Χάρτης 23 - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-23/klimakes/h-tzokonta-kai-oi-alles
Τζοκόντα Νο 1
Όλοι ξέρουμε την περίφημη Μόνα Λίζα ή απλώς Τζοκόντα ή αλλιώς Λίζα Γκεραρντίνι, σύζυγο του Φραντσέσκο ντελ Τζοκόντο∙ πλούσιος άνθρωπος που ανέθεσε το πορτρέτο της συζύγου του στο πρώτο όνομα της Αναγέννησης, τον Λεονάρντο ντα Βίντσι. Οι προσερχόμενοι στο Λούβρο τρέχουν να δουν από κοντά το μεγάλο φαβορί του Μουσείου, το πιο συζητημένο χαμόγελο στην Ιστορία της Τέχνης, για το οποίο έχουν διατυπωθεί εικασίες, έχουν επιχειρηθεί ερμηνείες, έχουν τεθεί ερωτήματα πολλά, αλλά τίποτα δεν έχει απαντηθεί οριστικά. Ωστόσο, κανείς δεν έχει αποχαιρετήσει το αίνιγμά της, στυλωμένος ή μη στους βράχους. Το αίνιγμα μειδιά ες αεί ενεργό και προκλητικό.
Σκεφτήκατε ότι η Τζοκόντα μπορεί να είναι ένας άντρας ή ο ίδιος ο Λεονάρντο ή, όπως υπέθεσε ο Φρόιντ, η μητέρα του, επειδή και εκείνη έτσι χαμογελούσε∙ και ο Φρόιντ έχει μια αδυναμία στις μητέρες και στους γιους τους. Ακόμα μπορεί να είναι και κάποια άλλη από τις πολλές βασίλισσες, αρχόντισσες και άλλες επιφανείς που διεκδικούν τον τίτλο της εικονιζόμενης Φλωρεντινής Κυρίας. Τζοκόντα. Η γυναίκα που μειδιά αινιγματικά και ο ζωγράφος που μέσα από το δικό της χαμόγελο, διαιωνίζει το αίνιγμα σαν να μας λέει:
Ε! εσύ, υποκριτή θεατή, που με κοιτάς και ρωτάς ποια είμαι και τι κάνω … Ποτέ δεν θα μάθεις. Αρκέσου μόνο σε ό,τι βλέπεις… Ο καμβάς από πίσω είναι κενός και η λύση του αινίγματος ισοδυναμεί με θάνατο…
Διότι, όποια και αν είναι η Τζοκόντα, ωραία ή αλλιώς ωραία, η ίδια ή κάποια άλλη, η ουσία είναι ότι το χαμογέλιο της σώζεται στην επιφάνεια του μπογιατισμένου καμβάˑ σε μια φλούδα ύφασμα.
Αν υπολογίσουμε ότι ο ζωγράφος φιλοτεχνούσε το πορτρέτο επί δεκαέξι χρόνια, από το 1503-1519, το ερώτημα είναι ποια εικόνα της Τζοκόντας μας παρέδωσε∙ αυτή με την οποία άρχισε ή αυτή με την οποία τελείωσε. Και επί δεκαέξι χρόνια η Τζοκόντα πηγαινοερχόταν στο ατελιέ και παρακολουθούσε πώς άλλαζε; Το ποτρέτο; Μα μόνο του Ντόριαν Γκρέι, άλλαζε. Όλα τα άλλα μνημειώνουν τον χρόνο. Η Μόνα Λίζα είναι αυτή, πάνω στον καμβά αιώνια και αγέραστη, ειρωνική, παραπλανητική, άθικτη, αθάνατη και περιπαικτική.
Και πώς από τη Φλωρεντία βρέθηκε στο Παρίσι;
Ο Λεονάρντο ξεκίνησε το πορτρέτο στη Φλωρεντία, το εγκατέλειψε όμως ημιτελές (όπως συνήθιζε). Έφυγε στη Γαλλία, μετά από πρόσκληση του βασιλιά Φραγκίσκου Α΄ που του ζήτησε να το ολοκληρώσει για να στολίσει το παλάτι του στο Φοντενεμπλώ (και ο Τζοκόντο κι η Τζοκόντα, ερήμην του μοντέλου και του παραγγείλαντος κλείστηκαν συμφωνίες;;;). Μετά το πήρε ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ και το μετέφερε στις Βερσαλλίες, στη συνέχεια το πήρε ο Ναπολέων στο δωμάτιό του (αν ήταν ζωντανή θα έπαιρνε την ίδια…) και ύστερα, πάλι πίσω στο Λούβρο. Στις 21 Αυγούστου του 1911, τετρακόσια τόσα χρόνια μετά, ο Ιταλός Βιτσένσο Περούτζια που εργαζόταν στο Μουσείο το έκλεψε γιατί, κατά τη γνώμη του, έπρεπε να βρίσκεται στην πατρίδα του. Το κράτησε γύρω στα δύο χρόνια κάτω από το κρεβάτι του, προσπαθώντας να το πουλήσει και, τέλος, το παρέδωσε -ανάγκα και οι κλέφτες πείθονται- στο Μουσείο όπου πλέον φυλάσσεται πάρα πολύ καλά.
Ο Περούτζια για την ίδια πράξη, δηλαδή για την κλοπή, τιμήθηκε στην πατρίδα του, αλλά τιμωρήθηκε στη Γαλλία, με εξάμηνη φυλάκιση. Για την κλοπή κατηγορήθηκε, ανάμεσα σε πολλούς άλλους, ο Πάμπλο Πικάσο και ο Γκιγιώμ Απολλιναίρ. Ο πρώτος κατάφερε να ξεφύγει, ο δεύτερος ταλαιπωρήθηκε οικτρά. Και οι δύο ήταν φίλοι, από τότε που ο Απολλιναίρ μπήκε στην ομάδα του Vlaminck, Derain, Braque, Matisse, Douanier, Rousseau που όλοι τους ήταν ύποπτοι για την κλοπή, όλοι τους ήθελαν να βάλουν χέρι στα εκθέματα του Μουσείου –και το έβαζαν– πόσο μάλλον στην Τζοκόντα. Όλοι ύποπτοι, λοιπόν, λιγουρεύονταν αυτό που έκρυβε ο Περούτζια στο μπαούλο του.
Και, ενώ έγινε τόση φασαρία, το 2012, εκατό χρόνια μετά την κλεψιά, ανακαλύφτηκε, κατόπιν εξονυχιστικής συντήρησης, μια άλλη Μόνα Λίζα στο Μουσείο Πράντο, ολόιδια με εκείνην στο Μουσείο του Λούβρου που την φιλοτέχνησε ή κάποιος από το εργαστήριο του Λεονάρντο ή ο ίδιος ο Λεονάρντο παράλληλα με την άλλη και παράλληλα με τα πολλά αντίγραφά της. Η διπλή ζωή της Τζοκόντας. Ή μήπως τριπλή; Η Τζοκόντα στη Φλωρεντία, η Τζοκόντα στο Παρίσι, η Τζοκόντα στη Μαδρίτη. Και, προσφάτως η Τζοκόντα στην Αμερική και από εκεί η Τζοκόντα στο διάστημα. Διότι όπως ανακοίνωσε η NASA επέλεξε, με τα οπτικά δεδομένα της σύγχρονης τεχνολογίας να στείλει με λέιζερ την εικόνα της Μόνα Λίζα σε διαστημικό δορυφόρο, 384.000 χιλιόμετρα απόσταση.
Και το νέο ερώτημα είναι; Και πως ξέρουμε ότι η άλλη η Τζοκόντα του Λούβρου και όχι η Τζοκόντα του Πράντο είναι η αυθεντική; Υποθέσεις πολλές με επικρατέστερη την εξής μία: Η Τζοκόντα του Πράντο είναι πιο νεανική και έχει φρύδια που η άλλη δεν έχει. Και γιατί να μην πούμε πως η Τζοκόντα με τα φρύδια είναι η αυθεντική και πρώτη και ότι η άλλη στο Λούβρο, εκείνη που μετά από δεκαέξι χρόνια και πόσες άραγε ταλαιπωρίες, είναι η δεύτερη ή κάποια από τις πάμπολλες επιλαχούσες;;; Και αφού όλες ο ίδιος τις φιλοτέχνησε τι βαρύτητα μπορεί να έχει η λέξη «αυθεντική» και ποια η διαφορά, στο τέλος τέλος;
Σκεφτείτε τώρα. Ο ίδιος ζωγράφος, στα ίδια χρόνια, το ίδιο μοντέλο, η ίδια γυναίκα… Ποια;;; Ερωτήματα και απορίες όλα εύλογα. Ποια είσαι Μόνα Λίζα πίσω από τον καμβά;;; Αν ρωτούσαν τον Πιραντέλο θα απαντούσε: είναι όποια εσείς νομίζετε…
Τζοκόντα Νο 2
Και φτάνουμε στο περίφημο μειδίαμα. Ο Nat King Cole εστιάζει τραγουδιστά στα ερωτήματα τα σχετικά μ’ αυτό το αινιγματικό και μυστηριώδες μειδίαμα:
Mona Lisa, Mona Lisa, men have named you
You're so like the lady with the mystic smile
Is it only 'cause you're lonely they have blamed you?
For that Mona Lisa strangeness in your smile?
Do you smile to tempt a lover, Mona Lisa?
Or is this your way to hide a broken heart?
Many dreams have been brought to your doorstep
They just lie there and they die there
Are you warm, are you real, Mona Lisa?
Or just a cold and lonely lovely work of art?
Mona Lisa, Mona Lisa
Εν ολίγοις, Σε ποιον χαμογελάς; Γιατί χαμογελάς; Για να βάλεις σε πειρασμό τον εραστή σου; Ή μήπως κρύβεις τη ραγισμένη σου καρδιά; Είσαι αληθινή ή απλώς ένα ψυχρό, μοναχικό, αξιαγάπητο έργο τέχνης…
Αναρτημένη στο Salon Carré του Λούβρου, πλάι στον «Γάμο της Κανά» και στον «Μυστικό γάμο της Αγίας Αικατερίνης» του Paolo Veronese δεν φοβάσαι τη σύγκριση με θεούς κι αγίους!
*
Στην Ελλάδα το χρονικό της κλοπής έγινε viral, όπως λένε σήμερα, και οι εφημερίδες είχαν θέμα να σχολιάζουν. Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου γνωστός συγγραφέας, ποιητής, δημοσιογράφος, τεχνοκριτικός, ανταποκριτής από το Παρίσι της εφημερίδας Εμπρός, για κάμποσα χρόνια, ασχολήθηκε με το θέμα και τα δημοσιεύματά του σήμερα περιλαμβάνονται στο Επίμετρο του βιβλίου που έγραψε για την κλοπή ο Martin Page, το οποίο κυκλοφορήθηκε στην Ελλάδα με τον τίτλο Ο άνθρωπος που έκλεψε την Τζοκόντα, σε μετάφραση Παρμύρας Ισμυρίδου, από τις εκδόσεις Άγρα το 1991, όπου με πολύ χιούμορ ένας τύπος Αρσέν Λουπέν (αστυνομικός επιθεωρητής) προσπαθεί να διαλευκάνει το μυστήριο.
Γράφει, λοιπόν, ο Παπαντωνίου για το περίφημο μειδίαμα, στο Εμπρός, στις 12.8.1911 : «Οι άνθρωποι ενώπιον του φωτογράφου παίρνουν ενστίκτως μίαν θανάσιμον σοβαρότητα. Ο Λεονάρδος εφρόντισε να την αποφύγη και τριγυρίσας το μοδέλο του με τραγούδια και ευθυμίαν, απέσπασεν από την γυναίκα αυτήν το μειδίαμά της το οποίον έμεινεν αιώνιον και την έκαμεν αιωνίαν. Ήτο η Μόνα Λίζα πιστή; Ήτο αδιάφορος προς τον ζωγράφον της; Σιωπή, τα αγνοούμε όλα […] ! Δαιμόνιο γυναικός, γιατί επί τέλους; Χαμογελάς προς πέντε ολοκλήρους αιώνας; Μανία πιάνει τον θεατήν, όχι να την κλέψη, όχι να την ξεσκίση με μία φαλτσέτα, προβαίνων εις ένα έγκλημα ωραιότητος, να της κλείση τα χείλη» (σελ. 297 (με ένα φιλί υποψιάζομαι).
Ο Ελί Φωρ καταθέτει το διαφωτιστικό σχόλιό του για αινιγματικό χαμόλελο και όχι μόνο: «Ο ντα Βίντσι μπορούσε να πιάσει το ίδιο χαμόγελο στα μάτια και στα χείλη όλων των όντων που έχουν βγει από τη σκέψη του και να αιφνιδιάσει το δάχτυλό τους που είναι τεντωμένο προς το ίδιο αόρατο σημείο, σάμπως για να επισημάνει την αμφιβολία» (Η Ιστορία της Τέχνης, Η τέχνη της Αναγέννησης, μτφρ. Βασίλης Τομανάς, εκδ. Εξάντας, 1993).
Ο Παπαντωνίου πάλι σε άλλο δημοσίευμά του, στις 14-8 1911, και στο ερώτημα, γιατί την έκλεψε, ο Παπαντωνίου απαντά ερωτώντας: «Για να είναι ο μόνος που την έχει; Μάλιστα είναι τούτο μία ηδονή. Αλλά θεωρητική. Δεν υπάρχει εις την ζωήν. Σας δίνω την Ελένην του Μενελάου, ωραίαν όπως την ύμνησαν οι γέροι Τρώες των τειχών και ο Θεόκριτος, υπό τον όρον να είναι δική σας, αλλά να μην την βλέπη άλλος, ούτε να ξεύρη άλλος ότι την έχετε. Δεν θα την πάρη κανείς. Όπερ έδει δείξαι» (από το ίδιο βιβλίο… σελ. 300). Άρα, όταν έχουμε κάτι καλό, θέλουμε να το δείχνουμε και να καμαρώνουμε γι’ αυτό. Η καλύτερα η αξία του αναβαίνει όταν το βλέπουν οι άλλοι. Το επιχείρημα μας εκτρέπει προς το Άγνωστο Αριστούργημα του Μπαλζάκ, αλλά θα μακρυγορήσουμε…
Τζοκόντα Νο 3
Ο Μάνος Χατζιδάκις, όταν ήταν στην Αμερική, στη χώρα του χάους, είδε μια γυναίκα που πήγαινε σα χαμένη στο δρόμο. Μετά στάθηκε μπροστά σ’ ένα βιβλιοπωλείο, στη βιτρίνα του οποίου ήταν ένα βιβλίο για τον Ντα Βίντσι με την «Τζοκόντα» στο εξώφυλλο να του χαμογελά, «απίθανα αινιγματική, αυτόματα μεγεθυμένη… η γυναίκα έρημη μες στην μεγάλη πόλη». (Τζοκόντα Νο 4) ». Και έτσι γεννήθηκε Το χαμόγελο της Τζοκόντας… Και το μυστήριο παραμένει… αλλιώς δεν θα ήταν μυστήριο…
Ποια είσαι Μόνα Λίζα; Πάντως όποια και αν είσαι, είσαι γλυκιά σαν σοκολατάκι (Τζοκόντα Νο 5).
Τζοκόντα Νο 5, 6 και 7
Τζοκόντα δεν είναι μόνο η Μόνα Λίζα του Λεονάρντο ντα Βίντσι, αλλά και η άλλη, η «Τζοκόντα» ή «Τζιοκόντα» (Gioconta), η τετράπρακτη όπερα που ανέβηκε για πρώτη φορά στη Σκάλα του Μιλάνου το 1876. Το λιμπρέτο γράφτηκε από τον Τόμπια Γκόριο (Tobia Gorrio) ή ανάποδα Αρίγκο Μπόιτο (Arrigo Boito) και η μουσική από τον Αμιλκάρε Πονκιέλι.
Η Τζοκόντα –La Gioconda– είναι θεατρικό έργο του Γκαμπριέλε Ντ’ Ανούτσιο (Γαβριήλ της Αναγγελίας!!!: Τζοκόντα Νο 6) 1899, αλλά και ηρωίδα στο θεατρικό του Βίκτωρος Ουγκώ Άγγελος, ο τύραννος της Πάδουας (Τζοκόντα Νο 7), με χώρο αναφοράς την Βενετία. Το έργο είναι παθητικό, ρομαντικό, δραματικό. Από αυτό ο Πονκιέλι (1834-1886) πήρε το θέμα της δικής του Τζοκόντας. Όπως είναι προφανές, ο πολιτικός Β. Ουγκώ, ο λογοτεχνικός πατέρας του γαλλικού έθνους, δεν χάνει την ευκαιρία να στηλιτεύσει μέσα από το έργο του την καταδυνάστευση και το κακό, για το οποίο εξορίστηκε, όταν οι περιστάσεις άλλαξαν.
Η Τζοκόντα του Πονκιέλι είναι μια τραγουδίστρια του δρόμου, μια trovatora ή trovatrice, που θυσιάζεται για να προσφέρει και να κάνει το καλό στη Βενετία του 17ου αιώνα που είναι γεμάτη από ίντριγκα και αντιθέσεις. Ιδανικός ο ρόλος για την σοπράνο που θα την τραγουδήσει.
Η όπερα είχε και συνεχίζει να έχει μεγάλη επιτυχία σε όλες τις λυρικές σκηνές ανά την υφήλιο. Πρωτοπαρουσιάστηκε το 1876, αλλά ο Ponchielli το τροποποίησε πολλές φορές. Διάσημος είναι ο περίφημος «Χορός των ωρών» και φυσικά η άρια Suicidio! … In questi fieri momenti… με την ανεπανάληπτη η Μαρία Κάλλας, ασυναγώνιστη, συγκλονιστική για όποιον έτυχε να την ακούσει το Σάββατο 2 Αυγούστου του 1955 (;). Η φωνή αίνιγμα σαν το χαμόγελο εκείνης της άλλης.
Στην Ελλάδα η όπερα έχει ανεβεί επανειλημμένως.
Suicidio!... - In questi fieri momenti
tu sol mi resti, e il cor mi tenti.
Ultima voce del mio destino,
ultima croce del mio cammin.
E un dì leggiadre volavan l'ore,
perdei la madre, perdei l'amore,
vinsi l'infausta gelosa febre!
or piombo esausta fra le tenèbre!
Tocco alla mèta...domando al cielo
di dormir queta dentro l'avel...
Τη πρώτης Τζοκόντας το τέλος δεν το ξέρουμε. Της έβδομης το μάθαμε. Ωστόσο, και οι δύο έχουν απαθανατισθεί, η μία από τον χρωστήρα του διάσημου ζωγράφου και η άλλη από τη μπαγκέτα του διάσημου μουσικού. Η μία ως μορφή και η άλλη ως άκουσμα. Η μία με πινελιές πάνω στον καμβά ή άλλη με νότες πάνω στο πεντάγραμμο. Η μία αινιγματική και η άλλη απελπισμένη και τραγική… και οι δύο με το χαρούμενο όνομα∙ Τζοκόντα…
Τζοκόντα Νο 8
Τζοκόντα ελληνική: θυμήθηκα τη σκηνή στην ταινία Το κορίτσι με τα μαύρα του Μιχάλη Κακογιάννη, όπου η Μαρίνα (Έλλη Λαμπέτη) βασανισμένη από χίλια δυο –πένθη, κρυφούς έρωτες, μικροψυχία της εγχώριας προπολιτισμικής (προτουριστικής) κοινωνίας της Ύδρας– είναι αγέλαστη και απροσπέλαστη. Τότε ο Παύλος (Δημήτρης Χορν) ο νοικάρης στο σπίτι της, παίρνει ένα δαντελένιο πετσετάκι, το φέρνει στο πρόσωπό του σαν φερεντζέ και σαν άλλος Λεονάρντο ντα Βίντσι «τριγυρίσας το μοδέλο του με τραγούδια και ευθυμίαν», την πολιορκεί με κωμικές γκριμάτσες και, κατορθώνει, επιτέλους, να την κάνει να χαμογελάσει. Και τότε αρχίζει ο έρωτας. Παλιό το κόλπο «πέσε πέσε το κοπέλι καν’ την κοπελιά και θέλει» ή επί το δοκιμότερον «ο ἐπιμένων νικᾶ». Ο άντρας που θέλει να κερδίσει μια γυναίκα πρέπει να την κάνει να χαμογελάσει… Τι τραγούδια έλεγε ο Λεονάρντο στη Μόνα Λίζα για να την κάνει να ευθυμήσει, άραγε; Ή μήπως της υπόσχεται εκείνο το «ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ»;
ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ Ανθούλας Δανιήλ ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.