Χάρτης 23 - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-23/pyxides/mikrh-klimaka-katerina-hliopoyloy-mixalhs-makropoylos-elenh-mpoykaoyrh-nikh-stayridh
H στήλη
αυτή προτείνει κάθε μήνα σε τρεις-τέσσερις συγγραφείς μια
φράση που θα αποτελεί τον τίτλο ή θα εμπεριέχεται σε ένα
αδημοσίευτο πεζό κείμενό τους (έως 250 λέξεις). Ενίοτε θα
δίνεται και μη ρηματική ιδέα συγγραφής. Στόχος της στήλης
είναι αφενός να δημιουργηθεί μια δεξαμενή συλλογής
πρωτογενούς υλικού και αφετέρου μια εν προόδω χαρτογράφηση
της ελληνικής περίπτωσης στο τοπίο της σύγχρονης ελληνικής
μικρομυθοπλασίας.
————————————————————————
Στους τέσσερις συγγραφείς αυτού του τεύχους έχει δοθεί η φράση:
«Nα σε πάρω μαζί μου;»
Σκουληκότρυπα
Στις 11 Ιουλίου, ένα ρήγμα βάθους 60 μέτρων άνοιξε αιφνίδια, στο ισόγειο του σπιτιού μου μέσα στη νύχτα. Το ρήγμα ρούφηξε και κατάπιε για πάντα μαζί με το πάτωμα και τα έπιπλα, τον αδελφό μου, που κοιμόταν στον καναπέ. Έμενε μαζί μας τον τελευταίο χρόνο μετά την κλινική αποτοξίνωσης και δούλευε στο μαγαζί. Τα χώματα και οι πέτρες που παρέσυρε μαζί του κατέστησαν αδύνατο να ανασυρθεί το σώμα του, χωρίς να χρειαστεί να γκρεμιστεί ολόκληρο το σπίτι. Επρόκειτο για σπανιότατο γεωλογικό φαινόμενο, κάτι σαν έναν τοπικό σεισμό με πολύ μικρή εμβέλεια, ένα ανοιγοκλείσιμο των γήινων σαγονιών. Επί μήνες μετά το συμβάν ένα ετερόκλητο πλήθος πολιορκούσε το σπίτι. Τηλεόραση και δημοσιογράφοι, γεωλόγοι, σεισμολόγοι, μηχανικοί. Με την γυναίκα μου και τα παιδιά μετακομίσαμε προσωρινά στα πεθερικά μου. Τελικά μετά από μελέτες και αποτιμήσεις μας επέτρεψαν να επιδιορθώσουμε τις ζημιές και να επιστρέψουμε στο σπίτι μας. Από τότε που γυρίσαμε αισθάνομαι μονίμως κουρασμένος από την αϋπνία. Δεν είναι απόγνωση, ούτε πένθος, αλλά μια βαθιά ταραχή. Κάτι σαν ελπίδα φουντώνει μέσα μου, μια σκοτεινή προσδοκία και ντρέπομαι για αυτό: Ότι δηλαδή θα ήταν δυνατόν να συμβεί μια τόσο αδιανόητη ανατροπή, κάτι που θα ξήλωνε το υφαντό της ζωής μου. Κοιμάμαι πια στο κάτω πάτωμα, μετακόμισα για να μην ενοχλώ τη γυναίκα μου στριφογυρίζοντας όλη νύχτα. Κοιμάμαι στον καναπέ, ξαπλώνω ανάσκελα με τα μάτια μου ανοιχτά, ξαπλώνω πάνω στον τάφο του αδελφού μου και αφουγκράζομαι. Όλα απομακρύνονται και ακούω σχεδόν ολοκάθαρα τον χτύπο της καρδιάς μου και ένα βαθύ ψιθύρισμα: «Να σε πάρω μαζί μου;»
Ο καθρέφτης
Είμαι τρία χρόνια μεγαλύτερος απ’ τον πατέρα μου. Πέθανε στα πενήντα δύο. Όταν ήμουν συνομήλικός του, ένα βράδυ συναντηθήκαμε από τις δυο μεριές του καθρέφτη στο μπάνιο, που το γυαλί του έγινε νερό. «Να σε πάρω μαζί μου;» τον ρώτησα, κι άπλωσε το χέρι από την αντίπερα όχθη του καθρέφτη. Δεν είχε μιλήσει ακόμα. Ήταν παχύς, εγώ λεπτός· ήταν φρεσκοξυρισμένος, εγώ με μούσι· ήμασταν γκριζομάλληδες και οι δύο· φόραγε κουστούμι, εγώ κάτι πρόχειρα παλιόρουχα. «Έχεις δύο εγγόνια», του είπα. «Έλα να τα δεις». Όλοι στο σπίτι κοιμόνταν. Δεν του ’πα να δει και την Αναστασία – ήταν ένα κομμάτι της ζωής μου που ήθελα να το κρατήσω κατάδικό μου. Πήγαμε στην κάμαρα της δεκάχρονης Αθηνάς. Κοιμόταν μισοξέσκεπη. Έπειτα πήγαμε στην κάμαρα του εφτάχρονου Χρίστου. «Σαν να βλέπω εσένα», μου ’πε ο πατέρας, με τη φωνή του σαν πνοή του αέρα, που ’φερνε μακρινές λέξεις. «Έτσι κοιμόσουν κι εσύ, αγκαλιασμένος πάντα με το μαξιλάρι σου». Σάλιο είχε στάξει από το μισάνοιχτο στόμα του αγοριού κι είχε μουσκέψει τη μια γωνιά της μαξιλαροθήκης. Ένας εφιάλτης κίνησε σαν μαριονετίστας το χέρι του παιδιού. «Σου μοιάζει», είπε ο πατέρας, βάζοντας έναν μελλοντικό καθρέφτη ανάμεσα στο παιδί και σ’ εμένα· και, με τον αναπάντεχο τρόπο που γίνονται τα πράγματα στα όνειρα, βρέθηκα ξαφνικά αντίκρυ στον καθρέφτη του μπάνιου ξανά, απέναντι στον συνομήλικό μου πατέρα. «Θα βρεθούμε άλλη μία φορά», είπε, «αλλά τότε θα ’ρθεις εσύ απ’ τη δική μου όχθη» – και το νερό έγινε πάλι σκληρό και κρύο τζάμι, με την όψη μου μέσα.
Ο Χαρταετός
Συναντιόμαστε σ’ ένα παλιό καφενείο. Αυτός είναι παράξενος χαρακτήρας. Σκοτεινός, μοναχικός. «Ο πατέρας μου λείπει συνέχεια», ψελλίζω. «Κάθε τόσο δίνει μια και πετάει ψηλά. Λες και είναι χαρταετός». Με πλησιάζει και ψιθυρίζει συνωμοτικά: «Θες στ’ αλήθεια να τον σκοτώσω;» Δεν ξέρω τι να του απαντήσω. «Αποφάσισε!» λέει αυστηρά και σηκώνεται έτοιμος να φύγει. Ζαρώνω στην καρέκλα μου, «με εγκαταλείπεις κι εσύ;» τρομοκρατούμαι. «Τι θες, να σε πάρω μαζί μου;» λέει ειρωνικά κι εξαφανίζεται. Μένω μόνος, αλλά δεν ανησυχώ. Τη νύχτα, όπως κάθε νύχτα, θα επιστρέψει γονυπετής ικετεύοντας να ξαναμπεί στην ιστορία μου.
Να σε πάρω
Γιαγιά, να σε πάρω μαζί μου σε αυτό το ταξίδι; Πρέπει να γίνεις εγώ για να έρθεις, να είμαστε οι δύο ένα, θα σε οδηγώ. Θα μπούμε μαζί στο όνειρο-ταξίδι που έκανα πρώτη φορά σε έξι δεκαετίες. Θα είμαι εγώ η σοφή γριά κι εσύ η εγγονή μου. Να έρχεσαι καταπόδι μου. Είναι ένα σπίτι και μέσα ένας άντρας. Σπίτι παλιό αλλά γερό. Αυτός, ένας άντρας όχι σιχαμερός, όχι όμορφος, είναι ένας ζωντανός άντρας. Και αρχίζουμε να κοιτάζουμε, να εξερευνούμε, να επιθυμούμε ο ένας την άλλη, η μία τον άλλο. Να τον γνωρίσω, να με γνωρίσει. Γιαγιά, δεν θα εμφανιστείς. Θα καταπιείς την πείνα και τη δίψα σου για ταξίδι και ηδονή, θα στη χορτάσω εγώ, όπως τον έχω αγκαλιασμένο, καβαλημένο, και η μήτρα μου ανοίγει ανοίγει κλείνει, ανοίγει ανοίγει κλείνει. Ανοίγει, γιαγιά.