Χάρτης 20 - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-20/biblia/oi-logotexnikes-dekaeties-ths-anooylas-danihl
Έχει ειπωθεί ότι απομνημονεύματα καλούνται οι αφηγήσεις από πρόσωπα που έπαιξαν ένα ρόλο σε γεγονότα στα οποία έλαβαν μέρος ή παρακολούθησαν κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Με άλλα λόγια, είναι οι εμπειρίες ενός ανθρώπου που ξαναπλάθονται στο παρόν.
Το βιβλίο της Ανθούλας Δανιήλ, κυκλοφόρησε εσχάτως από τις εκδόσεις Βακχικόν, με πρόλογο του Πρέσβη επί τιμή Γιώργου Βέη.
Η ίδια βεβαιώνει ότι μπορούσε να το κυκλοφορήσει ως “Προσωπική μυθολογία”, επισημαίνοντας ότι “ο χρόνος υπακούει σε ένα συνεχές φλας μπακ για να φέρει στο παρόν ό,τι ανήκει στο παρελθόν”.
Το βιβλίο της, λοιπόν, μπορεί να θεωρηθεί ότι ανήκει στην κατηγορία των λογοτεχνικών αυτοβιογραφιών, διότι όντως είναι και δεν είναι απομνημονεύματα, όπως αυτά μας είναι γνωστά.
Τα απομνημονεύματα, επί παραδείγματι, των αγωνιστών του ’21 ή της Εθνικής Αντίστασης, στα οποία ο γράφων έχει εμπειρία καταγραφής πάνω από τριάντα μαρτυρίες, έχουν χαρακτήρα προσωπικών αφηγήσεων σε πρώτο πρόσωπο και τα γεγονότα έχουν αφηγηματικό άξονα εξελικτικό, από το παρελθόν στο παρόν.
Ο τρόπος γραφής, όμως, της Ανθούλας Δανιήλ είναι πρωτότυπος, διαφέρει και στα δύο. Η ίδια, αποκαλύπτοντας το τι διαπραγματεύεται στο βιβλίο αυτό, μας παραθέτει: “επέλεξα να μιλάω μόνο για ό,τι με βγάζει στο φως, από όποιο μονοπάτι. Και τα μονοπάτια είναι όσα και τα στοιβαγμένα βιβλία στις βιβλιοθήκες μου, οι ταινίες, τα θέατρα, οι μουσικές συνθέσεις και το όμορφο τοπίο της Ελλάδας” (σ. 358).
Και όντως, στο συντριπτικό μέρος του βιβλίου χρησιμοποιεί την τεχνική του Ομήρου για τον Οδυσσέα: “Πολλών ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνω”. Αναφέρεται, δηλαδή, ο Όμηρος στις περιπέτειες της ζωής και της ψυχής που γνώρισε ο ήρωάς του. Το ίδιο και η συγγραφέας μας, περιγράφει το περιεχόμενο του νου και της ψυχής της, ως κατάθεση. Θα το αποδίδαμε διαφορετικά, αν μας το επιτρέπει η ίδια, με το στίχο του λαϊκού μας βάρδου, του Καζαντζίδη (αν και δεν της αρέσουν τα λαϊκά, παρά μόνο η απόδοσή τους από τον Νταλάρα): “Η ζωή μου όλη είναι…”.
Είναι, όπως το λέει η ίδια: “σαν σε όνειρο ζω και ξαναζώ και αναζητώ και επιστρέφω. Με τραβούνε σαν μαγνήτης ό,τι σπούδασα και ό,τι πρόσθετα σ’ αυτό που σπούδασα” (σ. 59). Με ένα τρόπο και διαδικασία: “αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, τον κερδίζω”, έτσι ώστε “η ζωή της όλη” είναι τα σπουδάσματά της.
Μελετώντας προσεκτικά το βιβλίο, μπορούμε να παρακολουθήσομε και να αναλύσομε περισσότερο “τα μονοπάτια” της στους διάφορους τομείς του δικού της επιστητού.
Το ένα “μονοπάτι” είναι του βιβλίου, όσα, δηλαδή, λογοτεχνικά και λοιπά διάβασε και ειδικότερα τα ποιητικά.
Το άλλο “μονοπάτι” είναι όσα άκουσε, κυρίως ραδιοφωνικά, όσα είδε, θεατρικά και όπερες, ή συναντά στο “Άγιο” Ίντερνετ, (όπως το αποκαλεί) και σε Τέχνες, σε τόπους και σε μουσεία, σε βιογραφίες-πορτραίτα σπουδαίων προσωπικοτήτων.
Μέσα σ’ αυτό το πλήθος των εμπειριών, η προσωπική της ζωή εντός του κειμένου είναι αρκετά περιορισμένη και πρέπει επιμελώς να την αναζητήσει ο αναγνώστης. Είναι, δηλαδή, ελάχιστη.
Συνεπώς, ο επιπόλαιος ή ο βιαστικός αναγνώστης κινδυνεύει να σχηματίσει τη λανθασμένη εντύπωση ότι, δήθεν, με το πλήθος των βιωμάτων επιχειρεί η συγγραφέας να κάνει επίδειξη γνώσεων. “Άπεχε της βλασφημίας!”. Όσοι γνωρίζουν, όμως, τη ζωή και το έργο της θα διαπιστώσουν, καθώς και ο προσεκτικός αναγνώστης, ότι όλο το υπόλοιπο υλικό του βιβλίου της είναι ο τρόπος ζωής της. Το ερώτημα που τίθεται τώρα είναι το γιατί επέλεξε τον τρόπο αυτό, για να χειριστεί το θέμα των γνωστικών και βιωματικών αναμνήσεών της, των πράξεών της.
Επιχειρώντας να διερευνήσουμε την αιτία, καλόν είναι να προσφύγουμε στην ίδια, για να επαναφέρουμε στη μνήμη τον τρόπο που βίωνε τη διδασκαλία της σε μαθητές στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και στα επιμορφωτικά σεμινάρια των καθηγητών.
Γράφει, λοιπόν, ότι: “το μάθημα “διχή βοηθητέον” και να παριστάνεται και να διδάσκεται, αλλά με ένα τρόπο που να δείχνει ότι είναι δράμα, έχει δράση, κίνηση, μουσική, χορό. Δεν είναι μόνο λέξεις –μαύρα ρίγη– στο χαρτί” (σ. 129).
Είναι, συνεπώς, ένας τρόπος πλουραλιστικής προσέγγισης, από πολλές πλευρές, που ξεκίνησε από τον Φάνη Κακριδή, επί Υπουργίας Τρίτση, αρχές της δεκαετίας του ’80, για τα άτυχα πειραματικά βιβλία των Αρχαίων Ελληνικών στη Γ΄ Λυκείου, καθώς και των νέων βιβλίων και του τρόπου διδασκαλίας των Νέων Ελληνικών και της Γλωσσικής Διδασκαλίας στο Γυμνάσιο και το Λύκειο.
Στη συντακτική ομάδα και την ενημέρωση των βιβλίων συμπεριλαμβανόταν και η Ανθούλα Δανιήλ. Τη θυμόμαστε, προσωπικά, στο τέλος της δεκαετίας του ’80, μαζί με τους αξέχαστους Νίκο Γρηγοριάδη και Δημήτρη Σκλαβενίτη, στην Κρήτη, ειδικότερα στο Ηράκλειο. Ήταν νεοδιορισμένη, απαστράπτουσα φυσιογνωμικά και με ένα λόγο που συνήρπαζε στα σεμινάρια κατά την πλουραλιστική παρουσίαση των νέων βιβλίων, με ποικίλο υλικό και από πολλές πλευρές, απόψεις και τρόπους.
Ήταν μια εποχή επαναστατική, για μεθόδους και προσεγγίσεις των φιλολογικών μαθημάτων που επιχειρήθηκαν και από άλλους χαρισματικούς συγγραφείς των βιβλίων, όπως τον Γιώργο Παγανό και τον Κώστα Μπαλάσκα, τον Φανούρη Βώρο που εισήγαγε τη διδασκαλία της “Ιστορίας από εικόνες και πηγές".
Πριν να προχωρήσουμε να γνωρίσουμε τον τρόπο και το περιεχόμενο του βιβλίου, που άπτεται των παραπάνω, ας αναζητήσουμε τον αφηγηματικό άξονά του. Γενικώς, ακολουθεί πορεία από το χθες στο παρόν, με αναδρομές στο παρελθόν και προχωρήματα τελικώς προς τα εμπρός. Η ίδια ομολογεί ότι “το κύμα της αφήγησης με πάει μια στα βαθιά του χρόνου, μια στα ρηχά, μια μέσα, μια έξω, μια πίσω, μια μπρος”.
Ως προς τη γλώσσα, διαπιστώνουμε ότι χρησιμοποιεί γλωσσικό ιδίωμα ποιητικό, πολλές φορές, λογοτεχνικό, λόγω της ευρυμάθειάς της και τις σπουδές στη Λογοτεχνία, ιδίως της ποίησης, με υπόβαθρο στέρεο φιλολογικό. Γλώσσα, που σε ορισμένα σημεία διαθέτει μια ζωντανή προφορικότητα.
Απευθυνόμενη, λόγου χάρη, στον ιδεατό αναγνώστη, ανοίγει διάλογο μαζί του, περί του Ερμή: “Ε, αυτός ήταν θεός, θα μου πεις” (σ. 356). Σε άλλο σημείο ανοίγει συζήτηση με τον εαυτό της, ρωτώντας και απαντώντας: “Τι είναι ο άνθρωπος; Το σύνολο των εμπειριών του και των πράξεών του δεν είναι;”.
Αλλού, σχολιάζοντας την ταινία του Λαρς Φον Τρίερ Δαμάζοντας τα κύματα, που τελικώς, βέβαια, δεν της άρεσε, θέτει τα αναπάντητα ρητορικά ερωτήματα: “Γιατί όλες οι γυναίκες είναι ή χήρες ή ταλαιπωρημένες μητέρες ή πόρνες; Γιατί τα αντρικά πρόσωπα, ακόμα και των μικρών αγοριών, είναι διάβολοι μασκαρεμένοι; Γιατί η γυναίκα πρέπει πάντα να είναι στο θυσιαστήριο;” (σ. 132).
Με τον τρόπο αυτό, ταυτοχρόνως, παίρνει θέση, μη κραυγαλέα, για την κατάσταση της γυναίκας στο σύγχρονο κόσμο και συνεκδοχικά για τα δικαιώματά της.
Αλλού, πάλι, εξαιτίας μιας κουκουβάγιας στο εξοχικό της, ρωτά τον υποτιθέμενο συνομιλητή- αναγνώστη: “Σας πήγε ο νους σ’ αυτό που σκέφτομαι; Η κουκουβάγια ΝΑΑΑ μεγάλη και τ’ αλογάκι νααα μικρό” (σ. 328).
Σ’ άλλο σημείο διερωτάται: “Ε, και; Μια φορά φτάνει;” (σ. 329).
Αλλού, απολογείται χαριτωμένα: “Ποίηση, ω Αγία μου, συγχώρεσέ με, και συ ποιητή αν σε παρερμηνεύω” (σ. 339).
Χαρακτηριστικό της τεχνικής της συγγραφέως μας είναι, τέλος, ότι ορισμένες φορές χρησιμοποιεί αποφθεγματικό λόγο. Αναφερόμενη στον έμπορο της Βενετίας και στη συμπεριφορά των Αθηναίων στους Μηλίους αποφαίνεται: “Υβριστές είναι όλοι όσοι έχουν εξουσία και αλαζονεία μαζί” (σ. 238). Αλλού, γράφει: “Είμαστε ό,τι υπήρξαμε αλλά και ό,τι στην πορεία διαμορφωνόμαστε, ποτέ ίδιοι, αλλά πάντα και ίδιοι και αλλιώτικοι” (σ. 247). Σε άλλο σημείο διαπιστώνει επιγραμματικά γνωμικά ότι "τα ωραία είναι ωραία αλλά και απατηλά" (σ. 278) ή πως “τίποτα δεν είναι παντοτινό και ο έρωτας το συντομότερο όλων” (σ. 118) .
Στο θέμα του γλωσσικού ύφους, θα προσθέταμε ότι μερικές φορές τολμά να αυτοσαρκάζεται, γεγονός που φανερώνει εσωτερική επάρκεια, πνευματική και ψυχική ισορροπία, αλλά και να ειρωνεύεται τον Κρέοντα στην Επίδαυρο, που “περπατάει σαν να έχει λουμπάγκο και στη μέση και στο μυαλό”! (σ. 134).
Πριν να έρθουμε να προσεγγίσουμε ακροθιγώς τα είδη των ενδιαφερόντων που την απασχόλησαν, πρέπει να ειπωθεί ότι κάθε τομέας της ζωής ή καλύτερα των ενδιαφερόντων και πράξεών της μπορεί να αποτελέσει θέμα ξεχωριστής προσέγγισης. Το πλήθος των παραθεμάτων και αναφορών, των αποσπασμάτων της ποίησης, ελληνικής και ξένης, θα μπορούσε να αποτελέσει μια επαρκή ποιητική ανθολογία. Οι αναλύσεις, επίσης, για το θέατρο, την κλασική μουσική, το τραγούδι, μπορούν να γίνουν ειδικές μελέτες, όπως και ο γλαφυρός, πλούσιος τρόπος παρουσίασης των ταξιδιωτικών εντυπώσεων της, εντός και εκτός Ελλάδος.
Πριν να αναφέρουμε, όσον ένεστι, στοιχεία από τα παραπάνω θέματα, ας σταθούμε σε δύο παράγοντες που καθόρισαν τη ζωή της συγγραφέως.
Ο ένας είναι οι γονείς της, με την αυστηρότητα της εποχής, που καθόρισαν τη ζωή της ως παιδί και ως νέα. Γράφει, λοιπόν, σχετικά, ότι “από τη φτιαξά μου, που τα χρωστάω στους γονείς μου, ήθελα να μαθαίνω και όχι να αμφισβητώ αυτό που ξέρουν οι άλλοι”. “Ου τοι συνέχθειν αλλά συμφιλείν έφυν”, είπε η Αντιγόνη και τα συμφραζόμενα της περίστασης, δεν γεννήθηκα να αμφισβητώ αλλά να αποδέχομαι, αλλά όχι πάντα. Άκουγα προσεκτικά για να δω το κάτι που είχε πει ο άλλος, ακόμη κι αν το ήξερα” (σ. 125). Οποία αντίθεσις, λοιπόν, με τον αυθάδη και παντογνώστη, τον σύγχρονο Νεοέλληνα!
Το άλλο στοιχείο είναι “η πατρική βιβλιοθήκη”, καθώς και τα δικά της βιβλία, που διάβαζε και ξαναδιάβαζε, από μαθήτρια, τα διαβασμένα και ήταν η καθημερινή της διασκέδαση, η παρέα, μαζί με τη μουσική.
Ως προς την πλημμυρίδα της ποίησης και το πλήθος των ποιητών, θα κάνουμε χρήση της ομολογίας της, σχετικά με την ποίηση του Ελύτη “με την οποία ασχολήθηκα με πάθος” (σ. 284). Για την ίδια, ο Ελύτης είναι “ο Αρχάγγελος ο αεί δεξιά μου” (σ. 287), “ξυπνώ και κοιμάμαι με Ελύτη” (σ. 289), καθώς βρίσκεται “ο Ελύτης παντού μπροστά μου”. Μαζί με τον Ελύτη εκφράζει την αγάπη της και για τον άλλο μεγάλο μας ποιητή, τον Σεφέρη, αλλά και τον Καρυωτάκη, τον Καβάφη, τον Κάλβο, δεκάδες άλλους ποιητές και πεζογράφους.
Θα είναι ματαιοπονία να σχηματίσουμε κατάλογο ονομάτων και περικοπών από Έλληνες και ξένους ποιητές που χρησιμοποιεί για να κάνει λόγο για τον “χρόνο” πλάι στο ραδιόφωνο που αφιέρωσε.
Ως προς τη μουσική, ξεκίνησε “από μαθήτρια του Δημοτικού πλάι στο ραδιόφωνο” (σ.141) και συνέχισε με το Τρίτο Πρόγραμμα και ως φοιτήτρια με τις όπερες στη Λυρική Σκηνή και τους δίσκους.
Σήμερα, απολαμβάνει τη μουσική από τον “Άγιο” Υπολογιστή της και την πλούσια δισκοθήκη κλασικής μουσικής. Από παλιά, άκουγε και άκουγε ξανά και αποστήθιζε τα μουσικά έργα, ενώ βεβαιώνει ότι “δεν μου αρέσανε οι μάγκες και ο βαρύς καημός” (σ. 364), εκτός, όπως αναφέραμε, από τις σύγχρονες εκτελέσεις του Νταλάρα.
Το τραγούδι, π.χ. στο ραδιόφωνο, όταν ήταν παιδί, “sur le port d' Avignon "την έφερνε στον Πικάσο, στον Ξέρξη, τον Καίσαρα, τους Δειπνοσοφιστές, τον Μένανδρο, στους “γεφυρισμούς” και στην ταινία του κινηματογράφου “Bridge”. Είναι τόσες οι γνώσεις της για τα κλασικά μουσικά έργα ώστε δεν αρκείται, αναφέρεται και στους δημιουργούς, επιχειρεί πάνω στις ίδιες τις συνθέσεις μουσικολογικές αναλύσεις, αναφερόμενη ακόμα και σε μεμονωμένους μουσικούς φθόγγους των έργων.
Στο ειδικό, μάλιστα, κεφάλαιο "Σινεμά - Όπερα - Θέατρο", κάνει λόγο για τη Λυρική Σκηνή των φοιτητικών της χρόνων και ξεχωριστά κάνει μνεία της πρώτης εμπειρίας που είχε, όταν είδε τον Κουρέα της Σεβίλλης (σ. 236) .
Στο θέατρο και τον κινηματογράφο, τα έργα που έβλεπε, εκτός από μουσικολογικές αναλύσεις και σκηνοθετικές, χρησιμοποιεί παραλληλισμούς με θέματα της λογοτεχνίας, σύγχρονης ή αρχαιοελληνικής. Στην ιπποδρομία, λ.χ., του κινηματογραφικού έργου Μπεν Χουρ, με μαεστρία παραθέτει εκείνην του Ορέστη που ιστορείται στην Ηλέκτρα ή και σε πίνακες ζωγραφικής με όμοιο θέμα.
Αλλού εξομολογείται ότι “ο κινηματογράφος ήταν το καρφί που κρέμαγα τα μαθήματά μου ή και το ανάποδο” (σ. 160). Τον ίδιο παραλληλισμό επιχειρεί, σε άλλο σημείο, σχετικά με την αγάπη που τρέφει για τον κινηματογράφο: “Μου άρεσαν οι κινηματογραφικές αλήθειες ακόμα και οι ψεύτικες ή τα αληθινά κινηματογραφικά ψέματα. Κάπως το λέει ο Πικάσο: “Η τέχνη είν’ ένα ψέμα που δίνει σάρκα και οστά στην αλήθεια”.
Στην ταινία Άρωμα γυναίκας, ο Αλ Πατσίνο, τυφλός όντας, χορεύει αισθησιακά με την όμορφη νέα. Με παρεκβάσεις, λοιπόν, και συνεκδοχικά παραλληλίζει τη σκηνή αυτή με την Ανδρομάχη που αποχαιρετά τον Έκτορα. Ομοίως, με αντίστοιχες σκηνές στον Λέοναρντ Κοέν, στον Ξανθούλη, στον Ρωμαίο και Ιουλιέτα, τον Φάουστ και Μαργαρίτα, στο έργο Ελ Σιντ, στην ποίηση του Νικηφόρου Βρεττάκου και του Λευτέρη Παπαδόπουλου.
Η τεχνική αυτή της Ανθούλας Δανιήλ τηρείται σε όλες τις μορφές και κατηγορίες των γνωστικών αντικειμένων και εμπειριών της.
Ως προς το θέατρο, επεδίωκε να δει το έργο που παιζόταν στα αθηναϊκά θέατρα, ειδικά στο Ηρώδειο, όσες φορές παιζόταν κατά την ίδια σεζόν. Στην Επίδαυρο, μάλιστα, επεδίωκε και δεν έχανε, ούτε και τώρα χάνει, έργο που ανεβαίνει.
Διαβεβαιώνει δε ότι, φοιτήτρια και καθηγήτρια, “στην Πανεπιστημίου, στηνόμουν στην ουρά για να πάρω εισιτήριο για τις θεατρικές παραστάσεις, τις συμφωνικές ορχήστρες και τα επιφανή μπαλέτα που έρχονταν από το εξωτερικό”.
Ήταν τόση η απόλαυση, ώστε “τα ευτυχισμένα καλοκαίρια τα μετρούσα με το πόσες παραστάσεις είδα στο Ηρώδειο και στην Επίδαυρο. Κι αν έβλεπα πολλές ήμουν ευτυχής” (σ. 345). Το ίδιο συνέβαινε και συμβαίνει και με το Μέγαρο Μουσικής, “τόσο που, αν φτάσει η ώρα να μην έχω να φάω, θα πάω στο Μέγαρο να ζητιανεύω ήχους” (σ. 350).
Αυτή η απόλυτη αφιέρωση στα λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά ενδιαφέροντά της, χωρίς να σπαταλά άλλον χρόνο για άλλα πράγματα, φέρνει στο νου τον Καζαντζάκη που ζητούσε, ζητιάνευε από τον κάθε άνθρωπο να του δώσει μια ώρα για τα δικά του ενδιαφέροντα.
Η αρχαιογνωσία της, επίσης, η γνώση της αρχαίας ελληνικής Γραμματείας καταπλήσσει τον αναγνώστη, διαπιστώνοντας ότι παραθέτει πλειάδα αποσπασμάτων από τον Όμηρο, τον Σοφοκλή, τον Ζήνωνα, γενικώς από τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, για να στηρίξει, να τεκμηριώσει το θέμα που πραγματεύεται ή την προσωπογραφία που επιχειρεί, όπως: της Μαρίας Κάλλας, του Δημήτρη Χορν, του Μπάιρον, του Ρίτσαρντ Μπάρτον, της Ελένης Μπούκουρη, του Ζαν Ζενέ και τόσων άλλων, “ων ουκ έστιν αριθμός”.
Τα ταξίδια της, τέλος, στην Ελλάδα και το εξωτερικό είχαν πάντα μορφωτικό σκοπό και περιεχόμενο. Εδειχνε, μάλιστα, μνημειώδη αδιαφορία και αποστροφή για τον τουρισμό της απλής φωτογράφησης ή του βίντεο και για την αγορά, κατά τη διάρκειά του, προϊόντων κατανάλωσης και μόδας. Όλα τα ταξίδια, εκτός τα εκπαιδευτικά, είχαν σχέση με τα πρόσωπα, τους τόπους και τα αντικείμενα, τα έργα τέχνης που αγαπούσε. Ομολογεί ότι “ήθελα να πάω να δω από κοντά τους τόπους που είχα δει στα έργα. Ήθελα να πάω να δω πού ήταν η Τροία, να κάνω το ταξίδι του Οδυσσέα” (σ. 162). Στη Σκιάθο, να περπατήσει στα γκρεμνά που βάδισε ο Παπαδιαμάντης, για να φτάσει στο ερημοκλήσι της κορυφής.
Όλο το έργο της διακρίνεται και από τη δική της ευαισθησία, με λογοτεχνική υφή δοσμένο, ιδίως ποιητικότητα. Το επιλογικό κεφάλαιο, μάλιστα, με τίτλο “Addio del passato”, είναι λυρικό και άκρως συναισθηματικό.
Η πρώτη παράγραφος είναι αποχαιρετισμός σε όσους αγαπά και διατυπώνεται εν είδει αρχαιοελληνικού επιγράμματος: “Addio, αγαπημένοι, perdonate mi, και όπως είπε ο Aνακρέων “πολλά φαγών, πολλά πιών, πολλά κακ’ ειπών ανθρώποις, ενθάδε κείμαι...” η Ανθούλα η Αθηνοκορινθία”.
Και τελειώνει με ανακεφαλαίωση όσων με ψυχή απέθεσε: “Τελειώνω τη γραφή αυτήν, με όλον τον Ελύτη καταγεγραμμένο στον αμφιβληστροειδή μου και στην ψυχή μου... εγώ θα φύγω με λέξεις και εικόνες που πήρανε υπόσταση και νιώθω ζέστη, φορώ το φωτεινό πουκάμισο, ανεβαίνω τα σκαλιά, κοιτάζω τη θάλασσα από ψηλά, θα μπω στο βαρκάκι, σαν εκείνο το κορίτσι στην ταρτάνα του Πιραντέλο, εκείνο το κορίτσι που τρέχουν τα δάκρυά του στα μάγουλά του, που λέει “όχι” αλλά εννοεί “ναι”, δεν θέλει να παίξει στην ελαφρόπετρα αλλά θέλει. Και τελικά πάει και πετάει από ψηλά σαν άγγελος κατρακυλώντας προς τη θάλασσα…”.
Αφού φορέσει το δικό της, φωτεινό πουκάμισο, ενώ ο Υμνωδός, αντιθέτως, αιτείται “χιτώνα μοι παράσχου φωτεινόν”, γνωρίζει ότι η ώρα, ο χρόνος ο αμείλικτος περνά, αλλά “εγώ, λέει, δεν θέλω να κοιμηθώ”. Επιθυμεί την “έναστρη νύχτα” ή το φεγγάρι που γέρνει από την άλλη μεριά του ουρανού και την κοιτάει, παραμένοντας “στην ίδια θέση πάντα, εκεί που εγώ το περιμένω…”
Κλείνει με ένα ποιητικό κρεσέντο, με ένα “δι’ ευχών”, θα λέγαμε, του μεγάλου Ποιητή που αγαπά με “πάθος” και με ένα συμπίλημα λέξεων και εικόνων που κουβαλά στην ψυχή της.
ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ Ανθούλας Δανιήλ ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.