Χάρτης 23 - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-23/klimakes/ekmysthreysh-toy-finlandoy-poihth-bo-carpelan-ston-epishs-finlando-synoeth-aulis-sallinen
Η συνάντησή μας στην Temppeliaukio με διευκολύνει, αγαπητέ φίλε, να σου εκμυστηρευτώ την αμαρτία μου. Προς εξημέρωση της ανησυχίας σου, ονομάζω αμαρτία την αδυναμία μου να προλάβω εκείνο που δεν είμαι βέβαιος ότι μπορεί κάποιος να το προλάβει ή, αν το προλάβει, εισέρχεται σε μια διαρκή και τελική εποχή αμφιβολίας, καχυποψίας, υποχώρησης.
Η εμφάνιση της περί ης ο λόγος αδυναμίας μου οφείλεται στο γεγονός ότι, χτες κιόλας, προχτές μάλλον, δεν μπορούσα να θυμηθώ τον τίτλο ενός κειμένου που γράφω τις τελευταίες εβδομάδες. Δεν είναι κείμενο που άρχισα και εγκατέλειψα, επειδή εκτίμησα τις αναπηρίες του. Συχνά-πυκνά, όπως το συνηθίζω, δεν έπαψα να επανέρχομαι σε αυτό, να το διορθώνω, να το συμπληρώνω, να το επεκτείνω. Δεν μερίμνησα ιδιαιτέρως για να λάβει μορφή, ούτε τάραξε τον ύπνο και τη σκέψη μου, επειδή ξεπετάχτηκε απειλητικό από το κεφάλι μου. Είναι ένα ακόμη κείμενο, που εμφανίστηκε. Δεν το αναζήτησα, εκείνο με βρήκε. Συνάντηση ίδια με τις περισσότερες –αν όχι όλες– τις προηγούμενες. Εργάστηκα λοιπόν κατά συνήθεια: με περίσσευμα λόγου, προσπαθώντας να πετύχω την ισορροπία που πιστεύω ότι πρέπει να διακρίνει τον ρυθμό των λέξεων και των φράσεων ενός γραπτού. Επιπλέον, αυτό το κείμενο θηρεύει προσωπικές εντυπώσεις, επιμονές, μια ατμόσφαιρα –θα λέγαμε- οικεία και προσφιλή, κάτι από εκείνα που δεν ξεχνιούνται και που η προχωρημένη ηλικία διατηρεί ζωντανά, συνοδευτικά, αποδείξεις βίου, οι οποίες όσο και αν δεν είναι καθαρογραμμένες, είναι όμως μεταμορφώσεις της πραγματικότητας, ικανοποιητική ψευδαίσθηση ότι με αυτά και με εκείνα παρήλθε ο βίος και ότι παρήλθε καλῶς.
Δεν μπορούσα να θυμηθώ τον τίτλο και απορούσα. Επί ώρες. Ποιος ο λόγος τέτοιας λήθης; Και επιτέλους, ποιος ο λόγος της παρουσίας της λήθης, αυτού του φραγμού που υψώθηκε ξαφνικά; Μήπως δεν υψώθηκε ξαφνικά, αλλά είχε περίοδο προετοιμασίας ώστε χτίστηκε χωρίς να το προσέξω, χωρίς να ακούσω ήχο κτισίματος; Δεν είπα μέσα μου «θα θυμηθώ τον τίτλο». Είπα «θα τον βρω». Ερμηνεύω ότι απέρριψα έτσι αυτό που με αφορούσε και μετέφερα την υποχρέωση στο κείμενο. Κοιμήθηκα λοιπόν ήρεμα τη νύχτα. Και το πρωί, χρειάστηκε να ψάξω τα χαρτιά μου για να εντοπίσω τον τίτλο του κειμένου μου. Όταν τον βρήκα, ήταν σαν να είχα μπροστά μου ένα κείμενο που είχε διαφύγει του ελέγχου μου. Διέτρεξα μερικές σελίδες και μεσολάβησε λίγος χρόνος ώσπου να αποδεχτώ πως αναγνώριζα το κείμενό μου. Μεσολάβησαν ένα ή δύο λεπτά ώστε να βεβαιωθώ πως είχα μπροστά μου ένα δικό μου κείμενο, αφού το κείμενο είχε απομακρυνθεί με δική του πρωτοβουλία και γι’ αυτόν το λόγο δεν είχα καταφέρει να το θυμηθώ, είχα καταφέρει να το χάσω. Ήταν σαν το κείμενό μου να ήταν αυτόνομο, έξω από την επικράτειά μου. Και διαβάζοντας αρκετές αράδες, ήταν σαν να έλεγα στο κείμενό μου να επανέλθει στον τόπο μου. Το επανέφερα λοιπόν στις σελίδες μου, στο αρχείο μου, στη θέση του, με την καχυποψία πως μπορούσε να διαφύγει και, προς αποφυγή τέτοιου συμβάντος, εγώ έπρεπε να θυμάμαι, ως προτεραιότητα πια, τον τίτλο του –οπωσδήποτε- και, όσο μπορούσα, το περιεχόμενό του.
Νομίζω πως η ανάμνηση του περιεχομένου μού προσφέρει συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με το κείμενο: το περιεχόμενο έχει προσδιορίσει τον τίτλο και όχι ο τίτλος το περιεχόμενο. Το περιεχόμενο υπήρχε, αλλιώς δεν θα γραφόταν, ο τίτλος ήρθε να του δώσει όνομα, γνησιότητα. Δεν μου χρειάζεται λοιπόν να θυμάμαι τις λεπτομέρειες του περιεχομένου, το υποχρεώνω έτσι να θυμάται εκείνο κάθε λέξη του, ώστε εγώ να το εξετάζω λέξη προς λέξη και να βεβαιώνομαι πως κάθε λέξη είναι δική μου και πως εκείνο αναγκάζεται συνεπώς να με θυμάται. Αποκτώ έτσι το περιθώριο, όταν δεν θυμάμαι τον τίτλο του, να μου τον θυμίζουν οι λέξεις του. Η τυραννία μου επί του κειμένου είναι ισχυρότερη –δεχόμενος πως τέτοια κλίμακα υπάρχει- από την τυραννία του πάνω μου. Με αυτή τη λογική, δεν υπάρχει συμπάθεια ανάμεσα στο κείμενό μου και σε εμένα. Υπάρχει αμοιβαίος δεσμός σε τέτοιο βαθμό που αξιολογικές υπερβολές δεν ευσταθούν όσο και αν αναφέρονται. Και αν η σκέψη τού αμοιβαίου δεσμού είναι επισφαλής, ας περιοριστούμε στη σαφήνεια της αμοιβαίας ανοχής. Ανέχομαι τις λέξεις, ανέχονται και εκείνες τη χρήση τους εκ μέρους μου σε αυτό το κείμενο. Και ο χρόνος έφερε έτσι τα πράγματα που, αν στο παρελθόν υπήρχε συμπάθεια μεταξύ μας –κοινός τόπος για όποιον μαστορεύει κείμενα– τη θέση της έχει πάρει μια ασταθής ισορροπία, όπου το κείμενο αποχωρίζεται την πατρότητά μου, με αφορμή ότι η μνήμη του τίτλου του λανθάνει στη μνήμη μου.
Θα έλεγα πως διακρίνω αμαρτία πρωτοπλάστου, κάνοντας λόγο για ετούτη την περίπτωση. Σε εκείνον που θα σηκωθεί από το καθισμά του για να εμφανίσει το επιχείρημα μιας υπερβατικότητας που δεν έχει πια πέραση εδώ και μερικούς αιώνες, η απάντησή μου είναι επαρκής και αναντίρρητη όταν του θυμίσω ότι το κείμενο εξέρχεται της δημιουργίας μου, με αρνείται, εισέρχεται στον δικό του κόσμο, αφαιρώντας από εμένα τη θύμισή του. Δεν είναι το κείμενό μου το απολωλός πρόβατο. Εγώ είμαι –στον δικό του κόσμο- το απολωλός πρόβατο. Σε αυτή τη μοναξιά, σε αυτή την απρόσμενη απόσταση ανάμεσα στο κείμενό μου και σε εμένα, η αντίδρασή μου είναι να ξεχνώ το όνομα –τον τίτλο– του. Υποψιάζομαι πως πράττει καλώς: η καρποφορία μου ολοκληρώθηκε, η επιμονή συνέχισης καρποφορίας είναι άγονη, έχουν παρέλθει τα χρόνια. Οι λέξεις όμως καρποφορούν κάθε φορά που γίνεται χρήση τους, δεν επιβεβαιώνουν πάντως πως η χρήση τους είναι απαραιτήτως γόνιμη. Το εφήμερο του κειμένου είναι έτσι μια παρηγοριά.
Δεν μου πέρασε από το νου να τιμωρήσω το κείμενό μου, πάει να πει να διαλέξω έναν νέο τίτλο, αφού το περιεχόμενο μού είναι γνωστό. Έκρινα πως τέτοια απόφαση είναι τιμωρία του εαυτού μου, υποχρέωση μιας καρποφορίας που αν δεν είναι πια αδύνατη, είναι τουλάχιστον δύσκολη. Στα τελευταία χρόνια του βίου, υπάρχει η ανάγκη να περιστοιχίζεται κανείς ακόμα και από ό,τι δεν καρποφόρησε. Mία λέξη μπορεί να μείνει: τίτλος.
Ανοίγει η μέρα,
πουλιά μετεωρίζονται πάνω απ’ τα νερά
ένα σύννεφο κινείται πέρα
κι αρχίζω τη δουλειά μου ξανά
ώστε από δυο λέξεις να πάρω πίσω μιa.
Να την δω στο τραπέζι. Να μην έχω την απορία τι κρατάει η Μούσα, με γυρισμένη την πλάτη, στα χέρια της. Να μη φοβάμαι πως δεν κρατάει τίποτα.