Χάρτης 21 - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-21/pyxides/tis-gynaikes-mairh-kligkatsh-maria-mhtsora-eliza-panagiwtatoy-kwstas-siafakas
H στήλη αυτή προτείνει κάθε μήνα σε τρεις-τέσσερις συγγραφείς μια φράση που θα αποτελεί τον τίτλο ή θα εμπεριέχεται σε ένα αδημοσίευτο πεζό κείμενό τους (έως 250 λέξεις). Ενίοτε θα δίνεται και μη ρηματική ιδέα συγγραφής. Στόχος της στήλης είναι αφενός να δημιουργηθεί μια δεξαμενή συλλογής πρωτογενούς υλικού και αφετέρου μια εν προόδω χαρτογράφηση της ελληνικής περίπτωσης στο τοπίο της σύγχρονης ελληνικής μικρομυθοπλασίας.
————————————————————————
Στους τέσσερις συγγραφείς αυτού του τεύχους έχει δοθεί η ερώτηση:
«Τις γυναίκες;»
Δεκαπενταύγουστος
Ο καιρός της ήταν πάντα ο πιο βάρβαρος από όλους τους μήνες. Η γυναίκα αυτή, για την οποία εγώ τώρα σας ιστορώ, κάθεται σε μία λευκή πλαστική καρέκλα, τα μέλη της λυμένος φιόγκος, η γυναίκα κοιτάζει επίμονα τη θάλασσα, έπειτα εμένα, με παρατηρεί, καγχάζει, παίζει το κομπολόι της σαν ρεμπέτισσα, σταυρώνει με τα γυμνά της πόδια παιδικούς τάφους, κτερίσματα και σκορπιούς, μουρμουράει ξόδια και ξόρκια. Αυτή η γυναίκα με τρομάζει. Όπως και ο μήνας της. Αποστρέφω το βλέμμα, γυρνάω το πρόσωπο, κλειστά τα περάσματα, να κλείσουν. Δεν θέλω να ακούσω ξανά για εκείνον τον άνδρα που κάποτε λέγανε Ιάσονα. Το νερό γίνεται καθρέφτης. Καθρεφτίζομαι. Σπάστε, επιτέλους, όλους τους καθρέφτες. Έπειτα: σβήνει ο βόμβος, καταλαγιάζει το κροτάλισμά της η θάλασσα, τα μέλη της σφιχτά δεμένος φιόγκος. Μίλα, γυναίκα, επιτέλους για τη ζωή, ο εύσπλαχνος ποιητής σού χάρισε ένδοξο τέλος και ιερό. Μήδεια του σίδερου και της παραφοράς, Μήδεια που πρώτα ερωμένη κι έπειτα μάνα, Μήδεια της μάχαιρας και της μαγείας, του κομπολογιού και του αμετάκλητου μήνα Αύγουστου, Μήδεια θηλυκέ Φαέθοντα, που παραστέκεις, κρυπτογραφείς και θωρακίζεις εκείνες που από έρωτα κι εφέτος πεθαίνουνε μόνες άδοξο θάνατο, μίλα τους επιτέλους για τη ζωή.
Και οι υπόλοιπες; Τι γίνεται με τις γυναίκες; Με τις υπόλοιπες γυναίκες; Ποτέ η Μήδεια δεν θα ασχοληθεί με καμία από αυτές. Ούτε κι αυτές μαζί της. Γιατί;
«Γιατί δεν έχει πια παιδιά», απαντάει ο χορός από τα βάθη του νερού.
Η πανσέληνος του Ιουνίου
Ο Νίκος ακόμα έρχεται και πετάει από πάνω μου, νοιώθω το φτερούγισμα κι ένα πέπλο πυρετού στο κεφάλι και στους ώμους. Σπάνια ακούω την φωνή του πίσω, όταν όμως γυρίσω είναι άγνωστα τα πρόσωπα. Η παραλιακή ταβέρνα είχε βγάλει τραπέζια στην άμμο κάτω από τα αλμυρίκια. Μια μεγάλη παρέα μιλούσε για τις γυναίκες, που φέρουν και μεταφέρουν τον κόσμο, άλλοτε με ψηλά τακούνια κι άλλοτε με ίσια πέδιλα. Περίμενα ν' ανατείλει η πανσέληνος του Ιουνίου ανάμεσα σε δυο μακρινά κυπαρίσσια. Ακούστηκε η φωνή του Νίκου και μου φάνηκε ότι έπεσε η θερμοκρασία, σίγουρα έπεσε σιωπή. «Τις γυναίκες; Οι γυναίκες ζουν από συνήθεια, πάνε κι έρχονται και ξαπλώνουν ήδη κοιμισμένες βαθειά». Μερικές φορές που ξύπνησα εντελώς, τα μάτια μου άνοιξαν και προς τα έξω και προς τα μέσα, τότε αγρίεψαν τα πράγματα, ήθελα κάτι να σπάσω, ένα κεραμίδι, το μικρό μου δάχτυλο, να κάνω θρύψαλα έναν ολόκληρο αστερισμό. Σηκώθηκα, κάποιος γέλασε, έβαλα στην τσέπη το αριστερό μου χέρι με το μικρό το δάχτυλο κολλημένο στραβά. Η πανσέληνος ανέτειλε κατακόκκινη ανάμεσα στα δυο κυπαρίσσια. Περπατούσα ξυπόλητη μέσα στο φως το αλλόκοσμο με την ελπίδα ότι μπορεί να με ρουφήξει και να με καταπιεί.
Αναμέτρηση
Δώσ’ μου λεφτά να φάω, έλα καλέ πεινάω, είμαι μάγκας και σου γελάω, πεινάω, κάνω μισό βήμα μπροστά και σου κλείνω το δρόμο, είσαι η πιο ωραία στον κόσμο σου λέω και σου χαμογελάω, δώσε και θα σου συμβεί κάτι καλό. Δεν έχω, δεν ψάχνω, δεν δίνω, δεν σε πιστεύω ότι πεινάς, άλλωστε δεν είμαι η πιο ωραία. Σου λέω είσαι, σου λέω δώσε και θα σου συμβεί κάτι καλό, μην πετάς την τύχη σου κοπελιά, ίσως να είμαι εγώ η τύχη σου. Tον σπρώχνω ελαφρά στον ώμο να περάσω, του ρίχνω ένα κεφάλι, γυρνάει και με κοιτάει στα μάτια. Έλα δώσε ομορφούλα, όχι ομορφούλη, σου είπα δεν δίνω και τώρα άσε με να περάσω. Στέκεται μπροστά μου με τα πόδια ανοιχτά και τα χέρια σταυρωτά σαν να ήταν μεγάλος. Έλα, βιάζομαι, σε παρακαλώ, αφού σου λέω πεινάω, ναι καλά, σου είπα δεν σε πιστεύω, δώσε, δεν δίνω, μην είσαι τσιγγούνα, ούτε τόσο; Κι όπως δείχνει πόσο, περνάει από δίπλα μου και ακουμπάει με το χέρι του την άκρη του στήθους μου. Αιφνιδιάζομαι. Επιταχύνω και απομακρύνομαι. Γυρνάει στην παρέα του νικητής. Μα καλά, δεν φοβήθηκες; Ποιον να φοβηθώ μωρέ, τις γυναίκες;
Θα τους περάσει;
Ο Ζίμπα το είπε για πλάκα αλλά η ιδέα μάς ενθουσίασε. Το ίδιο απόγευμα μαζευτήκαμε στου Τραυλού και φέραμε ό, τι είχε ο καθένας. Εγώ βούτηξα τρία καλσόν της αδελφής μου, κάτι ξεχειλωμένα σουτιέν της μάνας μου, μια μαύρη τσάντα με χρυσή αλυσίδα κι ένα χαβανέζικο παρεό, που κατέληξε τουρμπάνι στο κεφάλι του Γιώργη. Ξεκρέμασα και μια ξανθιά περούκα απ’ το περίπτερο. Δυο ώρες κάναμε να πείσουμε τον Ψηλό να κουνάει λίγο κώλο κι άλλη μισή να ντύσουμε τον Νικόλα, που, λόγω σωματικής διάπλασης, δεν του έμπαινε τίποτα. Ξεπορτίσαμε μέσα σε χάχανα –ήδη πόναγε το στομάχι μας απ’ τα γέλια– αλλά κατεβαίνοντας τη Ζαΐμη τρακάραμε τον πατέρα του Χάρη, συνταγματάρχη εν αποστρατεία. Μας αναγνώρισε –κατά βάθος το θέλαμε– και, έξω φρενών, μας πήρε στο κατόπι επαναλαμβάνοντας: «Σας κάναμε άντρες για να παριστάνετε τις γυναίκες;» Αργότερα, κορνάροντας και οδηγώντας με ελιγμούς, χωθήκαμε με τα μηχανάκια στην κοσμοσυρροή του καρναβαλιού. Ωστόσο, δε χάσαμε την ευκαιρία για ακρότητες: όλο και κάποιο λούκι ξηλώσαμε, όλο και κάποιο γραμματοκιβώτιο σπάσαμε. Δε θυμάμαι πόσες βότκες ήπια εκείνο το βράδυ. Θυμάμαι όμως τον εαυτό μου διπλωμένο έξω απ’ το Base, με το λαμέ φουστανάκι της αδελφής του Χρήστου, φρικτό πονόκοιλο και χαλασμένο μακιγιάζ. Τελικά, πήγε ο Τζαβέλλας με το παπί κι έφερε τον πατέρα μου. Μπήκαμε σ’ ένα ταξί και φύγαμε για νοσοκομείο. Οι φίλοι ξοπίσω με τα μηχανάκια, χωρίς κράνη, με ξεμαλλιασμένες περούκες που ανέμιζαν· κι ο ταξιτζής, κοιτώντας απ’ τον καθρέφτη τον πατέρα μου: «Μην ανησυχείς, θα της περάσει. Το ποτό την πείραξε».