Χάρτης 22 - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-22/poiisi-kai-pezografia/pateras-to-oneiro
…Το πρωί εκείνο ξύπνησα μετά από ένα περίεργο όνειρο. Ήμουν ακόμη μόνος και εργασιομανής, όπως συνήθως, δημιουργικά εργασιομανής. Μόνος από επιλογή, χωρίς σύζυγο και γιο, χωρίς πολλές συναναστροφές, μοναχικός και μοναχικά εργαζόμενος. Ως κηπουρός, έχω την ευμένεια των ευγενικών φυτών, των σεβαστών, ήρεμων γιγάντων και των εύθραυστων, όμορφων νάνων που καλλιεργούν οι άνθρωποι γύρω από τα σπίτια τους. Περνώ τις ημέρες μου σε κήπους, περιτριγυρισμένος από φυτά και με τους ανθρώπους επικοινωνώ το ελάχιστο και αναγκαίο απαραίτητο. Έτσι ξύπνησα, χωρίς να γνωρίζω τι μου έμελλε, ενώ αντηχούσε στα αυτιά μου το κουδούνισμα της εξώπορτας. Η γυναίκα που φροντίζει το σπίτι μου, το καταφύγιο και συνάμα ορμητήριό μου, χτυπούσε απρόσμενα χαρούμενα το κουδούνι για τρίτη φορά. Η παράσταση άρχιζε.
Λίγα λεπτά της ώρας νωρίτερα, ονειρευόμουν τη μητέρα μου. Ήμαστε σε κάποιο σπίτι που δεν μου θυμίζει κανένα σπίτι και ταυτόχρονα, όλα μαζί τα σπίτια όπου έχω ζήσει. Το σπίτι περιβαλλόταν από έναν μεγάλο, κατάφυτο κήπο και οι εξωτερικοί τοίχοι του ήταν γυάλινοι. Μάλλον επρόκειτο για το σπίτι όπου θα ήθελα να έχω ζήσει και που ονειρευόμουν να ζήσω. Όμορφο και απειλητικό. Ίσως απειλητικό ακριβώς επειδή ήταν όμορφο ή και το αντίθετο. Η διαφάνεια αυτού του σπιτιού το καθιστούσε ιδιαίτερα διακριτικό αρχιτεκτόνημα, σχεδόν αόρατο, αν δεν το έσπρωχνε στο όριο της ανυπαρξίας. Το αίσθημα που δημιουργούσε στον μοναδικό ένοικό του, σε εμένα δηλαδή, αφού η μητέρα μου δεν ήταν απαρχής εκεί μαζί μου, περιγράφεται λιγότερο με την εύθραυστη λεπτότητα του γυαλιού ή με την κοινή θέα στην οποία με υπέβαλλε και περισσότερο με την αιώρηση των όποιων επίπλων περιείχε, αλλά και τη δική μου. Το πάτωμα και η οροφή ήταν επίσης γυάλινα και καθώς το σπίτι βρισκόταν σε κάποια απόσταση πάνω από το έδαφος, ένιωθα σχεδόν να ίπταμαι. Συμβαίνει τακτικά τα όνειρα να αψηφούν τον νόμο της βαρύτητας αν και μπορεί ο νόμος της βαρύτητας να είναι αυτός που αγνοεί τα όνειρα. Εξάλλου η βαρύτητα δεν είναι παρά η επιμονή της φαντασίας να μεταπηδήσει στην πραγματικότητα.
Η μητέρα μου ήταν καλοκαιρινή. Στραμμένη στον πάγκο της κουζίνας, με την πλάτη της σ’ εμένα, έδινε την εντύπωση της απόμακρα ευδιάθετης γυναίκας, εντεταλμένης να μαγειρέψει, πράξη στην οποία όφειλε να προσηλωθεί με σοβαρότητα, ώστε να μην της ξεφύγει ούτε χιλιοστό του γραμμαρίου των υλικών, ούτε η ελάχιστη παρέκκλιση από τη διαδικασία πρόσμειξής τους. Μαγείρευε. Το καταλάβαινα από το λίκνισμα της πλάτης της, από τα χέρια της που διηύθυναν την ενορχηστρωμένη ενοποίηση, θαρρείς όλου του κόσμου, μέσα στη γάστρα της. Η μαγειρική είναι η θεμελιώδης δύναμη που συντηρεί τον ομφάλιο λώρο, τις ανταλλαγές ουσιών, μεταξύ μητέρας και παιδιού, ενώ η γάστρα δεν είναι παρά η προέκταση της μήτρας. Η μητέρα μου συνέτηκε σε γεύμα, ως μύστης, νεκρά κομμάτια κάποιου φονευμένου ζώου και ποικίλα μέρη φυτών μέσα στο κοχλάζον νερό της γάστρας της. Πλησίασα κι εκείνη γύρισε το κεφάλι της και με την άκρη των ματιών της με κοίταξε και μου χαμογέλασε. Το χαμόγελό της ήταν αινιγματικό και κάτι ήθελε να μου πει που δεν καταλάβαινα.
Σκέφτηκα, η μητέρα στο όνειρο είναι καλός οιωνός αλλά το μαγείρεμα τίποτα καλύτερο από προάγγελος δεινών. Πώς μπορούσαν να συνυπάρχουν τούτα τα δύο στο όνειρό μου; Ίσως με βοηθούσε ν’ αποφασίσω για το μήνυμα του ονείρου το φαγητό που ετοίμαζε, μα δεν κατάφερα να δω ούτε το λιγότερο απαραίτητο από τα υλικά του. Οσμή καμία δεν αναδυόταν μαζί με τους κιτρινωπούς ατμούς του κοχλασμού. Η αίσθηση αυτή δεν είναι συνήθης στα όνειρα ή ίσως είναι προνόμιο των ονείρων των ζώων που έχουν αυξημένη όσφρηση. Τότε εννόησα ότι χειρότερη από την απουσία εικόνων και ήχων είναι η έλλειψη μυρωδιών. Ο κόσμος μοιάζει άδειος, χωρίς ίχνος ευφρόσυνης ευωδίας, χωρίς την παραμικρή ενοχλητική ακόμη οσμή, είναι σαν τη μυθοπλασία που εγκατέλειψε ο βασικός της χαρακτήρας, ο ήρωας. Το όνειρο αυτό δεν διήγειρε την όσφρησή μου, ενώ παρήγαγε πλήθος ερωτηματικών που εξέρχονταν κοχλάζοντα από τη γάστρα.
Το χαμόγελο της μητέρας μου ήταν ανερμήνευτο. Με καθησύχαζε ή μου έλεγε ότι με αγαπά; Με προειδοποιούσε με λίγη πονηριά για κάποιο επερχόμενο γεγονός ή μου υπενθύμιζε τη μητρική ιδιότητα; Ήταν η μέθη των μπαχαρικών ή η θέα του γιου της που την έκαναν να χαμογελάσει σχεδόν μυστηριακά; Ποιο σφάγιο, διαλυόμενο στη γάστρα της, της αποσπούσε όλη της την προσοχή; Ο κήπος γύρω της έσφυζε από εκρήξεις πράσινων αποχρώσεων. Τα φυτά παρακολουθούσαν σιωπηλά τη μαγειρική της. Μερικά από αυτά, τα πλέον νεαρά και για τούτο ευλύγιστα και γεμάτα περιέργεια, σαν να έσκυβαν προς τη γάστρα. Ποιες άραγε, ακατανόητες στους ανθρώπους, και πόσες αισθήσεις μπορεί να έχουν τα φυτά; Στρέφουν στο φως, μ’ ένα άγγιγμα κλείνουν τα φύλλα τους, τα πολύχρωμα άνθη τους ευωδιάζουν ή εκλύουν δυσωδία, παράγουν χυμούς γλυκούς, ναρκωτικές ουσίες.
Τότε παρατήρησα το δάπεδο που είχε στο μεταξύ υποστεί τον ευτελισμό της αδιαφάνειας. Ήταν πλέον ένα κοινό μεν, γλυκύτατο δε, ανοιχτόχρωμο, απαλά πρασινωπό δάπεδο. Συμβαίνει στα όνειρα τα πράγματα και τα πρόσωπα να μεταπηδούν από τη μία κατάσταση στην άλλη. Το δάπεδο ήταν σαν ένας συλλέκτης χλωροφύλλης, συσσωρευμένη, συμπαγής και στιλπνή επιφάνεια χλωροφύλλης. Σειόταν. Το δάπεδο σειόταν όπως σείεται το κόσκινο όταν εξετάζει το αλεύρι. Έπρεπε να ενταχθώ σε αυτό το νέο ονειρικό περιβάλλον αστάθειας. Σε τι μπορεί να εξυπηρετούσε αυτή η απρόσμενη επιπλοκή του ονείρου; Σεισμός. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, εννόησα ότι συντελείται ένας παράξενα χαρούμενος σεισμός.
Σεισμός, αναφώνησα για να το συνειδητοποιήσω ο ίδιος και για να προειδοποιήσω τη μητέρα μου. Ήταν λες και δεν τον εννοούσε εκείνη αυτόν τον παράξενο σεισμό που μας ωθούσε, εμένα, εκείνη, το γυάλινο σπίτι, τη γάστρα, ακόμη τον κήπο ολόγυρα, να λικνιζόμαστε στον μεθυστικό ρυθμό του. Είναι αφελές να το φωνάζουμε όταν κάτι συμβαίνει, παρότι όλοι γύρω μας το βιώνουν ταυτόχρονα με εμάς, σαν να ξεκινά προνομιακά από τις δικές μας αισθήσεις και δεν πρόκειται να αγγίξει κανέναν πριν φτάσουν στα αυτιά του τα ρίγη του προαγγέλματός μας. Η μητέρα μου στράφηκε και πάλι στη μαγειρική της. Ήθελε να προστατέψει το περιεχόμενο της γάστρας της ή όλου του ονείρου; Ποια μπορεί να ήταν η πρόθεση αυτής της απάθειάς της; Να παραμείνω ήρεμος; Να ηρεμήσει την τεκτονική δύναμη που έσειε τον ονειρικό μας κόσμο και ν’ αποσοβήσει την πιθανότητα να ξυπνήσω έντρομος; Ή μήπως, εκεί μέσα στη γάστρα της, ενορχήστρωνε τελικά αυτόν τον ηδονικό χορό κάτω από τα πόδια μας;
[ Απόσπασμα από το μυθιστόρημα Ίχνη στα όνειρα ]