Χάρτης 23 - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-23/afierwma/titlos
Μια γραμμούλα είναι ο ορίζοντας.
Μετά, τι γκρεμός, Θεέ μου!
Γιάννης ΚΟΝΤΟΣ, «Δευτερόλεπτα του φόβου»
Στο «ΚΑΤ», όπου νοσηλευότανε ο Γιώργος Ιωάννου στα τέλη του 1980 με «πολλαπλά κατάγματα», γνώρισα τον Θεσσαλονικιό συγγραφέα και γιατρό Γιάννη Πατσώνη, με τον οποίο διατηρώ ακόμη αράγιστη φιλία. Ένα απόγευμα, πήγαμε και στο σπίτι του υγιούς πια Ιωάννου πίσω από το Αρχαιολογικό Μουσείο. Εκεί συναντήσαμε τον ποιητή Γιάννη Κοντό, που, όση ώρα έμεινε, μας διηγείτο περιστατικά με συγγραφείς που τον επισκέπτονταν στον «Κέδρο» όπου εργαζόταν. Αργότερα, αρκετές φορές μου δόθηκε η ευκαιρία να δω τον Γιάννη στο γραφείο της Γενναδίου 3, όταν πήρα ολιγοήμερη άδεια από το Λύκειο Πόρου, όπου εργαζόμουν ως φιλόλογος, για να παρακολουθήσω σεμινάρια Κοινωνιολογίας στην Αθήνα, μάθημα που θα διδασκόταν ως καινούργιο στους τελειόφοιτους μαθητές της Δ΄ Δέσμης που θα έδιναν πανελλήνιες. Όταν μετατέθηκα στον Πειραιά, τον επισκεπτόμουν πιο τακτικά, μέχρις ότου μας ξάφνιασε ένα μέγα γεγονός.
Μέσα Φεβρουαρίου 1985: Ο Γ. Ιωάννου, ύστερα από μια απλή επέμβαση προστάτη στο «Σισμανόγλειο», παρουσίασε μια απρόβλεπτη επιπλοκή, τη λοίμωξη Φουρνιέ, όπως την ονόμασαν οι ειδικοί, και μπήκε στην εντατική. Ο Κοντός είχε σπεύσει από τους πρώτους στο νοσοκομείο μαζί με τον ποιητή και συγγραφέα Κωστή Γκιμοσούλη. Εκείνες τις στιγμές τού συμπαραστέκονταν οι οικείοι του, ο ραδιοφωνικός παραγωγός και ποιητής Γιώργος Ευσταθίου – «ο φύλακας άγγελός μου», όπως τον αποκαλούσε ο Ιωάννου – , ο Γιάννης Πατσώνης και πολλοί πιστοί του φίλοι.
Αρκετοί καλλιτέχνες πέρασαν από εκεί, εν είδει σιωπηλού αποχαιρετισμού, μεταξύ αυτών και ο τραγουδοποιός Διονύσης Σαββόπουλος με μαύρο παλτό και καπέλο κρατώντας μια παλιομοδίτικη σχολική τσάντα. Νόμιζες πως σχηματιζόταν ήδη, μέσα σ’ εκείνο τον χλομά φωτισμένο διάδρομο, μια εξόδιος πομπή για τον σημαντικό αυτόν Θεσσαλονικιό, που αναγκάστηκε να καταφύγει στην Αθήνα, όπου, ως «πόλη ανεκτική», όπως τη χαρακτήριζε ο ίδιος, έγραψε απερίσπαστος τα περισσότερα βιβλία του μακριά από το φθονερό πνεύμα της συμπρωτεύουσας. Ο θάνατος του πριν ακόμα συμπληρώσει τα 58 του χρόνια υπήρξε μεγάλη απώλεια. Στην κηδεία του, στη βυζαντινή εκκλησία της Αγίας Σοφίας της Θεσσαλονίκης, παραβρέθηκαν πολλοί φίλοι και θαυμαστές, μέχρι και ο καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής, Δημήτρης Μαρωνίτης, μετανιωμένος ίσως λόγω της σκαιάς του συμπεριφοράς πριν οκτώ χρόνια απέναντι στο έργο ενός τόσο σημαντικού δημιουργού. Αργότερα, ο Κοντός πρωτοστάτησε στις εκδηλώσεις που έγιναν για τη μνήμη του, και το 1996 εξέδωσε από τον «Κέδρο» τον τόμο Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής με συνεντεύξεις του Ιωάννου της περιόδου 1974-1985, ενώ, το 2006 μαζί με τον ποιητή και καθηγητή πανεπιστημίου Νάσο Βαγενά από τον ίδιο οίκο το βιβλίο Με τον ρυθμό της ψυχής. Αφιέρωμα στον Γιώργο Ιωάννου.
Ο Γιάννης Κοντός ανήκε στον κύκλο των ανθρώπων
του Ιωάννου και ο θάνατός του τον είχε σημαδέψει, όπως και του ποιητή Τάκη Σινόπουλου πριν πέντε χρόνια, ανήμερα Πάσχα του 1981. Λόγω της θέσης του στον «Κέδρο», γνώριζε πολλούς και πολλά – ήταν ο ίδιος κάτι σαν λογοτεχνικό αρχείο, που το χρησιμοποιούσε σε κείμενα διανθισμένα με φροντίδα και ιδιαίτερη αγάπη για τα γνωστά ή φιλικά πρόσωπα των καλλιτεχνών στον τόμο Ευγενή μέταλλα που κατά καιρούς εξέδιδε. Υπήρξε σημαντικός ποιητής, οπαδός της Εικαστικής Ποίησης (τα ποιήματά του θύμιζαν πίνακες ζωγραφικής), γι’ αυτό και συνδεόταν με σπουδαίους ζωγράφους με τους οποίους συνεργάστηκε σε πολλά βιβλία, όπως τους Γιάννη Ψυχοπαίδη, Δημήτρη Μυταρά, Σωτήρη Σόρογκα, Αλέκο Φασιανό, Φαίδωνα Πατρικαλάκη, κ. α. Ήταν γνήσιος άνθρωπος, που καταργούσε με τη συμπεριφορά του το απρόσιτο και το σοβαροφανές και ιδίως την πόζα που χαρακτηρίζει την πλειάδα των ποιητών (οι πεζογράφοι είναι πιο καταδεχτικοί νομίζω) και μάλιστα εκείνους που πασχίζουν πάντα για την «ποιότητα της γραφής», αδιαφορώντας ολότελα για την «ποιότητα της συμπεριφοράς». Όμως αν η γραφή που καταγράψει την αλήθεια σου δεν σε κάνει καλύτερο, τότε δεν έχει νόημα να γράφεις.
Όποτε τύχαινε να περάσω από τον «Κέδρο», συχνά τον εύρισκα να μιλάει στο τηλέφωνο. Στον τοίχο του γραφείου του είχε αναρτήσει φωτογραφίες ποιητών και συγγραφέων, φίλων, στιγμιότυπα από συγκεντρώσεις σε σπίτια, όπως ανήμερα την Καθαρά Δευτέρα, όπου η μητέρα του έστρωνε για τους φίλους του Γιάννη τραπέζι με κάθε είδους σαρακοστιανά εδέσματα. Μου έκανε εντύπωση που φορούσε πάντα πολλά ρούχα και ας έκανε έξω ζέστη – απαραίτητα όμως ένα κασκόλ με φωτεινό χρώμα. Καθημερινά, στις έξι με οκτώ το πρωί, προτού φύγει για τη δουλειά, έγραφε ποίηση με μολύβι σε κόλλα αναφοράς – τα απαραίτητα σύνεργα της γραφής που είχε και ο Γιώργος Ιωάννου. Οι συλλογές του, όλες από τον «Κέδρο», Ανωνύμου μοναχού, Τα απρόοπτα, Φωτοτυπίες, Δωρεάν σκοτάδι, Τα οστά, Το χρονόμετρο, Στο γύρισμα της μέρας,
Στη διάλεκτο της ερήμου, Ο αθλητής του τίποτα (Κρατικό Βραβείο Ποίησης 1998), διαμόρφωσαν ένα μοναδικό ύφος που δημιούργησε ποιητική σχολή, αφού σε πολλά ποιήματα νεότερων ομοτέχνων του διακρίνω σήμερα τη φωνή του, όπως την απολάμβανα ζωντανή στο τηλέφωνο τ’ απογεύματα ή στο ράδιο μέχρι το 1987, τότε, που μαζί με τον ποιητή και συγγραφέα Κώστα Παπαγεωργίου παρουσίαζαν τη ραδιοφωνική εκπομπή «Πορτρέτα δημιουργών». Τον Γιάννη σπάνια τον έβλεπες βαρύθυμο – προτέρημα για λογοτέχνη – είχε έναν μοναδικό τρόπο ν’ απομακρύνει κάθε σκιά μιζέριας. Πού και πού έκανε και κάποιο λογοπαίγνιο ή, αν χρειαζόταν, πετούσε και καμιά ειρωνική μπηχτή – ουδέποτε όμως με κακεντρέχεια. Υποδεχόταν με χαμόγελο όποιον ερχόταν να τον δει και ήταν ιδιαίτερα ευγενικός σε κάθε νέο συγγραφέα που κατέθετε για έγκριση το χειρόγραφό του στον οίκο.
Ήταν εποχή που τα προβλήματα της έκφρασης με απασχολούσαν έντονα. Με προτροπή του Γιάννη Πατσώνη άρχισα να γράφω τα πρώτα μου πεζά (δυσπιστούσα όμως πολύ σε ό,τι έγραφα, όταν συνέκρινα τα κείμενά μου με εκείνα των άλλων δημιουργών), μελετώντας λογοτέχνες που εκτιμούσα. Ο Κοντός τότε, θαυμάζοντας τη γλώσσα και το ύφος των κειμένων μου, με ενεθάρρυνε, αλλά δεν μπορούσε ως υπεύθυνος να ρισκάρει την έκδοση ενός πρωτοεμφανιζόμενου στον εκδοτικό οίκο που εργαζόταν. Το διάστημα 1986-1992, υπήρξε περίοδος της εκδοτικής μου ταλαιπωρίας, κάτι που συμβαίνει σε πολλούς πρωτοεμφανιζόμενους, τα βιβλία των οποίων απορρίπτουν γνωστοί εκδοτικοί οίκοι, ενώ, αν τύχουν καλής υποδοχής σ’ έναν άλλο, ενδέχεται να κερδίσουν και μια γενικότερη αποδοχή από κριτικούς και κοινό. Τώρα που κοιτάζω πίσω, διαπιστώνω πως εκείνη την περίοδο αναγνώρισα πράγματα τόσο στον εαυτό μου όσο και στους άλλους δημιουργούς, τη διπροσωπία των σχέσεων που αναφύεται ανάμεσα σε λογοτέχνες και ειδικά τη ματαιοδοξία και τον ναρκισσισμό. Είδα τι χαρακτηριστικά συνθέτουν και διαλύουν τον δημιουργό, και το κυριότερο, μειώθηκε ο εγωισμός μου αν και η γνωστή ανασφάλειά μου συνεχίζεται, που αρκετοί την χαρακτηρίζουν ως απουσία αυτοπεποίθησης.
Το 1988, οι εκδόσεις «Εξάντας» δέχτηκαν την πρώτη μου συλλογή Ένα πακέτο Άρωμα, αλλά επειδή βρήκαν στα κείμενά μου θέματα (προσφυγικές γειτονιές στις παρυφές της Ελευσίνας, βιοπαλαιστές με τα όνειρα και τις διαψεύσεις τους, ισχυρές γυναίκες που έχουν πάντα τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο σε μια οικογένεια), που θα ενδιέφεραν τον συγγραφέα Κώστα Ταχτσή, του έδωσαν τη συλλογή για να γράψει έναν πρόλογο. Δυστυχώς, στα τέλη Αυγούστου του 1988, ο δημιουργός του τόσο σπουδαίου Τρίτου στεφανιού, δολοφονήθηκε. Τελικά, το βιβλίο εκδόθηκε το 1992 από έναν οίκο που δεν υπάρχει πια. Ανέλαβα τότε, θυμάμαι, όλα τα έξοδα της έκδοσης, γιατί το Άρωμα δεν άρεσε στον υπεύθυνο και προτιμούσε το μυθιστόρημα Χαιρετίσματα από τον νότο που είχα καταθέσει μαζί – ήταν τότε μια περίοδος που πλήρωνα για το ευαίσθητο και το εύθραυστο του χαρακτήρα μου, παραμένοντας εκτεθειμένος σε ανθρώπους που παρίσταναν ευκαιριακά τους εκδότες, όπως πολλοί σήμερα που απαιτούν χρήματα από λογοτέχνες που δεν είναι της φήμης, για να εξοφλήσουν τα καθυστερημένα τους γραμμάτια, τις οφειλές τους σε υπαλλήλους κι ακόμη τα πρόστιμα στην εφορία. Ωστόσο, η συλλογή μου αυτή πήρε καλές κριτικές (Μ. Θεοδοσοπούλου, Β. Χατζηβασιλείου, Ελισ. Κοτζιά), κάτι που βοήθησε και στην έκδοση του Χαιρετίσματα από τον νότο, από τον «Οδυσσέα» το 1994, που διηύθυνε τότε η Μυρσίνη Ζορμπά και πήγε και πολύ καλά εκδοτικά, ακόμη και μετά την προβολή του στην εκπομπή «Άξιον Εστί» του μεγάλου συγγραφέα Βασίλη Βασιλικού τον Ιανουάριο του 1995. Ύστερα από αυτά, έγινα δεκτός στον «Κέδρο» με τα δύο βιβλία που ανέφερα (το Άρωμα, εμπλουτισμένο με νέα κείμενα, κυκλοφόρησε με σημαντική επιτυχία), καθώς και άλλα που ακολούθησαν.
Στον Κοντό οφείλω πολλά, αλλά κυρίως γιατί με τον καιρό μου επιβεβαίωσε την άποψη που σχημάτισα για τους λογοτέχνες, πως έχουν κι αυτοί αδυναμίες και αποδεικνύονται συχνά στις σχέσεις τους εγωμανείς και αντιφατικοί, πως πολλοί καθιερώθηκαν επειδή τα καταφέρνουν στις δημόσιες σχέσεις, πως αρκετοί από αυτούς έχουν σταθερές φιλίες με δημοσιογράφους και κριτικούς που ξέρουν καλά από αλισβερίσια και πως σπάνια ένας λογοτέχνης αποδέχεται τον άλλον. Ακόμη, ότι η μάστιγα «δημοσιογράφος-λογοτέχνης» ίσως να εμποδίζει τη δημιουργία, αφού η εξυπνάδα και η ευρηματικότητα δεν συμβαδίζει με το βάσανο της γραφής. Ακόμη και οι συχνές συνεντεύξεις και η αυτοπροβολή ίσως ν’ αποτελούν και την «αρχή της πτώσης» για ένα λογοτέχνη. Θυμάμαι τα λόγια του Κοντού: «Οφείλεις κι εσύ να σέβεσαι τον συγγραφικό σου όραμα. Εφόσον κοπιάζεις, κι έχεις βρει έναν δικό σου δρόμο, πρέπει να τον υπερασπίζεις. Μην περιμένεις στη σκιά πίσω από μια κουρτίνα· παραμέρισέ την κι έβγα στο φως. Πολλά, βέβαια, εξαρτώνται και από τον χαρακτήρα μας, αφού αυτόν κουβαλάμε μια ολόκληρη ζωή». Ακόμα και στην πιο απλή συναναστροφή αναγνωρίζεις αυτό που συχνά ισχύει για τους καλλιτέχνες: Ο καθένας ενδιαφέρεται μονάχα για τον εαυτό του, αυτόν περιφέρει μέσα στον καλλιτεχνικό στίβο, και πως η αλληλοϋποστήριξη μεταξύ των λογοτεχνών έχει καταντήσει πια αλληλοεξάρτηση (δεν είναι, βέβαια, κάτι κακό αν υπάρχει προσφορά σημαντικών έργων και από τα δύο μέρη), αλλά η στάση αυτή είναι άξια απορίας σε περιπτώσεις που η ποιότητα ξεπέφτει κατά πολύ, και ζητήματα καλλιτεχνικής παθογένειας, πράξεις ανέντιμες, παραμερίζονται τόσο εύκολα και λησμονιούνται από «φίλους ομότεχνους», επειδή ο φταίχτης έχει εκδοτική δύναμη και βγαίνει ατσαλάκωτος, υποστηριζόμενος και από εκδότες – συμπεριφορά που θυμίζει τους αντιπροσώπους της Βουλής των Ελλήνων, που δεν τους σκιάζει τίποτε, και για τους οποίους ο κατήγορος βρίσκεται τις περισσότερες φορές στη θέση του κατηγορούμενου.
Ο Γιάννης με τον πρόσχαρο χαρακτήρα του υπήρξε καταδεχτικός και βοηθούσε πολύ τους νέους λογοτέχνες. Δεν προσπαθούσε να τους δασκαλέψει σχετικά με τη γραφή τους και να τους κατευθύνει. Η συμπεριφορά του έδειχνε άνθρωπο που δεν είχε εχθρούς – ο ίδιος θύμιζε γέφυρα που ένωνε τη φιλική με την μισητή όχθη. Διατηρούσε φιλίες με πολλούς που ιδιαίτερα εκτιμούσε, όπως τους Γιώργο Βέη, Βασίλη Στεριάδη, Γιάννη Βαρβέρη, Δημήτρη Κοσμόπουλο, Κωστή Γκιμοσούλη, Μένη Κουμανταρέα, Νίκο Δαββέτα, Λευτέρη Πούλιο, Χριστόφορο Λιοντάκη, Θανάση Νιάρχο, Αντώνη Φωστιέρη, Αλέξη Πανσέληνο, Κώστα Μουρσελά, Γιώργο Μαρκόπουλο, Χριστόφορο Μηλιώνη, Θεόδωρο Γρηγοριάδη, Κώστα Παπαγεωργίου, τη Μάρω Δούκα, τον Γιώργο Μαρκόπουλο, τον Γιώργο Μανιώτη, Δημήτρη Καλοκύρη και πολλούς άλλους. Διακρινόταν και για την τεράστια θεατρική του παιδεία, γνώριζε πολλούς, παλαίμαχους και καταξιωμένους ηθοποιούς και δίδασκε λογοτεχνία στη Σχολή «Καζάκου». Πολλά από τα ποιήματά του είναι εμπνευσμένα από τη θεατρική σκηνή.
Δεν μπορώ να πω πως υπήρξα από τους πολύ στενούς του φίλους. Με είχε καλέσει δυο φορές σπίτι του, σ’ εκείνο τον ναό της τέχνης με τις φωτογραφίες (ενθυμήματα μιας πλήρους ζωής) και τους υπέροχους πίνακες γνωστών ζωγράφων. Μια Κυριακή επισκεφτήκαμε τον αρχαιολογικό χώρο της Ελευσίνας, όπου με άφησαν κατάπληκτο οι γνώσεις του σχετικές με την ιστορία και τη σημασία του Τελεστήριου τόσο στους αρχαίους όσο και στους νεότερους Έλληνες. Κάποια μεσημέρια μου τηλεφωνούσε για να γευματίσουμε αργά το μεσημέρι στο εστιατόριο «Κεντρικόν», στην οδό Κολοκοτρώνη στο Σύνταγμα, παρέα με άλλους καλλιτέχνες. Μια μέρα, ήμασταν εκεί με τον Γιάννη και τον Κώστα Μουρσελά και περιμέναμε να έρθει ο Γιάννης Βαρβέρης. Ήρθε, καθυστερημένος, και, ενώ μας έλεγε πως η κριτική του για γνωστή θεατρική παράσταση του Εθνικού σε πρόσφατο φύλλο της Καθημερινής είχε ενοχλήσει πολύ τον σκηνοθέτη που διαμαρτυρήθηκε στην εφημερίδα με επιστολή, κάποιος επηρμένος μεσήλικας που έτρωγε μόνος του σ’ ένα τραπέζι του εστιατορίου (η φυσιογνωμία του θύμιζε αυτούς που είχαν αποτύχει παρ’ όλες τις σπουδές τους εν τη Εσπερία και δεν λένε να το χωνέψουν) μας πλησίασε για να μας πει αναιδέστατα χωρίς να ζητήσει κανείς τη γνώμη του πως η Ελληνική Λογοτεχνία στο εξωτερικό είναι ανύπαρκτη. Για να γίνει πιο πιστευτός, αράδιασε μάλιστα και μερικά ονόματα ξένων λογοτεχνών, όπως του Φίλιπ Ροθ, του Πωλ Ώστερ, ακόμη και θεωρητικών λογοτεχνίας, του Μιχαήλ Μπαχτίν και του Τζόναθαν Κάλλερ. Ο Γιάννης τότε, σηκώνοντας το ποτήρι του με κρασί, και κοιτώντας τον ειρωνικά, μας είπε: «Ας πιούμε στην υγειά του κάθε επαΐοντος!». Ούτε που καταλάβαμε πως έφυγε από την αίθουσα ο φαντασμένος αυτός τύπος.
Εκτός από την υπέρταση, δεν γνώριζα άλλο νόσημα του Γιάννη. Γι’ αυτό και ο θάνατός του στις 21 Ιανουαρίου 2015, ύστερα από δίμηνη νοσηλεία στην εντατική του «Αττικόν» με συγκίνησε πολύ. Το καλοκαίρι του 2014 είχαμε χαθεί επειδή παραθέριζε, όπως κάθε χρόνο, στο Μεταξοχώρι της Λάρισας, ενώ τον Σεπτέμβριο, στο δείπνο που διοργάνωσε στην ταράτσα του «Μεζεδοπωλείου 5Φ» στα Ιλίσια ο Γιώργος Γκέλμπεσης από τις «Εκδόσεις των Φίλων», του περιοδικού Κοράλλι και της Νέας Ευθύνης, τον είδα ενθουσιασμένο για τις συλλογές που ετοίμαζε και ιδίως για τον νέο τόμο στα Ευγενή μέταλλα. Στο τέλος, ανταλλάξαμε φιλικά πειράγματα και υποσχέσεις για συναντήσεις που δεν πραγματοποιήθηκαν.
Γιάννη, έχω σπίτι μου όλα σου τα βιβλία με αφιέρωση, καθώς και τον τόμο Τα ποιήματα, που τόσο περίτεχνα επιμελήθηκαν οι εκδόσεις «Τόπος» το 2013. Το τελευταίο σου βιβλίο, Θανάσιμα επαγγέλματα, που εξέδωσε ο Γιώργος Γκέλμπεσης και δεν πρόλαβες να δεις τυπωμένο, φρόντισε ο εκδότης με μια ευγενική χειρονομία να το πάρεις μαζί στο ταξίδι σου. Συγγνώμη που δεν μίλησα σ’ αυτό το κείμενο για το έργο σου, παρά για μένα τον ίδιο και τη φιλική μας σχέση, που δεν ήτανε όμως τυπική, αλλά είχε τα εχέγγυα της εκτίμησης και της αμοιβαίας αγάπης.