Χάρτης 23 - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-23/diereynhseis/istories-kai-eikones-me-kokkinh-antaygeia
«Εάν μία γυναίκα δεν θέλει να πουλήσει σεξ, είναι έγκλημα να την
αναγκάσεις να το κάνει. Αλλά όταν οι γυναίκες θέλουν οικειοθελώς να
πουλήσουν το σώμα τους, θα πρέπει να έχουν αυτό το δικαίωμα χωρίς να
αντιμετωπίσουν τιμωρία ή διακρίσεις. Εφόσον ο πελάτης συμπεριφέρεται
ευγενικά, τότε η σχέση μεταξύ αγοραστή και πωλήτριας σεξ πρέπει να
θεωρείται καθαρά ιδιωτική συναλλαγή». Αυτά έγραφε ο Νορβηγός ιστορικός
και συγγραφέας Νιλς Γιόχαν Ρίνγκνταλ στο βιβλίο του Έρωτας για
πούλημα. Στην πίσω όψη αυτής της ευρύχωρης άποψης βρίσκεται η σκοτεινή
πλευρά των πραγμάτων. Το εμπόριο της λευκής (και έγχρωμης) σάρκας
αποτελεί έναν από τους βασικούς παράγοντες παράνομου κέρδους. Τα θύματα
του τράφικινγκ πολλαπλασιάζονται, τα ναρκωτικά θερίζουν, τα κυκλώματα
διακίνησης θησαυρίζουν.
Πώς όμως, οι αλλοτινές ιέρειες της Αφροδίτης (με όλο το σέβας που
προσέδιδε η ιερότητα του ρόλου) υποβαθμίστηκαν σε «πεταλούδες της
νύχτας», δουλεύοντας οι περισσότερες σε συνθήκες παρανομίας; Μόνο στην
Ελλάδα υπολογίζεται ότι εκδίδονται περίπου 20.000 γυναίκες, ενώ μόλις
2.000 διαθέτουν άδεια εξάσκησης επαγγέλματος. Παράλληλα, τουλάχιστον
1.000.000 άντρες καταφύγουν στις υπηρεσίες τους. Τι λένε οι ίδιοι οι
πορνοπελάτες και πώς τοποθετείται η σύγχρονη ψυχανάλυση και η κοινωνική
ανθρωπολογία απέναντι σε τέτοια ζητήματα; Με όλα αυτά και πολλά ακόμα
καίρια ερωτήματα καταπιάνεται ένα βιβλίο που κυκλοφορεί από την Jemma
Press. Το Αγαπημένο μου μπορντέλο – Οι “δούλες” του ιερού είναι μια
πρωτότυπη μελέτη για την ιστορία της πορνείας και τις λογοτεχνικές
αποτυπώσεις της ανά τους αιώνες, καθώς και ένα ενδελεχές ρεπορτάζ στα
στέκια του σημερινού αγοραίου έρωτα. Το συνυπογράφουν η
δημοσιογράφος-συγγραφέας Έλενα Μοσχίδη (κείμενα) και η εικαστικός Έλενα
Ναβροζίδου (εικονογράφηση).
Δομικά διττό το βιβλίο, αποτελεί συγκερασμό της πενταετούς έρευνας
της Έλενας Μοσχίδη, με τον ερωτισμό που αποπνέουν οι ζωγραφικοί πίνακες
της Έλενας Ναβροζίδου. Κινείται ανάμεσα στον άξονα των συζητήσεων της
δημοσιογράφου με τις γυναίκες της νύχτας και την εμπεριστατωμένη
αναδρομή στο παρελθόν της Ιεράς Δουλείας, με την εικαστική προσέγγιση
που επιχειρεί, σε παράλληλη τροχιά, η Έλενα Ναβροζίδου (χωρίς απαραίτητα
το κείμενο να συμπληρώνει τη ζωγραφική, ή το αντίστροφο) Το γόνιμο pas
de deux των συν-δημιουργών φωτίζει τα άφαντα πίσω από την κόκκινη
κουρτίνα του μπορντέλου.
«Η ιδέα αυτού του βιβλίου γεννήθηκε ένα φθινοπωρινό ανιαρό βράδυ σε ένα μπαράκι στο Παγκράτι», λέει η Έλενα Ναβροζίδου. «Αναρωτιόμασταν πώς να σωθούμε από την πλήξη του χειμώνα που πλησίαζε. Με ένα νεύμα συμφωνήσαμε να κάνουμε κάτι που να μας πάθιαζε. Αυτό το βιβλίο!». Από την πλευρά της, η Έλενα Μοσχίδη, συμπληρώνει: «Ξεκινήσουμε την περιπέτειά μας σε ένα μακροχρόνιο και συχνά δύσβατο ταξίδι στον κόσμο της πορνείας. Παρέα μελετήσαμε μία πλούσια βιβλιογραφία, με αφετηρία την ιστορία της ιεράς πορνείας, τον αγοραίο έρωτα στου Σόλωνα, τα «σπίτια» στην αρχαία Ελλάδα και σε άλλους πολιτισμούς όπου ευδοκίμησε η πορνεία. Η κάθε μια, από τον δικό της δημιουργικό κόσμο και ρόλο, ξεκίνησε να δουλεύει ανεξάρτητα, χωρίς να επεμβαίνει στη δουλειά της άλλης».
Στο οπισθόφυλλο αναφέρεται ότι το βιβλίο αυτό είναι το αποτέλεσμα μιας σπάνιας «πνευματικής συνουσίας». Πώς συνενώθηκαν, όμως, οι δύο ξεχωριστές διεργασίες εις σάρκα μίαν; «Και οι δυο μας έχουμε ένα υψηλό αισθητικό κριτήριο σε ό,τι φτιάχνουμε, αλλά και για το πως αντιμετωπίζουμε τη ζωή γενικότερα», λέει η Έλενα Μοσχίδη. «Είμαστε και οι δύο ενθουσιώδεις σαν παιδιά. Ταιριάζουμε στον τρόπο που προσεγγίζουμε ένα θέμα και αφηνόμαστε χωρίς άγχος και αγωνία σ’ αυτό που φτιάχνουμε και όπου μας πάει. Συναντιόμασταν κάθε εβδομάδα. Της διάβαζα τα κείμενα και εκείνη μου έδειχνε τα έργα της». Κάποιες φορές μάλιστα, η συγγραφέας πήγαινε στο ατελιέ της ζωγράφου και συνέχιζε το γράψιμο εκεί, προκειμένου, όπως λέει, να περιστοιχίζεται από τους πίνακες και το ντεκόρ του χώρου που μετέδιδαν την αύρα του βιβλίου. «Εναρμονίσαμε τις αντιθέσεις και τις αντιφάσεις μας», προσθέτει η Έλενα Ναβροζίδου. «Αφεθήκαμε ελεύθερες, η κάθε μια στο χώρο και το χρόνο της».
Χρειάστηκε μια πενταετία, με κάποια κενά λόγω άλλων δραστηριοτήτων, για να ολοκληρωθεί το βιβλίο και να ειπωθεί, με τη λήξη της καραντίνας τον περασμένο Μάιο, το «τυπωθήτω». Σε αυτά τα πέντε χρόνια της ασυνεχούς ενασχόλησης με το θέμα, η Έλενα Μοσχίδη συνέλεξε πλήθος ιστορικών στοιχείων, συγκεντρώνοντας, παράλληλα, ηχητικές μαρτυρίες από το σημερινό κόσμο του αγοραίου έρωτα. «Πρόκειται για το ψυχογράφημα της ιερόδουλης και του πελάτη -όχι του περιστασιακού αλλά του σταθερού» λέει η ίδια. «Πραγματεύεται επίσης τα αίτια, τους λόγους, το παρασκήνιο της σεξουαλικότητας στην εποχή μας. Λιμπιντικά ζητήματα και μηχανισμοί αναστολών και ενοχών εξακολουθούν στην εποχή μας και πρωταγωνιστούν –κραυγαλέα, μάλιστα. Το κοινωνικό σύστημα, οι θρησκείες και η παιδεία-διαπαιδαγώγηση φροντίζουν συστηματικά στην καλλιέργειά τους. Όλα αυτά τα ζητήματα αναπτύσσονται στο βιβλίο. Εστίασα συνεπώς, σε όλους εκείνους τους παράγοντες που θα με οδηγούσαν κάτω από τον αφρό αυτού του κόσμου. Όσο πιο βαθιά γινόταν».
Το ερώτημα που τίθεται είναι πού και πώς εστίασε περισσότερο την έρευνά της η Έλενα Μοσχίδη, αλλά και πόσο πίσω την οδήγησε η αναζήτηση των ιστορικών πληροφοριών. «Άρχισα την μελέτη πάνω στην ιστορία της ιεράς πορνείας αλλά και του αγοραίου έρωτα, που είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Αναζήτησα συγγραφείς και καλλιτέχνες που άφησαν έργο σχετικά με την γυναίκα της νύχτας και ακολούθησαν συζητήσεις με ειδικούς, όπως με την ψυχίατρο - ψυχοθεραπεύτρια Έλενα Τσιόλκα και την κοινωνική ανθρωπολόγο Λιόπη Αμπατζή». Όπως ήταν επόμενο, αντιμετώπισε πολλά εμπόδια στη διάρκεια των ρεπορτάζ που έκανε σε διάφορα μπορντέλα: «Το δύσκολο κομμάτι της έρευνας αφορούσε τα επιτόπια ρεπορτάζ στους οίκους ανοχής. Δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Για έναν άντρα είναι εύκολη η πρόσβαση σε αυτούς τους χώρους, αλλά για μία γυναίκα, τουλάχιστον για εμένα, αποτέλεσε εφιάλτη. Με έδιωχναν κάθε φορά που επιχειρούσα να μπω. Πήρε δύο χρόνια για να βρω την πρόσβαση στα “σπίτια” του έρωτα. Με βοήθησε ένας άντρας και μετά η πρωταγωνίστρια του βιβλίου, η Ρουμάνα Τίνα. Το θέμα ήταν να μπαινοβγαίνω σε αυτά όποτε ήθελα και για όσο χρόνο χρειαζόμουν. Όχι να μπω μια φορά και να βγω. Όταν τα κατάφερα ξεδιπλώθηκε μπροστά μου ένας κόσμος που στην αρχή δεν έβρισκα τις λέξεις να τον περιγράψω. Δεν ήταν εύκολο. Έπρεπε να αποστασιοποιηθώ και να σβήσω από μπροστά μου τα εκτυφλωτικά φώτα του που με τύφλωναν. Χρειάστηκε να σβήσω και να ξαναγράψω δεκάδες φορές. Έπρεπε, επί αρκετά χρόνια, να κοιμάμαι και να ξυπνώ με τις εικόνες των κοριτσιών, των οίκων ανοχής, των νυχτοπερπατημάτων μου. Αναζητούσα διαρκώς κάτι καινούργιο βιβλιογραφικά. Έπρεπε να διεισδύσω στις ψυχές λογοτεχνών και ποιητών, στον Φλωμπέρ, στον Αρετίνο, στον ντε Σαντ και σε πολλούς άλλους, προκειμένου να κατανοήσω πώς και γιατί η γυναίκα της νύχτας έπαιζε τόσο σημαντικό ρόλο και αποτέλεσε πηγή έμπνευσης στη ζωή τους. Όφειλα να καταλάβω σε βάθος τη θέση των φιλοσόφων τους οποίους αναφέρω στο βιβλίο. Όλα αυτά, πήραν αρκετό καιρό και φυσικά, χρειαστήκαμε, τόσο εγώ όσο και η Έλενα Ναβροζίδου, να αφαιρέσουμε μεγάλο κομμάτι της δουλειάς μας. Ο όγκος ήταν τεράστιος και εμείς θέλαμε ένα βιβλίο που να το παίρνει κάποιος μαζί του εύκολα. Όχι ένα coffee table book».».
Σε επίπεδο εικονογράφησης, η πολύχρονη δουλειά της Έλενας Ναβροζίδου σε κόμικς, ζωγραφική, σκηνογραφία και εικαστικές εγκαταστάσεις, «μεταγγίζεται» στο εξώφυλλο και τις εσωτερικές σελίδες του βιβλίου: από τις ποθητές ηρωίδες των κόμικς (με αφετηρία τη μοιραία Λουντμίλα στις σελίδες του Παραπέντε), μέχρι τους πίνακες και τις σκηνοθεσίες εικαστικών εγκαταστάσεων, όλα επιστρέφουν εδώ, παραπέμποντας σε εσωτερικά αρχαίων αιγυπτιακών τάφων, σε βυζαντινά δωμάτια, ή στα μπαρόκ σαλόνια των λιμπερτίνων. «Όπως είναι δομημένο το βιβλίο», επισημαίνει η Έλενα Ναβροζίδου, «με τις πολλές και διαφορετικές αναδρομές του σε ποικίλες στιγμές του παρελθόντος, μου δόθηκε η δυνατότητα να αναδείξω όλη την εργασία που τόσα χρόνια κάνω. Το ανθρώπινο σώμα! Άτρωτο και παντοδύναμο, λαμπερό, ηδυπαθές και αθώο μέσα στους αιώνες των πολιτισμών. Ορισμένα από τα έργα που εικονογραφούν το βιβλίο είναι εμπνευσμένα ή δουλεμένα “d' après” έργων των δημιουργών κόμικς Magnus και Claeys, των ιαπωνικών ερωτικών Shunga, καθώς και έργων των ζωγράφων Mantegna, Velasquez και Gauguin που ανήκουν στους αγαπημένους εμπνευστές μου». Υπάρχει άραγε κάποια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη ζωγραφική και τα κόμικς; Πού νιώθει περισσότερο… σαν στο σπίτι της; «Η αφήγησή μου στην ζωγραφική και στα κόμικς είναι ίδια. Αλλάζουν μόνο τα μεγέθη. Όμως, η γραφή, η τεχνική, η ατμόσφαιρα, οι εμμονές μου και οι αγάπες μου είναι κοινές σε αυτές τις κοντινές τέχνες. Όταν κάνεις ένα έργο ζωγραφικής έχεις μια ιδέα στο μυαλό σου. Όταν κάνεις ένα κόμικς, το σενάριο. Όταν κάνεις μια εικονογράφηση έχεις ένα κείμενο. Όλα για μια εικόνα! Η εικόνα είναι το σπίτι μου».
Το Αγαπημένο μου μπορντέλο εκτείνεται σε 240 σελίδες, καλύπτοντας ένα ευρύτατο ιστορικό, κοινωνικό και γεωγραφικό πεδίο σε βάθος αιώνων. Η απάνθρωπη και οδυνηρή όψη του πληρωμένου έρωτα δεν ήταν δυνατόν να απουσιάσει. «Αυτό που με εντυπωσίασε περισσότερο», λέει η Έλενα Μοσχίδη, «ήταν το κομμάτι της βίας. Υπάρχει ένα κεφάλαιο στο βιβλίο, με τίτλο “Στο άβατο της βίας. Νυχτοπερπατήματα σε πορνικούς κόσμους του χθες και του σήμερα”. Όταν έφτασα να δουλεύω αυτό το σκέλος, ήρθα αντιμέτωπη με την αγριότητα και την βία που διαδραματίζεται στο περιβάλλον της πορνείας. Την αντιμετώπισα, τόσο βιβλιογραφικά, όσο και ρεπορταζιακά. Όλοι οι άνθρωποι κρύβουμε μέσα μας το στοιχείο αυτό, είτε μας αρέσει, είτε όχι. Υπάρχει καλά καμουφλαρισμένο, έτοιμο να αναδυθεί με την κατάλληλη ευκαιρία. Η οδύνη είναι η άλλη όψη της ηδονής. Ο πρωταγωνιστικός ρόλος της έχει πολλές μορφές, σφραγίζοντας το σώμα με το αποτύπωμά του. Η βία, κυριολεκτικά και μεταφορικά, παραμονεύει στο προσκέφαλο του ερωτικού κρεβατιού. Δεν ήταν εύκολη η συγγραφή αυτού του κεφαλαίου. Χρειάστηκα ένα μήνα για να βάλω μια λέξη στο χαρτί».
Όσο δύσκολο ήταν το κομμάτι του ρεπορτάζ, τόσο συναρπαστικό αποδείχθηκε το ταξίδι της Έλενας Μοσχίδη σε αναζήτηση στοιχείων για το παρελθόν της πορνείας. Η σκαπάνη της ερευνήτριας-συγγραφέως έφθασε βαθιά, ανασύροντας στην επιφάνεια πλήθος ιστορικών πληροφοριών που συνθέτουν ένα πρωτότυπο ψηφιδωτό της «ιεράς πορνείας». Ενδεικτικά:
Με την πάροδο των αιώνων τα αρχαία συμβόλαια δουλειάς έγιναν δεσμά δουλείας. Στο ενδέκατο κεφάλαιο των Αθλίων, ο Βίκτωρ Ουγκώ, αναφερόμενος στην Φαντίνα, γράφει χαρακτηριστικά: «Λέμε ότι η δουλεία έχει εκλείψει από τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια. Η δουλεία υπάρχει ακόμα, αλλά τώρα ισχύει μόνο για τις γυναίκες και το όνομά της είναι πορνεία». Από το 1862 που έγραφε αυτά ο διασημότερος εκπρόσωπος του γαλλικού ρομαντισμού, οι συνθήκες εξελίχθηκαν επί τα χείρω. Ο ρομαντισμός δεν χωρά στο σύγχρονο τράφικινγκ και στις σκληρές συνθήκες εργασίας. «Είναι όλα μέσα στο παιχνίδι», λέει σε κάποιο σημείο του βιβλίου η Κατερίνα, μια Ελληνίδα που δουλεύει ως αυτόνομη ιερόδουλη. «Γι’ αυτό, αν μια εκδιδόμενη θέλει να βγάλει χρήματα και αν θέλει να κρατήσει την ψυχική της ισορροπία, πρέπει από νωρίς να μυριστεί τι παίζεται και να ελέγχει εκείνη τα πράγματα. Είναι πολύ εύκολο να χαθείς. Να γίνεις ράκος. Να μπλέξεις με ουσίες. Να μην ξέρεις πού πας. Σ’ αυτή τη δουλειά πάρα πολλά κορίτσια πίνουν για να μπορούν να δουλέψουν!».
Από την εξίσωση (ή μάλλον κλάσμα, με παρονομαστή την πόρνη) δεν θα μπορούσε να λείπει η άλλη πλευρά, ο πελάτης. Ο «μισθωτής» ερωτικών υπηρεσιών τίθεται απέναντι και όχι δίπλα στην –πρόσκαιρη– παρτενέρ. Σε ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε πριν τρία χρόνια στην εφημερίδα El País με τίτλο «Γιατί τα μπουρδέλα γεμίζουν με 20χρονους πελάτες», ο Ισπανός δημοσιογράφος Νάτσο Καρετέρο σημείωνε: «Καθ' όλη τη διάρκεια των συνομιλιών με νεαρούς άνδρες που είχαν επισκεφτεί πόρνες, η κύρια ανησυχία τους ήταν η “ντροπή” να μιλούν για τις εμπειρίες τους. Ούτε ένας δεν είπε ότι ανησυχούσε για την τύχη των γυναικών με τις οποίες είχε σεξουαλική επαφή».
Τη δική της εμπειρία μεταφέρει η Έλενα Μοσχίδη, από το ανάλογο ρεπορτάζ που έκανε για τις ανάγκες του βιβλίου: «Αυτή η πλευρά της έρευνας ήταν η πιο βατή. Οι άντρες μιλούν εύκολα και μάλιστα είναι αρκετά περιγραφικοί όσον αφορά το ερωτικό κρεβάτι, αλλά και όσον αφορά ζητήματα του ψυχισμού τους. Τα πρώτα πέντε λεπτά θα έλεγα ότι στεκόντουσαν λίγο αμήχανοι και ντροπαλοί απέναντί μου. Όσο όμως περνούσε η ώρα, χαλάρωναν. Είχαν ξεχάσει ότι μιλούσαν σε μία γυναίκα και με αντιμετώπιζαν σαν φιλαράκι τους. Προφανώς τους έκανα και εγώ να νιώθουν μαζί μου όσο πιο άνετα γινόταν. Έχουν ενδιαφέρον οι εξομολογήσεις τους. Με έκαναν να αισθάνομαι ότι έπαιζα το ρόλο του ψυχαναλυτή ενώ αυτοί μιλούσαν απ’ το ντιβάνι». Η πιο ρηξικέλευθη άποψη επί του θέματος, πάντως, έχει ειπωθεί από την Αμερικανίδα ακαδημαϊκό, συγγραφέα και «ανορθόδοξη» φεμινίστρια, Καμίλ Πάγλια: «Η πόρνη δεν είναι θύμα των αντρών, αλλά μάλλον ο κατακτητής τους. Πρόκειται για μια παράνομη, που ελέγχει τον σεξουαλικό δίαυλο ανάμεσα στη φύση και τον πολιτισμό».