Χάρτης 21 - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-21/metafrash/pws-o-peisistratos-egine-tyrannos
Ο Ηρόδοτος για τον Πεισίστρατο και για την τυραννίδα
Στο πρώτο βιβλίο των Ιστοριών
του ο Ηρόδοτος περιγράφει τις προπαρασκευαστικές ενέργειες του Λυδού τυράννου Κροίσου για τη μεγάλη (και μοιραία, όπως θα αποδειχτεί) πολεμική σύγκρουσή του με τον Κύρο. Πριν να ξεκινήσει την εκστρατεία, ο Κροίσος επιδιώκει να λάβει έγκυρη χρησμωδική καθοδήγηση — προϋπόθεση απαραίτητη για ένα εγχείρημα τέτοιας κλίμακας. Έχοντας εξακριβώσει ότι τα μαντεία των Δελφών και του Αμφιαράου στον Ωρωπό είναι τα μόνα αψευδή, ο Κροίσος ακολουθεί πρόθυμα τις μαντικές υποδείξεις τους, οι οποίες τού επιβάλλουν να συνάψει συμμαχίες με τις πιο μεγάλες δυνάμεις της Ελλάδας. Έπειτα από εκτεταμένες έρευνες, ο Κροίσος διαπιστώνει ότι οι ισχυρότερες ελληνικές πόλεις είναι η Σπάρτη και η Αθήνα. Μάλιστα, από τον ίδιο τον τύραννο της Αθήνας, τον Πεισίστρατο, ο Κροίσος πληροφορείται ότι ο λαός της Αττικής είναι «διασπασμένος και υποταγμένος» (Ηρόδ. Α´ 59.1: τὸ μὲν Ἀττικόν διεσπασμένον τε καὶ κατεχόμενον).
Αυτή η φαινομενικά ευκαιριακή αναφορά στον Πεισίστρατο δίνει στον Ηρόδοτο την αφορμή για μιαν από τις περίφημες παρεκβάσεις του (Α´ 59-64), στην οποία ο ιστορικός περιγράφει τις μεθόδους που μεταχειρίστηκε ο Πεισίστρατος προκειμένου να γίνει τύραννος της Αθήνας. Το τμήμα αυτό της ηροδότειας αφήγησης μπορεί να διαβαστεί σαν ένα εγχειρίδιο οδηγιών για επίδοξους τυράννους —ή καλύτερα σαν ένα εγχειρίδιο προστασίας
από επίδοξους τυράννους.
Στην εν λόγω παρέκβαση, ο Πεισίστρατος επιστρατεύει αρχικώς ένα όπλο ιδιαίτερα προσφιλές στους τυράννους όλων των εποχών: τον λαϊκισμό, δηλαδή τον υστερόβουλο και κυνικό προσεταιρισμό των μη προνομιούχων. Σε μιαν εποχή κατά την οποία μαινόταν στην Αττική εμφύλια σύγκρουση ανάμεσα σε δύο αντίπαλες φατρίες, τους «φιλελεύθερους» Παράλους και τους συντηρητικούς Πεδιακούς, ο Πεισίστρατος εκμεταλλεύτηκε, προκειμένου να συμπήξει μια τρίτη φατρία, τη δυσαρέσκεια των φτωχότερων κατοίκων της Αττικής, των οποίων τα συμφέροντα δεν εξέφραζε ούτε η μία ούτε η άλλη από τις αντιμαχόμενες παρατάξεις.
Έχοντας εξασφαλίσει την απαραίτητη λαϊκή βάση, ο Πεισίστρατος κατέφυγε ακολούθως στο κλασικό τέχνασμα της αυτοθυματοποίησης: επιδεικνύοντας τραύματα τα οποία ο ίδιος είχε σκόπιμα προκαλέσει στον εαυτό του, ισχυρίστηκε ότι είχε δεχτεί επίθεση από επίδοξους δολοφόνους· έτσι έπεισε τους Αθηναίους (επικαλούμενος και πολεμικά ανδραγαθήματά του κατά το πρόσφατο παρελθόν) να του παραχωρήσουν φρουρά ασφαλείας από τριακόσιους σωματοφύλακες. Αυτή τη φρουρά τη χρησιμοποίησε κατόπιν ο Πεισίστρατος ως ομάδα κρούσεως, για να καταλάβει πραξικοπηματικά την εξουσία. Παραλληλισμοί με πρόσωπα και πράγματα της πρόσφατης ευρωπαϊκής ιστορίας δεν είναι δύσκολο να βρεθούν. Η απατηλή τακτική της αυτοθυματοποίησης χρησιμοποιήθηκε από το ναζιστικό καθεστώς κατά την «Επιχείρηση Χίμλερ», στην οποία δυνάμεις των SS ντυμένες με πολωνικές στρατιωτικές στολές επιτέθηκαν στις 31 Αυγούστου 1939 εναντίον γερμανικών φυλακίων στην πολωνογερμανική μεθόριο, ώστε να δημιουργήσουν την απαραίτητη αφορμή για την εισβολή του Χίτλερ στην Πολωνία. Εξάλλου, το ναζιστικό κόμμα χρησιμοποίησε επίσης ομάδες κρούσης (τα διαβόητα τάγματα εφόδου ή Sturmabteilung), αλλά και εκμεταλλεύτηκε τα πολεμικά ανδραγαθήματα προβεβλημένων στελεχών του (ιδίως του Χέρμαν Γκέριγκ, παρασημοφορημένου ήρωα του Α´ Παγκοσμίου πολέμου), προκειμένου να εδραιώσει και να εξαπλώσει την επιρροή του.
Πάντως, η πρώτη αυτή τυραννίδα του Πεισιστράτου δεν μακροημέρευσε: ούτε η εκμετάλλευση της λαϊκής δυσαρέσκειας ούτε η πραξικοπηματική κατάληψη της εξουσίας στάθηκαν ικανές να εδραιώσουν το τυραννικό καθεστώς· λίγο καιρό αργότερα, ο Πεισίστρατος εκδιώχθηκε από την Αθήνα. Σύντομα ωστόσο ο Μεγακλής, ο ηγέτης της συντηρητικής παράταξης, αδύναμος να αντεπεξέλθει στον πόλεμο με τις αντίπαλες φατρίες, αναγκάστηκε να προσεγγίσει τον Πεισίστρατο και του προτείνει έναν αμοιβαίως επωφελή συμβιβασμό. Ο Μεγακλής ήταν πρόθυμος να δώσει στον Πεισίστρατο ως σύζυγο την κόρη του, υπό τον όρο ότι εκείνος θα εγκαθίδρυε τυραννικό πολίτευμα στην Αθήνα. Έτσι, ο Μεγακλής θα αποκτούσε, μέσω του μελλοντικού γαμπρού του, πρόσβαση στην εξουσία, ενώ ο Πεισίστρατος θα προσέθετε στη φαρέτρα του ένα από τα αρχαιότερα και αποτελεσματικότερα πολιτικά όπλα: την αγχιστεία με μια παλαιά και ισχυρή οικογένεια. Ο Πεισίστρατος δέχτηκε την πρόταση και, προκειμένου να καταλάβει την εξουσία, επιστράτευσε ένα πολιτικό τέχνασμα με διαχρονική και απαραμείωτη αποτελεσματικότητα: μεθόδευσε και οργάνωσε ένα εντυπωσιακό πολιτικοθρησκευτικό θέαμα. Διάλεξε δηλαδή μια ψηλή και όμορφη κοπέλα, την έντυσε με πανοπλία, ώστε να μοιάζει με τη θεά Αθηνά, και την έστειλε πάνω σε πολεμικό άρμα στο αθηναϊκό άστυ ως δήθεν τεκμήριο της προστασίας με την οποία η πολιάδα θεά υποτίθεται ότι περιέβαλλε τον εκλεκτό της. Το σχέδιο στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία, παρόλο που ο Ηρόδοτος χωρίς περιστροφές το χαρακτηρίζει αφελέστατο. Παραλληλισμοί με γεγονότα της νεότερης ευρωπαϊκής ιστορίας είναι, και πάλι, εύκολο να βρεθούν. Το προφανέστερο παράδειγμα είναι η εκμετάλλευση μορφών και συμβόλων της γερμανικής μυθολογίας από το ναζιστικό καθεστώς, το οποίο ταυτόχρονα (και παρά τη διακηρυγμένη αντίθεσή του προς τον Χριστιανισμό) δεν δίστασε να μεταχειριστεί και χριστιανικά θρησκευτικά σύμβολα ως προπαγανδιστικά εργαλεία — λόγου χάρη, την Εκκλησία της Θεομήτορος (Frauenkirche) στη Νυρεμβέργη, η οποία εμφανίζεται ως φόντο της στρατιωτικής παρέλασης που παρακολουθεί ο Χίτλερ στην τελευταία σκηνή της προπαγανδιστικής ταινίας της Λένι Ρίφενσταλ Ο Θρίαμβος της Θέλησης (1935).
Για να επιστρέψουμε στον Πεισίστρατο: η δεύτερη τυραννίδα του δεν υπήρξε μακροβιότερη της πρώτης. Εξαιτίας της προσβλητικής συμπεριφοράς του απέναντι στην κόρη του Μεγακλή, ο τύραννος εξορίστηκε για δεύτερη φορά. Τούτο βέβαια δεν τον εμπόδισε να μεθοδεύσει την εκ νέου επάνοδό του στην Αθήνα: επί δέκα ολόκληρα χρόνια, ο Πεισίστρατος φροντίζει, από την εξορία, να συγκεντρώσει χρηματικές ενισχύσεις και πολυάριθμο μισθοφορικό στρατό. Αυτή τη φορά, η τύχη επιτέλους του χαμογελά: με τα στρατεύματα που έχει συναθροίσει, καταλαμβάνει τον Μαραθώνα και από εκεί πορεύεται προς την περιοχή του σημερινού Γέρακα, όπου συγκρούεται με τους υπερασπιστές της Αθήνας και τους τρέπει σε φυγή. Αυτός όμως ο εύκολος στρατιωτικός θρίαμβος δεν είναι ο τελικός στόχος του Πεισίστρατου: για να εγκαθιδρύσει και να εδραιώσει την τυραννική εξουσία του, χρειάζεται και τη συγκατάθεση ή έστω την ανοχή των υπηκόων του, ενώ ταυτόχρονα πρέπει να αποτρέψει τυχόν ανασύνταξή τους. Αυτόν τον διπλό σκοπό τον πετυχαίνει χάρη σε ένα στρατήγημα ασυναγώνιστο σε απλότητα και ευφυία. Με το τέλος της μάχης, στέλνει τους ίδιους τους γιούς του έφιππους να διαβεβαιώσουν τους ηττημένους Αθηναίους ότι δεν έχουν να ανησυχούν για τίποτε και μπορούν άφοβα να επιστρέψουν στις ασχολίες τους. Ό,τι δεν πέτυχαν ο δόλος, οι πολιτικές συμμαχίες και τα εξωφρενικά θεάματα το πέτυχε η υπόσχεση της επιστροφής στην κανονικότητα.
Η παρέκβαση του Ηροδότου σχετικά με τον Πεισίστρατο διακόπτεται, μάλλον απότομα, σε αυτό το σημείο: από το κεφάλαιο 65 και εξής, ο ιστορικός ξαναπιάνει το νήμα της αφήγησης που αφορά τον Κροίσο. Θα ήταν εύκολο να σχηματίσει κανείς την εντύπωση ότι η παρέκβαση έχει απλώς ανεκδοτολογικό χαρακτήρα και είναι χωρίς ιδιαίτερη σημασία για την ευρύτερη εξιστόρηση των γεγονότων. Μια τέτοια εντύπωση θα ήταν όμως εσφαλμένη. Όπως συνήθως συμβαίνει στον Ηρόδοτο, αυτό που μοιάζει απλοϊκό, ασήμαντο ή και ασυνάρτητο έχει στην πραγματικότητα λειτουργία πολύ ουσιωδέστερη από ό,τι φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Στην προκειμένη περίπτωση, η σημασία της παρέκβασης αποκαλύπτεται πολύ αργότερα, στο έκτο βιβλίο των Ιστοριών. Εκεί, ο γιος του νεκρού πια Πεισίστρατου, ο Ιππίας, έχοντας εκδιωχθεί από την Αθήνα και έχοντας βρει καταφύγιο στην αυλή του Δαρείου, οδηγεί τους Πέρσες εισβολείς στον Μαραθώνα, από όπου εκείνοι σκοπεύουν να εισβάλουν στην Αθήνα, όπως άλλοτε ο Πεισίστρατος. Ένα προφητικό όνειρο δημιουργεί στον Ιππία την πεποίθηση ότι θα επιστρέψει στην Αθήνα, θα ανακτήσει την τυραννική εξουσία και θα πεθάνει εκεί σε μεγάλη ηλικία, όπως ο πατέρας του. Ωστόσο, την επόμενη μέρα, ένα σημαδιακό συμβάν, το οποίο δεν χρειάζεται να περιγραφεί εδώ, τον πείθει ότι «τούτη η γη μήτε δική μας είναι μήτε θα μπορέσουμε ποτέ να την κατακτήσουμε» (Ηρόδ. Ζ’ 107.3). Αντιλαμβάνεται τώρα κανείς ότι η αφήγηση του πρώτου βιβλίου των Ιστοριών για το πώς ο Πεισίστρατος, ο πρόθυμος πληροφοριοδότης και συνεργός του βάρβαρου Κροίσου, κατόρθωσε να καταλάβει την τυραννική εξουσία στην Αθήνα είναι κάθε άλλο παρά μετέωρη ή περιθωριακή. Αντίθετα, συμπληρώνεται και εξισορροπείται από την αφήγηση του έκτου βιβλίου για το πώς ο Πεισιστρατίδης Ιππίας, ο πρόθυμος πληροφοριοδότης και συνεργός του βάρβαρου Δαρείου, απέτυχε να ανακαταλάβει την τυραννική εξουσία στην Αθήνα. Σε αυτές τις αλληλοσυμπληρούμενες και εξισορροπούμενες αφηγήσεις υποκρούεται ένα σταθερό και επαναλαμβανόμενο μοτίβο της ηροδότειας ιστοριογραφίας: τα κέρδη της τυραννίδας μπορεί να φαντάζουν επίζηλα, αλλά είναι προσωρινά, και του τυράννου το τέλος είναι απαρεγκλίτως ταπεινωτικό.
*
Λίγα λόγια για τη μετάφραση
Για τη μετάφραση που ακολουθεί βασίστηκα στην πρόσφατη κριτική έκδοση του Nigel G. Wilson Herodoti Historiae (Οφξόρδη 2015), ενώ έλαβα υπόψη μου και τον συνοδευτικό τόμο Herodotea: Studies on the Text of Herodotus (Οξφόρδη 2015), στον οποίο συζητούνται αναλυτικότερα πολλές από τις επιλογές της έκδοσης του Wilson. Για τις επεξηγηματικές σημειώσεις, αξιοποίησα κυρίως το υπόμνημα των D. Asheri, A. Lloyd και A. Corcella, A Commentary on Herodotus Books I–IV (επιμ. O. Murray και A. Moreno, μετάφρ. B. Graziosi, M. Rossetti, C. Dus και V. Cazzato), Οξφόρδη 2007. Χρησιμοποίησα, δευτερευόντως, και το παλιότερο υπόμνημα των W. W. How και J. Wells, A Commentary on Herodotus, τομ. Α’-Β’, Οξφόρδη 1912 (διορθ. εκδ. 1928). ———Bάιος Λιαπής
59. Από αυτές λοιπόν τις φυλές η μία, η αττική, ήταν διασπασμένη και υποταγμένη, όπως πληροφόρησε τον Κροίσο ο Πεισίστρατος, ο γιος του Ιπποκράτη, ο οποίος ήταν εκείνο τον καιρό τύραννος της Αθήνας. Ο εν λόγω Ιπποκράτης, που ήταν απλός ιδιώτης, είχε πάει κάποτε στην Ολυμπία να παρακολουθήσει τους αγώνες, κι εκεί του έτυχε κάτι πολύ σημαδιακό. Είχε μόλις προσφέρει θυσία, όταν οι λέβητες, εκεί που στέκονταν γεμάτοι κρέατα και νερό, πήραν να βράζουν χωρίς φωτιά και ξεχείλισαν.¦2¦ Ο Χίλων ο Λακεδαιμόνιος,[1] που συνέβη να βρίσκεται εκεί, είδε το σημάδι και συμβούλεψε τον Ιπποκράτη καταρχάς να μην παντρευτεί γυναίκα που θα του κάνει παιδιά· κι αν τύχει να είναι παντρεμένος, τότε να διώξει τη γυναίκα του· κι αν τυχόν έχει και παιδί, να το αποκηρύξει. ¦3¦ Ο Ιπποκράτης όμως δεν θέλησε να ακούσει τις συμβουλές του Χίλωνα, κι έτσι γέννησε αργότερα τον Πεισίστρατο. Αυτός, την εποχή που είχε ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στους Αθηναίους των παραλίων και της μεσογαίας (οι μεν είχαν αρχηγό τον Μεγακλή, τον γιο του Αλκμέωνα, ενώ οι της μεσογαίας είχαν τον Λυκούργο, τον γιο του Αριστολαΐδη), έβαλε σκοπό να γίνει τύραννος και έτσι σχημάτισε μια τρίτη φατρία. Συγκέντρωσε λοιπόν οπαδούς, αυτοανακηρύχθηκε ηγέτης των Υπερακρίων[2] και έβαλε σε εφαρμογή το εξής τέχνασμα: ¦4¦ τραυμάτισε τον εαυτό του και τα δυο μουλάρια του κι έπειτα τα έφερε στην αγορά, παριστάνοντας ότι ξέφυγε από τους εχθρούς του, που δήθεν τον είχαν πετύχει καθώς πήγαινε στο χωράφι και θέλησαν να τον ξεκάνουν. Ζήτησε λοιπόν από τον λαό να του παραχωρήσουν φρουρά, αφού μάλιστα ο ίδιος είχε διακριθεί παλιότερα στην εκστρατεία κατά των Μεγάρων, είχε καταλάβει τη Νίσαια[3] και είχε κάνει και άλλα ανδραγαθήματα. ¦5¦ Τους ξεγέλασε λοιπόν τους Αθηναίους, και του έδωσαν την άδεια να επιλέξει τριακόσιους πολίτες,[4] όχι ως δορυφόρους του αλλά μάλλον ως ροπαλοφόρους,[5] αφού τον ακολουθούσαν κρατώντας ξύλινα ρόπαλα. ¦6¦ Αυτοί πήραν μέρος στο κίνημα του Πεισίστρατου και κατέλαβαν την Ακρόπολη. Έτσι ο Πεισίστρατος έγινε ηγέτης της Αθήνας· και ούτε έθιξε καθόλου τα καθιερωμένα προνόμια ούτε άλλαξε τους θεσμούς, αλλά κυβέρνησε την πόλη τηρώντας την καθεστηκυία τάξη, με απόλυτη ευκοσμία και ομαλότητα.
60. Έπειτα όμως από λίγο καιρό, ήρθαν σε συνεννόηση οι φατρίες του Μεγακλή και του Λυκούργου και τον εξόρισαν. Αυτή λοιπόν ήταν η πρώτη φορά που ο Πεισίστρατος κατέλαβε, και έχασε, την τυραννική εξουσία, που δεν είχε ακόμη πιάσει ρίζες στην Αθήνα. Εκείνοι πάλι που εξόρισαν τον Πεισίστρατο χωρίστηκαν ξανά σε φατρίες και άρχισαν τις συγκρούσεις. ¦2¦ Ο Μεγακλής τώρα, που δεν τα έβγαζε πέρα με τις συγκρούσεις αυτές, έστειλε μήνυμα στον Πεισίστρατο, προσφέροντάς του την κόρη του για γυναίκα υπό τον όρο ότι θα αναλάμβανε τύραννος της Αθήνας. ¦3¦ Δέχτηκε την πρόταση αυτή και τους όρους της ο Πεισίστρατος, και τότε έβαλαν μπροστά, για να πετύχουν την επάνοδό του, ένα σχέδιο που εμένα μου φαίνεται εξαιρετικά αφελές, αν σκεφτεί κανείς ότι από παλιά ξεχώρισαν από τα βαρβαρικά έθνη οι Έλληνες, ως πιο ικανοί και σχετικά απαλλαγμένοι από την ανόητη αφέλεια· εν πάση περιπτώσει, τότε στην Αθήνα, που οι κάτοικοί της θεωρούνταν οι πιο έξυπνοι της Ελλάδας, έβαλαν μπροστά ετούτο το σχέδιο. ¦4¦ Στον δήμο της Παιανίας υπήρχε μια γυναίκα που την έλεγαν Φύη, είχε ύψος τέσσερεις πήχες παρά τρία δάχτυλα και ήταν και όμορφη.[6] Αυτή τη γυναίκα την έντυσαν με πανοπλία, την ανέβασαν σε άρμα, της έδειξαν πως να στέκεται για να φαίνεται όσο γινόταν πιο επιβλητική, και την οδήγησαν στην πόλη· μάλιστα, προπορεύονταν κήρυκες, που μόλις έφτασαν στην πόλη ανήγγειλαν όσα τους είχαν προστάξει. Ιδού τι έλεγαν: ¦5¦ «Αθηναίοι, υποδεχτείτε με όλη σας την καρδιά τον Πεισίστρατο· η ίδια η Αθηνά τον τίμησε πιο πολύ από κάθε άλλον άνθρωπο και τον οδηγεί στην ίδια την ακρόπολή της.» Έτσι έλεγαν αυτοί σε κάθε δρόμο και γωνιά· κι αμέσως διαδόθηκε ίσαμε τα χωριά η φήμη πως η Αθηνά φέρνει πίσω τον Πεισίστρατο, ενώ και οι κάτοικοι της πόλης πίστεψαν πως η γυναίκα εκείνη ήταν η ίδια η θεά, έκαναν προσευχές σ’ αυτό το ανθρώπινο πλάσμα, και έβγαιναν να υποδεχτούν τον Πεισίστρατο.
61. Έγινε λοιπόν και πάλι τύραννος ο Πεισίστρατος, με τον τρόπο που περιέγραψα, και παντρεύτηκε την κόρη του Μεγακλή, όπως είχαν συμφωνήσει. Επειδή όμως αυτός είχε ήδη παιδιά, που ήταν κιόλας παλικαράκια, και επειδή λεγόταν ότι μίασμα βάραινε τους Αλκμεωνίδες,[7] ο Πεισίστρατος, μη θέλοντας να αποκτήσει παιδιά από την καινούργια του γυναίκα, ζευγάρωνε μαζί της όχι με τον καθιερωμένο τρόπο. ¦2¦ Στην αρχή, η γυναίκα δεν φανέρωσε τίποτα, αργότερα όμως τα είπε όλα στη μάνα της (ίσως επειδή εκείνη την πίεζε να της μιλήσει, ίσως και όχι), κι εκείνη με τη σειρά της στον άντρα της. Αυτός έγινε έξαλλος για την προσβολή που του έκαμε ο Πεισίστρατος. Και τόση ήταν η οργή του, ώστε προχώρησε σε συμφιλίωση με τους πολιτικούς αντιπάλους του. Όταν έμαθε ο Πεισίστρατος όσα γίνονταν πίσω από την πλάτη του, έφυγε πέρα από τα σύνορα της Αττικής, πήγε στην Ερέτρια και έκαμε συμβούλιο μαζί με τους γιούς του. ¦3¦ Επικράτησε τότε η γνώμη του Ιππία,[8] ότι έπρεπε να ανακαταλάβει την τυραννική εξουσία, κι έτσι βάλθηκαν να συγκεντρώνουν συνεισφορές από όσες πόλεις είχαν κάποια υποχρέωση απέναντί τους. Πολλοί ήταν αυτοί που έδωσαν μεγάλα ποσά, αλλά τους ξεπέρασαν όλους οι Θηβαίοι με τα χρήματα που συνεισέφεραν. ¦4¦ Για να μην τα πολυλογώ, έπειτα από κάποιο διάστημα, όλα ήταν έτοιμα για την επάνοδό τους· διότι και Αργείοι μισθοφόροι από την Πελοπόννησο ήρθαν να συστρατευτούν μαζί τους, ενώ και κάποιος εθελοντής από τη Νάξο, που τον έλεγαν Λύγδαμη και έδειχνε τον πιο μεγάλο ζήλο από όλους, τους εξασφάλισε και χρήματα και άνδρες.
62. Πέρασαν λοιπόν δέκα χρόνια, και το ενδέκατο ξεκίνησαν από την Ερέτρια και κατέβηκαν ξανά στην Αττική. Το πρώτο μέρος της Αττικής που κατέλαβαν ήταν ο Μαραθώνας. Είχαν στρατοπεδεύσει εκεί, όταν άρχισαν να συρρέουν οι υποστηρικτές τους από την πόλη, ενώ κατέφθαναν και άλλοι από τα χωριά, όσοι προτιμούσαν την τυραννίδα από την ελευθερία. ¦2¦ Συναθροίζονταν λοιπόν αυτοί. Οι Αθηναίοι, τώρα, που κατοικούσαν στην πόλη —και που όσον καιρό συγκέντρωνε χρήματα ο Πεισίστρατος, αλλά και αργότερα, όταν κατέλαβε τον Μαραθώνα, δεν είχαν ανησυχήσει καθόλου— μόλις έμαθαν ότι ξεκίνησε εκείνος από τον Μαραθώνα με κατεύθυνση την πόλη της Αθήνας, τότε πιά έτρεξαν να τον αντιμετωπίσουν. ¦3¦ Αυτοί λοιπόν εξόρμησαν με όλες τις δυνάμεις τους ενάντια στους εξόριστους που επέστρεφαν· αλλά και οι οπαδοί του Πεισιστράτου, ξεκινώντας από τον Μαραθώνα, κατευθύνθηκαν ενάντια στην Αθήνα. Συναντήθηκαν οι δύο στρατοί στο ιερό της Αθηνάς Παλληνίδος[9] και παρέταξαν τις δυνάμεις τους ο ένας απέναντι στον άλλον. [4] Τότε, σταλμένος από κάποιον θεό, παρουσιάζεται στον Πεισίστρατο ο χρησμολόγος Αμφίλυτος από την Ακαρνανία· τον πλησιάζει και του δίνει τον ακόλουθο χρησμό σε εξάμετρους στίχους:
Καλάρανε τα δίχτυα τους, τ’ απλώσαν οι ψαράδες·
οι τόννοι θα χιμήξουνε νύχτα με το φεγγάρι.
63. Έτσι μίλησε ο Αμφίλυτος, με θεία έμπνευση· και ο Πεισίστρατος, που κατάλαβε το νόημα του χρησμού, είπε ότι τον δέχεται και ξεκίνησε την επίθεση.[10] Εκείνη την ώρα, οι Αθηναίοι της πόλης ήταν απασχολημένοι με το μεσημεριανό τους, ενώ μετά το φαγητό άλλοι το έριξαν στα ζάρια κι άλλοι στον ύπνο. Έπεσαν λοιπόν επάνω τους οι οπαδοί του Πεισίστρατου και τους έτρεψαν σε φυγή. ¦2¦ Καθώς υποχωρούσαν αυτοί, ο Πεισίστρατος σοφίστηκε ένα πανέξυπνο σχέδιο, ώστε να εμποδίσει τους Αθηναίους να ανασυνταχθούν και να τους κρατήσει διασπασμένους. Ανέβασε τους γιους του στ’ άλογα και τους έστειλε να προφτάσουν τους Αθηναίους που υποχωρούσαν και να τους πουν όσα τους είχε προστάξει εκείνος — να μην ανησυχούν δηλαδή και να γυρίσουν στις δουλειές τους.
64. Έτσι κι έκαναν οι Αθηναίοι· και με τον τρόπο αυτόν ο Πεισίστρατος κατέλαβε για τρίτη φορά την Αθήνα και εδραίωσε την τυραννίδα του, χάρη στο πλήθος των μισθοφόρων και στα χρηματικά έσοδά του, που προέρχονταν τόσο από την Αθήνα, όσο και από τον Στρυμόνα ποταμό.[11] Εξάλλου, τα παιδιά όσων Αθηναίων έμειναν στο πεδίο της μάχης και δεν έφυγαν αμέσως τα έπιασε ομήρους και τα εγκατέστησε στη Νάξο, ¦2¦ διότι ο Πεισίστρατος έστειλε στρατό στο νησί, το υπέταξε και το παραχώρησε στον Λύγδαμη. Εκτός από όλα αυτά, ετέλεσε και καθαρμό της νήσου Δήλου σύμφωνα με όσα πρόσταζαν οι χρησμοί·[12] ο καθαρμός έγινε με τον εξής τρόπο: όση γη φαινόταν από το ιερό έβαλε να τη σκάψουν, να ξεθάψουν τους νεκρούς και να τους μεταφέρουν σε άλλο μέρος της Δήλου.[13] ¦3¦ Έτσι λοιπόν έγινε ο Πεισίστρατος τύραννος της Αθήνας· όσο για τους Αθηναίους, άλλοι έπεσαν στη μάχη και άλλοι έφυγαν στην εξορία μαζί με τους Αλκμεωνίδες.