Χάρτης 21 - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-21/klimakes/toyristas-sthn-ellada-toy-1900-teleytaio
————————————————————
Η Σ Κ Ο Ν Η Τ Ο Υ Χ Ρ Ο Ν Ο Υ
Προσδιορίζοντας την ταυτότητά του, ο τουριστικός οδηγός του Αντόλφ Ζοάν (δες προηγούμενες αναρτήσεις) έγραφε στον πρόλογο: «Ιστορία, θρησκεία, έθιμα, παραδόσεις και καθημερινή ζωή: Το βιβλίο που κρατάτε ανά χείρας εξερευνά όλα τα θέματα που θα σας επιτρέψουν να κατανοήσετε την λεπτότητα του πολιτισμού της Ελλάδας, να γνωρίσετε όλα τα ζητήματα και τις δυσκολίες που θα συναντήσετε, να ερμηνεύσετε τις αντιλήψεις που επικρατούν, και να μπορέσετε να συνεννοηθείτε, στοιχειωδώς, με τους γηγενείς». Ο οδηγός αυτός, που λίγα χρόνια αργότερα μετονομάστηκε σε «Μπλε Οδηγός» (Guide Bleu) από το χαρακτηριστικό χρώμα του εξωφύλλου, αποτελεί ένα παράπλευρο εργαλείο γνώσης. Στις σελίδες του διασώζονται πληροφορίες που αφορούσαν την καθημερινή ζωή στις πόλεις και τα χωριά, τις δημόσιες υπηρεσίες, την οικονομία και τις εμπορικές δραστηριότητες, καθώς και πλήθος άλλων στοιχείων για τη χώρα και τους κατοίκους της. Ιδιαίτερη αναφορά γινόταν στις θρησκευτικές εορτές και τα λαϊκά πανηγύρια: από τα πασχαλινά έθιμα και τις γιορτές του τρύγου, μέχρι τα ξεφαντώματα της Αποκριάς σε Αθήνα και Πάτρα.
Ανάμεσα στα πολλά και ενδιαφέροντα κεφάλαια του οδηγού (επί παντός επιστητού) ήταν και εκείνο που αναφερόταν στο εθνικό νόμισμα της χώρας. Κεφάλαιο… ωφέλιμο για τις συναλλαγές ενός ξένου επισκέπτη: «Η Ελλάδα έχει υιοθετήσει, από το 1871, το νομισματικό σύστημα της Γαλλίας και έχει προσχωρήσει, από το 1878, στη Λατινική Νομισματική Ένωση. Η Ελλάδα διαθέτει, επομένως, νομίσματα χρυσού, αργύρου και χαλκού». Το καίριο ζήτημα για τον (Γάλλο) τουρίστα, ήταν η αξία του δικού του νομίσματος στις δοσοληψίες με τους ντόπιους. Σχετικά με αυτό, ο οδηγός ανέφερε: «Το 1909, χάρη στην Επιτροπή Ελέγχου Διεθνούς Οικονομίας, η αξία της δραχμής εξισώθηκε με εκείνη του γαλλικού φράγκου (1 δραχμή = 1 φράγκο), υποδιαιρούμενη σε 100 λεπτά. Για τα χρυσά νομίσματα υπάρχουν, όπως και στην Γαλλία, υποδιαιρέσεις με κέρματα των 5, 10, 20, 50 και 100 δραχμών. Για τα αργυρά, υπάρχουν κέρματα των 2 και 5 δραχμών, καθώς και των 0,50 και 0,20 λεπτών. Στα χάλκινα νομίσματα υπάρχουν υποδιαιρέσεις των 0,10 λεπτών (“δεκάρα”) και των 0,5 λεπτών (“πεντάρα”). Τα χρυσά λουδοβίκεια είναι δεκτά παντού και δεν χρειάζεται να τα ανταλλάξετε με δραχμές. Στην Ελλάδα πάντως, κυκλοφορούν πολύ περισσότερο τα χάλκινα απ’ ό,τι τα χρυσά ή αργυρά νομίσματα. Τα νομίσματα 1 και 2 φράγκων, καθώς και οι ιταλικές λιρέτες είναι δεκτές σε όλα τα ξενοδοχεία, στα κεντρικά εστιατόρια και στα περισσότερα καταστήματα».
Στην κατακλείδα αυτού του κεφαλαίου γινόταν ειδική αναφορά για τους πιθανούς κινδύνους στις δοσοληψίες του τουρίστα: «Στην Ελλάδα, όπως και σε ολόκληρη την Ανατολή, αγνοούν την απόλυτη αξία των πραγμάτων. Οι τιμές υπολογίζονται βάσει του υποτιθέμενου πλούτου του αγοραστή. Μια πολύ διαδεδομένη προκατάληψη αποδίδει σε όλους τους ξένους μεγάλη περιουσία. Τους αποκαλούν “λόρδους” και τους χρεώνουν αναλόγως. Ο τουρίστας πρέπει να είναι προετοιμασμένος να πληρώσει πάντα πολύ περισσότερα από την αντικειμενική αξία».
Οι διατροφικές συνήθειες και τα πιάτα της ελληνικής κουζίνας καταλάμβαναν το δικό τους… εύγευστο χώρο στις σελίδες του οδηγού. Οι συγκρίσεις που μπορεί να κάνει κάποιος με την σύγχρονη ελληνική μαγειρική, δίνουν ενδιαφέροντα αποτελέσματα: «Η Ελλάδα δεν είναι μια χώρα γαστρονομίας. Οι προμήθειες κρέατος, λαχανικών, βουτύρου είναι μέτριες και η μαγειρική τέχνη είναι ακόμα πρωτόγονη. Τα εστιατόρια των μεγάλων πόλεων και των καλυτέρων ξενοδοχείων προσφέρουν μόνο συνηθισμένα πιάτα, χωρίς βελτιώσεις». Τι μπορούσε να περιμένει ο ξένος γευσιθήρας, που άφηνε την πρωτεύουσα με προορισμό την επαρχία; Ο οδηγός δεν άφηνε πολλά περιθώρια αισιοδοξίας: «Ο τουρίστας δεν πρέπει να υπολογίζει στα μαγειρικά πλεονεκτήματα που αποτελούν την ευχάριστη έκπληξη του μικρού επαρχιακού ξενοδοχείου της Γαλλίας, της ιταλικής “τρατορία” και του τουρκικού “μουσαφίρ-οντά”. Το σύνηθες μενού των εστιατορίων στις μικρές επαρχιακές πόλεις περιλαμβάνει ψάρι, σούπες (κρεατόσουπα, ή σούπα “με λεϊμώνι”), μπάμιες, κοτόπουλο, κρέας στα κάρβουνα (“μπριζόλες”), κεφτέδες. Το φθινόπωρο, θα βρείτε κυνήγι (λαγό, ορτύκια, τσίχλες ). Σε κάποια λιμάνια, όπως στον Βόλο, σερβίρουν εξαιρετικές γαρίδες. Το αρνί “α λα παλληκάρι” (ψημένο ολόκληρο στη σούβλα) είναι ιδιαίτερα αγαπητό την περίοδο των λαϊκών εορτών. Ο “μεζές” αποτελεί μια εκλεκτή πιρουνιά (συκώτι, νεφρό, μάτι αρνιού) την οποία προσφέρει ο αμφιτρύωνας στον καλεσμένο του».
Επισκεπτόμενος τα ορεινά χωριά, ο τουρίστας αντιμετώπιζε ένα «σπαρτιατικό καθεστώς» στο ζήτημα του φαγητού: «Στα χάνια οι επιλογές είναι λιγοστές. Σερβίρουν αβγά, ελιές, σαρδέλες στην άρμη, αποξηραμένα ψάρια (“τσίρος”) και το υπέρτατο όλων, κατσικίσιο τυρί, είτε ξηρό (“κεφαλοτύρι”), είτε φρέσκο διατηρημένο σε λεπτό ύφασμα (“τουλουμοτύρι”). Στα χωριά προσφέρουν μαύρο ψωμί, υγιεινό αλλά βαρύ στο στομάχι. Στους απομακρυσμένους οικισμούς της ορεινής Αρκαδίας, της Αιτωλίας, ή της Θεσσαλίας, θα βρείτε μόνο ψωμί καλαμποκιού (“μπομπότα”) που είναι πολύ σκληρό και δύσπεπτο».
Οι μαθημένοι σε εκλεκτούς οίνους ξένοι, είχαν να διδαχθούν πολλά για τα ελληνικά κρασιά που δοκίμαζαν στη διάρκεια των διακοπών τους. Οι περιγραφές του οδηγού ξεκαθάριζαν τα πράγματα: «Η Ελλάδα δεν γνωρίζει ακόμα πώς να εκμεταλλευτεί τα άφθονα και καλά κρασιά της, ιδιαίτερα τα λευκά κρασιά. Η συνήθεια της ανάμειξής τους με ρητίνη, τόσο για γεύση όσο και για τη διατήρησή τους, ίσως είναι κληρονομιά της αρχαιότητας: ή άμπελος και το “δάκρυ” του πεύκου ήταν σύμβολα του Διονύσου. Αυτό δεν εμποδίζει το κρασί ρητίνης (“ρετσινάτο”) να αποτελεί το φόβο των περισσοτέρων ξένων, λόγω της μέθης που επιφέρει. Μερικοί, ωστόσο, καταλήγουν να συνηθίσουν αυτό το μείγμα, το οποίο, κατά τα άλλα, είναι πολύ υγιεινό. Τα ελαφρώς ρητινώδη κρασιά, όπως της Μεσσηνίας, είναι σχεδόν το ίδιο ευχάριστα με εκείνα του Μπαρσάκ (σ.σ. νότια του Μπορντό). Αλλά ο ρητινίτης της Αττικής είναι ένα κρασί που καταφέρνουν να πιούν μόνο τα “παλληκάρια”».
Η μετάβαση από τα λευκά στα κόκκινα κρασιά, δεν βελτίωνε τη γενική εντύπωση: «Τα ερυθρά είναι επίσης πολύ βαριά. Λίγο καλύτερα είναι τα γλυκά κρασιά από την Αιτωλία, τα Ιόνια νησιά και τις Κυκλάδες. Το χύμα κρασί κοστίζει 0,60 έως 0,80 λεπτά η οκά. Στα χάνια, ο ρητινίτης σε ποτήρι (“κρασάκι”) χρεώνεται από 0,5 έως 0,10 λεπτά». Η κατάσταση βελτιωνόταν στα εμφιαλωμένα. Η πρώτη οργανωμένη οινοπαραγωγή, με τις ανάλογες ετικέτες, έδινε το «παρών» στις σελίδες του οδηγού: «Ευτυχώς, σε όλα σχεδόν τα εστιατόρια σερβίρουν εμφιαλωμένο κρασί (“αρετσίνωτο”). Τα κρασιά που μπορείτε να παραγγείλετε στο τραπέζι σας είναι: “Σαντορίνης”, “Ζάννος & Roche”, “Σόλων”, “Côtes du Parnés”, “Δεμέστιχα” Αχαΐας, “Οικονομίδης”, “Tour la Reine” (οινοπραγωγός Σούτσος), “Chateau Τατόι”, ή “Δεκέλειας” (λευκό και ερυθρό), “Λυκόβρυση” (οινοπαραγωγός Σκουζές), “clos Marathon”, κρασί “Κηφισιάς” (γλυκό και ελαφρύ). Υπολογίστε κατά μέσο όρο 1,5 - 2 δραχμές η φιάλη. Τα γαλλικά κρασιά κοστίζουν από 4 έως 10 φράγκα, η σαμπάνια 20 φράγκα».
Ένα καίριο ζήτημα ήταν εκείνο του πόσιμου νερού. Πόσο στενά συνδεδεμένο ήταν με τις συνήθειες των Ελλήνων; Η απάντησή στις σελίδες του οδηγού: «Η χώρα ξεκινά την ημέρα της πίνοντας ένα μεγάλο ποτήρι νερό με άδειο στομάχι: μία πλύση στομάχου στην οποία ο Έλληνας αποδίδει χίλιες υγιεινές αρετές. Το νερό της πηγής, συχνά εξαίσιο, ίσως είναι αυτό που ανοίγει περισσότερο την όρεξη του λιτοδίαιτου λαού. Γίνεται μεγάλη κατανάλωση και το σερβίρουν παντού, σε μεγάλα ποτήρια, μαζί με μαστίχα, καφέ, ή λουκούμι. Το νερό της πόλης, ωστόσο, είναι συχνά ύποπτο. Στα εστιατόρια βρίσκεις εμφιαλωμένο νερό από διάφορες πηγές, όπως της Άνδρου, ή του Λουτρακίου (0,50 λεπτά η φιάλη). Στους δρόμους πωλείται από πλανόδιους, νερό από τις πηγές του Αμαρουσίου και της Καισαριανής».
Εκτός από την πόλη, υπήρχε και το –καθάριο– νερό του χωριού. Σίγουρα, λιγότερο «ύποπτο» και πολύ περισσότερο απολαυστικό. Οι ντόπιοι έδιναν πρώτοι το παράδειγμα: «Για τον αγρότη, είναι πάνω απ’ όλα μια τελετή. Πρώτα καθαρίζει το στόμα του, μετά κάνει τον σταυρό του και κατόπιν το πίνει με βαθιές γουλιές. Όπως αυτός, έτσι και ο τουρίστας θα μάθει να διακρίνει τις ιδιότητες του νερού κάθε πηγής, ανάλογα με την φρεσκάδα και την ελαφρότητά του. Οι περισσότερες πηγές των βουνών είναι πολύ υγιεινές: το νερό της Κασταλίας στους Δελφούς είναι ασύγκριτο. Κάποιες επαρχιακές πόλεις όπως η Τρίπολη, το Ναύπλιο, οι Θήβες, η Σπάρτη και η Λαμία, διαθέτουν καλές πηγές νερού. Στις πεδιάδες, το πηγαδίσιο νερό εμπνέει λιγότερη εμπιστοσύνη. Τα πηγάδια της Καλαμάτας και της Επιδαύρου, εντούτοις, είναι γνωστά για την ποιότητα του νερού τους. Παντού όπου υπάρχουν αμφιβολίες για το νερό, είναι καλύτερα να πίνετε τσάι. Είναι αυτονόητο ότι θα αφήσουμε στα άλογα με τα οποία ταξιδεύουμε την πόση των νερών του ποταμού, ακόμη και εκείνων του Πηνειού στα οποία οι κάτοικοι της Λάρισας αποδίδουν μεγάλες αρετές».
Παραμένοντας στα πόσιμα, ο καφές, τα αναψυκτικά και τα λικέρ, καταγράφονταν επίσης λεπτομερώς. Μαζί με τους τρόπους (και τους χώρους) που μπορούσε να τα απολαύσει ένας τουρίστας: «Ο καφές γίνεται α λα τουρκικά: χωρίς ζάχαρη (“σκέτος”), δυνατός, με πολλή ζάχαρη (“βαρύς γλυκός”), ή μεσαίος (“μέτριος”), και κοστίζει 0,10 – 0,20 λεπτά το φλυτζάνι. Στα παραδοσιακά καφενεία σερβίρουν σε δίσκο ένα φλυτζάνι καφέ, ή ένα ποτηράκι ρακή, μαζί με ένα ποτήρι νερό, ένα πιατάκι μαρμελάδα (“γλυκό κουταλιού”), ή έναν μικρό κύβο ανατολίτικου ζελέ με φιστίκι ή φρούτα (“λουκούμι”)». Πρώτα πίνετε τη ρακή σκέτη, λέγοντας, ως ευχαριστία, το à votre santé στη γλώσσα τους (“εις υγιειάν σας”). Κατόπιν, παίρνετε ένα λουκούμι, ή με το κουταλάκι λίγο γλυκό, πίνετε μια γουλιά νερό και μετά τοποθετείτε το κουταλάκι μέσα στο ποτήρι του νερού».
Μαζί με το savoir faire στα ελληνικά καφενεία των αρχών του προηγούμενου αιώνα (που τόσο διέφεραν από τα παρισινά καφέ), ο ξένος επισκέπτης μάθαινε και τις συνήθειες των καφενόβιων: «Η χρήση του passa-tempo (“κομβολόιο”), ένα ροζάριο με μεγάλες χάνδρες που τις κυλούν ανάμεσα στα δάχτυλα απολαμβάνοντας τον ήχο, είναι ένας απλός και πολύ συνήθης τρόπος για να περνούν την ώρα τους στην Ελλάδα όπως και στην Ανατολή. Αν θέλετε να δοκιμάσετε ναργιλέ, πρέπει να πάτε σε πιο λαϊκά καφενεία. Ως απεριτίφ σερβίρουν ρακή, ή μαστίχα (η πιο φημισμένη είναι εκείνη της Χίου). Και τα δύο αναμειγνύονται με νερό, δημιουργώντας ένα ανοιχτόχρωμο δροσιστικό ρόφημα που συνοδεύεται από μία ελιά και ένα μεγάλο ποτήρι νερό (προσοχή αν είναι της πόλης!). Μην παραλείψετε να επισκεφθείτε τα δροσόλουστα καφενεία και τα κέντρα αναψυχής με ορχήστρα, στις κατάφυτες όχθες του Ιλισού ποταμού».
Ο τουριστικός οδηγός του Αντόλφ Ζοάν, που κυκλοφόρησε το 1896 και έκανε δύο επανεκδόσεις στα επόμενα 15 χρόνια, αποτελεί μια ανεξάντλητη πηγή πληροφοριών για την Αθήνα και την Ελλάδα γενικότερα. Χαρακτηριστικό δείγμα, οι χώροι και τα είδη ψυχαγωγίας στην πρωτεύουσα κατά τη θερινή, τουριστική περίοδο: «Θέατρα: “Δημοτικό”, στην πλατεία Λουδοβίκου (σ.σ. σήμερα πλατεία Κοτζιά), ξένοι περιοδεύοντες θίασοι, όπερες, οπερέτες. “Νέα Σκηνή”, στην πλατεία Ομονοίας, ελληνικό και ξένο δραματολόγιο. “ Θέατρο του Συντάγματος”, στην πλατεία Συντάγματος, γωνία με οδό Μητροπόλεως, θίασοι ποικιλιών. “Θέατρο Νεαπόλεως”, στην οδό Ιπποκράτους, ελληνικές κωμωδίες, ισορροπιστές, γελωτοποιοί, ταχυδακτυλουργοί, τσίρκο. “Athèneum”, γωνία Πατησίων και Κυκλοβόρου (σ.σ. από τον ομώνυμο χείμαρρο της περιοχής, σήμερα οδός Μάρνη), μουσικοχορευτικές παραστάσεις. “Θέατρο Τσόχα”, στην οδό Σταδίου 20, πατινάζ, κινηματογράφος. “Πανελλήνιον”, στην οδό Πανεπιστημίου, κωμωδίες, οπερέτες. “Θέατρο του Μεταξουργείου” (σ.σ. μετέπειτα θέατρο Λαού ή Βουξινού), ελληνικές κωμωδίες. “Κήπος Αρνιώτου”, στην οδό Ακαδημίας 59, το μεγαλύτερο όλων σε χωρητικότητα, με ακροβατικά, κλόουν, μπαλέτα και επιδείξεις ζώων. Τιμές εισιτηρίων 1-3 δραχμές».
Ο επίλογος αυτού του αφιερώματος που «απλώθηκε» σε 4 συνέχειες, αναφέρεται σε δύο στοιχεία… όμορα του Χάρτη: στον πολιτισμό και την ενημέρωση. Ξεκινώντας από το τελευταίο, ο οδηγός παρέθετε τους κυριότερους τίτλους ελληνικών εφημερίδων και περιοδικών που μπορούσε να βρει ο ξένος επισκέπτης στα κιόσκια (χρήσιμα, εννοείται, μόνο σε εκείνους που γνώριζαν ελληνικά): «Οι επίγονοι της ιστορικής πολιτικής εφημερίδας Αιών που κυκλοφορούσε τον προηγούμενο αιώνα (σ.σ. 1838 -1888) συνεχίζουν την ακμαία παράδοση του ελληνικού τύπου. Ημερήσιες πρωινές εφημερίδες: Αθήναι, Ακρόπολις, Νέον Άστυ, Πατρίς, Εμπρός, Καιροί, Ο Χρόνος, Σκριπ. Απογευματινές εφημερίδες: Αστραπή, Εστία, Εσπερινή. Εβδομαδιαίας κυκλοφορίας: Ο Ρωμηός που γράφει ο ποιητής Γεώργιος Σουρής (σατιρική και πνευματώδης, με ρίμες σε γλώσσα λαϊκή, κυκλοφορεί Σάββατο). Περιοδικά: Παναθήναια (εικονογραφημένη λογοτεχνική επιθεώρηση), Εικονογραφημένη (ποικίλης ύλης με πλούσια εικονογράφηση), Πινακοθήκη (καλλιτεχνικό περιοδικό), Πανελλήνιος Επιθεώρησις».
Πέρα από τα εφήμερα υπήρχαν και τα… διαχρονικά αναγνώσματα. Ο οδηγός αναφερόταν στα ακόλουθα βιβλιοπωλεία της εποχής: Ελευθερουδάκης & Barth (πλ. Συντάγματος, γωνία με Σταδίου), Σιδέρης (Σταδίου 46β), της Εστίας (Σταδίου 44), Φέξης (Αιόλου 219). Σχετικά με το τελευταίο, ο οδηγός προσέθετε: «Βιβλιοπωλείο και κατάστημα μουσικής, με εθνικές μελωδίες». Για τους βιβλιόφιλους τουρίστες υπήρχαν επίσης δύο αναγνωστήρια με ξενόγλωσσα βιβλία: Wilberg (Πανεπιστημίου 8) και English Circulating Library (Φιλελλήνων 18), με τη σημείωση ότι χρειαζόταν προηγουμένως η εγγραφή ως μέλος. Τέλος, από τις γαλλικές εκδόσεις που αφορούσαν την Ελλάδα, ο οδηγός είχε επιλέξει τις εξής: «Hubert Pernod, Anthologie populaire de la Grèce moderne (Mercure de France, 1910). H. Pernot - Le Flem Melodies populaires grecques de l’île de Chio, avec musique (Leroux, Παρίσι 1903). Phileas Lebesque, La Grèce litteraire d’aujourd’hui (Lansot, Παρίσι 1906). Baud-Bovy, Boissonnas et Nicole En Grèce par monte et par voux (Γενεύη 1910, με πολύ ωραίες βαθυτυπίες)». Η λίστα του οδηγού περιλάμβανε, τιμητικά, και έναν Έλληνα συγγραφέα: τον Φαναριώτη λόγιο, ρομαντικό ποιητή και πεζογράφο (πλην της πολιτικής και διπλωματικής του καριέρας), Αλέξανδρο Ρίζο Ραγκαβή (1809-1892) με την πρώτη, ως τότε, συστηματική καταγραφή της ελληνικής λογοτεχνίας: Rangabè Histoire de la literature grecque moderne (Παρίσι 1887)».
( Eικονογράφηση: αρχείο Α. Μαλανδράκη )