Χάρτης 20 - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-20/metafrash/eikosi-poihmata
Κάποια πως πέθανε ονειρεύτηκα, σε τόπο ξένο
μακρυά από χέρια γνώριμα
και πάνω στην μορφή της την γραμμένη, ήταν καρφωμένο
σανίδι από χωριάτες, σε μέρη μακρινά.
Ρωτούσαν: «Την αφήνουμε στην άγρια μοναξιά της;»
πάνω της ρίχνοντας το χώμα
και μες στο χώμα ξύλινος σταυρός. Κι η ερημιά της
στολίστηκε με των κυπαρισσιών το χρώμα.
Έμεινε κει, κάτω από αδιάφορα άστρα παγωμένα
όμως της χάρισα δυο λόγια σκαλισμένα:
Από την πρώτη αγάπη μου, ομορφότερη έχω εσένα
τώρα κοιμάσαι κάτω από σανίδια καρφωμένα.
Όσο κι αν παίζεις το κρυφτό σε πλημμυρίδα κι άμπωτη
μιας απαλής παλίρροιας, με σελήνη στην χάση
όμως στο μέλλον θα γίνεις ιστορία γνωστή:
Ότι το δίχτυ μου έριχνα για να σε πιάσει
κι ότι σκιρτούσες, όσο σ΄έψαχνα με άλματα
πάνω από τα λεπτά μου ασημένια νήματα
πως είσουνα, θα πουν, πετρόκαρδη, σκληρή.
Θα σε κατηγορήσουνε με λόγια πίκρας, πονηρή.
Του σπουργιτιού ο κελαηδισμός, ψηλά, πάνω στη στέγη
ο γαλαξίας τ΄ουρανού το λαμπερό φεγγάρι
των φυλλωμάτων η πανάρχαια αρμονία να φέγγει
εικόνα ανθρώπου να θρηνεί εντός τους είχαν πάρει.
*
Προβαίνει κόρη με τα πορφυρά τα χείλη μές στην λύπη
και μοιάζει να ΄ναι δακρυσμένο το μεγαλείο του κόσμου
μοιραία, όπως του Οδυσσέα τα πλοία στο θαλασσοχτύπι
περήφανη, σαν τον Πρίαμο όταν έκραζε: «μαχαίρι δόσ΄μου».
*
Κόρη προβαίνει. Στην στιγμή, το σούσουρο στα κεραμίδια
και το φεγγάρι σκαρφαλώνοντας σε ουρανό αδειασμένο
των φύλλων η ανατριχίλα – δεν ήτανε στολίδια
κρατούσανε του αντρός το κλάμα σε λυγμό δεμένο.
Από το στόμα κατεβαίνει το κρασί
κι η αγάπη από τα μάτια κατεβαίνει.
Τούτη είν΄ η μόνη αλήθεια που μας μένει
Πριν μας φυτέψουνε στο χώμα το τραχύ.
Υψώνω το ποτήρι μου στο στόμα
κρυφά σε βλέπω και στενάζω ακόμα.
Ήπια την μαύρη μπύρα από της νιότης τα χωριά
mα κλαίω με μαύρο δάκρυ-τώρα πια γνώρισα τα πάντα:
Πλατύφυλλη είμουνα λεπτοκαρυά κι έλαμπα στη θωριά
κι απάνω μου κρεμότανε του Αστέρα ο εξάντας.
Άστραφτε η Μεγάλη Άρκτος στην πυκνή μου φυλλωσιά.
Κάποτε στους αλλοτινούς καιρούς και στους λησμονημένους
έγινα θάμνος και χορτάρι να πατούνε τ’ άλογα.
Έγινα άντρας μισάνθρωπος, δεινός πολέμιος του ανέμου
γιατί έναν άντρα γνώρισα, Μονάχο στα παράλογα–
δεν θ΄ ακουμπήσει πια ποτέ, την κεφαλή στα στήθη της σαν τρέμουν
μήτε τα χείλη του ποτέ, θα προσκυνήσουν των μαλλιών της το άρωμα.
Εκείνης. Κι ας την λάτρεψε ως τελικού θανάτου.
Ω εσείς θεριά ανήμερα της ερημιάς, τ’ ουρανού μου πετεινά
να υποφέρω δε βαστώ το ερωτικό σας κλάμα ως τα στερνά.
«Κατάγομαι από την Ιρλανδία
Της Ιρλανδίας η γη, είναι Αγία γη
κι ο χρόνος ας καλπάζει» φώναξε εκείνη.
«Σπλαγχνίσου, κόπιασε
Στην Ιρλανδία μαζί μου, έλα, χόρεψε».
*
Ένας άντρας, άντρας μοναχός
μέσα σ΄ αλλόκοτη παγίδα
άντρας της μοναξιάς σοφός
στης περιπλάνησης την καταιγίδα
Το αγαλματώδες έστρεψε κεφάλι.
«Είμαστε ακόμη μακριά»
είπε «κι ο χρόνος τρέχει πάλι,
πληθαίνει η νύχτα η τραχειά».
*
«Εγώ είμαι από την Ιρλανδία
της Ιρλανδίας η γη, είναι Αγία γη
κι ο χρόνος ας καλπάζει» φώναξε εκείνη.
«Σπλαγχνίσου, κόπιασε
στην Ιρλανδία μαζί μου, έλα, χόρεψε».
*
«Μα είναι αδέξιοι οι βιολιστές
κι είν΄ οι χορδές καταραμένες
και τα κρουστά τα τύμπανα, δίχως ρυθμιστές
έχουνε σπάσει – οι σάλπιγγες σπασμένες»
eκείνος φώναξε.
Το μάτι του, φαρμάκι ανοιγόκλεισε,
«Αλλ' ο καιρός τρέχει και φεύγει».
«Από την Ιρλανδία είμαι
της Ιρλανδίας η γη, είναι Αγία γη
κι ο χρόνος ας καλπάζει» φώναξε εκείνη.
«Σπλαγχνίσου, κόπιασε
στην Ιρλανδία μαζί μου, έλα, χόρεψε».
Τότε φώναξα, «θ΄αλλάξει
γριά θα γίνει, μαραμένη».
Η καρδιά μου η πονεμένη
απ΄τα στήθια είχε πετάξει
ως το κόκαλο οργισμένη
κι είπε δίχως να προσμένει:
*
«Τα μάτια άνοιξε, ρίξε
έν΄ άφοβό σου βλέμμα:
Στητή, Λαμπάδα υπήρξε
του κόσμου αυτού το ψέμμα
προτού να γίνει. –Ρίξε
το θαρρετό σου βλέμμα–
ο χρόνος κι αν την σβήσει
καμιά γριά δεν ορίζει
την σφριγηλή μου ζήση»
*
Με ντρόπιασε τούτη η σκέψη
–αφού καρδιά μου δεν λαθεύεις–
κι έκλινα γόνυ μες στη θλίψη.
Όσο, ψυχή μου, θα χορεύεις
θα μείνω εδώ, γονατισμένος.
Θα γιατρευτώ, συγχωρεμένος.
Βγήκα πάλι μονάχη μου έξω
ένα-δυο τραγουδάκια να διαλέξω
να πω τον έρωτα για εκείνον,
ξέρετε, ξέρετε για ποιόν.
*
Όμως εκεί βρήκα έναν άλλο
μπαστούνι κράταγε, μεγάλος
έδειχνε. Και καμαρωτός.
Κάθισα. Κι έκλαψα μέχρι νυχτός.
*
Τραγούδι, στο πικρό σου τέλος
είπα όλα όσα είχα ιδεί.
Είδα παιδί που ήταν γέρος
ή γέρο, που ήτανε παιδί;
Κατάμονος περιπλανιέμαι, πάντα μοναχός μου
στην όχθη ετούτης της πανέρημης της λίμνης
κι ο άνεμος κλαίει κι όλο έρχεται ο αχός του
στις καλαμιές και στα χορτάρια-εντός μου:
«Ώσπου να γίνει ο άξονας κομμάτια
που κανονίζει των αστέρων την τροχιά
κι ορίζει των ανθρώπων την μοίρα τη βαθειά
καθώς απλώνουν λάβαρα στων άλλων μπρος τα μάτια
σε Ανατολή και Δύση ορμώντας όπως σκύμνοι,
κι ώσπου των φώτων η γιρλάντα να λυθεί
το στέρνο σου στα στήθη δεν θα γείρει τα γλυκά
της ποθητής σου, για τον ύπνο που ποθείς.»
Ω ναι! Άφθονη η σοφία
στα όσα λένε οι σοφοί.
μ΄ άπλωσε λίγο το κορμί,
την κεφαλή κράτα γερτή,
κι ας δούνε τότε οι σοφοί
του άντρα την γλυκειάν ευδία.
*
Στα βάθη, αλλιώς, πώς θα ΄σπαζε το πάθος
αν δεν σκεφτόμουν κάποτε
ότι μας γέννησε κρίμα και λάθος
λερώνοντας τον κλήρο μας με τίποτε;
Αλλά εκεί που πράξαμε το κρίμα
το θάψαμε, στης λησμονιάς το μνήμα.
Λόγια, ύστερα΄από σιωπή μεγάλη. Είναι σωστό
όλοι οι άλλοι εραστές να ΄χουνε γίνει ξένοι ή νεκροί
το φως της λάμπας με τις κρύες φωτοσκιάσεις σε κρυφτό
πεσμένες οι κουρτίνες μας σε νύχτα εχθρική, ψυχρή
κι εμείς, να λέμε και να ξαναλέμε, πάλι και ξανά και πάλι
για το υπέρτατο των αγαθών: Την Τέχνη, το τραγούδι:
Των εσχατόγηρων κορμιά γεννούν σοφία. Χλωρά λουλούδια
στα νιάτα μας αγαπηθήκαμε, με τρυφερήν αμάθεια στο κεφάλι.
Γύρω-γύρω, σβούρα τριγυρίζω
Θερίο, σε τσίρκο, μαυλισμένο
Δεν ξέρω ποια είμαι, γιατί ζω
Μήτε πού πάω, πού να σταθώ,
στην γλώσσα μου τη νικημένη
μονάχα έν΄όνομα κρατώ.
Αυτόν, εγώ τον αγαπώ.
Κι είναι ντροπή μου, μα λυγίζω.
Γιατί λατρεύει η ψυχή μου
ό,τι την καίει: γλυκειά πληγή μου.
Σαν ζώο τετράποδο γυρίζω.
Από πού βγήκε, τι πατέντα είν’ ο άντρας εκείνος
ανάμεσα στα πόδια σου, που ΄ρχεται να πλαγιάσει;
Και τι μας νοιάζει, είμαστ’ εμείς απ’ο των γυναικών το σμήνος –
Λούσου. Και το κορμί σου κάν’ το να ευωδιάζει,
γεμάτα τα ντουλάπια μου μοσχοβολιές κι αρώματα
φυτά μυριστικά, ξερά για τα σκεπάσματα φυλλώματα.
Ελέησέ μας Κύριε.
*
Με πάθος την ψυχή μου θ’αγαπήσει
σαν να μην ήτανε ντυμένη σώμα
και το κορμί σου, ω καλή, θα προσκυνήσει
σαν να μην το ’δενε η ψυχή με ιερά δεσμά.
Η αγάπη σμίγει του έρωτα τα δυό μισά
κι ένα τα κάνει σώμα μυστικά.
Ελέησέ μας Κύριε.
*
Να μάθει οφείλει η ψυχή μου μιαν αγάπη
στον κόρφο της σαν άνθος να φωλιάζει
σ’ όλα τα μέλη μου να χύνεται δρολάπι
ένα ψυχή και σάρκα, ευγενικό θηρίο να στενάζει.
Αν της ψυχής η δύναμη είναι να αντικρύζει
κι αν δίψα έχει το κορμί ν’ αγγίζει
ποιο απ’ τα δυό, ευλογία περισσότερη συνάζει;
Ελέησέ μας Κύριε.
Κάτω στους κήπους των ιτιών, την λατρευτή μου είδα
μέσα στο δάσος, στις ιτιές, το πόδι της χιονάτο
κι η αγάπη της έλαμπε απλή στα δέντρα αποκάτω
μα στην ανόητη νιότη μου, ζούσα άλλη καταιγίδα.
*
Στους ποταμίσιους τους αγρούς με την αγάπη μου ήρθα
και στους γερμένους ώμους μου χέρι από χιόνι απλώνει
ξένοιαστη είναι, λέει, η ζωή, στον φράχτη με τα μύρτα
τρελό στην άγρια νιότη μου, το δάκρυ μου θολώνει.
Παρ’ όλο όπου κάποτε συνάζονταν πλήθη, μόνο να φανέρωνε το πρόσωπό της
όταν ακόμη και των γέρων θάμπωναν τα μάτια – όμως το χέρι,
το χέρι ετούτο σαν ιππότης
κι ως τελευταίος αυλικός σ’ έναν τσιγγάνικο καταυλισμό
για περασμένα μεγαλεία λύνεται σε φλυαρίας καταιγισμό,
να γράψει ό,τι υπήρξε εκείνη η ωραιότης
*
Το χάρμα του προσώπου κι η καρδιά γεμάτη γλύκα γέλιου
αυτά, αχ, αυτά απομένουν. Μα θα πω γι’ αυτά που πέταξαν.
Το πλήθος
πάλι εκεί, αδιάκοπα θα βόσκει. Δεν θα νοιώθει το πέρασμα
του κάποτε αγγέλου
στον ίδιο δρόμο όπου βαδίζοντας, ήταν νεφέλη ολόφλογη
και μύθος.
Τ’ ομολογώ. Οι αγριοτριανταφυλλιές
μπλεγμένες στα μαλλιά μου
βαθειές δεν κάνανε πληγές.
Τρεμούλα, ανατριχίλες στην καρδιά μου
τίποτε. Μόνο κόλπα και ψευτιές
νάζια, κοκεταρία – απ’ τη δικιά μου.
*
Δίψασα την αλήθεια, αλλά
δίχως του να μείνω δεν μπορώ
δίχως το φύλλο, το φτερό
ό, τι ο καλύτερος εαυτός μου αναγελά.
Γιατί όταν άντρας με προσέξει
ο πόθος τόσο ξεχειλά
τα κόκαλά μου ανάβει. Ποιος ν’ αντέξει;
*
Λάμψη, δες, την μαζεύω πίσω
από τον Μέγα Ζωδιακό.
Πώς μάτια ερωτηματικά ν’ αφήσω
όταν με γδύνουν, σα φακός;
Μ’ άλλο δεν δύνανται. Αποφεύγουν.
Στην άδεια νύχτα εισοδεύουν.
Μάζεψε πάνω τα μαλλιά με την χρυσή σου χτένα
χρυσόδενε, όσο μπορείς, τους ανυπόταχτους βοστρύχους.
Έδωσα στην καρδιά μου προσταγή, ρίμες για σένα
φτωχές να φτιάξει. Βασανίστηκε σκληρά με ήχους
–μέρες έρχονταν, φεύγανε– ζωγράφιζε θλιμμένα
τη χάρη της μορφής σου, σε τοπία πολέμων, ξεχασμένα.
*
Μόνο σήκωσε το χέρι τώρα ωχρό και μαργαριταρένιο
στενάζοντας δέσε ψηλά χρυσών μαλλιών πλοκάμους
και να, οι καρδούλες των αντρών χτυπούνε σε τρεμέντο
φλογών με κέρινους αφρούς, λάμψεις στην αχνή άμμο,
και τ’ άστρα ανεβαίνοντας στον δροσοβόλο αιθέρα
ζούνε μόνο να φέγγουνε το διάβα σου εκεί πέρα.
Φρύδια χλωμά, χέρια ωχρά, του ονείρου αχνά μαλλιά
Μια φίλη είχα πανέμορφη, κάπου, κάποια φορά.
Κι είδα όνειρο ότι η απελπισιά μου εκείνη η παλιά
στον έρωτα θα μ’ έβγαζε στο τέλος, στην παραφορά.
Μια μέρα εκείνη μέσα στην καρδιά μου κοίταξε βαθειά
και στα έγκατα είδε την εικόνα σου να είναι χαραγμένη.
Κι έφυγε, έφυγε μακρυά από μένα, δακρυσμένη.
Μισόκλεισε τα βλέφαρα και λύσε τα μαλλιά σου
και τους λειράτους από ξιπασιά στοχάσου.
Όπου βρεθήκαν χύσανε για σένανε φαρμάκι.
Μα το τραγούδι το δικό μου, ζύγισέ το, μ’ αυτών την ξιπασιά.
Το έπλασα από μια δαγκωνιά αεράκι.
Και των παιδιών τους τα παιδιά θα φτύνουν την ψευτιά.
Ακούω των αλόγων τα φαντάσματα, κυματιστές οι χαίτες
σ’αντάρα ακούω τις οπλές, μάτια άσπρα να λάμπουν
βοριάς γλιστράει, βροχές της νύχτας σερπετές
ρόδα κρυφά χαρούμενα – η Ανατολή στο χάραμα στο θάμπος
η Δύση κλαίει με τρυφερή δροσιά, στενάζοντας ψυχορραγεί
κι ο Νότος τα τριαντάφυλλά του απλώνει, φλόγινα πορφυρά.
Ω του ύπνου έπαρση, Ελπίδα, Όνειρα, Επιθυμία δίχως φραγή
τ’ άλογα της καταστροφής βουλιάζουνε στης λάσπης τα πηχτά νερά.
Αγάπη, άσε τα μάτια σου μισόκλειστα και της καρδιάς μου ο χτύπος
με την καρδιά σου ας έσμιγε, ας χυθούνε τα μαλλιά σου στο στήθος
πνίξε της ερημιάς την ώρα σε βαθειά αμφιλύκης γαλήνη
στις χαίτες τις τρικυμισμένες, στ’ανταριασμένα πόδια στάξε ειρήνη.
Τα είκοσι ποιήματα του Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέητς, που παρουσιαζονται εδώ, ανήκουν στο θεματικώς ερωτικό μέρος της ποιήσεως του ποταμικού Ιρλανδού Λυρικού. Δεινός εντεταλμένος ενός αρχέγονου ρυθμού με τον οποίο γύρεψε να σμίξει τα ορατά με τα αόρατα, τα κατ’άνθρωπον δυνατά με τα αδύνατα και να εναρμονίσει τα αντίθετα μέσα στην μεταμόρφωση την οποία χαρίζει η υπερβατική αίσθηση τού χρόνου και των ανθρωπίνων πραγμάτων, ενώ συνάμα κολυμπούσε στις θάλασσες της Ιστορίας – ο Γέητς επιτυγχάνει κρουστές και ολότμητες μορφές ποιημάτων, που λειτουργούν, το καθένα τους με την κρυφή αρμονία ενός εντελούς κόσμου.
Οι αναλογίες μεταξύ του βιώματος και τον μορφικών του εκφράσεων είναι τόσο ισορροπημένες, ώστε μέσα από την φαινομενική αφήγηση μιας ερωτικής περιπέτειας να αναβρύζουν τα ύδατα της απεριόριστης αλλά και θανατερής της περισσότερες φορές στην διαχείρισή της, ανθρώπινης ελευθερίας. Ο Γέητς δοξολογεί τον έρωτα ως θείο δώρο στην ανθρώπινη θνητότητα. Αλλά συνάμα, διερευνά την περατότητά του και το σπέρμα τής ματαίωσης και του θανάτου το οποίο, δυνάμει, η ερωτική συνθήκη κουβαλά, όταν ο έρωτας δεν γονιμοποιείται από την αγάπη που μπορεί να νικήσει τη θνησιγένεια της πρώτης ορμής του και να τον μεταμορφώσει σε αλληλοπεριχωρούμενη ζωοποιό σχέση. Ο έρωτας που δεν είναι δόσιμο, άνευ ορίων και όρων, μπορεί να γίνει δαιμονισμός και κατάρα. Κατά τούτο, ο ερωτικός Γέητς γίνεται ως αυθεντικός φορέας ενός ζείδωρου και πρωτεϊκού λυρισμού ο ποιητής μιας μυθιστορίας: Της ερωτικής οντολογίας. ————Δ.Κ.