Χάρτης 20 - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-20/poiisi-kai-pezografia/asteriwn-lyomenos
Σήμερα έφαγα μαγειρεμένο κρέας για πρώτη φορά μετά από χρόνια. Πραγματικό, ζουμερό, μοσχαρίσιο κρέας. Οι σύντροφοί μου το έψησαν στο κατάστρωμα για να με ευχαριστήσουν, όμως εγώ τους διέταξα να προσφέρουν το καλύτερο μέρος ως θυσία στον Ποσειδώνα. Μια θυσία που αρνήθηκε κάποτε ο πατέρας μου και στάθηκε η αιτία της μοιραίας μου ύπαρξης. Ο θεός ήταν ως τώρα σκληρός μαζί μας. Από τότε που αφήσαμε τη Νάξο σαν να ’λεγε κανείς ότι απαλλαχτήκαμε από το έρμα της συνωμοσίας που με συνέδεε με την αδερφή μου. Όμως λίγο μετά την Κέα πέσαμε σε μια πρόσκαιρη κακοκαιρία που μας ανάγκασε να ξαλαφρώσουμε το πλοίο από τα περιττά βάρη. Διέταξα να πεταχτούν στη θάλασσα τα εφεδρικά λευκά πανιά που ήταν στοιβαγμένα στο αμπάρι.
Ανεβαίνω στη γέφυρα και εισπνέω βαθιά τον αέρα της ελευθερίας. Πόσο πολύ διαφέρει από τη μούχλα που με τύλιγε μέχρι πρότινος! Υπήρξα πρίγκιπας μόνο για λίγες ώρες. Ως τιμωρία για το θράσος της μητέρας μου, καταδικάστηκα να μεγαλώσω σε ένα σύμπλεγμα στοών που άλλοι αποκαλούσαν Ναό των Πελέκυων. Ενας ναός δίχως αρχή που έπρεπε να γίνει το δικό μου τέλος. Να βάλει τέλος στις αξιώσεις μου για το θρόνο που ο ημίτρελος πατριός μου δε θα επέτρεπε να πάρει ένας νόθος, ακόμα κι αν ήταν από θεϊκή γενιά. Η μοίρα των παιδιών είναι να βασανίζονται για τις αμαρτίες των γονιών τους κι η αμαρτία της μητέρας μου είναι ότι αγάπησε περισσότερο την ακρίβεια του διαβήτη από τη δύναμη του βασιλικού σκήπτρου.
Ερωτεύτηκε τον νου του Δαίδαλου και περιφρόνησε την πυγμή του Μίνωα. Έκανε το λάθος να δοθεί σε αυτόν που τη γοήτευσε και όχι σε αυτόν που την εκβίασε. Κι αυτό το λάθος το πληρώσαμε όλοι, μα πιο βαριά απ’ όλους εγώ, ο καρπός της ένωσης της βασίλισσας με τον αρχιμηχανικό του παλατιού.
Κλείδωσαν τον Δαίδαλο σε ένα χρυσό κελί στην Κνωσό. Οδήγησαν την Πασιφάη στην τρέλα παίρνοντας της το παιδί της και λέγοντάς της ότι είχε γεννήσει ένα τέρας. Για μένα κράτησαν την χειρότερη τιμωρία. Με έθαψαν ζωντανό στο μυστικό παλάτι του πατέρα μου, μια φυλακή με διακλαδωτά μονοπάτια που ονόμασαν Λαβύρινθο, με την ελπίδα ότι αν χανόμουν από τα μάτια τους, θα χανόμουν κάποια στιγμή κι από τη μνήμη τους.
Ήμουν αυτό που δεν μπορούσαν να καταλάβουν. Προτίμησαν ένα τρομακτικό μυστικό από μια φοβερή αλήθεια.
Μέσα στην απέραντη φυλακή μου ο χρόνος έγινε άπειρος. Έκανα τα πρώτα μου βήματα κυνηγώντας σαύρες στα σημεία που οι λιγοστοί φεγγίτες έριχναν στο χώμα το φευγαλέο φως της ημέρας για λίγα λεπτά κάθε σούρουπο. Τα πρώτα μου παιχνίδια ήταν παγίδες για να αιχμαλωτίζω φίδια στα κεντρικά φρεάτια. Τον έκτο χρόνο παραμόνεψα για λίγες ημέρες τους πρώτους επισκέπτες που, αιχμάλωτοι όπως κι εγώ, περιπλανήθηκαν δίχως σταματημό στις σκοτεινές στοές μέχρι να πεθάνουν από την πείνα. Έμαθα να μιλάω ακούγοντας τις φωνές τους, καθώς αυτές γίνονταν όλο και πιο αδύναμες και τρομαγμένες. Ντύθηκα με τα ρούχα τους, κράτησα τα όπλα τους, μιμήθηκα τις εκφράσεις στα παγωμένα πρόσωπά τους και στο τέλος, κουρασμένος από τα φίδια και τους ποντικούς, δοκίμασα τις σάρκες τους. Τον δέκατο τρίτο χρόνο, στην είσοδο της μεγάλης αίθουσας σκότωσα τον πρώτο. Ακολούθησαν κι άλλοι. Το κρέας τους με δυνάμωνε, το αίμα τους πότιζε, αντί να σβήνει, τη δίψα μου για εκδίκηση. Τον εικοστό χρόνο, συνειδητοποιώντας την δύναμή μου να μεγαλώνει, ο πατριός μου έστειλε έναν ημίθεο να με συναντήσει.
Ο Αθηναίος πρίγκιπας είναι ο πρώτος που γλίτωσε την αποτρόπαιη μοίρα να με κρατήσει στη ζωή με τις σάρκες του. Του αξίζει όχι επειδή πολέμησε γενναία αλλά επειδή, έστω και στο τέλος, υπήρξε σοφός. Πέρασε τις πύλες του άντρου μου με την αφελή ανδρεία των ηρώων. Πίστεψε ότι η αδερφή μου τον αγάπησε κι ότι σχεδίασε την απόδρασή τους μετά από μια μοναδική νύχτα παράφορου πάθους. Αλίμονο, η Αριάδνη κι εγώ περιμέναμε αυτή τη στιγμή εδώ και χρόνια. Ο Θησεάς ήταν αυτός που θα μας έσωζε από την τρέλα της Πασιφάης και την παράνοια του Μίνωα. Ήταν ήρωας, ναι. Ο δικός μας ήρωας.
Στάθηκε μπροστά μου κραδαίνοντας το μικρό του ξίφος κι ένα κουβάρι μαλλί με την έπαρση και τη βεβαιότητα του θριαμβευτή. Οι θεοί του είχαν φουσκώσει τα μυαλά, ο έρωτας είχε βάλει φωτιά στο στήθος του, η προσμονή της εξουσίας φτερά στα πόδια. Του ήταν όλα άχρηστα. Γνώριζα το κάτεργό μου, το υπόγειο παλάτι μου, πιο καλά από κάθε κουβάρι μαλλί. Είχα φανταστεί κάθε κίνησή του. Εκείνος είχε ονειρευτεί ότι με σκότωνε την προηγούμενη ημέρα. Εγώ είχα περάσει μια αιχμαλωσία περιμένοντάς τον.
Τον παρέσυρα σε ένα κυνηγητό σε στριφογυριστές σκάλες, μέσα από μυστικά κελάρια και πάνω από εσωτερικά αίθρια όπου ο ήλιος δεν έλαμπε ποτέ. Άκουγα την ανάσα του να βαραίνει καθώς βάραινε στο στήθος του το μέγεθος του Λαβυρίνθου. Καθώς συνειδητοποιούσε την έκταση του απεριόριστου σύμπαντος με το οποίο έπρεπε να παλέψει και το οποίο εγώ είχα δαμάσει. Όταν ένιωσα πως ήταν έτοιμος, τον παρέσυρα στην κεντρική αίθουσα των Πελέκυων και τον περίμενα.
Υψώθηκα μπροστά στα μάτια του σαν όμοιός του. Πρίγκιπας μπροστά σε πρίγκιπα. Νόθος μπροστά σε νόθο. Περίμενε ένα τέρας. Αντίκρυσε τον εαυτό του στον καθρέφτη. Κι ο καθρέφτης αυτός πολλαπλασίασε τον Λαβύρινθο ως το άπειρο. Δεν προέβαλε αντίσταση. Άφησε τον μίτο και το σπαθί να πέσουν στα πόδια του. Πιο πολύ με σεβασμό παρά με φόβο, γονάτισε, έλυσε τα σανδάλια του και μου τα έδωσε. Τα είδωλά μας αντιστράφηκαν. Ο Θησέας πήρε τη θέση μου στο Λαβύρινθο, κι εγώ, ο Αστέριος, που θεοί και άνθρωποι με βάφτισαν θηρίο για να μου στερήσουν τον θρόνο μου, ήμουν επιτέλους ελεύθερος.
Με την μία αδερφή στη Νάξο και την άλλη να ελέγχει τον πατριό μου στην Κρήτη δεν έχω παρά να αποκτήσω τον έλεγχο της Αθήνας για να γίνω κυρίαρχος του πελάγους. Ο γέρος Αιγαίας, καταπώς λένε ήδη μισότυφλος, δε θα μπορέσει να μου σταθεί εμπόδιο. Στα κουρασμένα μάτια του θα πάρω τη θέση του γιου του. Την ίδια θέση θα πάρω και στη διαδοχή. Κρατώντας το ξίφος του Θησέα και φορώντας τα σανδάλια με τα οποία τον αναγνώρισε κάποτε ο πατέρας του, θα αναγνωριστώ εγώ.
Ο Λαβύρινθος είναι πίσω μου. Το ίδιο και η θάλασσα. Οι πιστοί μου σύντροφοι, διαισθανόμενοι αυτό που μας περιμένει κωπηλάτησαν δίχως διακοπή από την Άνδρο ως εδώ. Τώρα ένας ευνοϊκός άνεμος μας καλωσορίζει στην Αττική. Στον ορίζοντα φαίνεται ήδη ο κάθετος βράχος του Σουνίου. Επιστρέφω στον τόπο που εξόρισε τον πατέρα μου για την τελευταία πράξη της εκδίκησής μου.
Σηκώνω τα μαύρα πανιά.