Χάρτης 23 - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-23/afierwma/oola-kai-eykrinh-proswpa-kai-topia-sthn-poihsh-toy-giannh-kontoy
Το ύφος της ποίησης του Γιάννη Κοντού χαρακτηρίζεται, κατ’ αρχάς, από τη βεβαιότητα, γνώρισμα το οποίο πλησιάζει τα χαρακτηριστικά του γλωσσικού κώδικα ο οποίος αναφέρεται στα δεδομένα της καθημερινότητας. Έτσι προκύπτει ένας ποιητικός λόγος σε κοινόχρηστο τόνο.
Πορτρέτο ανδρός με άσπρη μπλούζα
Ξανθά μαλλιά έχει και βλέμμα οξυγονοκολλητή.
Θα μπορούσε να είναι και γιατρός.
Χωρίς περιστροφές έκανε τον αέρα κουβάρι.
Ο τρόμος τον άγγιξε πολύ, γι’ αυτό στις άκρες
των δαχτύλων του παραμόνευε το μαύρο.
Πώς να ξεκλειδώσω το πρόσωπό του;
Άχυρο ο ήλιος πίσω, φωτίζει τη σκέψη του
που είναι βιδωμένη σε δυο μάτια.
Κρατά τον χρόνο στους ώμους και είναι
σαν να φορά ζακέτα γιατί άρχισε η ψύχρα.
Πίκρα υπάρχει γύρω του και αυτός κολλάει
τη λάμψη στο μέταλλο. Το βραδάκι σκάει
πλάι του σαν κάστανο και τον φωνάζουν
οι φίλοι για βόλτα.
( Ηλεκτρισμένη πόλη )
Σε ποιήματα, για παράδειγμα, όπως το πιο πάνω, η σύνταξη παρεκκλίνει από την κανονικότητα μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις. Η χρήση της συμβατικής στίξης ενισχύει την ομαλότητα. Χάρη, μάλιστα, στις μικρές παρεκκλίσεις της σύνταξης και στο απολύτως οικείο λεξιλόγιο η γλώσσα αποκτά έναν τύπο ψευδοπροφορικότητας, ώστε ανάγεται σε μία εκδοχή του καθημερινού αστικού λόγου. Δημιουργείται δηλαδή η εντύπωση πως εδώ εφαρμόζονται οι συνηθισμένες γλωσσικές πρακτικές των ανθρώπων της πόλης.
Σε δεύτερο στάδιο όμως, το βασικό γνώρισμα του ύφους συνιστά η απροσδιοριστία. Πρόκειται για μία ορισμένη νοηματική αβεβαιότητα, που, κατ’ αρχάς, μοιάζει με την ασάφεια των καθιερωμένων ομιλιών και διαλόγων, η οποία δεν χρειάζεται να διευκρινισθεί, επειδή παραπέμπει στο αυτονόητο. Ωστόσο η απροσδιοριστία στα ποιήματα του Γιάννη Κοντού –η οποία αντιπροσωπεύει ένα αποτέλεσμα της ελαφρά υπερρεαλίζουσας (Κώστας Σταματίου) ή της κατ’ επίφαση υπερρεαλιστικής (Γιάννης Βαρβέρης) ή της μεταϋπερρεαλιστικής του γραφής (Τάσος Λειβαδίτης)– δεν αναφέρεται τόσο στο αυτονόητο όσο σε αυτό που είτε μπορεί να εννοηθεί εν μέρει είτε δεν μπορεί να εννοηθεί καθόλου.
Το παιχνίδι ανάμεσα στη βεβαιότητα και την απροσδιοριστία δεν διεξάγεται μόνο στο υφολογικό αλλά σε όλα τα πεδία. Η διεξαγωγή εξασφαλίζεται με τα τεχνικά μέσα τα οποία σημειώνει ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, σε σχέση με τις συλλογές μέχρι και τον Αθλητή του τίποτα: την εικονοποιία με τα αντιθετικά ή τα απροσδόκητα ζεύγη, τον ανθρωπομορφισμό, τις μεταφορές του σώματος, την οπτική γωνία σε πρώτο ενικό. Εξασφαλίζεται επίσης με την αφηγηματικότητα, την περιγραφή και την τεχνική του πληθωρισμού σε πρόσωπα και κυρίως σε πράγματα, τα οποία συσσωρεύονται στα ποιήματα και, αρκετές φορές, παρατίθενται μέσω του ασύνδετου σχήματος. Το σημαντικό είναι ότι ο επαμφοτερισμός μεταξύ της βεβαιότητας και της απροσδιοριστίας ρυθμίζει και το πεδίο της μιμητικής πράξης, η οποία καταλήγει στη δημιουργία μίας σειράς από ανολοκλήρωτες πραγματικότητες.
Εδώ πρέπει να γίνει μία παρέκβαση. Το 1967 εκδίδεται το βιβλίο του Richard Rorty με τον τίτλο The Linquistic Turn. Η φράση «γλωσσική στροφή» αποτελεί, στο εξής, έναν δημοφιλή όρο, ο οποίος συνδέει τάσεις και ρεύματα, όπως η Ερμηνευτική, ο Στρουκτουραλισμός, ο Μεταστρουκτουραλισμός και ο Κονστρουκτιβισμός. Έτσι επισημοποιείται μία θεωρητική κίνηση η οποία στηρίζεται στην αρχή ότι η γλώσσα δημιουργεί την εμπειρία και κατ’ επέκταση την πραγματικότητα. Μία τέτοια αρχή συνεπάγεται την πρωτοκαθεδρία του λόγου έναντι του εγώ, του κόσμου και του άλλου και θέτει τις τρεις τελευταίες έννοιες υπό αίρεση, αφού τις προσεγγίζει ως προσωρινές γλωσσικές κατασκευές. Κατά συνέπεια, η εξωγλωσσική πραγματικότητα παραμένει, στο τέλος, απροσδιόριστη, παρά τις οποιεσδήποτε απόπειρες καθορισμού της. Με την τεχνολογική όμως εξέλιξη, το παράδειγμα του λόγου αντικαθίσταται σταδιακά από αυτό της εικόνας. Ο William John Thomas Mitchell το 1992 και ο Gottfried Boehm το 1994, στη θέση της «γλωσσικής στροφής», προτείνουν τον όρο «εικονική στροφή» («pictorial turn» και «iconic turn» αντίστοιχα). Η Θεωρία των Μέσων αναλύει πλέον τις ποικίλες εκφάνσεις της ψηφιακής πραγματικότητας. Η τελευταία επέφερε μία ριζική μεταβολή στην αντίληψη για το εγώ, τον κόσμο και τον άλλο. Ζητούμενο τώρα δεν συνιστά η προσωρινή επινόηση του υποκειμένου και του αντικειμένου του. Το εγώ και το περιβάλλον του δεν αντιμετωπίζονται δηλαδή ως τροποποιούμενες διαρκώς κατασκευές. Αντίθετα, επιχειρούνται η δημιουργία ενός καθορισμένου εικονικού υποκειμένου και η διαμόρφωση μίας συγκεκριμένης και πάγιας εικονικής πραγματικότητας.
Η ποίηση του Γιάννη Κοντού καταλαμβάνει το μέσο. Ανταποκρίνεται και στην «εικονική» και στη «γλωσσική στροφή». Όσον αφορά στην πρώτη, το στοιχείο της βεβαιότητας συνδυάζεται με άλλα, για να επιτευχθεί η ευκρίνεια της απόδοσης των προσώπων και των πραγμάτων: με την αναπαραστατικότητα της ζωγραφικής και του κινηματογράφου, την εξπρεσιονιστική χρήση των χρωμάτων, τα πορτρέτα των άλλων και την αυτοπροσωπογραφία, την απομόνωση διαφόρων αντικειμένων και την προσήλωση επάνω τους, την εναργή απεικόνιση χαρακτήρων του φαντασιακού (του Σολωμού, του Καρυωτάκη, των παιδιών του Καρόλου Ντίκενς) και τον λυρισμό με τη ροπή προς την προσωπική λεπτομέρεια.
Όσον αφορά στη «γλωσσική στροφή», η απροσδιοριστία συνδυάζεται επίσης με συγγενή στοιχεία, προκειμένου να αναδειχθεί το γεγονός ότι το υποκείμενο και η πραγματικότητα παραμένουν ακαθόριστα και απαγίωτα: με τη μουσική, την εμφάνιση νεκρών, αγγέλων και ανθρώπων από μακρυνές εποχές που ο τρόπος ζωής τους εικάζεται με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα, την υποστασιοποίηση των λέξεων και, τέλος, με την αφαιρετική περιγραφή της εκάστοτε γυναίκας η οποία αποτελεί το αντικείμενο του έρωτα. Με τον συνδυασμό αυτών των στοιχείων το υποκείμενο αποδιαρθρώνεται λίγο πριν αρτιωθεί και η πραγματικότητα αντιπροσωπεύεται από μία σειρά πραγματικοτήτων, οι οποίες καταρρέουν διαδοχικά λίγο πριν συγκροτηθούν.
Συνεπώς, ο Γιάννης Κοντός εφαρμόζει μία ποιητική η οποία ανήκει ταυτόχρονα στο παράδειγμα της εικόνας και στο παράδειγμα του λόγου. Από τις πρώτες συλλογές η γραφή του αποδεικνύεται δραστική και μαζί ονειρική, αφού στο καταστατικό της περιλαμβάνεται το αντιθετικό ζεύγος της βεβαιότητας και της απροσδιοριστίας, το οποίο βαθμιαία λειτουργεί πιο συνειδητοποιημένα και πιο παραγωγικά. Το αποτέλεσμα είναι η προβολή σκηνών από πράξεις, ψυχικές εκδηλώσεις, τοπία και χώρους, οι οποίες αποδομούνται λίγο πριν ολοκληρωθούν και τα μέρη τους συμπλέκονται, συμφύρονται, υπογραμμίζοντας τη γλωσσική τους σύσταση. Πρόκειται λοιπόν για την αποτύπωση συγκεκριμένων και, συγχρόνως, αφηρημένων χαρακτήρων σε ημιτελείς κόσμους, οι οποίοι, χαρακτήρες και κόσμοι, καθιστούν πρόδηλη τη λεκτική υφή τους. Με αυτόν τον τρόπο ο Γιάννης Κοντός υπονομεύει την εξουσία την οποία αποκτά η ίδια η ποίηση όταν αποκλείει τη διάχυση, για να πριμοδοτήσει έμπεδες και μονοσήμαντες μορφές.