρ, Τουέην (μέσω του Τομ Σόγιερ), Χαίλντερλιν και η Εμιλυ Μπροντέ.
Η ποίηση του Γ. Κοντού, όμως, εκτός από τα moto, τις αφιερώσεις ή την ενσωμάτωση στίχων άλλων ποιητών και τις ονομαστικές, ευθείες αναφορές σε λογοτέχνες, συνομιλεί και με εικαστικούς καλλιτέχνες. Με τους Μαγκρίτ, Ντε Κίρικο, Εγγονόπουλο, Βαν Γκογκ, Μποτιτσέλι αλλά και τους Ψυχοπαίδη, Μυταρά, Σταθόπουλο, Χουλιάρα, Μιχαηλίδη, Λαζόγκα, Μανουσάκη, Καρά κ.ά. Πολλές από τις συλλογές του πλαισιώνονται από έργα ελληνων ζωγράφων από τους παραπάνω, ενώ πολλοί στίχοι του, όπως αναφέρει στα Ευγενή Μέταλλα, είναι εμπνευσμένοι από το έργο τους. Ως παράδειγμα ας αναφερθεί το έργο του Σωτήρη Σόρογκα του οποίου η δραματικότητα των αντιθέσεων αλλά και το «σκληρό» λευκό του, παραπέμπει σε πολλά ποιήματά του που δομούνται στη διαλεκτική του άσπρου-μαύρου. Η ποίηση του Κοντού βρίθει μιας εκτεταμένης εικονοποιίας που, δίχως άλλο, συνιστά μια εικαστική αντίληψη για την ποίηση. Η γνωστή και συστηματική ενασχόλησή του με τα εικαστικά και συγκεκριμένα τη ζωγραφική στον δοκιμιακό/πεζογραφικό του λόγο –έχει γράψει πολλά κείμενα για έλληνες ζωγράφους– υπεισιχωρεί και στα ποιητικά του κείμενα και μάλιστα κατά τρόπο καταλυτικό.
Ο Κοντός είναι ένας εικαστικός ποιητής, οπτικοποιεί τις λέξεις, «εικονογραφεί» τα ποιήματά του. Η εικονοποιία του παραπέμπει στον υπερρεαλισμόˑ έναν υπερρεαλισμό, όμως, όχι αφηρημένο και ονειρικά θρυμματισμένο, «αυτόματο» και ονειρικά παραμορφωτικό, αλλά αναπαραστατικόˑ με εικόνες εξαιρετικής ενάργειας και σαφών σχεδιαστικών περιγραμμάτων, με ευφυή χρήση οικείων μορφών και καθημερινών αντικειμένων, κατορθώνει να δημιουργήσει ένα μη ρεαλιστικό αποτέλεσμα
Νοσοκομείο των ξανθών αγγέλων. Ο αγαπημένος μου ποιητής χτυπημένος από το αίμα στην καρδιά, κείτεται μόνο με το σλιπ πάνω στα νερά. Στην άκρη του κρεβατιού, ο μικρός μου
αδελφός και εγώ κοιτάμε το καλοκαίρι. Μια κυρία από τη Γαλλία μας μιλάει για σουρεαλισμό. Εσύ κοιμάσαι μέσα στα χόρτα, πλάι σε μια λίμνη με πολλούς φαντάρους. (Φωτοτυπίες, σ. 9)
κατά το πρότυπο του Ντε Κίρικο, του Μαγκρίτ και του Εγγονόπουλου – που διόλου τυχαία, μνημονεύει στα ποιήματά του. Ο εικονισμός του παραστατικής λιτότητας και ελεγχόμενης παραδοξότητας,
Ανακεφαλαιώνοντας: η πάνινη μπάλα
που κλοτσάμε όλη νύχτα είναι το μάτι
του Κύκλωπα. Θα ξυπνήσει, θα φορέσει
το μάτι του, θα μας φάει. (Οστά, σ. 141)
δεν εγγράφεται ως μέσο διάρθρωσης του ποιήματος αλλά ως ποιητική στοχοθεσία, γίνεται ποιητική στάση (Κοσμόπουλος, 2002). Οι εικόνες του (που αν και αναλυτικά περιγραφικές δεν λειτουργούν ανασχετικά στην ποιητική ροή) είναι τέτοιας διαύγειας, που, κάποιες φορές, η δυστοπία της ποιητικής ατμόσφαιρας αίρεται
Δεν με χωράει το σώμα μου. Θέλω να επεκταθώ,
να φύγω. Ανοίγω τη βρύση. Τρέχει το νερό.
Τρέχει η νύχτα. Σκύβω να πιω, να ξεχάσω.
Κτυπάω πάνω στο πεθαμένο μου πρόσωπο.
Ανάβει μια φωνή. Φωνή της σιωπής. Η ροή
της μνήμης με τινάζει πίσω στο κορμί σου. Τώρα
που γράφω το φεγγάρι χάνεται στα σκέλια
σου και το χορτάρι ψηλώνει άγριο, κόκκινο, σαν
φωτιά. Όλα τ' άλλα τυλιγμένα σε υαλοβάμβακα.
Μόνο τα μαλλιά σου τρίζουν και μεγαλώνουν,
αγνοώντας τα πολιτικά συστήματα και
την τριγωνομετρία. (Φωτοτυπίες, σ. 16).
Η εμμονή του Γ. Κοντού με τα χρώματα, που όπως προαναφέρθηκε είναι άμεσα συναρτημένη με την εικονοπλασία του, διαπερνά όλη του την ποίηση. Η ποιητική του επικράτεια είναι πολύχρωμη. Στην παλέτα του κυριαρχούν το άσπρο/λευκό και το μαύρο, που όμως δεν παραπέμπουν στο αρχετυπικό αντιθετικό ζεύγος καλού-κακού, φωτός-σκοταδιού, δεδομένου ότι στην ποίησή του και το λευκό θεματογραφείται κατά κανόνα αρνητικά. Λευκή είναι η νύχτα, η ψίχα του φόβου, η τρέλα, λευκά είναι τα μάτια, τα ποντίκια, λευκοί είναι οι σκορπιοίˑ στην ποίησή του το λευκό «είναι σκληρό σαν πέτρα» (Τα Απρόοπτα, σελ. 18). Ομοίως, μαύρος είναι ο ορίζοντας, μαύρα τα λόγια, τα νερά, τα απογεύματα, μαύρη η κοίτη του ποταμού… Αλλωστε, όπως λέει ο ποιητής, «δοκιμάζω τα χρώματα και βγαίνουν όλα μαύρο» (Στη διάλεκτο της ερήμου, σελ. 65). Ακολουθούν σε συχνότητα το κόκκινο, το πράσινο και το κίτρινο. Κόκκινο είναι το φως, το μάτι, το τραγούδι, το χορτάρι, το σκοτάδι, το νερό. «Τα έβλεπα όλα κόκκινα» καταθέτει Στη διάλεκτο της ερήμου. Κίτρινη είναι η μουσική, η πόλη, η θάλασσα, η φωνή, τα φιλιά, τα μάτια. Το πράσινο είναι το κατεξοχήν θετικό χρώμα στην ποίησή του, αυτό που περισσότερο από όλα τα άλλα σχετίζεται με ένα ευφρόσυνο ερωτικό συναίσθημα. Έτσι, λοιπόν, πράσινη είναι η αγκαλιά και «τα λόγια σου», «η υγρασία της φωνής σου», «η απέραντη πρασινάδα και μετά η θάλασσα». Το πράσινο είναι ένας τόπος ευάερος και ευδαίμωνˑ και όπως λέει ο ποιητής στα Οστά (σελ. 23), «Φωλιάζω στον πάγο και φαντάζομαι την πρασινάδα σου». Όλη η ποίησή του είναι διάστικτη από χρώματα. Ώχρα, γκρι, μολυβί, μωβ, μπλε, αλλά και ροζ, γαλάζιο κ.ά. Ακόμα και οι λέξεις του έχουν χρώμαˑ η λέξη «συνήθως» είναι μπλε και το ρήμα «θέλω» πορτοκαλί. Όμως τα χρώματα στο σύνολό τους δεν κατορθώνουν να άρουν το εφιαλτικό αδιέξοδο του ποιητή, μια και
Το κουβάρι των ημερών του
ξετυλίγεται κατακόκκινο, ασχέτως εάν οι άλλοι
το βλέπουν γκρίζο. Είναι βουτηγμένος στα χρώματα
χωρίς ελπίδα. (Ηλεκτρισμένη πόλη, σ. 14)
Μολονότι ο χώρος οργάνωσης του ποιητικού υλικού του Κοντού είναι συνήθως λίγα τετραγωνικά (είναι ποιητής «δωματίου», όπως λέει και ο Βαγενάς), γεγονός που θα του προσέδιδε τον χαρακτηρισμό του «θεατρικού» ποιητή, το σκηνικό στο οποίο εκτυλίσσεται η ποιητική του ιστορία είναι κινηματογραφικόˑ ο ποιητής οργανώνει σκηνοθετικά την ποιητική του αφήγηση, παρεμβαίνοντας ακόμα και σκηνογραφικά (διακρίνουμε την επίδραση του Ρίτσου, ένός εξαιρετικού σκηνογράφου/σκηνοθέτη ποιητή) στον χώρο του ποιήματος. Οι εξωτερικοί χώροι εναλλάσσονται ταχύτατα με τους εσωτερικούς με την τεχνική του κινηματογραφικού ταυτοχρονισμού (και εδώ εντοπίζουμε οφειλές στον Σινόπουλο) και αυτό, δίχως άλλο, έχει σχέση με την πληθωρική εικονοπλασία του. Ο κινηματογράφος είναι ένα μόνιμο πεδίο αναφοράς του, όπως για αρκετούς ποιητές της γενιάς του που γοητεύονται από αυτό το προϊόν της μαζικής κουλτούρας. Εκτός από αναφορές σε ηθοποιούς του ξένου κινηματογράφου (Μάρλον Μπράντο, Τζέημς Ντην, Νάταλι Γουντ, Τζούλι Κρίστι κ.ά.), οι ρητές αναφορές του στον Μπέργκμαν και τον Ταρκόφσκι τον ανάγουν σε «ποιοτικό» σινεφίλ· επιπλέον, δεν λείπουν τα ποιήματα που είναι εξ΄ολοκλήρου εμπνευσμένα από το σινεμά. Το ακόλουθο είναι αφιερωμένο στον Τζων Κασσαβέτη, τιτλοφορείται «Σενάριο» και οι σκηνοθετικές οδηγίες περισσεύουν
Καναπές στη μέση του σπιτιού.
Το σπίτι στη μέση της πόλης
και λίγο αριστερά. Το παρελθόν,
ουρά του διαβόλου, μαδάει τούφες τούφες.
Εμείς, ως συνήθως, φιλιόμαστε.
(Το συνήθως να γίνει μπλε.)
Οι φωτισμοί, χαμηλοί και κάθετοι,
γράφουν άλλη ιστορία. Οι ομιλίες,
επίσης χαμηλές, μαζεύονται κουβάρι
πίσω από το έπιπλο. Το πλήθος
της σκηνής σαν ένα σώμα που πάλλεται,
παρακολουθεί το ζευγάρι.
Ένα μηχάνημα κατεβάζει
τη δύση, που θα γίνει στο μέλλον.
Όλα αυτά πρέπι να δέσουν
με το χαμόγελο της κοπέλας
όταν βλέπει ζέβρες (αληθινές) στην πλατεία[…] (Δωρεάν σκοτάδι, σ. 42).
Και ερχόμαστε στη μουσική. Ο Γ. Κοντός «φτιάχνει» ποιήματα με «μουσική έρπουσα και βαθιά πράσινη» (Στο γύρισμα της μέρας, σελ. 39). Η μουσική στο έργο του μπορεί να μην έχει τον δομικό ρόλο που έχει στην Κίχλη του Σεφέρη (Μαρωνίτης, 1973) ή επί παραδείγματι στο έργο του Τόμας Μαν (για να ξεφύγουμε λίγο από τις «εδώδιμες» παραπομπές), αλλά βρίσκεται παντού: στον ρυθμικό βηματισμό, την αρρυθμία, τον μετρικό απόηχο, την τονικότητα και την ατονικότητα, τους παρατονισμούς, τις συνιζήσεις ακόμα και τη σιωπή. Μόνο η λέξη μουσική απαντάται πάνω από ογδόντα φορές (!) στην ποίησή του. Οι αναφορές του στη ρεμπέτικη και δημοτική μουσική καθώς και στα αντίστοιχα όργανα (μπαγλαμάς, κλαρίνο, φλογέρα, χάλκινα, κρουστά, βιολί κ.ά.) είναι πολλές. Υπάρχουν ποιήματα αφιερωμένα στην Μπέλλου, τον Γιάννη Παπαϊωάννου, ποιήμα εξ΄ολοκλήρου εμπνευσμένο από τον καπετάν Ανδρέα Ζέπο ενώ η λέξη «ρεμπέτικο» επανέρχεται και ως τίτλος. Αναφορές υπάρχουν στον Μάνο Χατζιδάκι, τον Κηλαηδόνη, τον Τσακνή ενώ δεν λείπουν και οι κλασικοί Μπαχ, Μάλερ, Ραβέλ καθώς και όργανα του λεγόμενου σοβαρού ρεπερτορίου (βιολοντσέλλο, τσέμπαλο, όμποε κ.ά.). Ο ποιητής παρόλο που καταθέτει ότι «Τίποτα δεν μύριζε μουσική/όπως τους είχαν υποσχεθεί» (Ηλεκτρισμένη πόλη, σελ. 57), θεματογραφεί τη μουσική και ό,τι σχετίζεται με αυτήν, κατά κανόνα θετικά, ως τόπο ανακουφιστικής αναψυχής και σταθερής παραμυθίας.
Το ευρύ δίκτυο των ονομαστικών αναφορών σε λογοτέχνες και καλλιτέχνες που χαρακτηρίζει την ποίηση του Κοντού σχετίζεται με την πολυφωνική διακειμενικότητα της γενιάς του ΄70. Σύμφωνα με τον Ζήρα, η εν λόγω γενιά «έχει ίσως την πιο έντονη και εκτεταμένη τάση απορρόφησης άλλων έργων» (Αλεξίου, 2001). Πρόκειται για μια διακειμενικότητα που δεν συνίσταται μόνο σε έναν υποδόριο διάλογο με παλαιότερα και σύγχρονα κείμενα ή μια έμμεση συνομιλία με τους προγόνους, αλλά είναι άμεση και ρητή. Συχνά «ονοματίζουν» ομότεχνους και γενικότερα καλλιτέχνες δημιουργώντας ένα διευρυμένο πραγματολογικό πλαίσιο. Με αυτόν τον τρόπο δεν προσπαθούν απλώς να ανασυστήσουν το ποιητικό και εν γένει καλλιτεχνικό σύμπαν της εποχής, αλλά και να δομήσουν μια λόγια περσόνα – ακόμα και αν διατείνονται για το αντίθετο. Ας μην ξεχνάμε, βέβαια, και το γεγονός, που έχει διαπιστωθεί πολλάκις, ότι οι εκπρόσωποι της γενιάς του ΄70 έχοντας τον έλεγχο ενός μεγάλου μέρους του περιοδικού λογοτεχνικού τύπου, δημιουργούν ένα στέρεο πλαίσιο δημόσιων σχέσεων, πλαίσιο αλληλοπροβολής και αυτοπροβολής που εξυπηρετείται από τις ονομαστικές αναφορές. Παράληλα με αυτά, δεν πρέπει να παραληφθεί το γεγονός ότι ο Κοντός, με όλες τις αφιερώσεις και τις ονομαστικές αναφορές, θέλει να αποτίσει φόρο τιμής προς τους προκατόχους του. Όλους αυτούς που τον εξέθρεμαν λογοτεχνικά, εικαστικά, κινηματογραφικά και μουσικά και συνέβαλλαν στη διαμόρφωση της ποιητικής του ιδιοπροσωπίας.
Τελειώνοντας, ας μου επιτραπεί μια πολύ προσωπική κατάθεση.
Ήταν φθινόπωρο του 1981, όταν μια φίλη και συμμαθήτρια τότε στο Λύκειο, μου χάρισε για τα 16α γενέθλιά μου το Χρονόμετρο του Γιάννη Κοντού. Θυμάμαι ότι διαβάζοντας το ποίημα Ο δύτης, έμεινα άναυδη.
– Άλλη φορά δε θα κατέβω στο υπόγειό σου
Να βγάλω σφουγγάρια –
Εκεί κάτω είναι σκοτεινά.
Εξάλλου ξεχνάς να με τραβήξεις επάνω
και ψηλαφίζω να ΄βρω καμιά χαραμάδα
να βγάλω τη φωνή μου στο φως.
Άσε που οι φλέβες μεγαλώνουν στο σκοτάδι,
βγαίνουν από το κορμί και γυρεύουν
ν΄αρπαχτούν από το χώμα και να ριζώσουν.
Τέλος, όταν βγω, πέφτω σε άλλα σκοτάδια
και μου ζητάνε ταυτότητα οι πολιτσμάνοι
και με τραβάνε στο τμήμα.
Άντε τώρα να τους εξηγήσεις για σφουγγάρια και τέτοια.
Έκτοτε ο καιρός κύλησε και οι ποιητές που αγάπησα παραγκώνισαν κάπως την αγάπη μου για τον Κοντό. Κάποια βράδια, όμως, βλέπω αυτό το ποίημα στο όνειρό μουˑ είμαι στα σκοτεινά και αγωνιώ. Πνίγομαι. Στο τέλος, όμως, κατορθώνω και βγάζω τη φωνή μου στο φως.
Για αυτό και μόνο – και είναι πολύ – ευχαριστώ τον Ποιητή.