Χάρτης 23 - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-23/afierwma/orismenes-epimones-texnes-sthn-poihsh-toy-giannh-kontoy
Ο Γιάννης Κοντός, ένας από τους χαρακτηριστικότερους ποιητές της γενιάς του ’70, άφησε εμφανές και διακριτό το στίγμα του στην ποίηση, ώστε μπορούμε με ασφάλεια να τον κατατάξουμε σε έναν από τους σημαντικότερους ποιητές της μεταπολεμικής εποχής. Ο Κοντός δημιουργεί με τα δικά του υλικά και τους δικούς του τρόπους ένα ποιητικό οικοδόμημα με ιδιαίτερη αρχιτεκτονική. Το οικοδόμημα αυτό, με εξπρεσιονιστικά και μεταυπερρεαλιστικά στοιχεία, επιμονή στο άλογο και το παράλογο, ροϊκότητα θαυμαστή των εικόνων, ποιητικούς αιφνιδιασμούς και πρωτότυπες μεταφορές, ανθρωπομορφισμούς και παραμυθητικούς τόνους, αναδεικνύεται συμπαγές σύνολο με γερά θεμέλια και ευειδή όψη. Ένα από τα κύρια και καίρια χαρακτηριστικά της ποίησής του είναι η γοητεία του απροσδόκητου, μια πηγαία και αυθεντική εκπήγαση της έκπληξης στη γραφή του. Έχω επίσης την αίσθηση ότι η ποίηση του Κοντού δεν είναι παρά μια αντίδραση στο φόβο: «… ο φόβος/ αυτό το κατοικίδιο ζώο/ μπερδεύεται στα πόδια μου τρίζοντας» (Τα απρόοπτα). Ο λόγος του είναι στέρεος και ουσιαστικός, ενίοτε στοχαζόμενος, με αβίαστη προφορικότητα, σαρκασμό και αυτοσαρκασμό. Ο Κοντός είναι παιδί που παίζει με τις λέξεις. Η ποίηση στα χέρια του είναι ένα παιχνίδι, το οποίο μπορεί να διαλύσει ανά πάσα στιγμή και να συναρμολογήσει στη συνέχεια όπως του αρέσει, μεταβάλλοντας την αρχική του υπόσταση.
Ο Κοντός εξέδωσε όσο ζούσε 14 ποιητικές συλλογές, οι οποίες περιλαμβάνονται στον συγκεντρωτικό τόμο: Τα ποιήματα (1970-2010), 2013. Στις συλλογές αυτές, όπως δημοσιεύονται στον εν λόγω τόμο, γίνονται οι παραπομπές της εργασίας μου.
Διαβάζοντας το σύνολο του ποιητικού έργου του Κοντού, αντιλαμβάνομαι ότι δεν έχω συναντήσει άλλον ποιητή, νεότερο ή παλαιότερο, που να περιλαμβάνει σε τόσο μεγάλο βαθμό στο έργο του, είτε στο σώμα των ποιημάτων του είτε στους τίτλους είτε στις αφιερώσεις, πλήθος προσώπων από τον συγγραφικό και καλλιτεχνικό κόσμο, αλλά και σαφείς αναφορές στο σύνολο σχεδόν των τεχνών. Πέραν της ευρύτερης κουλτούρας για τον δημιουργό που υποδηλώνει αυτή η παρατήρηση, είναι βέβαιο ότι όλες οι αναφορές του έχουν κατά κάποιον τρόπο συμβάλει στη διαμόρφωση της προσωπικότητας, του ύφους και των θεμάτων του. Ο Κοντός, ποιητής ανθρωποκεντρικός κατά βάσιν, αφενός βιώνει την έκθεσή του στην κοινωνική καθημερινότητα της πολύβουης πόλης και αφετέρου μετέχει κατά τις επιλογές του σε μια πνευματική πραγματικότητα. Ρουφώντας, λοιπόν, εκείνα με τα οποία έρχεται σε επαφή, διαβάσματα, ακούσματα, θεάματα, συναναστροφές, τα διυλίζει στο προσωπικό του εργαστήριο και αποστάζει ποίηση. Ούτε στο ελάχιστο αυτές οι παραθέσεις δεν έχουν κάποια επιδειξιομανή βάση. Αντιθέτως, αφορμώνται από την αγάπη του ποιητή για τα πρόσωπα και τα πράγματα στα οποία αναφέρεται.
Στη συλλογή του Στο γύρισμα της μέρας ο Κοντός δημοσιεύει ένα ποίημα με τον εύγλωττο τίτλο «Αυτοβιογραφία». Παραθέτω ορισμένους στίχους: «Στα δεκαπέντε, ένα βράδυ/ έφυγα από τον κινηματογράφο ακολουθώντας/ τη Νάταλι Γουντ και τον Τζέιμς Ντην./ Θυμάμαι κάτι μεγάλα δωμάτια και μέσα/ άλλα μικρά δωμάτια σαν καμαρίνια./ Σε ένα από αυτά τα μάτια της Ρίτας Χέηγουωρθ/ με παρακολουθούσαν με έκπληξη. Αργότερα γνώρισα/ τον Μάρλον Μπράντο […] Έμεινα χρόνια κοντά τους,/ κάτι ρολάκια έπαιξα κι εγώ. […] Ζωγράφιζα πού και πού./ Κυρίως όμως έπαιζα άλτο σαξόφωνο./ Το κανονικό μου επάγγελμα αργότερα/ ήτανε του κομπάρσου. Σε χιλιάδες ταινίες: […] Τώρα ασκώ το επάγγελμα του υποβολέα./ Σβήνοντας τα φώτα, δυναμώνει η φωνή μου,/ παίρνουν μπρος τα κουρασμένα σώματα/ και αρχίζει η παράσταση.» Στο ποίημα αυτό αποτυπώνονται ορισμένες επίμονες τέχνες, σημαντικές προφανώς για τον ποιητή, τη σχέση των οποίων με την ποίησή του θα επιχειρήσουμε να αναδείξουμε. Στο έργο του, λοιπόν, τέσσερις τέχνες: μουσική, ζωγραφική, κινηματογράφος και θέατρο, καθώς και οτιδήποτε σχετίζεται με αυτές τις τέχνες, μουσικοί και μουσικά έργα, ζωγράφοι και έργα ζωγραφικής, σκηνοθέτες του σινεμά ή του θεάτρου, σενάρια, θεατρικοί συγγραφείς, ηθοποιοί κλπ., παίζουν, εκτός των άλλων, κομβικό ρόλο στον τρόπο της ανάπτυξης κάποιων ποιημάτων του. Να αναφέρω εδώ ότι σύντομες, πλην όμως ουσιαστικές παρατηρήσεις για το θέμα, περιλαμβάνονται και σε ένα ευρύτερο κείμενο για τον Κοντό του ποιητή Γιώργου Μαρκόπουλου, δημοσιευμένο στο περιοδικό Γραφή (τεύχ. 50, Φθινόπωρο 2001). Ο ίδιος ο Κοντός, στο ιδιαίτερα κατατοπιστικό κείμενό του: «Ένα ‘Υστερόγραφο’ από τον ποιητή στη δεύτερη έκδοση της Περιμετρικής που, όμως, θα μπορούσε να είναι και Πρόλογος για το έργο του», το οποίο προτάσσεται στον συγκεντρωτικό του τόμο, αναφέρει πλειάδα προσώπων άμεσα σχετιζομένων με αυτές τις τέχνες, με τα οποία αισθανόταν δημιουργική ώσμωση. Στο ίδιο κείμενο γράφει επίσης για την ποίηση: «Από πάντα ήσουνα η μουσική και η ζωγραφική για μένα», ενώ η σχέση του με τον κινηματογράφο και το θέατρο δηλώνεται ως εξής χαρακτηριστικά: «μπαινόβγαινα σε κινηματογράφους και θέατρα, σε σημείο να είναι οι σκοτεινές αίθουσες προέκταση του δωματίου μου». Επιπλέον, αφθονούν στο έργο του εξαιρετικές μεταφορές με στοιχεία από τον κόσμο των τεχνών αυτών.
Η μουσική αποτελεί για τον Κοντό αναγκαίο αναπνευστήρα. Παντού στο έργο του δηλώνεται η αγάπη και η σχέση του μαζί της: «Η ίδια μουσική παντού, χωρίς οίκτο να μας θυμίζει/ το δρόμο π’ άρχιζε μέσα μας και δεν τελειώνει πουθενά.» (Περιμετρική) – «(Ποτέ δεν κατάλαβα τη γεωμετρία./ Από παιδάκι ήμουνα μουσικός.)» (Τα οστά) – «Είμαι ευτυχισμένος όταν ακούω μουσική…» (Ανωνύμου μοναχού). Από τη λαϊκή και τη ρεμπέτικη μέχρι την έντεχνη ή την κλασική, η μουσική τροφοδοτεί τον Κοντό όχι μόνο με τα πρόσωπα που την υπηρέτησαν, τα ονόματα των έργων τους, την ορολογία της, αλλά και με μια βαθύτερη ψυχική διαπίδυση, που δημιουργείται ανάμεσα στην ποίηση και τη μουσική, μετατρέποντας τις δύο τέχνες σε συγκοινωνούντα δοχεία. Στην ποίησή του, λοιπόν, ο ρυθμός, έστω και ασύμμετρος ενίοτε, η αρμονία αλλά και η αρμονική ασάφεια, η μορφολογική ελευθερία, η βαθιά αίσθηση των ήχων προέρχονται από την τέχνη της μουσικής. Ο Κοντός αγαπά και αναφέρεται σε όλα τα είδη της καλής μουσικής: στη λαϊκή, τη ρεμπέτικη, την κλασική (από το άκουσμα της οποίας έχουν προκύψει ωραία ποιήματα, όπως το: «Μηρυκάζω: πρόσωπα, εικόνες, μουσική» από τη συλλογή Στο γύρισμα της μέρας, εμπνευσμένο από τα Τραγούδια για τα νεκρά παιδιά του Γκούσταβ Μάλερ), ακόμη και στη βυζαντινή και βεβαίως στην τζαζ και τη ροκ. Στο ποίημα «Όταν διαλύονται τα μουσικά συγκροτήματα», από την Υποτείνουσα της σελήνης, ο ποιητής περιγράφει με πειστικό και παραστατικό τρόπο σκηνές ροκ.
Η αγάπη του Κοντού για το τραγούδι είναι αναμφισβήτητη, όπως φαίνεται από την προβολή των ανθρώπων που το υπηρέτησαν (Γκάτσος, Χατζιδάκις, Ξαρχάκος, Παπαϊωάννου, Μπέλλου κ.ά.), αλλά και από την ένθεση στίχων από τραγούδια στα ποιήματά του: «άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα στο σκοτάδι,/ τη στιγμή π’ ακούγονταν απ’ το ραδιόφωνο/ ένας σκοπός – ‘τάχα τι να γύρεψαν στα χλομά σου μάτια’» (Περιμετρική – Ο στίχος είναι από τραγούδι του Σταύρου Ξαρχάκου σε στίχους Νίκου Γκάτσου) – «Μια ψαροπούλα είναι αραγμένη/ μπρος στ’ ακρογιάλι/ το Ζέπο περιμένει…» (Περιμετρική – Στίχοι του Γιάννη Παπαϊωάννου, ενταγμένοι σε ένα ωραίο ποίημα για τον Ανδρέα Ζέπο, τον θρυλικό ψαρά από το Αϊβαλί, που στην κατοχή μοίραζε ψάρια στους άπορους του Πειραιά, αλλά μετά τον πόλεμο πτώχευσε και του κατέσχεσαν το καΐκι) – «Κοίταξε έξω./ Έβρεχε./ Ένα ρεμπέτικο δυνάμωνε τη βροχή./ ‘Τρεις σταγόνες δηλητήριο/ να μου έριχνες απόψε στο πιοτό.’» (Περιμετρική – Ρεμπέτικο τραγουδισμένο από τη Σωτηρία Μπέλλου).
Από την άλλη, οι αναφορές στα σχετιζόμενα με τη μουσική είναι πάμπολλες στο έργο του. «Ακούγονται», λοιπόν, πολλά μουσικά όργανα: τσέμπαλο, ακορντεόν, βιολί, κόρνα, ντραμς, σαξόφωνο, όμποε («Μόλις σβήσουν τα φώτα θα σου πω τ’ όνομά σου/ μ’ ένα όμποε» – Περιμετρική), τρομπέτα, βιολοντσέλο κ.ά. Πολλοί τίτλοι ποιημάτων του είναι δανεισμένοι από τη μουσική ορολογία: «Μουσική δωματίου», «Τοκάτα σε τοπίο», «Σπουδή για σοπράνο» κλπ. Επιπλέον, συναντούμε στα ποιήματά του οξυδερκείς μεταφορές με βάση τη μουσική: «Ένα λαϊκό τραγούδι ξεφλουδίζει τη νύχτα» (Τα απρόοπτα) – «Μελωδίες, μικρά καρφιά επιθυμιών» (Η υποτείνουσα της σελήνης) – «Μια σακούλα με μουσική είναι αυτή η μέρα./ Κι όπως σε σκέφτομαι, σκίζεται και τρέχει/ ζεστή και υγρή η μουσική στην πόλη.» (Δευτερόλεπτα του φόβου).
Έχω την άποψη ότι η ποίηση του Κοντού συγκοινωνεί περισσότερο με την τζαζ. Υπάρχει στη δημιουργία του κάτι από τον ήχο και την πολυμορφία του σαξόφωνου. Μια αίσθηση αυτοσχεδιασμού που παρατηρούμε στη γραφή του συνδέεται σαφώς με τη μουσική αυτή. Κι αν δεχτούμε τον ορισμό του Thelonious Monk ότι «η τζαζ είναι ελευθερία», νομίζω ότι θα ταίριαζε και στην ποίηση του Κοντού. Η ποίησή του είναι ελευθερία, με την έννοια του αυξημένου βαθμού αυτοσχεδιασμού στη γραφή του και της προσπάθειάς του να απελευθερώσει τις ιδέες του, μετατρέποντάς τες σε λέξεις και ποιήματα.
Η σχέση του Κοντού με τη ζωγραφική είναι επίσης κομβική για την ποίησή του. Η αγάπη του γι’ αυτή την τέχνη είναι γνωστή και δεν είναι τυχαίο ότι έχει γράψει κείμενα για σύγχρονους Έλληνες ζωγράφους. Ο Κοντός χρησιμοποιεί τη ζωγραφική για να ταξιδέψει στο βαθύτερο είναι του και να εξορύξει τα προσωπικά του χρώματα, να διακρίνει τη χροιά τους, να δημιουργήσει έναν κόσμο με την ονειρική αίσθηση των χρωματισμών, έναν κόσμο στον οποίο η φαντασία θα συμπληρώνει την πραγματικότητα και θα δημιουργεί μια ζωή με ανατάσεις και όχι βιδωμένη στην καθημερινότητα. Χαρακτηριστικό είναι το ποίημα «Η ζωγραφική στη ζωή μου» από τη συλλογή Στο γύρισμα της μέρας: «Άφησα το ζεστό σου κρεβάτι,/ τα λευκά σεντόνια, τα ήσυχα νερά/ και πήγα σε κείνες τις πλατείες/ του Ντε Κίρικο, στο υποσυνείδητο,/ με τα κυλιόμενα φεγγάρια./ […]/ Βάδιζα σε ένα πεζοδρόμιο και πήγαινα/ και δεν πήγαινα, λες και πατούσα/ τεντωμένο σύρμα στο κενό./ Άλλο και τούτο, τα μισά τα ζω/ και τα άλλα μισά τα φαντάζομαι./ […]».
Από τη ζωγραφική ο Κοντός έχει δανειστεί τα σχήματα και τα χρώματα. Τα χρώματα είναι πανταχού παρόντα στην ποίησή του. Το κόκκινο, το μαύρο, το λευκό, το κίτρινο, το γκρίζο («Έρχεται ένα γκρίζο, προετοιμάζοντας/ περιπέτεια και μεγάλες νύχτες» – Στο γύρισμα της μέρας) δίνουν ατμόσφαιρα ανάλογη της συναισθηματικής του κατάστασης ή φόρτισης, αναδεικνύοντας δια των λέξεων τις αποχρώσεις του μέσα κόσμου του. Αρκετά ποιήματά του βρίθουν χρωμάτων, δηλούμενων ή υποδηλούμενων. Αναφέρω για παράδειγμα το ποίημα «Μια κανονική Τετάρτη» από την Υποτείνουσα τη σελήνης. Από τη ζωγραφική όμως έχει δανειστεί και την αναπαραστατική της λειτουργία. Πολλά ποιήματα αναπαριστούν την πραγματικότητά του, με αισθητές ή φανταστικές εικόνες (η εικόνα είναι δομικό στοιχείο της ποίησής του), κατά τρόπο που να μοιάζουν με πίνακες ζωγραφικής, όπως το ποίημα «Μεταμορφώσεις» από το Δωρεάν σκοτάδι. Να σημειώσω επίσης ότι δεν παρατηρούνται στην ποίησή του νεκρές φύσεις. Ίσως να του ταιριάζει περισσότερο η ζωντανή φύση της ζωγραφικής, η ζωγραφική που δημιουργείται από την ίδια τη φύση, η ζωγραφική που σφύζει από ζωή. Χαρακτηριστικό είναι το ποίημα «Τα φρούτα και ο άνθρωπος» από τη συλλογή Ο αθλητής του τίποτα: «[…] Τότε ο άνθρωπος/ σηκώνει τα χέρια και κόβει. Το χέρι/ θυμάται τους προγόνους του. Το φρούτο,/ το χάδι, το χνούδι, το φιλί, ο ήλιος/ –η ζωντανή φύση της ζωγραφικής.»
Στην ποίησή του υπάρχουν αναφορές σε ζωγράφους, με τους οποίους αισθάνεται εγγύτητα. Παρατηρούμε μια ροπή στο κίτρινο και τον Βαν Γκογκ: «Πώς εκτείνεται δειλά το κίτρινο,/ στον μήνα Αύγουστο. / Πώς μιλά ο Βαν Γκογκ.» (Η στάθμη του σώματος)· κι αλλού: «Το κίτρινο/ του ζωγράφου έβαφε τα πάντα στο πέρασμά τους» (Ηλεκτρισμένη πόλη). Αλλά και στον Μποτιτσέλι: «Φοράνε άσπρα καπέλα/ και από το στόμα τους/ τρέχουν λουλούδια/ όπως στον πίνακα του Μποτιτσέλι» (Στο γύρισμα της μέρας) ή τον Νταλί: «Τα ρολόγια κρέμονται ξεχειλωμένα/ από ξερά κλαδιά, όπως στον πίνακα/ του Σαλβαντόρ Νταλί: ‘Η επιμονή της ανάμνησης’» (Η υποτείνουσα της σελήνης). Νομίζω, όμως, ότι η ποίησή του ταιριάζει περισσότερο στη ζωγραφική του Ντε Κίρικο, με τον οποίο νιώθει εκλεκτική συγγένεια, κάτι που επιβεβαιώνεται και στο ποίημα «Η ζωγραφική στη ζωή μου». Πολλά από τα μεταφυσικά στοιχεία της ζωγραφικής του Ντε Κίρικο, η αινιγματικότητα των συνθέσεών του και η αμφισημία των αντικειμένων του αντανακλώνται στην ποίηση του Κοντού.
Με τον κινηματογράφο ο Κοντός έχει επίσης αγαπητική σχέση. Δεν είναι ότι είχε δει πολλές ταινίες («Χιλιάδες μέτρα ταινίας/ με τυλίγουν και με ακολουθούν/ στη ζωή μου» – Στο γύρισμα της μέρας). Δεν είναι ότι θαύμαζε πολλούς σκηνοθέτες ή ηθοποιούς. Είναι περισσότερο η τεχνική και η διαδικασία της συγκεκριμένης τέχνης που έχουν επηρεάσει τον τρόπο της γραφής του. Πολλές φορές ο Κοντός ανακαλεί ή δανείζεται τρόπους από την τέχνη του κινηματογράφου για να ξετυλίξει τις ποιητικές του ιδέες και να οργανώσει με φιλμική γραφή τα ποιήματά του. Έτσι, η κίνηση καθώς και η γρήγορη και απροσδόκητη αλληλουχία των εικόνων, η αλλαγή του κλίματος και η αιφνίδια τροποποίηση των συναισθημάτων, οι φωτοσκιάσεις των δρώμενων, το σασπένς, η διαδοχή φωτός και σκότους, ημέρας και νύχτας, ακόμη και η αφηγηματικότητα παραπέμπουν αναμφισβήτητα στην έβδομη τέχνη.
Στην ποίηση του Κοντού χρησιμοποιούνται, είτε στους τίτλους είτε στο σώμα των ποιημάτων, όροι από την ορολογία του σινεμά: σενάριο, φιλμ, ταινία μικρού μήκους κοκ. Επίσης σπουδαίες μεταφορές: «(Αστυνομική ταινία η νύχτα./ Ο χρόνος εγγαστρίμυθος δολοφόνος).» (Τα οστά) – «Τρέχοντας σ’ αυτή την ταινία τρόμου/ μαζί με τους πεθαμένους –ένας πεθαμένος/ παίζει όμποε– δεν ευθύνεται για τίποτα./ Άλλοι γράψανε το σενάριο, άλλοι χειρίζονται/ τις μηχανές, άλλοι ελέγχουν τους φωτισμούς// και ο μέγας σκηνοθέτης έχει πάντα τον τελευταίο λόγο.» (Τα οστά), όπου υπονοείται ο θάνατος ως ο μέγας σκηνοθέτης της ανθρώπινης ζωής.
Πολλά ποιήματά του είναι σενάρια για ταινίες μικρού μήκους. Το ποίημα «Σενάριο», για παράδειγμα, από το Δωρεάν σκοτάδι, έχει χτιστεί με ξεκάθαρη λογική σεναρίου. Άλλα ποιήματά του είναι αυτούσιες ταινίες μικρού μήκους, όπως το ποίημα «Φιλμ» από την Υποτείνουσα της σελήνης, με πρόσωπα, σκηνικό, μουσική, φωτισμούς και πολύ σασπένς.
Σε πολλά ποιήματά του διακρίνουμε πλάνα από διάφορους σκηνοθέτες ή κινηματογραφικά κινήματα. Αναφέρω τον Ταβερνιέ και τη νουβέλ βαγκ στο ποίημα «Ο κύριος Ταβερνιέ» από την Ηλεκτρισμένη πόλη. Η ποίησή του, ωστόσο, συνδέεται περισσότερο με τον Ταρκόφσκι. Διαβάστε, για παράδειγμα, το ποίημα «Βροχερό Λονδίνο» από την Ηλεκτρισμένη πόλη. Οι ποιητικοί συνειρμοί και η ονειρική λογική που παρατηρείται στις ταινίες του Ταρκόφσκι, παρατηρούνται και στην ποίηση του Κοντού. Στη συλλογή Δωρεάν σκοτάδι, ανακαλούμε πλάνα από τον Στάλκερ και τον Καθρέφτη. Περισσότερο, όμως, και από τον Ταρκόφσκι, ο Μπέργκμαν νομίζω ότι ταιριάζει στη γραφή του Κοντού. Η αδυναμία ουσιαστικής επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων και κυρίως των δύο φύλων, η αντιπαράθεση του ανθρώπου με τον εαυτό του, η αναζήτηση του νοήματος της ζωής, κύρια χαρακτηριστικά του μπεργκμανικού έργου, απασχολούν και τον Κοντό. Αναφέρω ενδεικτικά το ποίημα «Η βρύση στάζει» από την Ηλεκτρισμένη πόλη, στο οποίο μετά την αδυναμία επικοινωνίας του το παντρεμένο ζευγάρι καταλήγει στο στίχο: «–Καλύτερα να μη μιλάμε.»
Τέλος, η αγάπη του Κοντού για το θέατρο τον οδηγεί σε δανεισμό των τρόπων με τους οποίους εκείνο λειτουργεί και εκφράζεται, δίνοντάς του τη δυνατότητα να «σκηνοθετήσει» μικρές παραστάσεις. Ο δραματικός τόνος που έχουν ορισμένα ποιήματά του, οι διάλογοι, η δράση, η αμεσότητα και η ζωντάνια, η εξωτερίκευση των ενδόμυχων σκέψεων των ποιητικών του προσώπων και οι διάφορες ανατροπές παραπέμπουν στο θέατρο και υποδηλώνουν το συσχετισμό της ποίησης του Κοντού με την εν λόγω τέχνη. Κάποια ποιήματά του έχουν γραφτεί με τον τρόπο μιας θεατρικής σκηνής, π.χ. το ποίημα «Ο ανατόμος» από τη συλλογή Στο γύρισμα της μέρας. Ενώ άλλα είναι θεατρικοί μονόλογοι, όπου ένα πρόσωπο μόνο του, σαν να είναι επί σκηνής, εκφράζει μεγαλόφωνα τις σκέψεις του. Αναφέρω ενδεικτικά τα ποιήματα «Ο εφοριακός» από τη συλλογή Ο Αθλητής του τίποτα –όπου ένας εφοριακός σε μια πράξη του θεάτρου της ζωής του φαίνεται να εξομολογείται ή και να αυτοεξομολογείται μπροστά σε μιαν αόρατη πλατεία θεατών, καταγράφοντας «τις διακυμάνσεις της ψυχής» του– και «Μιλάει ο δράκος στον Άγιο Γεώργιο», από τη συλλογή Ανωνύμου μοναχού, ένα κορυφαίο ποίημα, όπου ο δράκος απολογείται με συγκλονιστική δραματικότητα για όσα του καταμαρτυρεί η παράδοση. Δε λείπουν βέβαια και ποιήματα που είναι μικρά θεατρικά μονόπρακτα, κάποτε ακαριαία, με σκηνική και παραστατική οπτική και δύναμη, με καθαρά διαλογική ανάπτυξη, ακόμη και με σκηνικές οδηγίες. Παράδειγμα το ποίημα «Κυριακή απόγευμα (απόσπασμα συζήτησης)» από την Υποτείνουσα της Σελήνης.
Θεατρικοί συγγραφείς και η ατμόσφαιρα των έργων τους διαχέεται σε πολλά ποιήματα του Κοντού. Αναφέρω ενδεικτικά τον Τενεσσή Ουίλιαμς στο ποίημα «Υγρασία στην πόλη» από την συλλογή Ο αθλητής του τίποτα, όπου παρατηρούμε, όπως και στο έργο του Ουίλιαμς, ένα κλίμα παράνοιας· αλλά και τον Μπέκετ. Ο μινιμαλιστικός τόνος της γραφής του Κοντού, μια βαθιά απαισιοδοξία για την ανθρώπινη φύση, που αντανακλάται από την ιδιόρρυθμη αίσθηση του χιούμορ στο έργο του, παραπέμπει στο έργο του Μπέκετ και την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα που έχει δημιουργήσει ο θεατρικός συγγραφέας. Παράδειγμα αποτελεί ένα άλλο κορυφαίο ποίημα του Κοντού, «Ο αθλητής του τίποτα» από την ομώνυμη συλλογή, όπου ο Κοντός ξετυλίγει συνειδητά το ποίημά του σε μπεκετική ατμόσφαιρα.
Ο Κοντός δεν αρέσκεται μόνο να παρακολουθεί τους μεγάλους θεατρικούς δημιουργούς. Τον ενδιαφέρουν επίσης όλοι όσοι σχετίζονται με το θέατρο, ηθοποιοί, κομπάρσοι, υποβολείς, ακόμη και οι υπεύθυνοι για τον καλλωπισμό των ηθοποιών. Γνωρίζει άριστα τους ανθρώπους αυτούς, το άγχος τους και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εργάζονται. Για κάποιους μάλιστα έχει γράψει εξαιρετικά ποιήματα, στα οποία μπαίνει βαθιά στην ψυχολογία τους, αναδεικνύοντας τις λεπτές ιδιαιτερότητες της εργασίας τους. Ενδεικτικά, στο εξαίρετο ποίημα «Η μακιγιέζ» από τη συλλογή Ο αθλητής του τίποτα, φαίνεται η σχέση έρωτος μίσους που μπορεί να αναπτυχθεί ανάμεσα στην ηθοποιό και τη μακιγιέζ: «[…]/ Η σταρ φωνάζει, τρέμει, σπάει. Η μακιγιέζ/ (η σκιά) την καθησυχάζει, της μιλά απαλά,/ της βάφει τα νύχια και την πνίγει σιγά σιγά/ όπως την έχει αιχμαλωτίσει μέσα/ στην ίδια της τη ζωή.»
Όλα αυτά εδραιώνουν την πεποίθησή μου ότι ο Κοντός εκφράζεται μεν με την ποίηση, αλλά ζει και αναπνέει με όλες τις τέχνες στις οποίες αναφερθήκαμε. Μπορεί να μην είναι μουσικός, ζωγράφος, σκηνοθέτης, σεναριογράφος ή θεατρικός συγγραφέας, αλλά γνωρίζει τόσο καλά τις τέχνες τους, ώστε να φαίνεται πολλές φορές ότι μέσω των ποιημάτων του ποιεί μουσική, ζωγραφική, κινηματογράφο ή θέατρο. Η ώσμωση των αγαπημένων τεχνών με την ποίησή του είναι ζωτικής σημασίας τόσο για το ποιητικό του οικοδόμημα όσο και για τον ίδιο τον ποιητή.