Χάρτης 20 - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-20/poiisi-kai-pezografia/fwtografia
Η λάμπα της βεράντας έκαιγε αναμμένη στο καταμεσήμερο. Στο βάθος, οι ασπριδεροί λόφοι διαλύονταν απ’ τη ζέστη, ενώ πιο κοντά άχνιζε ζεματιστή η άσφαλτος που περνούσε πίσω απ’ τα περιφραγμένα οικόπεδα. Σποραδικά φυσούσε μια ξαφνική ριπή και σήκωνε σύννεφα σκόνης, που μετά κατακάθονταν ήσυχα. Έκανε καύσωνα, και η ώρα ήταν εκτυφλωτική, όμως η κυρία Άννα, που έμενε απέναντι από το σπίτι μας, κρατούσε τη μόνιμη συνήθειά της ν’ ανάβει το έξω φως στον ντάλα ήλιο. Αυτή η γυναίκα δεν κοιμόταν ποτέ τα μεσημέρια. Την είδα από απέναντι, μέσα από το άνοιγμα της μπαλκονόπορτας, να κάθεται στο τραπέζι της μικρής κουζίνας με τον πλαστικό μουσαμά, φορώντας μιαν ελαφριά βαμβακερή ρόμπα εμπριμέ, αφού πρώτα πρέπει να είχε κάνει ένα πλούσιο αρωματικό λουτρό, του οποίου η χλιαρή υγρασία είχα την εντύπωση ότι έφτανε ως εκεί που καθόμουν. Ήταν περασμένα εξήντα, περιποιημένη, σφριγηλή και εύσαρκη. Βέβαια, τα μακριά σγουρά μαλλιά της, που εξακολουθούσε να τ’ αφήνει λυτά, είχαν ασπρίσει εντελώς.
Ο άντρας της ήταν πεθαμένος χρόνια, πρόωρα, 46 ετών, από πνεύμονες. Παρέμεινε έκτοτε χήρα. Η κόρη της, η Βάσω, που ήταν νήπιο όταν πέθανε ο πατέρας, είχε την ίδια ομορφιά και την ίδια υπεροψία, με τα ίδια άφθονα βαριά μαλλιά (μπορεί τώρα να τα μεγαλώνω όλα αυτά στη μνήμη μου, αλλά μου φαίνεται ότι θα χρειαζόταν μια ολόκληρη αγκαλιά για να τα κρατήσει κάποιος). Μετά το Λύκειο, έφυγε στην Αθήνα για σπουδές Νομικής, και είχε λαμπρές προοπτικές, απ’ ό,τι έλεγαν. Για δυο χρονιές, επέστρεφε, ως συνήθως γίνεται, τις γιορτές· στις θερινές διακοπές όμως περνούσε με τη μητέρα της ελάχιστες μέρες, ενώ όλο το άλλο καλοκαίρι έκανε αλλεπάλληλα ταξίδια κι εκδρομές με παρέες της πρωτεύουσας. Όμορφη και άτυχη. Τι της συνέβη και πνίγηκε στο νησί, είναι μυστήριο. Έγιναν ανακρίσεις βέβαια, ελέγχθηκαν κι οι δύο συνοδοί της (προχωρημένης ηλικίας).
Το σπίτι της ήταν πάνω από την ψησταριά. Εκεί, μπροστά στο πεζοδρόμιο, έστεκε το ξεχαρβαλωμένο παράπηγμα της στάσης του ΚΤΕΛ για το αστικό που εκτελούσε τα δρομολόγια προς τα χωριά τα παραθαλάσσια. Η στάση ήταν έρημη τώρα λόγω της αφόρητης ζέστης. Πιο πίσω, μέσα απ’ την τζαμαρία της κλειστής και άδειας ψησταριάς, στο ημίφως της ευρύχωρης σάλας, μπορούσα να διακρίνω τη σκιά της αλβανίδας, που σφουγγάριζε.
Ούτε εγώ κοιμόμουν το μεσημέρι. Είχα κάνει διάλειμμα από κάτι μεταφράσεις που έφτιαχνα για λογαριασμό ενός ηλικιωμένου φίλου, και σκάλιζα τις φωτογραφίες μου, που τις είχα απλώσει πάνω στο μεγάλο τραπέζι του σαλονιού, το οποίο χρησιμοποιούσα ως γραφείο. Κάθε τόσο σήκωνα το κεφάλι κι έριχνα το βλέμμα μου, που το αισθανόμουν να θαμπώνει, στην αναμμένη λάμπα. Μια λάμπα (σκέφτηκα) να καίγεται μέσα στο απόλυτο φως, στο απίστευτο σελάγισμα του καταμεσήμερου, είναι αφόρητη παραφωνία. Επανέλαβα τη φράση φωναχτά, μιμούμενος το ύφος και τον τόνο απαγγελίας μιας άλλης εποχής, κι έπειτα τη σημείωσα σ’ ένα κομμάτι χαρτί (μπορεί να χρειαστεί κάπου αργότερα). Γνώριζα βέβαια, όπως άλλωστε κι όλος ο κόσμος εδώ γύρω, ότι το άφηνε επίτηδες αναμμένο το φως, γιατί όταν μια φορά ένας γείτονας από το διπλανό μισοχτισμένο διώροφο της το επεσήμανε, εκείνη του απάντησε πως το έκανε σκόπιμα: «Ανάβω το φως, επειδή εγώ δεν κοιμάμαι τα μεσημέρια, κύριε... Εγώ μένω άγρυπνη...»
Συνέχισα να σκαλίζω τις φωτογραφίες μου. Είχα απλώσει στο τραπέζι κάμποσες ασπρόμαυρες εκτυπώσεις ματ, σε μέγεθος 13x18 εκ. με λευκό περιθώριο, όπως τις προτιμούσα. Τις εξέταζα προσπαθώντας να τις δω και να τις κρίνω σαν να ήταν ξένες· ένιωθα ικανοποίηση για το αποτέλεσμα. Τότε, μάλιστα, συνειδητοποιούσα ότι οι λήψεις εκείνου του καλοκαιριού, όλες ανεξαιρέτως, ήταν εντελώς άδειες από ανθρώπινες παρουσίες. Πράγματι, οι εικόνες μου παρίσταναν μέρη ειδυλλιακά, μυστηριώδη, νοσταλγικά η φρυγμένα, μέσα σ’ όλους τους φωτισμούς της μέρας, αλλά χωρίς ανθρώπους. Αποτύπωναν κυρίως αυχμηρά μεσημέρια σαν πλημμυρισμένα από μελανά ζούδια, άπειρα μικρά μαύρα σκουληκάκια, που απ’ τα χώματα σκαρφάλωναν κι αναρριχούνταν σε δέντρα, σε βράχους και σε πασσάλους, χοντρούς και ζεματιστούς. Τα σκεφτόμουν αυτά, ενώ είχα καρφώσει πάλι το βλέμμα μου (το αισθανόμουν τώρα ακόμη πιο βαρύ και πικρό) πάνω στη λάμπα με το πυρακτωμένο νήμα. Διότι ήταν εξουθενωτικό στο έπακρο να βλέπεις τον γαλακτώδη σφαιρικό γλόμπο με την καιόμενη λυχνία λουσμένον και πνιγμένον απ’ την αντηλιά. Σχεδόν ενστικτωδώς έπλασα στο μυαλό μου τη φωτογραφία ενός ερημικού περιφραγμένου οικοπέδου, όπου ριπές θερμού αέρα θα παράσερναν πέρα-δώθε μπάλες ξερών αγκαθιών σαν πελώριες τούφες μαλλιών.
Μετά επέστρεψα στις μεταφράσεις μου. Εργαζόμουν πάνω σε κάποια μικρά γιαπωνέζικα κομμάτια (τάνκα και άλλα), που έβρισκα στην έκδοση Traditional Japanese Poetry. An Anthology (Stanford University Press, Stanford, Καλιφόρνια 1991) σε επιμέλεια του Steven D. Carter. Είχα καταπιαστεί με ένα σύντομο ποίημα της θρυλικής καλλονής Ono no Komachi (έζησε τον 9ο αιώνα), προσπαθώντας να του δώσω μια κάποια ρυθμικότητα, παρόλο που ο φίλος που μου είχε ζητήσει την εξυπηρέτηση, δεν είχε καθόλου τέτοιες απαιτήσεις. (Από όσο είχα καταλάβει, ήθελε απλώς υλικό για δικές του συνθέσεις, ίσως τον τόνο κι ένα πρότυπο αφέλειας, πιθανώς και κάποιους συμβολισμούς.) Ξαναδιάβασα φωναχτά τους στίχους:
Δεν έχει φύκια εδώ,
στον όρμο αυτόν, για να μαζέψει.
Άραγε δεν το ξέρει —
εκείνος ο ψαράς που ’ρχεται και ξανάρχεται,
μέχρι τα πόδια του να εξαντληθούν;
Για μερικές στιγμές άφησα την ηχώ τους να αιωρείται απαλά μέσα μου, μέχρι που κατακάθισε αθόρυβα. Μου ήρθε η ιδέα ότι θα μπορούσα ίσως να κάνω τον τελευταίο στίχο ως εξής:
τόσο που σέρνονται τα πόδια του απ’ την κούραση;
Και μετά έμπλεξα να τον αλλάζω και να τον ξαναλλάζω, να τον αλλάζω και να τον ξαναλλάζω.