Χάρτης 20 - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-20/diereynhseis/metaxy-mas-gia-toys-alloys-3h-syzhthsh
Οι ειδικές δυσκολίες μετάφρασης ενός σύγχρονου αγγλικού πολυφωνικού μυθιστορήματος το οποίο διαδραματίζεται στο Λονδίνο. Το έργο είναι γραμμένο από μια Αγγλονιγηριανή και στις σελίδες του παρελαύνουν δώδεκα ηρωίδες από δυο γενιές μεταναστών. Οι πιο πολλές έλκουν την καταγωγή τους από τις πάλαι ποτέ αποικίες του βρετανικού στέμματος. Μαύρες οι πιο πολλές, προερχόμενες από ποικίλες κοινωνικές τάξεις, με ποικίλους σεξουαλικούς προσανατολισμούς. Οι δυσκολίες της μετάφρασης στη συγκεκριμένη περίπτωση αφορούν τη γλώσσα, η οποία λειτουργεί ως μία σύγχρονη «κοινή» μεταξύ αποικιστή και αποικισθέντος, ενώ θεωρείται, ακόμη, και ως η κατ’ εξοχήν διεθνής γλώσσα της εποχής μας.
————————————————————————
https://www.youtube.com/watch?v=jJvjWh2Vhu4
Κορίτσι, γυναίκα, άλλο της Bernardine Evaristo, Gutenberg, σειρά Aldina, 2020
Μετάφραση: Ρένα Χατχούτ
Στην τρίτη συζήτηση της σειράς Μεταξύ μας. Για τους άλλους, μια σειρά η οποία, το επισημαίνουμε, στόχο έχει την ανάδειξη των στρατηγικών και των τεχνικών κάποιων καλών μεταφράσεων σε σημαντικά όσο και δύσκολα έργα, πεζά ή ποιητικά, μέσα από ερωτήσεις προς τον/τη μεταφραστή/μεταφράστριά τους, επιλέξαμε ως αντικείμενό μας το μυθιστόρημα Κορίτσι, γυναίκα, άλλο της Bernardine Evaristo, εκδόσεις Gutenberg, σειρά Aldina, 2020. Μεταφράστριά του είναι η Ρένα Χατχούτ, έμπειρη μεταφράστρια από τα αγγλικά παλαιότερων αλλά κα σύγχρονων έργων. Ας δούμε όμως τι είναι το «καλειδοσκοπικό» αυτό έργο της Αγγλονιγηριανής Μπερναρντίν Εβαρίστο, η οποία είναι και η πρώτη έγχρωμη συγγραφέας η οποία, για το βιβλίο αυτό ειδικά, τιμήθηκε με το βραβείο Booker (2019). Αντιγράφουμε το οπισθόφυλλο: «Δώδεκα γυναίκες που ζουν στη Βρετανία, οι περισσότερες μαύρες ή μιγάδες, κάθε ηλικίας, πλούσιες και φτωχές, με διαφορετικούς χαρακτήρες και σεξουαλικούς προσανατολισμούς, έχουν βιώσει από μικρή ηλικία τις κοινωνικές διακρίσεις, τη ρατσιστική συμπεριφορά και τις καθημερινές δυσκολίες. Οι ιστορίες τους για τους φίλους, την οικογένεια, τους εραστές και τις ερωμένες πλέκονται πάνω στην αναζήτηση ενός καλύτερου μέλλοντος σε μια διαρκώς μεταβαλλόμενη πολυεθνική κοινωνία».
Η συγγραφέας (γεννήθηκε το 1959), εκτός από το μυθιστόρημα, έχει ασχοληθεί και με το θέατρο, τη λογοτεχνική κριτική στον τύπο, καθώς και τη διδασκαλία δημιουργικής γραφής. Η θεματολογία της περιστρέφεται γύρω από τη λεγόμενη «αφρικανική διασπορά» στη Δ. Ευρώπη και την Β. Αμερική.
https://www.youtube.com/watch?v=wPlV2dzXWCw
Το βιβλίο αυτό χαρακτηρίζεται από μακριές φράσεις δίχως τελείες, σε μια προσπάθεια άμεσης αποτύπωσης λογισμών και αναμνήσεων, από συνεχείς αλλαγές φωνών, χώρων, χρόνων, αλλά και επαγγελματικών σταδιοδρομιών όσο και βιωματικών καταστάσεων. Δηλαδή «μικροϊστοριών» ή εσωτερικών ή ατομικών ιστοριών, οι οποίες διασταυρώνονται και διαπλέκονται με τις ιστορίες των μεγάλων λονδρέζικων κοινοτήτων των νέγρων και των μιγάδων από τις τέως αποικίες της Γηραιάς Αλβιόνος στην Αφρική και στην Καραϊβική. Αλλά και με τη σύγχρονη ιστορία του Ηνωμένου Βασιλείου εν γένει, όσο και την ιστορία της Αφρικής και των ΗΠΑ. Αποτυπώνοντας, μέσα από γλαφυρές και χειμαρρώδεις αφηγήσεις, με αγγλικά πολλές φορές αρκετά ιδιωματικά –τα αγγλικά των μεταναστών αλλά και κάποιων έντονα πολιτικοποιημένων ατόμων–, τις σχέσεις όλων αυτών των νέγρων και των μιγάδων με τους λευκούς Άγγλους αλλά και με τους μετανάστες από τις ασιατικές αποικίες του Ηνωμένου Βασιλείου. Οι πολιτιστικές αναφορές, μουσικής φύσεως συνήθως, εμφανίζονται αρκετά συχνά και, αρκετές φορές, λειτουργούν εν είδει σχολίου και παραπέμπουν σε δεκαετίες μακρινές πλέον, όπως π.χ. στη δεκαετία του ’60, και στις νέγρικες φωνές που μεσουρανούσαν τότε στο μουσικό στερέωμα. Όλα τούτα καθιστούν ακόμη πιο απαιτητικό το έργο της μεταφράστριας, στο βαθμό που αυτές οι αναφορές δίνουν τον τόνο, προσφέρουν έμμεσα τα κλειδιά για την κατανόηση, μέσα από τη λογική και την ενσυναίσθηση και καθορίζουν, αρκετά συχνά, την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Η μεταφράστρια όφειλε λοιπόν να κατανοήσει εις βάθος τον «Άλλον» –και για να… ακριβολογούμε, συνήθως και κατά κύριο λόγο την «Άλλη», τη μετανάστρια 1ης και 2ης γενιάς από την Αφρική ή τις Δ. Ινδίες στο Λονδίνο– και στη συνέχεια να μεταφέρει στο μέσο έλληνα αναγνώστη τη ζωή του/της έτσι όπως αυτός/ή τη βιώνει. Και λέμε μέσο έλληνα αναγνώστη γιατί το έργο αυτό της B. Evaristo στοχεύει σε ένα ευρύ αγγλοσαξονικό κοινό, επιδιώκει (και) την εμπορική επιτυχία, δε φιλοδοξεί να είναι μία ακόμη cult λογοτεχνική δημιουργία ή ένα έργο προς ανάγνωση από τις νέγρικες, βασικά, μειονότητες του Ηνωμένου Βασιλείου και κάποιους πολιτικοποιημένους hipsters. Έχει ένα στοιχείο απλότητας, είναι κάπως λαϊκό, ένα σύγχρονο «πολύ-/μετα-ρομάντζο», αρκετά κινηματογραφικό (ή θεατρικό), γραμμένο έτσι ώστε να διαβάζεται άνετα και ευχάριστα, να καθηλώνει, όντας ταυτόχρονα μια καταγγελία του ρατσισμού και ένας συνεχής σχολιασμός. Για το μέσο έλληνα αναγνώστη ακόμη και η «λευκή» Αγγλία είναι ένας «άλλος κόσμος», οπότε η μεταφράστρια όφειλε να ακροβατεί συνεχώς, με φοβερή ευαισθησία, ανάμεσα στην προσπάθειά της να μεταφέρει στα καθ’ ημάς την αίσθηση που αφήνει το πρωτότυπο στον αγγλόφωνο αναγνώστη και στο φόβο μην τυχόν τελικά την προδώσει• λόγω υπερβάλλοντος ζήλου, λόγω υπερδημιουργικής προσέγγισης…
;list=RDhOrAKLXOmMQ&index=25
Το έργο είχε την ατυχία να κυκλοφορήσει στην Ελλάδα δυο μήνες μετά την αρχή της σταδιακής χαλάρωσης του lockdown που είχε επιβληθεί λόγω covid-19. Δηλαδή μια εποχή αυξημένων φόβων και μειωμένων προσδοκιών. Ενώ το βιβλίο περιγράφει περιόδους και στιγμές απαλλαγής από πολλούς φόβους και ενίσχυσης ποικίλων προσδοκιών. Φόβους και προσδοκίες που συνδέονται με την έμφυλη και τη φυλετική ταυτότητα, με την κοινωνική τάξη, με την πολιτισμική ετερότητα.
Το έργο είχε την τύχη να κυκλοφορήσει στην Ελλάδα σε μια χρονική στιγμή που σε πολλές πόλεις του δυτικού κόσμου μαθαίνουμε πως γκρεμίζονται ανδριάντες των μεγάλων μορφών της αποικιοκρατίας και αλλάζουν ονόματα δρόμων. Λόγω της άμεσης δράσης ή/και της πίεσης από πλήθη εγχρώμων και απόκληρων οι οποίοι έχουν ξεσηκωθεί με αφορμή τη δολοφονία του George Floyd. Βρισκόμαστε, επιτέλους, σε μια εποχή αναθεώρησης της ιστορίας από μέρους των από κάτω και της αποκαθήλωσης πολλών ιστορικών μορφών της ιστορίας που μέχρι τώρα έγραφε ο λευκός άνθρωπος. Μια εποχή η οποία ξεκίνησε σε κύκλους έγχρωμων διανοουμένων, καλλιτεχνών και ακτιβιστών στις ΗΠΑ αλλά και στην Αγγλία του ’60 (η οποία απεικονίζεται στο έργο αυτό της B. Evaristo). Ένας ακόμη λόγος για να επιλεγεί το εξαιρετικό και μοναδικό αυτό βιβλίο για την τρίτη συζήτηση της σειράς Μεταξύ μας. Για τους άλλους. Έχει την τύχη να είναι και επίκαιρο.
Η ανάγνωση του βιβλίου στα ελληνικά είναι αρκετή για να αντιληφθεί αμέσως ο αναγνώστης πως η μεταφράστρια είχε σαφή επίγνωση των δυσκολιών και των παγίδων της μετάφρασης πολλών καταστάσεων και αντιλήψεων που εγγράφονται σε ένα πολυπολιτισμικό πλαίσιο. Και να αισθανθεί τις ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει το απλό αλλά και καλοδιαλεγμένο γλωσσικό ιδίωμα της συγγραφέως σε μια αγγλική που λειτουργεί ως μια «κοινή» γλώσσα επικοινωνίας όλων των ηρώων και των ηρωίδων. Επειδή, όμως, «όσα ξέρει ο νοικοκύρης δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος» -ναι αυτό είναι τελικά το σλόγκαν της σειράς Μεταξύ μας. Για τους άλλους- ας δώσουμε τη σκυτάλη στη μεταφράστρια:
https://www.youtube.com/watch?v=xj9a57YIUyM
(δεν προτείνεται τυχαία αυτό το μουσικό κομμάτι, είναι πολύ σχετικό με το βιβλίο)
Ερώτηση: Ποια στοιχεία, σε ό,τι αφορά το πνεύμα ή/και το «κλίμα» μάλλον του έργου, αποφάσισες πως έπρεπε να μεταφερθούν πάση θυσία στον έλληνα αναγνώστη; Πώς αποφάσισες τι θα σωθεί και τι, κατ’ ανάγκην, θα χαθεί, και με ποια κριτήρια; Νιώθεις πως χάθηκε κάτι σημαντικό στη μετάφραση;
Ελπίζω να μη χάθηκε κάτι σημαντικό. Κυρίως ελπίζω να σώθηκε το κλίμα και η ποιητικότητα του έργου αλλά και ο ορμητικός ρυθμός του, ο χείμαρρος των λέξεων που παρασύρει τον αναγνώστη με αποτέλεσμα να ταυτίζεται με τις δώδεκα γυναίκες και τα προβλήματα και τις αγωνίες τους, γιατί τελικά, παρότι η έμφαση δίνεται στην κοινότητα των μαύρων μεταναστών, πρώτης ή δεύτερης γενιάς, τα προβλήματα και οι αγωνίες υπάρχουν σε ένα πολύ ευρύτερο κομμάτι της κοινωνίας, όπως για παράδειγμα σε ό,τι αφορά την εκπαίδευση, την επαγγελματική αποκατάσταση, τις οικονομικές δυσκολίες, τις σχέσεις, κ.ο.κ.
https://www.youtube.com/watch?v=_1xNHUTzBUk
Πώς αντιμετώπισες κάποιους «αφρικανισμούς» που ψυχανεμίζομαι πως υπάρχουν στα αγγλικά της Evaristo;
Οι «αφρικανισμοί» περιορίζονται ουσιαστικά στο κεφάλαιο που αφορά την ιστορία της Νιγηριανής Μπούμι. Η Μπούμι μιλάει σωστά αγγλικά, που εξάλλου είναι και η επίσημη γλώσσα της Νιγηρίας, διάσπαρτα, όμως, με κάποιες λέξεις από τις διαλέκτους της χώρας, που προσδίδουν μια μουσικότητα και ένα ιδιαίτερο ποιητικό, θα έλεγα, χρώμα στον λόγο της, στο οποίο συμβάλλει και ο τρόπος που συντάσσει τις φράσεις της. Έπρεπε να αποφασίσω αν θα κατέφευγα στα «σπασμένα» ελληνικά ή στην παρεμβολή κάποιων ιδιωματισμών που θα αναδείκνυαν τη γραφικότητα του λόγου της. Θεώρησα ότι αυτό δεν θα αντιστοιχούσε στο ύφος της γραφής και προτίμησα να κάνω μια κανονική μετάφραση, αφήνοντας μόνο μερικές ιδιωματικές λέξεις, όπως «κόμοτ», «πίκιν», κλπ. που θα έδιναν μια ιδέα της ιδιαιτερότητας του λόγου. Είχα την τύχη να έρθω σε επαφή με έναν Νιγηριανό που ζει στην Αγγλία, ο οποίος με βοήθησε να καταλάβω τη φιλοσοφία της γλώσσας και ελπίζω ότι απέδωσα όσο πιο παραστατικά χρειαζόταν την ιδιαιτερότητα αυτή ώστε να γίνει αντιληπτή από τον Έλληνα αναγνώστη.
Πώς αντιμετώπισες κάποια πραγματολογικά στοιχεία του έργου οφειλόμενα στην πολιτισμική ετερότητα των μεταναστών ή/και σε κάποιες προγενέστερες στιγμές στην ιστορία των νέγρικων ή/και των γυναικείων πολιτικοποιημένων κοινοτήτων τους Λονδίνου;
Κατέφυγα στην «εύκολη» λύση των υποσημειώσεων μιας και θα ήταν ανεπίτρεπτο να επέμβω στο κείμενο (όπως κάνω μερικές φορές, κυρίως σε βιβλία ιστορίας ή σε βιογραφίες), και ιδιαίτερα σ’ ένα τέτοιο κείμενο που βασίζεται πάρα πολύ στον ρυθμό.
Τι σε δυσκόλεψε πιο πολύ στη μετάφραση αυτή; Σε βοήθησαν στη δουλειά σου (έρευνα, κατανόηση, απόδοση) κάποιες αγγλόφωνες κριτικές στο έργο;
Οι δυσκολίες της μετάφρασης αυτής ήταν ελάχιστες από την άποψη της γλώσσας, ενώ είχα βοήθεια από Άγγλους φίλους σχετικά με συγκεκριμένα θέματα που αφορούσαν, για παράδειγμα, το αγγλικό σύστημα εκπαίδευσης, το σύστημα στέγασης των φτωχότερων τάξεων, τις συνοικίες του Λονδίνου, για τις οποίες έπρεπε να δοθούν κάποια στοιχεία προκειμένου να πάρει ο αναγνώστης μια ιδέα για το περιβάλλον του κάθε προσώπου, κ.λπ. Νομίζω ότι τα θέματα του έργου είναι σχεδόν αυτονόητα, γιατί, όπως είπα ήδη, πέρα απ’ αυτά που αφορούν άμεσα την κοινότητα των μεταναστών, π.χ. τον ρατσισμό που αντιμετωπίζουν και του οποίου τα αποτελέσματα είναι γνωστά και πολύ επίκαιρα πρόσφατα, υπάρχουν και μερικά άλλα που επηρεάζουν γενικότερα μεγάλα στρώματα του πληθυσμού.
https://www.youtube.com/watch?v=EgmXTmj62ic
Τι ιδιότυπο είχε η ιδιάζουσα στίξη του πρωτοτύπου, πώς λειτουργούσε και πώς τη μετέφερες στα ελληνικά;
Η στίξη ή μάλλον η έλλειψη στίξης δίνει μια ορμητική ροή στην αφήγηση που θα έλεγα μάλιστα ότι διευκόλυνε και τη μετάφραση καθώς με παρέσυρε κι εμένα η χειμαρρώδης γραφή. Έτσι την ακολούθησα πιστά, με εξαίρεση ορισμένα σημεία στα οποία θα υπήρχε κίνδυνος παρανόησης.
Το πολιτικό στοιχείο του έργου στο πρωτότυπο «σου βγήκε» άνετα στα ελληνικά;
Πιστεύω ή τουλάχιστον ελπίζω πως ναι. Εξάλλου η συγγραφέας ποτέ δεν κάνει κήρυγμα, αλλά προσεγγίζει τα διάφορα θέματα με χιούμορ, καμιά φορά με ειρωνική διάθεση, επίσης όμως και με κάποια πίκρα, με αποτέλεσμα, νομίζω, οι ιδέες της όχι μόνο να γίνονται αντιληπτές πολύ εύκολα, αλλά και να έχουν μεγάλο αντίκτυπο.
Έχω την αίσθηση πως αυτό είναι ένα από τα πιο «αντισυμβατικά» έργα που έχεις μεταφράσει, συμφωνείς;
Θα το έλεγα περισσότερο πειραματικό παρά αντισυμβατικό. Οι 12 αλληλένδετες ιστορίες, η πολυφωνία, είναι σπάνια αλλά όχι εντελώς ασυνήθιστα στοιχεία. Ο πειραματισμός στην προκειμένη περίπτωση συνίσταται βεβαίως στην έλλειψη στίξης αλλά και, σε κάποια σημεία, στη «στροφή» στην ποίηση με αλλαγή αράδας έπειτα από κάθε σύντομη φράση που έτσι μοιάζει περισσότερο με στίχο. Αυτό ήταν και η πρόκληση για μένα: η απόδοση της ποιητικότητας του κειμένου σε μια γλώσσα με εντελώς διαφορετική δομή και, κυρίως, με πολυσύλλαβες λέξεις που αλλάζουν τον ρυθμό και τη μουσικότητα της γραφής.