Χάρτης 21 - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-21/metafrash/gia-thn-elafrothta-ths-psyxhs-alla-poihmata
Ύστερα γεννιέται
βρέχει μωρό τις πάνες
ένα σκυλί τον γλείφει, γυναίκες ξεματιάζουν
άσκημο πλάσμα, φτου σου
μην και τόνε βασκάνουν
ύστερα δεν θηλάζει, γιαούρτι τον ταΐζουν*
ύστερα βήμα-βήμα
πέφτει, γκρεμίζει, ρίχνει
κάθε στιγμή ψηλώνει, νά σου και δυο χαστούκια
ύστερα πάει σχολείο
όλα καλά κι ωραία
ούτε πολύ βλαμμένος, ούτε κάνα κεφάλι
ύστερα κουρεμένος
όρθιος στη διμοιρία
σκούζει, χτυπιέται η μάνα, περήφανος πατέρας
ύστερα με γυναίκες
τίποτα το ενδιαφέρον
ούτε με πολύ ζόρι κι ούτε και μ’ ευκολία
ύστερα αυτή το ζόρι
ύστερα γάμος είναι
ύστερα βρέφος φτάνει και του αλλάζουν πάνες
ύστερα εκείνος τρέχει
στα ορυχεία, κάπου
βάρδιες χτυπάει τα βράδια, κερδίζει κάνα φράγκο
ύστερα χτίζει σπίτι
και το χωριό θαυμάζει
και καμπινές και μπάνιο, γυάλινη τζαμαρία
ύστερα γίνετ’ έτσι
στόρι μπανάλ, αστείο
κάποιος από τη βάρδια, μαζί μ’ αυτόν και εκείνη
ύστερα το μαθαίνει
σωπαίνει, συγχωράει
ύστερα αρρώστια πέφτει, για πάντα τον ξαπλώνει
μέρες το μελετάει
πώς και συμβαίνει έτσι
σαν ελαφρύ του μοιάζει, λείο σαν πετραδάκι
κι όλα μετά στεγνώνουν
κι ούτε υπάρχει πόνος
ύστερα δεν υπάρχει
τίποτα δεν υπάρχει
δεν υπάρχει
( Από τη συλλογή Η κερασιά ενός λαού, 1996 )
και αν μέσα σε αυτό το διάστημα δεν καταφέρεις να ρίξεις μια γυναίκα, τότε είσαι ο πιο βλαμμένος άντρας σε ολόκληρο το σύμπαν. ————Γκαουστίν, Στ΄ τάξη
Το πιο μεγάλο κομμάτι που παίζαμε
διαρκούσε ακριβώς τόσο: 7’09’’.
7 λεπτά και 9 δευτερόλεπτα
με χέρια ηλεκτρισμένα
απ’ το μοχέρ στο πουλόβερ σου.
7 λεπτά και 9 δευτερόλεπτα
για την πιο εκθαμβωτική ιστορία.
7 λεπτά και 9 δευτερόλεπτα
όλα γυρίζουν σαν σβούρα, μια ζάλη
κι εσείς,
κι όμως εσείς
γυρίζετε,
κι όμως γυρίζει
γύρω από σένα,
κι όμως γυρίζει
7 λεπτά και 9 δευτερόλεπτα.
Πότε μετά απ’ αυτό
ποτέ πιο αργά
και γενικά ποτέ
(αλλά τότε πού να το ξέρεις)
δεν θα είσαι για τόσο μεγάλη διάρκεια
ερωτευμένος με μια γυναίκα.
( Από τη συλλογή Γράμματα στον Γκαουστίν, 2003 )
Τα βράδια απ’ τα παράθυρα των πρώτων ορόφων
μπορεί κανείς να το δει και τούτο
εκείνην να γέρνει στην καρέκλα
να ανοίγει τους Αρχαιοελληνικούς μύθους
η κοιλιά της σπίτι και κρυψώνα
την ίδια στιγμή
και όχι χάριν της ρίμας
εγκυμονεί
αυτός τώρα είναι Ινδιάνος
με το αυτί του πάνω στην κοιλιά της
και ακούει βήματα, αλήθεια
γι’ αυτό και είναι τόσο φοβισμένος
κάποιος περπατάει μέσα
σε δωμάτια κρυφά
κρύπτες και διαδρόμους
κιγκλιδώματα και σκαλοπάτια
σκέφτεται ο άντρας δεν λέει τίποτα
εγώ μέχρι την είσοδο μόνο έχω φτάσει
σκέφτεται ο άντρας δεν λέει τίποτα
ή μήπως φυλάω την είσοδο
σκέφτεται ο άντρας δεν λέει τίποτα
Απ’ το παράθυρο φαίνεται πως η γυναίκα
είναι ήρεμη και ότι εκείνος μέσα
στον λαβύρινθο ποτέ δεν θα χαθεί
με τον ομφάλιο λώρο κουβάρι και νήμα
( Από τη συλλογή Γράμματα στον Γκαουστίν, 2003 )
*She walks in beauty like the knife...** ———— κατά τον Μπάιρον
Στην ομορφιά βαδίζει σαν μαχαίρι
στη νύχτα μέσα και στ’ ουρανού τη στέγη,
σκιές απλώνονται καθώς φεγγοβολάει
ατσάλι, άνθρακας και σκόνη,
στο γκρι πώς λάμπουνε γραφίτης και διαμάντι,
εκείνη δεν βαδίζει, το βάδισμά της κόβει.
Για ν’ αγαπιέται ήρθε και για να σκοτώνει
σαν τη σελήνη κρύα, σαν στίχος αιχμηρή,
νεκροί δεν είναι πίσω της, δεν είναι ζωντανοί,
στην ομορφιά βαδίζει σαν μαχαίρι,
στην ομορφιά βαδίζει σαν μαχαίρι,
πώς θα ’θελα να είχα σκοτωθεί.
( Από τη συλλογή Εκεί, όπου δεν είμαστε, 2016 )
————————————————————————
* Παλαιότερα, στη Βουλγαρία, σε περίπτωση πρόωρου απογαλακτισμού, τάιζαν το βρέφος με φρέσκο αγελαδινό γιαούρτι ως υποκατάστατο του μητρικού γάλακτος.
** Σκόπιμη παρανάγνωση του πρώτου στίχου από το γνωστό ποίημα του Μπάιρον “She walks in beauty” (She walks in beauty,
like the night). Ο στίχος «στην ομορφιά βαδίζει σαν (μαχαίρι)» είναι από τη μετάφραση της Ευτυχίας Παναγιώτου.
O Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ (Георги Господинов, 1968) είναι ένας από τους πιο πολυμεταφρασμένους σύγχρονους Βούλγαρους συγγραφείς. Πρωτοεμφανίστηκε στα βουλγαρικά γράμματα με την ποιητική συλλογή Lapidarium (1992), η οποία απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα της χώρας του. Η δεύτερή του συλλογή Η κερασιά ενός λαού (1996) τιμήθηκε με το Βραβείο του Καλύτερου Βιβλίου της Χρονιάς από την Ένωση Βούλγαρων Συγγραφέων. Ακολούθησαν τα Γράμματα στον Γκαουστίν (2003), ο συλλογικός τόμος Μπαλάντες και χαλάσματα (2007) και το Εκεί, όπου δεν είμαστε (2016). Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί και περιληφθεί σε διεθνείς ανθολογίες. Η ποίησή του διακρίνεται από λιτότητα στην έκφραση, αλλά και μια τολμηρή και ενίοτε παιγνιώδη αναμέτρηση με την παραδοσιακή στιχουργική και τα ρητορικά σχήματα. Βασικές θεματικές του συγγραφέα, όπως και στα πεζογραφικά του έργα, συνιστούν το υπαρξιακό ζήτημα και η σχέση μας με τον χρόνο, σε συνάρτηση με το καθημερινό και ιστορικό βίωμα, ενώ η προσωπική μυθολογία καθίσταται ένας τόπος στον οποίο επανέρχεται. Τα μυθιστορήματά του Περί φυσικής της μελαγχολίας και Φυσικό μυθιστόρημα κυκλοφορούν από τις εκδ. Ίκαρος σε μετάφραση Αλεξάνδρας Ιωαννίδου.