Χάρτης 21 - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-21/moysikh/anaboles-ki-anaboleis
Εν μέσω μέτρων για τον κορονοϊό, δύσκολα ξέρεις κάτι για το μέλλον σου. Ετοιμαζόμασταν να παίξουμε με την ΚΟΑ το Blue του Χατζιδάκι, κάτω απ’ την Ακρόπολη, δίπλα στην Πύλη του Αδριανού, εκεί, στο Ολυμπιείο, στον Ναό του Ολυμπίου Διός, στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, πολλά τα ονόματα όσα και τα χρόνια που τον χτίζανε τον έρμο τον ναό, πριν γκρεμιστεί και μας αφήσει αυτήν την τελευταία των κιόνων του επίκληση προς τον Έναν θεό των δικών μας μικρών-μεγάλων πραγμάτων. Κι όταν λοιπόν, μια εβδομάδα πριν το ποθητό συμβάν, οι προπωλήσεις ήσαν πλήρεις, αποφασίστηκε ότι ο κόσμος θα 'ταν επικίνδυνα πολύς για την συνθήκη, άρα η συναυλία θα ‘πρεπε να ακυρωθεί, όπερ κι εγένετο. «Μακρύς σε κόβω – κοντός σε τραβώ να μακρύνεις», κάτι μου θύμισε εμένα αυτό απ’ της φυλής το παρελθόν, μα το προσπέρασα φιλότιμα, προσμένοντας τον επόμενο ρητό προγραμματισμό. Είχα βεβαίως ήδη χάσει δυο βδομάδες «διακοπών», εάν υπάρχει τέτοιο πράγμα στους ανθρώπους που εγώ ξέρω, συναντηθήκαμε με την ορχήστρα και με τον μαέστρο της – τον Μίλτο Λογιάδη, ετούτη τη φορά– κάναμε πρόβα, κι αφού ήσαν όλα επιτυχή, μας ήρθε τέλος άνωθεν η ενημέρωση. Καλώς. Θυσία.
Αλλά κι «ουδέν κακόν αμιγές καλού», είπα, κι επέστρεψα στην Κρήτη, όπου με περίμενε ο Κούλες στην πρωινή του τη σκοπιά, σαν τον πιστό μου σκύλο, ίδιος και απαράλλαχτος τόσους αιώνες που με ξέρει, με τους ιδιωτικούς του γλάρους να ζωγραφίζουνε στην πλάτη του τα αόρατα του ανέμου χούγια μέσα στο Ενετικό λιμάνι, κι η Ντία λίγο παραπέρα να μου γνέφει σαν την φιλενάδα, μπρούμυτα μες στη θάλασσα, όπως γοργόνα κι όπως θεριό που αλλαξοπίστησε, κι αντί να θρέφει τώρα τα αγριοκάτσικα, κάνει παρέα σε ιστιοφόρα με ηλιοψημένους πενηντάρηδες, κι ένα Garmin έκαστος δεμένο στον καρπό του ν’ αφήνει στίγμα δορυφορικό σαν κάθονται στην τουαλέτα, τίποτα μην πάει χαμένο.
Λοιπόν: Για όσους δεν το ξέρουνε, το Blue είναι το μοναδικό έργο του Χατζιδάκι για κιθάρα και ορχήστρα και γράφτηκε στο Χόλιγουντ, το 1968, ως soundtrack της ομώνυμης ταινίας του Silvio Narizzano. Την κιθάρα τότε έπαιζε ο πολύς Laurindo Almeida και την συμφωνική του Λος Άντζελες διηύθυνε ο συνθέτης.
Τριάντα χρόνια μετά, κι ενώ ο Μάνος είχε ήδη φύγει, μα είχε προλάβει να αφήσει μια καφενειακή επιθυμία, από κείνες τις πάντα ειλικρινείς που χάριζε στους φίλους του, και που ποτέ δεν τις πραγμάτωνε, όχι από ξετσιπωσιά, μα από ακραία προς τον εαυτό του και προς όλους τιμιότητα, γιατί, ως γνήσιος Έλλην, αυτός, τίποτα δεν προλάβαινε πέρα απ’ τα απολύτως απαραίτητα –ειρήσθω εν παρόδω: καφέδες και ξενύχτια–, τριάντα λοιπόν, τόσα, χρόνια μετά, ξεκίνησα κι εγώ να σώζω και να διαμορφώνω σε μια πιο οριστική μορφή το μέρος της κιθάρας, που υπήρχε μοναχά σε σχέδια, και κάπως διαφορετικό στην παρτιτούρα και στην ηχογράφηση. Το μέρος ήταν συχνά –για λόγους ευκολίας της τότε εκτέλεσης– μοιρασμένο σε δυο κιθάρες. Εδώ, ενσωματώθηκε στον φυσικό μονόλογο της μίας, και, όπου η συνθήκη το απαιτούσε, κάποια συνοδευτικά μέρη μοιράστηκαν σε άλλα όργανα, όπως η άρπα.
Με τις μνήμες που ανακίνησε η παραπάνω αναβολή της συναυλίας, αναδύθηκε κι ένα σχόλιο που έγραψα πριν από πολλά χρόνια, για μια απ’ τις τότε παρουσιάσεις του έργου – με την Συμφωνική της ΕΡΤ, με την Ορχήστρα των Χρωμάτων, δεν θυμάμαι τώρα για ποια απ’ όλες τις φορές ήταν– πάντως στο Μέγαρο των Αθηνών, που δεν ξέρω αν ήταν ο φυσικός του χώρος, μα ήταν απ’ τους λίγους ικανούς να φιλοξενούν τέτοιας έκτασης ορχήστρα.
Αφήνω εδώ μια δεύτερη γραφή εκείνου του κειμένου, ζητώντας σας συγγνώμη που δεν μπόρεσα και πάλι ν’ αποφύγω, μες στα παράξενα παιγνίδια που μας παίζει η γλώσσα –με μάτια πονηρά και με τη γλώσσα έξω– την μνήμη της εικόνας ενός αναβολέα που σηκώνει δίπλα απ’ τη σέλα την κουρασμένη φτέρνα του Blue, με τα σπιρούνια, ενός σύγχρονού μας Αχιλλέα, του πανέμορφου, κατά πώς θα ‘λεγε ο Χατζιδάκις, Terence Stamp, ενθυμούμενος τα χρόνια του της Αμερικής, όχι ποτέ με νοσταλγία, μα με βαθιά συναίσθηση της μιας και διαρκούς διάστασης του χρόνου του, αυτού του συμπαγούς, παρηγορητικού χρόνου που με το έργο του μας γνώριζε και μας χάριζε.
Γ.Μ. Αύγουστος του 2020
Το 1968, με την δικτατορία ήδη εγκατεστημένη στην Ελλάδα, ο Χατζιδάκις βρίσκεται στο Hollywood και, ανάμεσα σε μουσικές για ταινίες και ανεκπλήρωτους έρωτες, χτίζει το κομμάτι του προσώπου που στο μέλλον θα του άρεσε να μισεί: «Δεν μ’ άρεσε εκείνος που έβλεπα στον καθρέφτη». Ίσως αυτός να ‘ταν στο βάθος ο λόγος που τον έφερε ξανά στην Ελλάδα. Καθόλου για να πουλήσει όψιμη εκ του εξωτερικού αντίσταση, σαν άλλους, μα για να ξανάβρει το χαμένο κομμάτι του προσώπου που ήθελε να είναι.
Στο μικρό διάστημα που έζησε στην Αμερική πρόλαβε να αφήσει το μουσικό του ίχνος, πλατύ και σε ξένες γλώσσες αμετάφραστο και κατά τούτο ανεξήγητο, μέσα σε κάποια απ’ τα σημαντικότερα έργα του. Ανάμεσά τους, ένα έργο που την πραγματική του σημασία λίγοι γνωρίζουν, τη μουσική για το ουέστερν του Silvio Narizzano Blue, με πρωταγωνιστές τον Terence Stamp, την Joanna Pettet, τον Karl Malden και τον Ricardo Montalban.
Η ταινία, μια εμπορική αποτυχία και πηγή κακοτυχίας για όλους τους συντελεστές, καθώς ο Χατζιδάκις αρεσκόταν να επαναλαμβάνει, ήταν ένα αισθητικού βεληνεκούς σχόλιο στην ανολοκλήρωτη ταυτότητά μας, του οποίου η αξία στον ενεστώτα χρόνο συνοψίζεται στις συμβολικές πόζες του Terence Stamp, στην αιρετική για το είδος φωτογραφία, και σε μια σπουδαία μουσική, που ο Χατζιδάκις δώρισε απλόχερα στους φίλους, όσο και στoν κήπο με τα σπάνια μυριστικά που υπήρξε η καθημερινή μυθολογία του.
Ο Χατζιδάκις δεν ήταν άνθρωπος του στιλ, και μπορώ να υποθέσω πως θα του ήταν εξαιρετικά δυσάρεστο να μιμείται το ύφος κάποιου. Την ίδια στιγμή, κατάκλεβε τους προσωπικούς του μύθους, πράγμα για το οποίο, με παντελή έλλειψη κόμπλεξ, υπερηφανευόταν. Στη συγκεκριμένη περίπτωση έπρεπε να στήσει ένα σκηνικό για Μεξικανούς ληστές και Τεξανούς κτηνοτρόφους, μια μουσική για έναν έρωτα και για έναν θάνατο. Βαδίζοντας προς τον στόχο του –με κομπολόι ή με τσιγάρο στο χέρι, σε πλατιές λεωφόρους, κατά πώς τον σκέφτομαι τώρα-– δεν μπορούσε παρά να στηριχθεί στον καθησυχαστικό ψίθυρο του σώματος μιας κιθάρας, μιας κιθάρας που αυτή τη φορά δεν θα ‘ταν το συνοδευτικό όχημα της λυρικής του πλευράς, μα το καίριο σχήμα του διττού ψυχισμού του ήρωά του, του πανέμορφου, κατά πώς έλεγε, Terence Stamp. Έτσι έχτισε, περισσότερο από ένα έργο για κιθάρα και ορχήστρα, το ίδιο το σύμβολο της δικής του περιπέτειας μέσα στον κόσμο των συμφωνικών ονείρων της νεότητάς του, που ακόμα μπορώ να υποθέσω πως ηχούσαν βασανιστικά μες στην ψυχή του, σε μορφή σκαμμένης μνήμης βινυλίων από εκείνα που μες στην κατοχή τον προμήθευε ο φίλος του ο Κούνδουρος, μνήμες και όνειρα που του ζητούσαν μιαν εκδίκηση τρόπον τινά, μια πράξη χρέους οριστική προς την ιστορία μιας παρέας αγαπημένων προσώπων περισσότερο, παρά μια μουσική που ταίριαζε στις ονειρώξεις των μεγαλοπαραγωγών.
Κατά το τρέχον σχήμα, κάτι «έκλεψε» κι εδώ, κάποιο έργο χρησιμοποίησε για να ξεκινήσει, κι ας θυμηθούμε πως ακόμα κι ένας Ιωάννης Σεβαστιανός έπαιζε πρώτα τα έργα του «αλλόθρησκου» Vivaldi για να ζεσταθεί, να πάρει λίγη φόρα για να κολυμπήσει στην δική του χαριτωμένη κολυμπήθρα.
Τα στοιχεία που ο Χατζιδάκις «έκλεψε» για να στηρίξει το σχήμα του, κατάγονταν, παραδόξως, όχι απ’ το Μεξικό, αλλά απ’ την Ισπανία. Ένα κάποιο Μεσογειακό αεράκι θα του ήταν φαίνεται απαραίτητο εκεί στα ξένα. Χρησιμοποίησε έτσι σαν πρότυπο –μπορώ σήμερα ν’ αντιληφθώ– το πιο γνωστό κονσέρτο για κιθάρα και ορχήστρα, εκείνο του Joaquín Rodrigo, το «Concierto de Aranjuez». Κι όμως, όσο κι αν το πρωτότυπο τον έσπρωχνε σε πολυσύχναστους δρόμους, το δικό του αποτέλεσμα θα κατάφερνε να προφυλάξει μες στην παλάμη του μιαν ανθισμένη Ελληνική μελαγχολία, κι ένα ηρωικό στοιχείο που θα αγκάλιαζε περισσότερο την παράδοση της στενής γης του βασανισμένου τόπου του και λιγότερο την δυσοίωνη σιωπή μιας Μεξικάνικης αυλής που εξαϋλώνεται στον ήλιο του μεσημεριού.
Έτσι, η κιθάρα που ακούγεται παιγμένη εδώ απ’ τα έμπειρα χέρια του Laurindo Almeida, μοιάζει να μονολογεί καθισμένη στην πλατιά σκιά ενός ανολοκλήρωτου προσώπου, του Χατζιδάκι, στα ξένα, όσο και στην ηλιόλουστη αμφιθυμία του πρωταγωνιστή μπροστά στον κοινό γκρεμό που μοιράζονται μέσα του το «καλό» και το «κακό», μπροστά στον έρωτα και στην θηριώδη καταγωγή του αίματος που τον κυριεύει, ανάμεσα στην από δω και στην από κει όχθη ενός ποταμού που βαφτίζεται το όνομα του Ρίο Γκράντε, για να φιλοξενήσει τον νεκρό του Μπλου, όσο και την οριστική ονοματοδοσία του.
Ο ήρωας διαλέγει το σύνορο για να πεθάνει, εφόσον του είναι απολύτως αδύνατον –κάτω απ’ το βάρος των θεών που τον ορίζουν- να διαλέξει οτιδήποτε άλλο.
Με έναν τρόπο αντίστοιχο του Blue, ο Χατζιδάκις περιφέρεται στον κήπο των μουσικών καταγωγών του και τις προσκαλεί μία μία στο έργο του, σαν από πάντα φίλους και σαν συγγενείς, τις προσκαλεί για να μιλήσουν μαζί του, και για να νιώσει την παρηγοριά απ’ το θερμό τους άγγιγμα, στο άνυδρο περιβάλλον που τώρα τον αγκάλιαζε ασφυχτικά, αλλά που μέσα του είχε αποφασίσει να ξεδιπλώσει με κάθε γενναιότητα το δικό του βήμα. Ο Mahler, o Alex North, όσο κι ο ίδιος ο Τσιτσάνης, χαμογελούσαν απ’ τα παρασκήνια. Η μεγάλη ορχήστρα θα παρέμενε μια υποχρέωση στο Χόλιγουντ της εποχής, δεν ήταν δυνατόν να την αποφύγει. Όπως όμως κάθε άνθρωπος με τέτοιο άγγιγμα, γνώριζε ενστικτωδώς πώς γίνεται η κατάρα ευλογία, πώς μέσα στην ψυχή μας μέρα με τη μέρα μεταστοιχειώνεται μια κατοχή σ’ απελευθέρωση.
Έτσι, ο Χατζιδάκις παίρνει την δική του απόφαση: Αντί να υποχωρήσει, επιτίθεται, έτσι κατά πώς κάνεις μπροστά στους πιο μεγάλους σου φόβους. Έτσι λέω. Και βάζει μουσική παντού μες στην ταινία. Σαράντα τόσα λεπτά καθαρής ηχογράφησης, κάτι που δεν το διανοείται ο σημερινός τεμπέλης των ηλεκτρονικών μέσων. (Κι όμως, ο ίδιος βίωνε την πιο προσοδοφόρα τεμπελιά, ένα μεγάλο μάθημα για τον ταπεινωμένο χρόνο όλων μας.) Έβαλε μουσική παντού. Ακόμα κι ο ήχος του ποταμού ντύνεται στο φόρεμα κάποιων μυστηριακών τριήχων που ρέουν μέσα απ’ τα ανοιχτά χέρια των πενταγράμμων, λες κι ήταν ετούτη η από πάντα πρωταρχική μορφή κάθε ποταμού, λες κι ήταν αυτά η πηγή κάθε ροής που ως τότε ξέραμε.
Μετά απ’ αυτές τις αλχημείες, αυτό που μένει σήμερα ανάμεσα στα δάχτυλα δεν είναι η άμμος μιας Μεξικάνικης ερήμου και η ιστορία ενός νεκρού, μα το εσωτερικό σύνορο του καθενός μας, το υγρό στοιχείο της αδιάκοπης μεταμόρφωσης των πάντων, ο μαγεμένος τόπος όπου όλα αναμετρώνται με όλα, με ασφάλεια, εδώ και τώρα, όσο και στο κάθε μέλλον που θα ζήσουμε ή όχι. Ο χρόνος θρέφει με τη χάρη του κάθε στιγμή, αδιόρατες ριπές αιωνιότητας σφυρίζουνε χαρούμενες κάτω απ’ τη χαραμάδα μιας πόρτας που έμεινε επίτηδες λιγάκι ανοιχτή.
Στον χειρισμό τέτοιων μεταιχμιακών καταστάσεων, δεν μπορώ παρά να ισχυριστώ ότι ο Χατζιδάκις υπήρξε μέγας μάστορας! Αυτή του η ποιότητα δεν είναι σίγουρο πως του αναγνωρίστηκε στον χρόνο του, ίσως γιατί, αυτονόητα, το μέτρημα του ιδιοφυούς προϋποθέτει ένα αναλόγως ιδιοφυές μέτρο, μέτρο που μάλλον δεν υπήρχε. Ο Χατζιδάκις ξάφνιαζε λάμποντας ακόμα και μες στην κοινοτοπία, γι’ αυτό κι οι κριτικοί μένανε με την πένα τους μετέωρη, με άσφαιρα πυρά, το μπαρούτι τους έμοιαζε μουσκεμένο στα νερά εκείνου του ίδιου ποταμού, στην όχθη του οποίου ο Χατζιδάκις έστηνε χρυσοποίκιλτους πύργους για να τους χαλάσει όταν δεν τους χρειαζόταν πια, αμέσως μετά δηλαδή. Ποιος μπορούσε να τον προλάβει με τέτοιους ρυθμούς, πράγμα θαυμαστό, αν σκεφτεί κανείς ότι κυρίως έπινε καφέ με τους φίλους του, παθιαζόταν κι έστηνε Ομηρικούς καβγάδες για το δίκιο μιας γριάς, ερωτευόταν, θύμωνε, ωρυόταν και μετά γελούσε σαν παιδί, και όλα ετούτα με την ίδια ιλιγγιώδη σοβαρότητα που η σκιά ενός προγόνου σχεδόν πάντα ορατού στην επικράτεια της αύρας του, του υπαγόρευε;
Η ανάγκη του Χατζιδάκι να αφήσει σε μια γωνιά της αυλής της μουσικής του (ακόμα κι όταν αυτή φιλοξενούσε πρόσκαιρα όχι το γαρίφαλο στ’ αυτί μιας γύφτισσας, παρά μια μεγάλη ορχήστρα με τις ηρωικές φιλοδοξίες της), η ανάγκη ν’ αφήσει ένα έστω άνθος απ’ τον κήπο της προσωπικής μυθολογίας του, τον υποχρέωσε να προσκαλέσει στα κινηματογραφικά πλατό (εκτός απ’ την κιθάρα –που ασφαλώς αντιπροσώπευε γι’ αυτόν κάτι απείρως περισσότερο απ’ ότι για κάθε σολίστ– μέλος του International Guitar Society), να προσκαλέσει υψηλούς προσκεκλημένους: Ένα σαντούρι. Ένα τσέμπαλο. Και ένα ντέφι! Θυμίζω ότι το σαντούρι υπήρξε το βασικό ηχόχρωμα στην παλέτα του America America, εκείνο το μεταλλικό χτύπημα που έκανε απτή στις αισθήσεις την αόρατη ρωγμή που αφήνει στην καρδιά ο πόνος της αποσιωπημένης ξενιτιάς, μιας ξενιτιάς πιο βαθιάς από ξενιτιά, ενός παράπονου που θα έπρεπε να κρυφτεί πίσω απ’ τη γιορτή μιας αναντίρρητης επιτυχίας στον καινούργιο τόπο. Ο ήχος εκείνου του σαντουριού στοίχειωνε τα ασπρόμαυρα πλάνα τού, επίσης «δικού μας», Ηλία Καζάν σε κάθε στροφή της περιπέτειας. Σήμερα μπορώ, χωρίς μεγάλο κίνδυνο, να ισχυριστώ ότι εκείνο το σαντούρι μετοίκησε στις χρωματιστές εικόνες της ταινίας του Narizzano, προκειμένου να μιλήσει για την ξενιτιά του Blue όσο και για την μόνιμη ξενιτιά του Χατζιδάκι.
Το τσέμπαλο –διαρκώς παρόν και στο, της ίδιας περιόδου, Χαμόγελο της Τζοκόντας– υφαίνει το περίτεχνο κέντημα μιας μητρικής φροντίδας, μιας διαρκούς ευχής που μουρμουρίζει τα μάγια της στο περιθώριο των ενεργειών του κόσμου μας και ισιώνει τις στραβοβαλμένες χαρακιές της μοίρας, έτσι που πάντα ήξερε να κάνει.
Κι είναι αυτή η ίδια η ευχή που πρωταγωνιστεί, και γεφυρώνει τον εκεί τόπο της ξενιτιάς με τον λυρισμό ενός μαντολίνου, μαντολίνου που εδώ λείπει βέβαια, μα φωνασκεί διά της απουσίας του –το τσέμπαλο το υπονοεί ξεκάθαρα. Ο πόνος ίσως είναι τέτοιος εδώ, που δεν χωράει πλέον στο μικρό μαντολίνο του Χατζιδάκι, δεν είναι αρκετό στον ήρωά του να ζητήσει «ένα μαντολίνο για να δείξει πώς πονά», πρέπει να επιστρατευτεί το αρρενωπό σθένος μιας κιθάρας για να αποσυμφορηθούν οι μέσα οδοί. Στο δικό της μυστηριακό σχήμα θα τραγουδήσει και θα βρει την όποια κάθαρση, μες στο δικό της μοιρολόι, μέσα στη γιορτή της. Και να γιατί με τις πρώτες νότες του “Blue” ακούμε ένα ντέφι, όπως και με τις πρώτες νότες της Τζοκόντας. Ο Χατζιδάκις στα ξένα δεν ξεχνά την αδιάλειπτη ύφανση της χαράς με τη λύπη, της γιορτής με το πένθος, που είναι το καίριο ψυχικό στοιχείο και στοιχειό του τόπου του, αποθησαυρισμένο απ’ τα λυτρωτικά αρώματα της Ελληνικής Μεγαλοβδομάδας. Γιορτάζει σαν να προλέγει έναν θάνατο. Πεθαίνει, προφητεύοντας μια γιορτή.
Και η κιθάρα τι ρόλο θα παίξει εδώ; Είναι ένα δοσμένο απ’ την ανάγκη της δράσης όργανο ή είναι κάτι περισσότερο στα χέρια του Χατζιδάκι; Θα μπορούσε το έργο να υπάρξει χωρίς αυτήν; Μπορώ εδώ να ισχυριστώ πως κάθε έργο του Χατζιδάκι είναι δομημένο πάνω σε ένα σταθερό ηχοχρωματικό θεμέλιο, που διαχέεται στο εκάστοτε σκηνικό διά μέσου μιας βασικής θυσίας. Ένας κόκορας ήταν πάντα απαραίτητο να σφαχτεί στα θεμέλια, ένα όργανο-ήχος να θυσιαστεί στην εκκίνηση όλων, προσφέροντας, με το σήκωμα της αυλαίας, την αιμάτινη ευχή του. Πρόχειρα λέω πως στη Μελισσάνθη ο κόκορας που θυσιάστηκε στα θεμέλια ήταν η μπάντα της “απελευθέρωσης” που περπατά στον δρόμο με το στρατιωτικό ταμπούρλο της, στην Μυθολογία ένα μαντολίνο, στον Kαπετάν Μιχάλη ένα λαούτο, στους Μύθους μιας Γυναίκας η μαλερική ορχήστρα, στο Sweet Movie το κλαρινέτο του κυρίου Νίκου Γκίνου, στον Μεγάλο Ερωτικό οι νύξεις στο προετοιμασμένο πιάνο, στο Χαμόγελο της Τζοκόντας μια άρπα που φυσά τις αρμονίες της μες στο έργο σαν αεράκι του Επιταφίου, και ούτω καθεξής.
Ο κόκορας που σφάχτηκε στα θεμέλια του Blue ήταν, χωρίς αμφιβολία, μια κιθάρα, και στο αίμα της μουσκεύτηκε κάθε εικόνα της ταινίας, εξού κι ετούτο είναι ένα έργο του Χατζιδάκι που όμοιό του δεν θα βρούμε στην εργογραφία του. Κι αυτό δεν είναι τυχαίο, και για έναν δεύτερο λόγο. Η γραφή για κιθάρα θα παραμένει δύσκολη για κάθε μουσικό που δεν είναι ο ίδιος δεξιοτέχνης του οργάνου, κι ο ίδιος ο Χατζιδάκις, παρότι χρησιμοποίησε το χρώμα της παντού μες στα τραγούδια του, ποτέ δεν της έκανε το χατίρι να την φιλοξενήσει στα έργα του ως σολιστικό όργανο, ποτέ, με δυο όμορφες εξαιρέσεις: αυτό το έργο, το Blue, καθώς και τη Σουίτα για κιθάρα, που έχω σήμερα τη χαρά να απλώνουν και τα δύο μια ωραία χειραψία προς το πρόσωπό μου. Εδώ που τα λέμε, ήταν γνωστή η απέχθειά του προς τους κάθε λογής «σολισταράδες», ελπιδοφόρους κάποτε εφήβους, σαν όλους, μα που στο μέσον του δρόμου τους και σε μιαν άγνωστη στιγμή (κάτι όπως στα ασφυκτικά «Τείχη» του Καβάφη) καταδικάστηκαν να (ανα)παράγουν, αντί για ομορφιά, παγιωμένες μέσα στους αιώνες εξουσιαστικές νευρώσεις, νευρώσεις διαγωνισμών, ονομαστών αιθουσών, λαμπερής καριέρας και φωνασκούσας, εν προκειμένω, βλακείας.
Εκείνο που, ασφαλώς, ήξερε να διακρίνει ο Χατζιδάκις, μέσα απ’ το ιδιοφυές του προς τον κόσμο βλέμμα, ήταν πως η κιθάρα θα παρέμενε ες αεί στα όνειρά μας μέσο εξομολόγησης, ένα θαλάσσιο ξύλο των ουρανίων στοχασμών, ένα πολύτιμο των λειτουργιών σκεύος, που αρθρώνει το τραγούδι και την προσευχή του μονάχα μες στη μοναξιά του κατ’ ιδίαν, γι’ αυτό κι είχε πάντα τη δύναμη να πάει βαθιά στις λοβοτομημένες ερήμους μας και να τις ποτίσει με την αγιάτρευτη ελπίδα μιας όασης. Δεν είναι τυχαίο που πάντα ήθελε μια κιθάρα στα τραγούδια του. Όχι σαν των ωδείων όργανο, έτσι που μας το δίδαξαν οι όμορφοι προπάτορες, ο Φάμπας και ο Μηλιαρέσης –που όμως κι αυτοί ήσαν μόνιμοι προσκεκλημένοι των θαυμάτων του–, όχι σαν τον φτωχοδιάβολο των μεγάλων αιθουσών και θλιβερό των υπουργείων ζήτουλα, όχι σαν υποχείριο των σολιστών, κι ούτε καθόλου μέρος των τεράστιων συνόλων, όπως οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ της μυθολογίας του, όσο και οι κάποτε φίλοι του, ξέρουν καλά να πουν και να συνομολογήσουν. Εδώ, και για πάντα, η χορδή που πάλλεται στην αγκαλιά σου θα σκίζει τα σωθικά σαν το πραγματικό μοιρολόι μιας μάνας στα Ανώγεια. Και το μοιρολόι δεν φωνασκεί. Μπαίνει υπόγεια στη μνήμη του κορμιού και μένει εκεί, ακοίμητος φρουρός, για τη μια ώρα της μεγάλης σου Ανάγκης.
[ 2015 και Αύγουστος του 2020 ]