Χάρτης 21 - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-21/biblia/ta-topia-ws-xarths-neroy
Ποιον πάμφωτο από τις φλογίτσες των σκηνών των Τρώων ουρανό υμνούσε στην Ιλιάδα ο Όμηρος; Ποιας νύχτας θεοσκότεινης την αρμύρα, με το ξάρτι να τριζοβολά πλάι στο αυτί του, ρουφούσε ο χαμένος μες στα πελάγη ο Οδυσσέας; Ποια Ελλάδα αντίκρισαν οι φιλέλληνες περιηγητές τον 19ο αι, την αρχαία ή την νέα, αυτήν που ορθωνόταν στα μάτια τους μπροστά, ή αυτήν που είδαν με τα μάτια της ψυχής τους; Πού βρίσκεται η Ελλάδα που είδαν οι ηθογράφοι συγγραφείς του 19ου αι., στην πόλη ή στην επαρχία; Τι σχέση ο Παπαδιαμάντης με τον Σεζάν; Σε ποια «ευδαίμονα χώρα», ποιαν Αρκαδία στήνει πάντα το σπιτικό του ο Έρωτας; Μπορεί κανείς να επιστρέψει στη Ζάκυνθο του Φώσκολου και τη Λευκάδα του Σικελιανού ή είναι νήσοι κατασκευασμένες, ως εκ τούτου, μαύρες τρύπες στον χάρτη; Αποτελεί ένα ορυχείο τον χαμένο Παράδεισο για τον ρομαντικό Βιζυηνό, έναν μυθικό και συμβολικό τόπο, ένα άλλο Μαγικό Βουνό; Κατά πού πέφτουν τα τοπία της μοντερνικότητας; Είναι η Έρημη Χώρα του Έλιοτ ένας σωρός από ερείπια; Κατεβάζει αποκρουστικά απόβλητα ο Τάμεσης του Μπωντλέρ, κομμάτια και αποσπάσματα, ως άλλος ποτάμιος καθρέφτης της σύγχρονης ζωής στις μεγαλουπόλεις; Σε ποια τοπία σφαγής μάς σέρνει το πολεμικό μυθιστόρημα; Ποια είναι η Γκρέτα Γκάρμπο; Ταυτίζεται με την μυθική Άννα Καρένινα, ή παραμένει ένα τοπίο γεμάτο εσωτερικότητα, στο ποιητικό σύμπαν του Αναστάσιου Δρίβα; Ποιος αέρας φυσά στα σταυροδρόμια, όχι του κόσμου, αλλά των μεταφυσικών λοιμών;
Αυτά και άλλα πολλά ερωτήματα βρίσκουν απάντηση στην επιβλητική έκδοση Η Ποιητική του Τοπίου, (Πρακτικά του Ε΄ Συνεδρίου της Ελληνικής Εταιρείας Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας [ΕΕΓΣΓ] σε συνεργασία με τον Τομέα Νεοελληνικών Ερευνών – ΠΕ/ ΕΙΕ), ένα δίτομο, καλαίσθητο έργο, ένα έργο ζωής και υψηλής επιστημονικής αξίας, που συνεχίζει την μακρά παράδοση της Ελληνικής Εταιρείας Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας σε ανάλογα συνέδρια, από την ίδρυσή της το 1987. Οι επιμελητές της έκδοσης, οι καταξιωμένοι γραμματολόγοι-μελετητές Ευριπίδης Γαραντούδης, Βίκυ Πάτσιου και Ουρανία Πολυκανδριώτη, συγκέντρωσαν και συνδύασαν τις ομιλίες με τέτοιο τρόπο ώστε να αναδεικνύονται οι μυστικές σχέσεις μεταξύ των εισηγήσεων και να φωτίζεται κάθε κρυφός δίαυλος επικοινωνίας ανάμεσά τους, ενώ οι σύντομες περιλήψεις σε αγγλικά, γαλλικά, ή γερμανικά στο τέλος των εισηγήσεων, καταδεικνύουν την εμβέλεια του έργου και του κενού που αυτό έρχεται να καλύψει στη διεθνή επιστημονική βιβλιογραφία. Το εν λόγω συνέδριο, το πέμπτο κατά σειρά της Ελληνικής Εταιρείας Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας, έλαβε χώρα στις 19-22 Ιανουαρίου 2012, σε συνεργασία με το πρόγραμμα «Νεοελληνική Γραμματολογία και Ιστορία των Ιδεών (15-19ος αιώνας)» του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών. Τα πρακτικά του, τα πρακτικά των προηγούμενων συνεδρίων, καθώς και τα είκοσι έξι τεύχη του περιοδικού Σύγκριση, αποτελούν τον βασικό κορμό της εκδοτικής δραστηριότητας της Ελληνικής Εταιρείας Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας.
Σαράντα μία ανακοινώσεις, (τριάντα έξι στα Πρακτικά), από επιφανείς επιστήμονες και ακαδημαϊκούς, χαρτογραφούν εκλεκτικές συγγένειες, ανάμεσα σε λογοτεχνία, ελληνική και ξένη, κινηματογράφο και εικαστικές τέχνες, προσπαθώντας να ορίσουν την τοπιογραφία ως πλαίσιο πραγματικό και φαντασιακό, μέσα στο οποίο πραγματώνεται η ίδια μας η ύπαρξη. Στοιχειοθετείται έτσι ένα μνημειώδες έργο, σημείο αναφοράς για τον μελετητή της πρόσληψης και λογοτεχνικής αναπαράστασης του χώρου. Ο τόπος αναδεικνύεται ως έκφραση ταυτότητας, πολιτισμικής, κοινωνικής ή εθνικής αλλά και ως ψυχικός χώρος πραγμάτωσης μιας εσώτερης ζωής. Το τοπίο εξετάζεται σε αντιθετικά δίπολα (παράδεισος vs κόλαση, ειδυλλιακή φύση vs αστικοποιημένο, αφιλόξενο περιβάλλον, ειρήνη vs πόλεμος), ως διάσταση όχι μόνο χωρική αλλά πρωτίστως χρονική (αρχαιότητα vs σύγχρονη εποχή), αλλά και ως φουκωική ετεροτοπία (βιβλιοθήκη, κήπος κ.ά.). Αντικείμενο εξέτασης αποτελούν τόσο η έννοια του χώρου στα διάφορα λογοτεχνικά ρεύματα, όσο και το τοπίο στα διάφορα είδη, την αυτοβιογραφία, το ημερολόγιο, τις ταξιδιωτικές αφηγήσεις ή τα πολεμικά μυθιστορήματα. Και βέβαια, γύρω γύρω από τις νησίδες των τοπίων του πολέμου, του ορυχείου, του Βορρά ή της Ανατολής, της μνήμης, της γλώσσας και της εξορίας, η θάλασσα, πάντα η θάλασσα, και το αενάως μεταβαλλόμενο τοπίο της, ένα σκηνικό ζωντανό που περιβρέχει τα πάντα και όλο αλλάζει. Όλα αυτά τα τοπία, απατηλά, φευγαλέα, συχνά εύθραυστα και δυσδιάκριτα, αποκτούν για πρώτη φορά στα ελληνικά επιστημονικά δεδομένα στίγμα και συντεταγμένες σε αυτόν τον νοερό χάρτη.
Τι είναι η Ελλάδα μας; αναρωτιέται ο αόρατος χαρτογράφος στην προσπάθειά του να αποτυπώσει μάταια το φευγαλέο λογοτεχνικό της ανάγλυφο που όλο διαφεύγει. Ποια τοπία της γυαλίζουν και ποια σκοτεινιάζουν κάτω από το συγγραφικό φεγγαρόφωτο; Είναι η εναλλαγή νύχτας και μέρας που αντικρίζει έκθαμβος ο ομηρικός άνθρωπος, κατά τον Γιώργο Βάρσο. Είναι η χώρα που πέφτει, κατά το παλιό λαϊκό παραμύθι, ανατολικά από τον ήλιο και δυτικά από το φεγγάρι, όπως εντοπίζει στην εναρκτήρια ομιλία της για το έργο του αείμνηστου Κώστα Στεργιόπουλου (και Επίτιμου Προέδρου της Ελληνικής Εταιρείας Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας) η Έρη Σταυροπούλου. Τα τοπία που αγκαλιάζει η ποιητική ματιά του Στεργιόπουλου, άλλοτε νησιωτικά, αστικά ή φαντασιακά και άλλοτε απειλητικά και δυστοπικά (όπως στους σκοτεινούς χρόνους της χούντας του 1967), στοιχειοθετούν, κατά τη Σταυροπούλου, όχι μόνο τη γενναιόδωρη προσφορά του ποιητή στα ελληνικά γράμματα και στον ακαδημαϊκό χώρο, αλλά και το πολυσύνθετο – χωρικά και χρονικά- πρόσωπο της πατρίδας μας. Στις εισηγήσεις που ακολουθούν, η Ελλάδα γίνεται ο τόπος που διαρκώς μεταλλάσσεται πρωτεϊκά, ακροβατεί ανάμεσα στο χθες και το σήμερα, στο αρχαίο και το νέο, στο αστικό και στο επαρχιακό, στον Παράδεισο και στην Κόλαση, στον αυστηρά γεωδαιτημένο χώρο ενός αρκαδικού κήπου ή στον λαβυρινθώδη κήπο των αναμνήσεων. Τα νησιά της, ο Άθως, οι πόλεις, τα χωριά, όλα διαλύονται και κατασκευάζονται εξαρχής σε αέναους συνδυασμούς με τα υλικά του φαντασιακού και της πολύπλοκης φαινομενολογίας του χώρου. Το στίγμα της, ετεροτοπικό και κατεξοχήν ψυχικό, ορίζεται από συντεταγμένες πολλές φορές ζωγραφικές, και όχι απλώς χωροταξικές. Κάποτε ο Παλαμάς είχε αναφέρει για το έργο του Παπαδιαμάντη, ότι: «οι άνθρωποι στον Παπαδιαμάντη φαντάζουν σαν εικόνα ελληνικού πανηγυριού, ζωγραφιστή από κανέναν της φλαμανδικής ζωγραφικής τεχνίτη». Τώρα, η Βίκυ Πάτσιου φέρνει στο φως την εικαστική δεινότητα του ποιητή Γεώργιου Δροσίνη, του σπουδαγμένου σε Λειψία, Δρέσδη και Βερολίνο, ο οποίος, την εξειδίκευσή του στην ιστορία των Καλών Τεχνών τη μετουσιώνει στη δύναμη των ποιητικών του εικόνων. Ως άλλος υδατογράφος στίχων, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Βίκυ Πάτσιου, συναντά τον εικαστικό του αντικατοπτρισμό στον Άγγελο Γιαλλινά, έναν από τους πιο χαρισματικούς υδατογράφους, έναν «ποιητικό ζωγράφο της ελληνικής φύσεως», κατά τον Θ. Βελλιανίτη. Η ποίηση και η ζωγραφική σε ομόκεντρους κύκλους σχηματίζουν το χωροχρονικό ανάγλυφο μιας terra incognita που μας καλεί να την εξερευνήσουμε.
Η ελληνικότητα μπορεί να φυτρώσει στα πιο απροσδόκητα και άγονα μέρη. «Όπως και το σώμα, το τοπίο είναι κάτι το οποίο κατοικούμε […]είμαστε μέσα του, είμαστε αυτό εμείς οι ίδιοι», υποστηρίζει ο ιστορικός τέχνης Τζέιμς Έλκινς. Στην από κοινού εισήγησή τους, η Τζίνα Καλογήρου, ο Ελευθέριος Μύστακας και η Αλίκη Τσοτσορού, φέρνουν στο φως μια απροσδόκητη όαση τέρψης, έναν locus amoenus, που φύεται ως άλλος κήπος των Εσπερίδων, στην –κατεξοχήν– άνυδρη και πετρώδη τοπιογραφία της ποίησης του Γιάννη Ρίτσου.
Τα υποθαλάσσια ρεύματα της τοπιογραφίας ,όμως, μας σπρώχνουν, και μας τραβάνε εξίσου και σε μαύρα, αχαρτογράφητα νερά. Έξω από τα ελληνικά χωρικά ύδατα, τα τοπία παλεύουν να αυτοπροσδιοριστούν, στο έργο του Κάφκα, του Μπένγιαμιν, του Τενεσή Ουίλιαμς, του Πίντερ, της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, του Στήβεν Κινγκ, του Ζοζέ Σαραμάγκου και πλήθους άλλων συγγραφέων, οι οποίοι συχνά στήνουν δυστοπικά σκηνικά όπου θερίζουν μεταφυσικοί λοιμοί και φτεροκοπούν δυσοίωνα κοράκια. Η θάλασσα, στην ομιλία της Εύης Βογιατζάκη εμπνέει ακόμα τη νεωτερική λογοτεχνία αλλά με έναν νέο τρόπο πια, και ρευστοποιημένη, ρέει προς κάθε κατεύθυνση, ως λογοτεχνικός αντικατοπτρισμός της επαναστατικής κβαντικής θεωρίας και της θεωρίας της σχετικότητα του 20ού αιώνα. Και μας θυμίζει την περίπτωση του Τζέιμς Τζόις, ο οποίος επεξηγούσε ότι διασπά και σωματιδιακά τη γλώσσα προκειμένου «να υποτάξει τις λέξεις στο ρυθμό του νερού». Για να καταλήξει στην ομιλία της ότι: «διαφαίνεται ότι οι μοντερνιστές αναζητούσαν μια βιολογικής, βιταλιστικής, κυματοειδούς φύσης ανασύνταξη του κειμένου, θεωρώντας, θα μπορούσαμε να πούμε, το κείμενο, ως ένα είδος genotext (κατά Κρίστεβα), που διαρκώς αναγεννά ή ακτινοειδώς εκπέμπει ραδιενεργά νοήματα και συναισθήματα στον νου του αναγνώστη» (Τόμος Β΄, σ. 174).
Όλα αυτά βέβαια τα είχε προβλέψει με ακρίβεια τυφλού προφήτη, και μάλιστα πολύ πριν από τον Στράβωνα και τον Ερατοσθένη, ήδη από το μακρινό 1998, ο διαβόητος ερανιστής λημμάτων και κατά συρροήν χαρτογράφος Δημήτρης Καλοκύρης, στην ταξιδιωτική πραγματεία του Τα ελιξήρια της φωνής τους (1998, 2Άγρα 2006). Μας παραδίδει, ότι ο γνήσιος άγγλος ταξιδευτής του 19ου αι. που διαβάζει τις αναμνήσεις του περιηγητή του 14ου αι. Άχμπαρ εζ Ζαμάν, ο οποίος συναντά στο Κάιρο έναν τυφλό γυρολόγο, ο οποίος με τη σειρά του θυμάται έναν παράξενο ζητιάνο στην Αλεξάνδρεια, που και εμείς θα τον μάθουμε αργότερα από τον ξακουστότερο παραμυθά σε όλη την Κασπία, όλοι αυτοί λοιπόν ανεξαιρέτως, συμφωνούν στο εξής: άπαντες οι εξερευνητές και οι ποντοπόροι, από τον Μάρκο Πόλο μπροστά στον Κουμπλάι Χαν (Ίταλο Καλβίνο, Αόρατες Πόλεις), ως τον τελευταίο καμηλιέρη μιας όασης χαμένης στην πιο βαθιά έρημο, άπαντες, ασχολήθηκαν ανελλιπώς με την Ποιητική του Τοπίου, και πιστοποίησαν αυτό που ήδη είναι γνωστό: η Ελλάδα, όπως και κάθε άλλη λογοτεχνικά μετουσιωμένη χώρα, αν και χαμένες ενίοτε στην πρωινή αχλή, είναι περισσότερο τόποι ψυχικοί, και ως εκ τούτου, τόποι απολύτως υπαρκτοί. Και όσο ο χρόνος συστέλλεται, τόσο η καμπύλη των τοπίων θα διαστέλλεται σε αέναους, καλειδοσκοπικούς συνδυασμούς. Η Ποιητική του Τοπίου, μολονότι χάρτης πάνω στο νερό, δεν αλλάζει, δε διαφεύγει, δεν ξεφεύγει, δεν ξεγλιστρά. Ως πανάρχαια και πανανθρώπινη συντεταγμένη, απολύτως συνυφασμένη με την ανθρώπινη διάνοια και δημιουργία, ρίχνει άγκυρα και περιμένει να την αναζητήσουμε εμείς οι αναγνώστες, ως άλλοι αλιείς μαργαριταριών.