Χάρτης 21 - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-21/metafrash/eikosi-poihmata
Όλα που είναι άχαρα, θρυμματισμένα, πράγματα
παλιά, φθαρμένα
Κλάματα ενός παιδιού στην δημοσιά, κάρα με θαύματα
με τριγμούς φορτωμένα
Μέσα στην λάσπη του άγριου χειμώνα, του ζευγολάτη
βήματα βαρειά, σερνάμενα
Αχ, την εικόνα σου αδικούν, Καλή μου, στης καρδιάς τα βάθη
Ρόδο ανθισμένο.
*
Το χάλι των κακοφτιαγμένων πραγμάτων–
είναι κακό ανείπωτο.
Διψώ άλλον να πλάσω κόσμο, να στέκομαι
στην πράσινη κορφή, ένα φτερωτό
Με γη, ουρανό και ύδατα ξαναπλασμένα απ’ την αρχή
μες σε χρυσό κουκούλι απλωτό
Γιατί όνειρα η εικόνα σου μου τάζει,
στης καρδιάς τα βάθη
όταν σταλάζει.
Λευκό μου ελάφι ακέρατο, το κάλεσμά μου δεν τ’ακούς;
Έγινα κυνηγόσκυλο μ’ ένα μονάχα –πορφυρό– αυτί.
Στο μονοπάτι των πετρών γυρνώ και σε ρουμάνι αγκαθιών βαθύ
Έκεί κάποιος δεμάτιασε έχθρα, ελπίδα, φόβο, πόθους μυστικούς
Κάτω απ’ τα πόδια μου και τρέχουνε ξωπίσω σου βράδυ- πρωί.
Ραβδί κρατούσε από λεπτοκαρυά κι ήρθε στην άκρα την σιωπή.
Κι αίφνης με μεταμόρφωσε. Γίνηκα κάποιος άλλος.
Το κάλεσμά μου, τώρα, είναι του κυνηγόσκυλου η φωνή κι ο σάλος.
Γέννηση κι Αλλαγή – ο Καιρός περνά σαν αστραπή.
Παρακαλώ ο αγριόχοιρος, άτριχος απ’ την Δύση να προβεί
Να ξερριζώσει Ήλιο και Σελήνη από τον ουρανό,
Με γρυλλισμούς μετά, να ξανασάνει το τοπίο το μελανό.
Ω βλέφαρα, σεις, απαλά, στου σύννεφου το χρώμα
Στην άχνη ονείρου βουλιαγμένα, εσείς, ω μάτια
Οι ποιητές μοχθούνε στης ζωής τα μονοπάτια
Να πλάσουνε σε στίχους, τέλειας καλλονής το σώμα.
Και να, από μιας ονειρικής γυναίκας το αιθέριο βλέμμα
Κι από ουράνιο άρτο αρωμάτων, γίνονται χώμα:
Γι’ αυτό θα κλίνει γόνυ η καρδιά μου, δίχως ψέμμα
Όταν η δρόσος ύπνο θα σταλάζει σαν αγιάζι,
Ώσπου να βρέξει πυρ ο Θεός στου χρόνου το μαράζι
Μπροστά σε Σας, Κυρία, καθώς οι αστέρες κάνουν χάζι.
Ο φόβος πέρα από τα λόγια
κρύβεται στην καρδιά της αγάπης:
Ο κόσμος του δούναι και λαβείν, ο κάλπης
σύννεφα στο ταξίδι τους ψηλά, ρολόγια
ενός ανέμου υγρού και παγωμένου που φυσά
των φουντουκιών το σκοτεινό –στο σύσκιο– δάσος
το γκρίζο το ποτάμι όπως λυσσά–
Το πρόσωπό σου που το αγάπησα τρελά
Aχ, το θολώνει μιας απειλής το θράσος.
Όταν γκριζομάλλα γίνεις, γερασμένη και νυστάζεις
γλαρωμένη πλάι στο τζάκι, πάρε τούτο το βιβλίο
κι ονειρέψου αργοδιαβάζοντας ως να λικνίζεσαι σε πλοίο
τους τερπνούς τους ίσκιους που η ματιά σου ήξερε να στάζει.
*
Πόσοι λατρέψαν ακριβές στιγμές της φωτεινής σου χάρης
κι έρωτα πρόσφεραν –ψεύτικο για αληθινό;– στην ομορφιά σου.
Μα η προσκυνήτρια σου ψυχή από Ένα αγαπήθηκε παλλικάρι
γιατί αυτός, τις λύπες λάτρεψε – στολίδια στην θωριά σου.
*
Κι έτσι σκυμμένη στην σιδεροστιά, πυρρή και φλογισμένη
να μουρμουρίζεις θλιβερά: «Πουλάκι πέταξεν ο έρως»–
πέταξε απάνω απ΄τα ψηλά βουνά προς την τρικυμισμένη
–για να κρυφτεί– τη θάλασσα του πλήθους των αστέρων.
Κι αν κείτοσουν νεκρή και παγωμένη
καθώς τ’ ωχρό το φως ξεψύχαγε στην Δύση
θα ’ρχόσουν προς το μέρος μου με κεφαλή γερμένη,
στο στήθος σου την κεφαλή μου, εγώ θα ᾽χα ακουμπήσει.
Και λέω, λογάκι θα ψιθύριζες και θα ’σουν τρυφερή
κι εμένα θα συγχώραγες ως θα ’σουνα νεκρή.
Κι ούτε θα σηκωνόσουνα να φύγεις βιαστικά
κι ας έχεις των αγριοπουλιών βούληση, μυστικά.
Και θα το γνώριζες, ότι περιπλεγμένα με την χάρη
δεμένα τα ’χεις τα μαλλιά, στον ήλιο, στ’ άστρα, στο φεγγάρι.
Άμποτε, Αγάπη, να ’χες στρώμα σου της αποβάθρας φύλλα
όπως θα αργοσβήνανε μες στην ανατριχίλα
χλωμά του λιμανιού τα φώτα, το φανάρι.
Του Παραδείσου ενδύματα, χρυσάφια κεντημένα
Τα χαραγμένα χρυσαφιά, στο ασήμι του φωτός
Τα κυανά, τα διάφανα, τα σκοτεινά βαμμένα
Σε νύχτα, φως και ημίφωτα τα μοσχοβουτηγμένα
Κάτω απ’ τα ωραία πόδια σου, ποθώ να σου τα στρώσω.
Φτωχός με δίχως τίποτε, μονάχα τα όνειρά μου
Για να περνάς σου τ ’ άπλωσα, στα πόδια σου Χαρά μου.
Μόνο περπάτα ανάλαφρα. Πατάς τα όνειρά μου.
Να μην χαρίζεις την καρδιά σου ολόκληρη ποτέ.
Δεν λογαριάζουνε οι σκληρές τον πόνο σου, αδερφέ.
Γύναια του πάθους την αγάπη σίγουρη την έχουν
δε δίνουνε γι’ αυτήν δεκάρα τσακιστή μήτε προσέχουν
από φιλί, σ’ άλλο φιλί, πώς σβήνει, ξεθωριάζει.
Δεν λογαριάζουνε πώς η ψυχή σου, ό,τι πιότερο ποθεί
είναι στην τρυφεράδα της χαράς να πέσει, να σβηστεί.
Ω ναι, ποτέ σου μα ποτέ, μην δίνεις την καρδιά σου.
Μάθε – κι ας μουρμουρίζουνε τα χείλη τ’ απαλά τους:
Έχουνε ξεπουλήσει παλαιόθεν, σε παιχνίδια την καρδιά τους.
Άραγε τάχα, ποιος μπορεί, να τρέφει με παιχνίδια την καρδιά;
Θεόκουφος σαν έχει γίνει, τυφλός, μουγκός από έρωτα;
Ένας που τέτοια έπραξε, το ’μαθε τι κοστίζει,
γιατί καρδούλα πρόσφερε μα μοναχός γυρίζει.
Από τα μάτια τους το γρηγορότερο ας κρυφτούμε.
Είμαστε απλώς τα ιερά τους θεάματα.
Και τα κορμιά μας, σπασμένα αγκάθια τα θωρούνε
έρμαια στου ανέμου τα ξεσπάσματα,
Λοιπόν, τον Έκτορα βαθιά στο χώμα ας σκεφτούμε
και το κρυφό το μυστικό, έξω απ’ των ζωντανών τα πράγματα.
*
Δεν παίρνουνε χαμπάρι οι γυναίκες
απ’ ό, τι κάνω ή θα πω.
Θα παρατούσαν μονομιάς θωπείες και γλύκες
ν’ ακούσουνε ενός γαιδάρου βλάκα το μουγκανητό.
Αγκάθια είναι τα χέρια μου στραβοχυμένα
μ’ αυτή ’ ναι η ομορφιά μου εμένα.
*
Η πρώτη από την φάρα τους απλώθηκε στα χέρια αυτά
κι ευφράνθηκε χαρά τόσο μεγάλη
–Εκείνη, η φταίχτρα για του Έκτορα τα στερνά
έκαμε Τροία ολόκληρη ρημάδι, ερείπιο, χάλι–
οπού στ’ αυτί μου τσίριξε μες στην παραφορά:
«Ανίσως και ουρλιάξω, δείρε με πάλι».
Νύχτα βαθιά κι αλλόκοτη μου εφάνη
ότι της κεφαλής μου οι τρίχες σηκωθήκαν.
Από το γέρσιμο του ήλιου στ’ όνειρό μου αρχίσανε σεργιάνι
γυναίκες γελαστές ή ντροπαλές ή από άγριο πάθος όπου βγήκαν
σε θροίσματα δαντέλας, σε ψίθυρο που το μετάξι κάνει
να τρίζει, είδα, την σκάλα μου κι εκείνες ν’ ανεβαίνουν.
Για το φριχτό και τερατώδες γεγονός, τις ρίμες μου ήξεραν απέξω
– για της αγάπης την επιστροφή να υφαίνουν
τις ρίμες μου ήξεραν – τι να πρωτοδιαλέξω
κι ας μην –η αγάπη– ανταποδόθηκε ποτέ. Τα ήξεραν απέξω.
Σταθήκανε όλες τους στην πόρτα, ανάμεσα στο τζάκι
Και στο μεγάλο ξύλινο αναλόγιο. Για λιγάκι,
ίσαμε να μπορέσω το καρδιοχτύπι τους ν ’ ακούσω.
Πόρνη η πρώτη, η δεύτερη δίχως λούσο
άντρα με πόθο ποτέ της δεν αντίκρυσε.
Η Τρίτη, μάλλον μια Βασίλισσα. Με κοίταξε.
Όταν βρεθείτε με τον πιστό μου εραστή
Και νοιώσεις μες στα πόδια σου δικές του μελωδίες
Μην βάλεις λογισμούς κακούς για την ψυχή
Ποτέ σου μην σκεφτείς τις διάφορες αηδίες
Πως τάχατες το σώμα μοναχά αξίζει
Γιατί εμένα μ’ έχει η αυγή αγαπημένη της κρυφή
Κι όλους τους δρόμους του κορμιού, τους έχω ξεσκολίσει.
Μα την αγάπη του να γεύεσαι μισή-μισή
Για να χορταίνουνε και σώμα και ψυχή.
Κι όταν, καθώς φιλιόμαστε στη γλύκα μεθυσμένοι
Αφουγκραστώ το σερπετό σφύριγμα του φιδιού
Εσύ θα είσαι, να σέρνεσαι ανάμεσά μας σφηνωμένη–
Όμως καθώς τα χάδια του θα καίνε τους μηρούς
Από τα ουράνια θα σταλάξει παραδείσου στεναγμούς.
Ποιος νεαρός βαρβάτος περισσότερο με χόρτασε
απ’ όσους έπεσα μαζί τους;
Έχω να πω πως η ψυχή μου όλους τους γιόρτασε
δόθηκα στην αγάπη δίχως τύπους.
Όμως χαρά μεγάλη ένα παιδί μου δώρισε
λάτρεψα του κορμιού του τους χτύπους.
*
Από την αγκαλιά του δραπετεύοντας γελούσα
στην σκέψη ότι με τόσο πάθος
πλανήθηκε, πως την ψυχή μου του πουλούσα
τα σώματά μας όταν σμίγανε σε βάθος
κι όλο γελούσα αφού πάνω στο στήθος του μετρούσα
πώς ένα κτήνος σ’ άλλο χαρίστηκε. Λάθος–
*
Έδωσα ‘κείνο που όλες οι γυναίκες δίνουν
βγαίνοντας απ’ τα ρούχα τους,
σαν την ψυχή τους από το κορμί τη γδύνουν
γυμνή και τετραχηλισμένη στους γυμνούς,
όποιος συναντηθεί μαζί της, θα ’βρει εντός της
ό,τι ο καθένας μας διψά κι ό,τι διψά η ανθρωπότης.
*
Θα δώσει και θα πάρει στην παρτίδα
Και θα ’βρει τον δικό του τον κανόνα.
Κι αν η ψυχή τσακίστηκε στην καταιγίδα
περίκλειστου έρωτα κι απατεώνα
πουλί, στο φως πετούμενο της μέρας, δεν έχει κουράγιο
να μείνει δίχως τούτη την χαρά, ναυάγιο.
Πώς, άραγε, τούτος ο δασοφύλακας, ο αλήτης
–δες μες στη νάρκη ροχαλίζει–
στα κρύα στήθια μου φωλιάζει σα σπουργίτης
ξένος πάνω σε ξένη μουγκανίζει;
Τι μού ’μεινε για να ποθήσω;
Σε νύχτα αλλόκοτη έσκασε μύτη.
Του Θεού η αγάπη είναι μαγνήτης
Απ’ τις αναποδιές τον πήρε πίσω.
Της αγκαλιάς μου η γλύκα, το χαδάκι
Τον έκανε αθώο σκουληκάκι.
Χάρες κρυφές και ηδονές του κρεβατιού μου
Τον αποβλάκωσαν – τεμπελοσκούληκο.
Και το ραβδί του το σκληρό, το κάποτε, καμάρι του ματιού μου
πάει, το περήφανο κεφάλι του – βρωμοσκούληκο.
Η ψυχή του έχει ξεφύγει, πάει
Τυφλό σκουλήκι σέρνεται και ξεψυχάει.
Πού πήγε η αλλοτινή της η γλυκάδα;
Όλα τα κόλπα των φανατικών
σε τούτη την πικρόχολη επαρχία της στραβάδας,
κόλπα πραγμάτων περιστασιακών ή και φανταστικών
–ούτε μια σκέψη δεν αξίζουν–
με άγρια οργή την πλημμυρίζουν.
Συγχώρεσα από δαύτα πλήθος.
Συγχωρεμένα από των γερατιών το ήθος.
*
Ό,τι έχει ζήσει, ζει για πάντα.
Τούτο είναι σίγουρη αλήθεια.
Παλαιοί σοφοί βεβαιώνουν τα συμβάντα.
Πίσω από την παραμορφωτική κουρτίνα
από των ημερών μας την ρουτίνα
ανθεί το πλάσμα εκείνο το μοναχικό
φεγγοβολώντας. Των ματιών μου ριζικό,
μόνος του βλέμματός μου στόχος.
Με βήματα της Άνοιξης. Εαροδόχος.
Φέρτε με στην ουράνια δρυ τη στοιχειωμένη
μεσάνυχτα την ώρα όταν σημαίνουν
(Στον τάφο η γαλήνη είναι σιγουρεμένη).
Να ρίξω όλο τ’ ανάθεμα της οικουμένης
στην κεφαλή του, για τον θάνατο του Τζακ του λατρεμένου.
Ψώνιο λειράτο, το λιγότερο, τον είπε 'κείνος.
Ο Άντρας τεφαρίκι και το ψώνιο το λειράτο-κτήνος.
*
Όχι! Δεν ήτανε Επίσκοπος, με το επιτίμιό του
τον Μάστορη τον Τζακ τον πήρε στο λαιμό του
(Στον τάφο η γαλήνη είναι σιγουρεμένη).
Μήτε ήτανε της ενορίας αληθινός ιερέας
με το βιβλίο του παραμάσχαλα σε στάση κουμπωμένη
ουρλιάζοντας ότι η ζωή μας μοιάζει γουρουνίσιο κρέας
ο Άντρας τεφαρίκι και το ψώνιο το λειράτο της παρέας.
*
Δέρμα που σου ΄χει ο Επίσκοπος! Ο Θεός το ξέρει
γιομάτο σούφρες σαν γριάς χήνας ζαρωμένο.
(Στον τάφο η γαλήνη είναι σιγουρεμένη).
Το μαύρο ράσο του ταλαίπωρου δεν γίνεται, από χέρι
να κρύψει την καμπούρα του, ίδια με του ερωδιού
μα ο Τζακ μου εστεκότανε με σείσμα δέντρου, αητού:
Ο Άντρας τεφαρίκι και το ψώνιο το λειράτο-κτήνος.
*
Ο Τζακ γυναίκα μ’ έκανε αβρή κι αληθινή.
Τώρα γυρεύει να με κρύψει στην ουράνια δρυ
(Στον τάφο η γαλήνη είναι σιγουρεμένη).
Περιπλανώμενος ο Τζακ σε νύχτας μονοπάτια
εκεί θα βρούνε σκέπη και καταφυγή τα έρμα μου κομμάτια
και θα σας φτύσω, αν στα χωράφια του έρχεστε σμήνος:
Ο Άντρας τεφαρίκι και το ψώνιο το λειράτο-κτήνος.
Δεν δίνω δυάρα τσακιστή για όσα λεν οι ναύτες:
Όλες οι φοβερές βροντές, των κεραυνών λιθάρια
και τα δρολάπια μελανά στων ημερών τις πλάτες
χασμουρητά είναι κι έρχονται απ’ τ ’Ουρανού τ’ αμπάρια.
Παράσταινε η Ευρώπη την ζουρλή
Και διάλεξ’ εραστή έναν ταύρο μερακλή.
Τζουμ, τριαλαριλαρό.
*
Του κοχυλιού του στρογγυλεύοντας τους αργασμένους γύρους
στολίζοντας τις λάμψεις των κρυφών του αυλακιών
μ’ αστραφτερές και φιλντισένιες λάμψεις σεντεφιών
να, ο Ουρανός τρίζει κι ανακλαδίζει τους αρμούς:
Γι’ αυτό σου λέω, ντέρτι στην ψυχή μην βάζεις
για κάθε τζάμπα μάγκα που το αλάνι κάνει και φωνάζει.
Τζουμ, τριαλαριλαρό.
Γιατί να τήνε ψέξω εκείνη που μου γέμιζε τις μέρες
με πόνο και με βάσανο, αφού και στα ύστερά της
εδίδαξε τους άμαθους άγρια κόλπα και πατέντες
και τα σοκάκια όλα τα ’ φερνε στα νερά της
αν είχανε την θέληση, κουράγιο μα και πόθο;
Τι πιότερο θα την ειρήνευε με τέτοιο νου
απλό, φλεγόμενο από την ευγένεια καποιανού
στην ομορφιά του μέσα τεντωμένου σα δοξάρι
πράγμα αλλόκοτο για των καιρών μας το παζάρι
και κράταγε σ’ ύψος σωστό, μοναχικότητα μα και συμπόνοια.
Έτσι πλασμένη ως ήτανε, περπάταγε στα χρόνια.
Δεύτερη Τροία δεν έγινε, στις φλόγες να την πάρει.
Έπεσα πάνω στον Επίσκοπο, καταμεσίς στη δημοσιά
και πιάσαμε για διάφορα ψιλή κουβέντα, χαλαρά.
«Τα στήθια σου στραγγίξανε, κρέμονται πλαδαρά
και, όπου να’ ναι οι φλέβες σου θ’ αδειάσουνε ξερά κλαδιά
να ζεις στα ουράνια δώματα, να ζεις τα θεία», μου λέει,
«στην λάσπη των χοιροστασίων η ψυχή σου κλαίει».
*
«Σωστό και λάθος βγαίνουνε από το ίδιο σόι»
φώναξα, «στο ίδιο κατοικούνε το κατώι
Οι φίλοι μου μού φύγανε, η μόνη αλήθεια τούτη
και την κατέχουνε καλά τα έρμο κρεβάτι, του τάφου τα πλούτη
και του κορμιού η ταπείνωση και το γονάτισμα
και το μεράκι της καρδιάς, η περηφάνεια και το πείσμα.
*
Περήφανη κι αλύγιστη πώς γίνεται η γυναίκα
μες στης αγάπης τα φτερά κάνει για δέκα
η Αγάπη χτίζει λαμπερό, ψηλό τ ’αρχοντικό της
ακόμη και στης βρωμερής κοπριάς το κατατόπι.
Τίποτε δεν υπάρχει ακέραιο και μοναδικό
δίχως, σαν μοιραστεί, να γίνει ανθρώπινο, γλυκό».
Γιατί, στα άλλα ανάμεσα, δεν κράτησες ποτέ
τον Όρκο εκείνον τον βαθύ σου – άλλους έκαμα φίλους.
Όμως, στον θάνατο κατάφατσα έρχομαι κάποτε
ή, άλλοτε στου ύπνου την ανεμόσκαλα ορειβατώ τ ’αψήλου
κι όταν, άλλοτε φλέγομαι απ’ το γλυκό κρασί
αίφνης το πρόσωπό σου χαράζει. Είσαι Εσύ.
Δεν μπορείς να προσεγγίσεις ένα έργο, δίχως να σεβαστείς τα κριτήρια που το ίδιο και ο δημιουργός του ορίζουν. Δεν μπορείς να μπεις στον ποιητικό κόσμο του Γέητς, δίχως να προσλάβεις τα κριτήρια που το έργο του ad hoc θέτει. Μάλιστα ένα τέτοιο έργο, το οποίο εκτείνεται από την Ιρλανδική καταβολή και τον συνεπακόλουθο συνεπαρμό του ποιητή από τα προτάγματα του αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία της Ιρλανδίας, μέχρι την αναζήτηση του άξονα της ζωής. Ένας συνεπαρμός που τροφοδοτήθηκε από την λαϊκή παράδοση, τους θρύλους, τα παραμύθια και –κυρίως– από την Κέλτικη μυστική χριστιανική εμπειρία.
Είναι εύκολο και ανώδυνο, αλλά συνάμα κουραστικά επιδερμικό, να γνωμοδοτείς, δίκην αυθεντίας, ότι, λόγου χάριν, ο Γέητς υπήρξε ένας ευδαιμονιστής σαρκολάτρης, στην ερωτική πτυχή τής ποιήσεώς του. Και βολεύει να τον περιστέλλεις στην προκρούστεια «άνεση» του σημερινού μηδενισμού. Έτσι όμως, δεν διαβάζεται η ποίηση του Γέητς, αλλά τακτοποιούνται αλλότριες προσωπικές ιδεοληψίες και απωθημένα.
Ο Γέητς αυτοσαρκάζεται και σαρκάζει την ανθρώπινη αδυναμία, ως προς την διάρκεια των αισθημάτων, την πάλη με το γήρας και την φθορά σωμάτων και ψυχών – την πάλη , εν τέλει με τον ίδιο τον θάνατο και τον αγώνα για την νοηματοδότησή του, έξω από την μεταφυσική του μηδενός, την οποία θεσμοθετεί η αυτάρκεια της νεωτερικότητας, αυτάρκεια που αντιπάλεψε η λαμπρή ποιητική του συνείδηση. Στα ερωτικά του ποιήματα αναμετράται με τις ματαιώσεις με το κτήνος και το θηρίο, που βουλιμικό εμφωλεύει στην ανθρώπινη ψυχή και στο ανθρώπινο κορμί. Όπου χρειάζεται θεολογεί, με το στόμα και τα λόγια καταφρονεμένων λαϊκών τύπων, αντρών και γυναικών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η «ελαφρών ηθών» Μουρλο-Τζένη, η οποία πολλάκις κάνει μάθημα, στον άγονο ευσεβισμό ιερέων και επισκόπων. Ο Γέητς ζει μέσα από τα πρόσωπα των ποιημάτων του. Προσοικειώνεται την φωνή και το ήθος τους, την ανθρωπιά και την αδυναμία τους. Μόνο ένας Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ένας Παλαμάς ή ένας Ρίτσος, στα καθ’ ημάς, ταυτίστηκαν τόσο οργανικά με τους ήρωες και τις ηρωίδες τους, τις μεταρσιώσεις, τα πάθη και τα πένθη τους.
Άλλοτε εξομολογητικός για την μεγάλη αγάπη και τον ορμητικό έρωτά του για την γυναίκα που αγάπησε, άλλοτε τσακισμένος από τη υπονόμευση της αγάπης από την αδυναμία και τον εγωισμό. Και μαζί του, άντρες αλλά και γυναίκες από τα χαμηλά, τα περιφρονημένα κοινωνικά στρώματα. Γίνεται το σκεύος εκλογής για την ποιητική διαχείριση της ανθρώπινής τους περιπέτειας, αλλά και της μεταρσίωσής τους. Και –όπως κάθε μεγάλος ποιητής– από το ειδικό και το προσωπικό καταλήγει στο συλλογικό και στο καθολικό.
Η μορφική πολυστροφία και η ευλυγισία των ποιητικών του επιτευγμάτων με αυτούς τους τρόπους, δείχνει –ειδικά για την συγχρονία μας– το πώς η μεγάλη ποίηση γράφεται τροφοδοτούμενη από πηγές νοήματος. ————Δ.Κ.