Χάρτης 23 - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-23/metafrash/9-2-poihmata
——————————————— ≈ ———————————————
Η βράβευση της Λουίζ Γκλικ (Louise Glück), όπως προφέρεται το επώνυμό της, με το Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας 2020 αποτελεί κορυφαία αναγνώριση μιας σπουδαίας Αμερικανίδας ποιήτριας με ιδιαίτερη σχέση με την ελληνική μυθολογία και την κλασική παράδοση. Γεννημένη στη Νέα Υόρκη το 1943 και έχοντας περάσει μια δύσκολη εφηβεία στην αμερικανική Μακρόνησο (Λονγκ Άιλαντ), το 1968 εξέδωσε την πρώτη της συλλογή Πρωτότοκος (Firstborn), ενώ γνωστή έγινε με το βιβλίο της Ο θρίαμβος του Αχιλλέα το 1985, με ποιήματα που είχε αρχίσει να γράφει όταν κάηκαν το σπίτι και όλα τα υπάρχοντά της. Άρχισε να γράφει τη συλλογή Αραράτ (1990) μετά τον θάνατο του πατέρα της.
Η δεκαετία του 1990 υπήρξε πολύ παραγωγική, μετά από ένα δύσκολο διαζύγιο. Κυκλοφόρησαν οι συλλογές Η άγρια ίρις (1992), Λειμώνες
(1997) και Νέα ζωή (Vita Nova, 1999). Το 1994 εκδόθηκε η συλλογή δοκιμίων για την ποίηση Αποδείξεις και θεωρίες, ενώ το 2017 δεύτερη συλλογή δοκιμίων με τίτλο Αμερικανική πρωτοτυπία. Τη συλλογή ποιημάτων Οι επτά εποχές (2001) ακολούθησαν οι συλλογές Αβέρνο (2006), Μια ζωή στο χωριό (2009) και Πιστή και ενάρετη νύκτα (2014). Κοντά στην αρχαία Δικαιαρχία (Ποτσουόλι) στην επαρχία Καμπάνια, η λίμνη Αβέρνο αποτελούσε είσοδο στον κάτω κόσμο. Είχαν μεσολαβήσει συγκεντρωτικές εκδόσεις και αυτοτελώς τα ποιήματα Ο κήπος (1976) και Οκτώβριος
(2004), όπου ελληνικοί μύθοι επιστρατεύονται για τη διερεύνηση του τραύματος της επίθεσης στους Δίδυμους Πύργους στις 11 Σεπτεμβρίου 2001. Έχει τιμηθεί με σημαντικά αμερικανικά βραβεία.
«Δεν είμαι σίγουρη πως θα κρατήσω αυτή τη λέξη»: Αυστηρότητα και ακρίβεια στις στοχαστικά λυρικές συμπυκνώσεις της Λουίζ Γκλικ, που δεν ξοδεύει άσκοπα τις λέξεις της, τη συνδέουν με την Έμιλυ Ντίκινσον και την Ελίζαμπεθ Μπίσοπ. Δεν ενστερνίζεται τον εξομολογητικό τόνο που υιοθετεί η Σύλβια Πλαθ, λόγου χάριν. Τη Λουίζ Γκλικ πρέπει να είχα στο μυαλό μου όταν άλλοτε χαρακτήριζα την ποίηση ως «αντι-εξομολογητική αυτοβιογραφία».
Στο τεύχος #5 (Μαϊου 2019) του Χάρτη έχουν δημοσιευτεί, σε μεταφράσεις μου, τα ποιήματά της «Ο θρίαμβος του Αχιλλέα» και «Ένας μύθος αφοσίωσης», ενώ στο Ημερολόγιο 2014 της Εταιρείας Συγγραφέων, με θέμα «Οδυσσέας: Ένας διεθνής ελληνικός μύθος», είχαν προηγηθεί δύο ποιήματα, για την Πηνελόπη και την Κίρκη, που εμφανίζονται πάλι, σε μια επιλογή από αδημοσίευτες μεταφράσεις ποιημάτων της Λουίζ Γκλικ που αναστοχάζονται ελληνικούς μύθους.
Τίτλοι στα αγγλικά ποιημάτων της Λουίζ Γκλικ, σε απόδοση Γιώργου Χουλιάρα, που ακολουθούν: Σειρήνα (Siren), Τραγούδι της Πηνελόπης (Penelope’s Song), Η δύναμη της Κίρκης (Circe's Power), Το βασανιστήριο της Κίρκης (Circe's Torment), Η λύπη της Κίρκης (Circe's Grief), Ο μύθος της αθωότητας (The Myth of Innocence), Περσεφόνη η Περιπλανώμενη (Persephone the Wanderer), Αβέρνο (Averno), Παραβολή των ομήρων (Parable of the Hostages).
Σειρήνα
Έγινα εγκληματίας όταν ερωτεύτηκα.
Προηγουμένως ήμουν σερβιτόρα.
Δεν ήθελα να πάω στο Σικάγο μαζί σου.
Ήθελα να σε παντρευτώ, ήθελα
Η γυναίκα σου να υποφέρει.
Ήθελα η ζωή της να είναι σαν θεατρικό έργο
Όπου όλα τα μέρη είναι μέρη λυπημένα.
Ένας καλός άνθρωπος
Σκέφτεται έτσι; Αξίζω
Έπαινο για το θάρρος μου –
Κάθισα στο σκοτάδι στη βεράντα σου.
Όλα ήταν σαφή:
Αν η γυναίκα σου δεν σε άφηνε να φύγεις
Αυτό ήταν απόδειξη ότι δεν σε αγαπούσε.
Αν σε αγαπούσε
Δεν θα ήθελε να είσαι ευτυχισμένος;
Σκέφτομαι τώρα
Πως αν ένιωθα λιγότερα θα ήμουν
Καλύτερος άνθρωπος. Ήμουν
Καλή σερβιτόρα.
Κουβαλούσα οκτώ ποτά.
Συνήθιζα να σου λέω τα όνειρά μου.
Χθες βράδυ είδα μια γυναίκα σε σκοτεινό λεωφορείο –
Στο όνειρο κλαίει, το λεωφορείο όπου καθόταν
Απομακρύνεται. Με το ένα χέρι
Αποχαιρετά· με το άλλο χαϊδεύει
Ένα κουτί αβγά γεμάτο μωρά.
Το όνειρο δεν σώζει την κόρη.
—————————— ≈ ——————————
Τραγούδι της Πηνελόπης
Μικρή ψυχή, μικρή διαρκώς ξεγυμνωμένη,
Κάνε τώρα αυτό που σου λέω, σκαρφάλωσε
Τα κλαδιά σαν εταζέρες του έλατου ·
Περίμενε στην κορυφή, προσεκτική, όπως
Φρουρός σε επιφυλακή. Θα γυρίσει σπίτι σύντομα ·
Σου ταιριάζει να είσαι
Γενναιόδωρη. Ούτε εσύ ήσουν εντελώς
Άμεμπτη άλλωστε · με το ενοχλητικό σου σώμα
Έχεις κάνει πράγματα που δεν θα έπρεπε
Να συζητάς σε ποιήματα. Επομένως
Κάλεσέ τον πάνω από τα ανοιχτά νερά, πάνω από τα λαμπρά
Νερά
Με το σκοτεινό τραγούδι σου, με το αρπακτικό
Αφύσικο τραγούδι σου – γεμάτο πάθος
Όπως η Μαρία Κάλλας. Ποιος
Δεν θα σε ήθελε; Τίνος την πιο δαιμονική όρεξη
Δεν θα μπορούσες να ικανοποιήσεις; Σύντομα
Θα γυρίσει από όπου και αν πάει
Εν τω μεταξύ,
Ηλιοκαμένος από την απουσία του, επιθυμώντας
Το ψητό κοτόπουλό του. Α, πρέπει να τον υποδεχθείς,
Πρέπει να τινάξεις τα κλωνάρια του δέντρου
Για να τραβήξεις την προσοχή του,
Αλλά προσεκτικά, προσεκτικά, μην τυχόν
Και παραμορφωθεί το όμορφό του πρόσωπο
Από πάρα πολλές βελόνες που θα πέφτουν.
—————————— ≈ ——————————
Η δύναμη της Κίρκης
Ποτέ δεν μεταμόρφωσα κανέναν σε γουρούνι.
Κάποιοι άνθρωποι είναι γουρούνια· τους κάνω
Να φαίνονται σαν γουρούνια.
Έχω σιχαθεί τον κόσμο σου
Που αφήνει το έξω να μεταμφιέζει το μέσα. Δεν ήταν κακοί οι άντρες σου ·
Η μη πειθαρχημένη ζωή
Τους το έκανε αυτό. Σαν γουρούνια,
Με τη φροντίδα τη δική μου
Και των γυναικών μου
Γλύκαναν αμέσως.
Μετά αντέστρεψα το ξόρκι, δείχνοντάς σου την καλοσύνη μου
Καθώς και τη δύναμή μου. Είδα ότι
Θα μπορούσαμε να είμαστε ευτυχισμένοι εδώ,
Όπως είναι άντρες και γυναίκες
Όταν οι ανάγκες τους είναι απλές. Ταυτόχρονα,
Προέβλεψα την αναχώρησή σου,
Οι άντρες σου με τη βοήθειά μου να αψηφούν
Την κλαμένη, μανιασμένη θάλασσα. Νομίζεις
Λίγα δάκρυα με στενοχωρούν; Φίλε μου,
Κάθε μάγισσα είναι
Πραγματίστρια κατά βάθος · κανείς δεν βλέπει την ουσία
Αν δεν βλέπει όρια. Αν ήθελα μόνο να σε κρατήσω
Θα σε κρατούσα αιχμάλωτο.
—————————— ≈ ——————————
Το βασανιστήριο της Κίρκης
Μετανιώνω πικρά
Τα χρόνια που σε αγάπησα
Στην παρουσία και την απουσία σου, μετανιώνω
Για τον νόμο, το λειτούργημα
Που μου απαγορεύουν να σε κρατήσω, η θάλασσα
Ένα σεντόνι από γυαλί, η ομορφιά των
Λευκών από τον ήλιο ελληνικών πλοίων: πώς
Θα μπορούσα να έχω τη δύναμη αν
Δεν είχα την επιθυμία
Να σε μεταμορφώσω: όπως
Αγαπούσες το σώμα μου,
Όπως εκεί έβρισκες
Το πάθος που υψώσαμε πάνω
Από κάθε άλλο δώρο, σε εκείνη τη μια στιγμή
Πάνω από την τιμή και την ελπίδα, πάνω από την
Αφοσίωση, στο όνομα αυτού του δεσμού
Σου αρνούμαι
Παρόμοιο αίσθημα για τη γυναίκα σου
Καθώς σε αφήνω
Να ξαπλώσεις μαζί της, σου αρνούμαι
Τον ύπνο ξανά
Αν δεν μπορώ να σε έχω.
—————————— ≈ ——————————
Η λύπη της Κίρκης
Στο τέλος, αποκάλυψα
Τον εαυτό μου στη γυναίκα σου όπως
Ένας θεός θα έκανε, στο δικό της σπίτι, στην
Ιθάκη, μια φωνή
Χωρίς σώμα: σταμάτησε
Να πλέκει, γυρίζοντας το κεφάλι της
Πρώτα δεξιά, έπειτα αριστερά
Αν και δεν υπήρχε ελπίδα βέβαια
Να συνδέσει τον ήχο με οποιαδήποτε
Πραγματική πηγή: αμφιβάλλω
Αν θα γυρίσει στον αργαλειό της
Με όσα ξέρει τώρα. Όταν
Θα την ξαναδείς, πες της
Έτσι λέει αντίο ένας θεός.
Αν είμαι στο κεφάλι της για πάντα
Είμαι στη ζωή σου για πάντα.
—————————— ≈ ——————————
Ο μύθος της αθωότητας
Ένα καλοκαίρι πηγαίνει στον αγρό όπως συνήθως
κάνοντας μία στάση στη δεξαμενή όπου συχνά
κοιτάζει τον εαυτό της για να δει
αν διακρίνει καθόλου αλλαγές. Βλέπει
το ίδιο άτομο, τον φρικτό μανδύα
της θυγατρικότητας κολλημένο ακόμη πάνω της.
Ο ήλιος φαίνεται, στο νερό, πολύ κοντά.
Αυτός είναι ο θείος μου που πάλι κατασκοπεύει, σκέφτεται –
τα πάντα στη φύση είναι κατά κάποιον τρόπο συγγενείς της.
Δεν είμαι ποτέ μόνη, σκέφτεται,
μετατρέποντας τη σκέψη σε προσευχή.
Έπειτα εμφανίζεται ο θάνατος, όπως η απάντηση σε μια προσευχή.
Κανείς δεν καταλαβαίνει πια
πόσο όμορφος ήταν. Αλλά η Περσεφόνη θυμάται.
Επίσης ότι την αγκάλιαζε, εκεί ακριβώς,
με τον θείο της να παρακολουθεί. Θυμάται
το φως του ήλιου να λάμπει στα γυμνά μπράτσα του.
Αυτή είναι η τελευταία στιγμή που θυμάται καθαρά.
Έπειτα ο σκοτεινός θεός την πήρε μακριά.
Επίσης θυμάται, λιγότερο καθαρά,
την ψυχρή επίγνωση πως από εκείνη τη στιγμή
δεν μπορούσε πια να ζήσει χωρίς εκείνον.
Το κορίτσι που εξαφανίζεται από τη δεξαμενή
δεν θα επιστρέψει ποτέ. Μια γυναίκα θα επιστρέψει,
ψάχνοντας για το κορίτσι που υπήρξε.
Στέκεται στη δεξαμενή λέγοντας, πότε πότε,
ήμουν θύμα απαγωγής, αλλά της ακούγεται
λάθος, καμία σχέση με το τι ένιωσε.
Έπειτα λέει, δεν ήμουν θύμα απαγωγής.
Έπειτα λέει, προσφέρθηκα, ήθελα από το σώμα μου
να δραπετεύσω. Ακόμη, κάποιες φορές,
το επιθυμούσα. Αλλά η άγνοια
δεν μπορεί να επιθυμήσει τη γνώση. Η άγνοια
επιθυμεί κάτι φανταστικό, που πιστεύει ότι υπάρχει.
Όλα τα διαφορετικά ουσιαστικά –
τα λέει περιστροφικά.
Θάνατος, σύζυγος, θεός, ξένος.
Όλα ακούγονται τόσο απλά, τόσο συμβατικά.
Πρέπει να ήμουν, σκέφτεται, ένα απλό κορίτσι.
Δεν μπορεί να θυμηθεί τον εαυτό της ως εκείνο το άτομο
αλλά συνεχίζει να σκέφτεται ότι η δεξαμενή θα θυμάται
και θα της εξηγήσει τη σημασία της προσευχής της
ώστε να καταλάβει
αν απαντήθηκε ή όχι.
—————————— ≈ ——————————
Περσεφόνη η Περιπλανώμενη
Στην πρώτη εκδοχή, η Περσεφόνη
αποσπάται από τη μητέρα της
και η θεά της γης
τιμωρεί τη γη – αυτό
συμφωνεί με όσα ξέρουμε για την ανθρώπινη συμπεριφορά,
ότι τα ανθρώπινα όντα νιώθουν βαθιά ικανοποίηση
να κάνουν κακό, ιδίως
όχι συνειδητό κακό:
μπορούμε αυτό να το αποκαλέσουμε
αρνητική δημιουργία.
Στης Περσεφόνης το αρχικό
ταξίδι στην κόλαση συνεχίζουν
να απλώνουν χέρι λόγιοι που αμφισβητούν
τις αισθήσεις της παρθένου:
συνεργάστηκε στον βιασμό της,
ή ναρκώθηκε, ή βιάστηκε παρά τη θέλησή της,
που συμβαίνει τόσο συχνά σε σύγχρονα κορίτσια.
Όπως είναι γνωστό, η επιστροφή της αγαπημένης
δεν διορθώνει
την απώλεια της αγαπημένης: η Περσεφόνη
επιστρέφει σπίτι
λεκιασμένη με κόκκινο χυμό όπως
ένας χαρακτήρας στον Χώθορν –
δεν είμαι σίγουρη πως
θα κρατήσω αυτή τη λέξη: είναι η γη
«σπίτι» της Περσεφόνης; Βρίσκεται σπίτι, ενδεχομένως,
στο κρεβάτι του θεού; Δεν είναι
σπίτι πουθενά; Έχει
γεννηθεί περιπλανώμενη, με άλλα λόγια,
ένα υπαρξιακό
αντίγραφο της μητέρας της, που λιγότερο
εμποδίζουν ιδέες αιτιότητας;
Είναι επιτρεπτό να μην σας αρέσει
κανείς, ξέρετε. Οι χαρακτήρες
δεν είναι άνθρωποι.
Είναι πλευρές ενός διλήμματος ή μιας σύγκρουσης.
Τρία μέρη: ακριβώς όπως διαιρείται η ψυχή,
εγώ, υπερεγώ, εκείνο. Παρομοίως
τα τρία επίπεδα του γνωστού κόσμου,
ένα είδος διαγράμματος που χωρίζει
τον ουρανό από τη γη από την κόλαση.
Πρέπει να αναρωτηθείτε:
πού χιονίζει;
Το λευκό της αμνησίας
της βεβήλωσης –
Χιονίζει στη γη · ο παγωμένος αέρας λέει
Η Περσεφόνη κάνει έρωτα στην κόλαση.
Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους εμάς, δεν γνωρίζει
τι είναι χειμώνας, μόνον ότι
εκείνη είναι αυτό που τον προκαλεί.
Είναι ξαπλωμένη στο κρεβάτι του Άδη.
Τι έχει στο μυαλό της;
Φοβάται; Έχει κάτι
σβήσει την ιδέα
του μυαλού;
Γνωρίζει ότι η γη
διοικείται από μητέρες, τουλάχιστον αυτό
είναι βέβαιο. Επίσης γνωρίζει
ότι δεν είναι πια αυτό
που ονομάζεται κορίτσι. Σε σχέση
με τη φυλάκιση, πιστεύει
ότι υπήρξε αιχμάλωτη αφού υπήρξε κόρη.
Οι τρομερές επανενώσεις που της επιφυλάσσονται
θα εξαντλήσουν το υπόλοιπο της ζωής της.
Όταν το πάθος για εξιλέωση
είναι χρόνιο, σφοδρό, δεν επιλέγεις
τον τρόπο που ζεις. Δεν ζεις ·
δεν σου επιτρέπεται να πεθάνεις.
Παρασύρεσαι μεταξύ γης και θανάτου
που μοιάζουν, τελικά,
περιέργως παρόμοια. Λόγιοι λένε
πως δεν έχει νόημα να ξέρεις τι θέλεις
όταν οι δυνάμεις που σε διεκδικούν
θα μπορούσαν να σε σκοτώσουν.
Λευκό της αμνησίας,
λευκό της ασφάλειας –
Λένε
πώς υπάρχει ένα ρήγμα στην ανθρώπινη ψυχή
που δεν κατασκευάστηκε για να ανήκει
εξ ολοκλήρου στη ζωή. Η γη
μας καλεί να αρνηθούμε το ρήγμα αυτό, μια απειλή
μεταμφιεσμένη ως πρόταση –
όπως είδαμε
στην ιστορία της Περσεφόνης
που πρέπει να διαβαστεί
ως μια αντιδικία μεταξύ της μητέρας και του εραστή –
η κόρη είναι απλώς το κρέας.
Όταν έρχεται αντιμέτωπη με τον θάνατο, ποτέ δεν βλέπει
το λιβάδι χωρίς τις μαργαρίτες.
Ξαφνικά δεν τραγουδά πια
τα παρθενικά της τραγούδια
για της μητέρας της
την ομορφιά και τη γονιμότητα. Εκεί όπου
είναι το ρήγμα, είναι η διάσπαση.
Τραγούδι της γης,
τραγούδι του μυθικού οράματος της αιώνιας ζωής –
Η ψυχή μου
θρυμματισμένη από την ένταση
της προσπάθειας να ανήκει στη γη –
Τι θα κάνεις,
όταν έρθει η σειρά σου στον αγρό με τον θεό;
—————————— ≈ ——————————
Αβέρνο
Averno. Αρχαίο όνομα, Avernus. Μικρή λίμνη σε κρατήρα, δέκα μίλια από τη Νάπολη, στην Ιταλία. Οι αρχαίοι Ρωμαίοι τη θεωρούσαν είσοδο στον κάτω κόσμο.
I
Πεθαίνεις όταν το πνεύμα σου πεθαίνει.
Αλλιώς, ζεις.
Μπορεί να μην το κάνεις καλά, αλλά συνεχίζεις –
κάτι για το οποίο δεν έχεις επιλογή.
Όταν το λέω αυτό στα παιδιά μου
δεν δίνουν προσοχή.
Οι ηλικιωμένοι, νομίζουν –
αυτό κάνουν πάντοτε:
μιλάνε για πράγματα που κανείς δεν μπορεί να δει
για να καλύψουν τα εγκεφαλικά κύτταρα που χάνουν.
Κάνουν νεύματα μεταξύ τους ·
άκου τι λέει, μιλά για το πνεύμα
γιατί δεν θυμάται πια τη λέξη για την καρέκλα.
Είναι φοβερό να είσαι μόνος σου.
Δεν εννοώ να ζεις μόνος σου –
να είσαι
μόνος σου, όπου κανείς δεν σε ακούει.
Θυμάμαι τη λέξη για την καρέκλα.
Θέλω να πω – απλώς δεν ενδιαφέρομαι πια.
Ξυπνώ με τη σκέψη
πρέπει να ετοιμαστείς.
Σύντομα το πνεύμα θα παραδοθεί –
όλες οι καρέκλες στον κόσμο δεν θα με βοηθήσουν.
—————————— ≈ ——————————
Παραβολή των ομήρων
Οι Έλληνες κάθονται στην παραλία
και αναρωτιούνται τι να κάνουν όταν τελειώσει ο πόλεμος. Κανείς
δεν θέλει να πάει σπίτι, πίσω
σε αυτό το κοκκαλιάρικο νησί · όλοι θέλουν λίγο παραπάνω
από όσα υπάρχουν στην Τροία, περισσότερη
ζωή με ένταση, αυτή την αίσθηση κάθε ημέρας λες και
είναι γεμάτη εκπλήξεις. Αλλά πώς να το εξηγήσεις αυτό
σε όσους είναι σπίτι, για τους οποίους
το να πάρεις μέρος σε έναν πόλεμο είναι μια εύλογη
δικαιολογία απουσίας, ενώ
το να ερευνήσεις τις δυνατότητές σου περισπασμών
δεν είναι. Λοιπόν, αυτό μπορεί να αντιμετωπιστεί
αργότερα · εκείνοι
είναι άνδρες της δράσης, έτοιμοι να αφήσουν
την επίγνωση στις γυναίκες και τα παιδιά.
Ενώ τα σκέφτονται αυτά στον καυτό ήλιο, ικανοποιημένοι
από μια νέα δύναμη στα μπράτσα τους, που φαίνονται
πιο χρυσά από όσο στο σπίτι, σε μερικούς
αρχίζει να τους λείπει η οικογένειά τους λίγο,
να τους λείπουν οι γυναίκες τους, να θέλουν να δουν
αν ο πόλεμος τούς γέρασε. Και λίγοι γίνονται
κάπως ανήσυχοι: και αν ο πόλεμος είναι απλώς
μια αρσενική εκδοχή του να φοράμε τα καλά μας,
ένα παιχνίδι που έχει σχεδιαστεί για να αποφεύγουμε
σοβαρές πνευματικές ερωτήσεις; Α,
μα δεν ήταν μόνον ο πόλεμος. Ο κόσμος είχε αρχίσει
να τους καλεί, μια όπερα που ξεκινά με του πολέμου
τις δυνατές χορδές και λήγει με την πλωτή άρια των σειρήνων.
Εκεί στην παραλία, συζητώντας τα διαφορετικά
δρομολόγια επιστροφής στο σπίτι, κανείς δεν πίστευε
πως θα έπαιρνε δέκα χρόνια για να γυρίσεις στην Ιθάκη ·
κανείς δεν προέβλεπε τη δεκαετία άλυτων διλημμάτων – α, ανυπόκριτη
οδύνη της ανθρώπινης καρδιάς: πώς να μοιράσεις
την ομορφιά του κόσμου σε αποδεκτές
και μη αποδεκτές αγάπες! Στις ακτές της Τροίας,
πώς θα μπορούσαν να ξέρουν οι Έλληνες
ότι ήταν όμηροι ήδη: όποιος μια φορά
καθυστερεί το ταξίδι έχει στη γοητεία
ήδη υποκύψει · πώς θα μπορούσαν να ξέρουν
ότι από τον μικρό τους αριθμό
μερικούς θα κρατούσαν για πάντα τα όνειρα της ηδονής,μερικούς του ύπνου, μερικούς της μουσικής
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Χρώματα των χαρτογράφων της Ελίζαμπεθ Μπίσοπ
15 Μαΐου: Έμιλυ Ντίκινσον [3 ποιήματα]