Χάρτης 22 - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-22/pyxides/mikrh-klimaka-aristeidhs-antonas-kwstas-giannakidhs-hrw-nikopoyloy-xrhstos-xrhstidhs
H στήλη
αυτή προτείνει κάθε μήνα σε τρεις-τέσσερις συγγραφείς μια
φράση που θα αποτελεί τον τίτλο ή θα εμπεριέχεται σε ένα
αδημοσίευτο πεζό κείμενό τους (έως 250 λέξεις). Ενίοτε θα
δίνεται και μη ρηματική ιδέα συγγραφής. Στόχος της στήλης
είναι αφενός να δημιουργηθεί μια δεξαμενή συλλογής
πρωτογενούς υλικού και αφετέρου μια εν προόδω χαρτογράφηση
της ελληνικής περίπτωσης στο τοπίο της σύγχρονης ελληνικής
μικρομυθοπλασίας.
————————————————————————
Στους τέσσερις συγγραφείς αυτού του τεύχους έχει δοθεί η φράση:
«Καλό ταξίδι, Άννα. Χάρηκα.»
Εικόνες Κ. Π. Γραμματόπουλου (από το Αλφαβητάριο του 1955)
Θεωρία της καταγραφής
Καλό ταξίδι, Άννα.
Πώς;
Καλό ταξίδι, Άννα, χάρηκα.
Πώς;
Καλό ταξίδι ...
Δεν ακούω.
Ακούς τώρα;
Κάνει διακοπές η γραμμή.
Λέω: καλό ταξίδι.
Η σύνδεση είναι κακή, αν με ακούς. Θα το κλείσω.
Όχι! Μην κλείνεις.
Α, τώρα κάτι ακούω, πες γρήγορα.
Προς θεού μην κλείνεις.
Γιατί;
Λέω: καλό ταξίδι.
Αυτό;
Ναι.
Ευχαριστώ.
Χάρηκα πολύ.
Κι εγώ.
Έλαβες τα φιλμ, έλαβες τις φωτογραφίες;
Τα έλαβα.
Ήταν ωραία.
Πες το πάλι.
Ήταν καλά, όχι;
Ήταν; Σε χάνω.
Ήταν καλά. Θα ήθελα να σε ξαναδώ.
Τι;
Θα ήθελα να σε ξαναδώ.
Πάλι δεν ακούω.
Θα ήθελα... λέω… με λαμβάνεις;
Τι θα ήθελες; Κάνει έναν θόρυβο τώρα σαν τζιτζίκι, θα μου τρυπήσει το αυτί.
Να σε ξαναδώ.
Μα γιατί; Αυτό τελείωσε.
Λέω: θα ήθελα να σε ξαναδώ.
Το άκουσα. Θέλεις να με ξαναδείς.
Θέλω.
Στο ίδιο μέρος;
Ναι.
Με τον ίδιο αέρα να φυσάει;
Ναι.
Με τα ίδια ρούχα;
Ρούχα! Ναι έτσι πάλι.
Και θα καταγράφεις πάλι; Θα βγάζεις πάλι φωτογραφίες;
Αφού λέμε θα είναι όπως σήμερα.
Το ίδιο;
Ναι.
Και θα κάνουμε τα ίδια;
Ακριβώς τα ίδια. Να ζήσουμε το ίδιο. Σήμερα έχω μανία για το ίδιο.
Μα έχουμε τώρα την καταγραφή.
Θέλω το ίδιο. Άκουσες τώρα;
Η σύνδεση είναι κακή.
Θέλω το ίδιο.
Το έχεις. Δεν χρειάζεσαι εμένα για το ίδιο.
Άννα δεν υπάρχει τίποτε ίδιο, αλήθεια. Γι' αυτό ανυπομονώ να το έχω.
Δεν ακούω. Ποιος καταγράφει όσα δεν ακούγονται; Κλείνω.
Άννα, μην κλαις
Μισεί τον Μπρεχτ όσο και τον πόνο της. Στον Μικρούτσικο δεν κρατάει κακία, αυτός απλώς έγραψε το τραγούδι. Ζωγράφισε την εικόνα με νότες.
Στα δεξιά της έχει έναν καθρέφτη που ο ποιητής έκρυψε από τους στίχους. Του ρίχνει πλάγιες ματιές. Εκείνος της απαντά με την ίδια εικόνα. Σα να βλέπει έναν πίνακα ζωγραφικής.
Κλαίει μπροστά σε ένα ντουλάπι που δεν έχει ψίχα ψωμί. Μία φωνή χωρίς πρόσωπο της λέει κάτι για του έθνους τα μεγάλα ιδανικά, τον στρατό που ξεκινά και τον μπακάλη που δίνει βερεσέ. Και μετά της υπόσχεται ότι θα γυρίσει. Λες και τη νοιάζει.
Δε βλέπει τον άνδρα που της μιλά, δεν της επιτρέπεται να το κάνει. Ο Μπρεχτ την σταύρωσε χωρίς καρφιά. Ζει φυλακισμένη μέσα σε ένα ποίημα. Ο κόσμος της είναι από δάκρυα και ο ορίζοντάς της ένα άδειο ντουλάπι. Μία ζωή εξηντατεσσάρων λέξεων.
Θέλει να πεθάνει. Πώς μπορείς να πεθάνεις χωρίς να ζήσεις; Δεν είναι δα και δύσκολο! Συμβαίνει σε πολλούς. Και είναι η μόνη ελπίδα που έχει. Πίσω από τα κόκκινα μάτια της ονειρεύεται τον θάνατό της. Και με την τελευταία της πνοή να αφήνει, σαν ψίχουλα, τέσσερις λέξεις, ένα κόμμα και δύο τελείες στο άδειο ντουλάπι. «Καλό ταξίδι, Άννα. Χάρηκα.»
Η εκδίκηση του Αδάμ
Να, να, Άννα, ένα μήλο. Πάρε ένα μήλο.
Όλα τα κεφαλάκια της Α΄ Δημοτικού στράφηκαν προς το μέρος της αγνοώντας τον δάσκαλο που εξηγούσε τη χρήση των συλλαβών.
Από τότε την κοιτούσα μεθυσμένος.
Η Άννα ήταν τώρα απορροφημένη από τη μαγεία των χρωμάτων στον ορίζοντα. Όπως πάντα δεν υπήρχα στο κάδρο της. Στηριζόταν με την πλάτη στον κορμό του δέντρου, είχε λυτά τα μαλλιά της στον αέρα και λυγισμένο το δεξί πόδι προς τα πίσω, για πρώτη φορά ευάλωτη. Χωρίς να με κοιτάξει άπλωσε αθώα την παλάμη περιμένοντας. Της πρόσφερα με ταχυδακτυλουργική ταχύτητα το μήλο. Το πήρε αφηρημένα, έμπηξε με λαχτάρα τα κάτασπρα δόντια της στη σάρκα του και στην πρώτη μπουκιά άρχισε να πνίγεται, να της κόβεται η ανάσα.
Στιγμιαία φοβήθηκα μήπως έπαθε ότι είχα πάθει εγώ παλιά και μου ‘μεινε κουσούρι. Όμως ο όμορφος στενόμακρος λαιμός της δεν είχε περιθώρια για παρόμοιες παραμορφώσεις. Ευτυχώς, γιατί θα ήταν οδυνηρό γι’ αυτήν να κυκλοφορεί έτσι. Άσε που εγώ από χρόνια άλλο περίμενα κι ας μην το ομολογούσα, οπότε, άρχισα ν’ απολαμβάνω εκείνο το γούρλωμα στα μάτια, την απορία, τον απελπισμένο βήχα.
Όπου κι αν την είχα συναντήσει μάντευα πάντα από την αρχή την πραγματική της ταυτότητα κι ας την φώναζαν οι άλλοι με διαφορετικό όνομα κάθε φορά, στο σχολείο, στις φοιτητικές συνελεύσεις, στο γραφείο, στις διακοπές.
Όταν την είδα να σωριάζεται στα πόδια μου ξέπνοη και μελανιασμένη της ψιθύρισα χαμογελώντας χαιρέκακα κι επιτέλους ανακουφισμένος,
καλό ταξίδι, Άννα. Χάρηκα.
Καλό ταξίδι, Άννα. Χάρηκα.
Άννα; Εδώ λοιπόν είναι η κρυψώνα σου, στον κήπο με τις μαυροφορεμένες; Οι γείτονές σου χαμογελούν διακριτικά μέσα από κορνίζες, επικονιάζουν τις μνήμες, γεννούν αναφιλητά και ένοχα χαμόγελα. Σε πλησιάζω, βγάζω το μαντίλι, σκύβω με δυσκολία και καθαρίζω τα ονόματα και τις ημερομηνίες σου.
Ένα ξυπόλυτο κορίτσι με λαμπερό κλαρωτό φόρεμα, λες και έχει βγει από φαντασμαγορική όπερα, έρχεται κοντά μου με προτεταμένη παλάμη. Να ζείτε να τη θυμάστε. Χαμογελά πλατιά στη θέα του νομίσματος που της προσφέρω. Τι σας ήταν; Θέλω να της πω, η Άννα είναι το ομορφότερο τατουάζ της εφηβικής μου μνήμης, η μύηση στη λαγνεία σε ένα drive-in εκτός πόλης, μέσα στο οικογενειακό Ford Zephyr. Της ανταποδίδω το χαμόγελο και χάνεται ελαφροπατώντας πίσω από τις δάφνες.
Γύρω μου οι σκιές γέρνουν και συνομιλούν με τα μάρμαρα. Λυγίζω και εγώ, Άννα, θυμήσου την πρώτη μας φορά, και κοίταξε εκεί ψηλά· τα αστέρια πιάνουν φωτιά, κάνουν μια ευχή και γκρεμίζονται από τον θόλο. Δες το φεγγάρι πώς γλιστράει στο στερέωμα σαν να κόβει το μετάξι της νύχτας με ψαλίδι. Και στην κορυφή του λόφου το κούφιο κοιμητήριο νανουρίζει πήλινους νεκρούς. Είναι έτοιμοι και αυτοί να ανοίξουν τα μάτια ξανά και να προελάσουν σε οθόνες καλοκαιρινών σινεμά σκορπίζοντας τον τρόμο στα αυτοκίνητα που παραμένουν άναυδα στην πλατεία, καθώς οι αναρτήσεις τους αγκομαχούν, και τα βογκητά πνίγονται μέσα στα ουρλιαχτά των ξεπεσμένων ηθοποιών.