Χάρτης 20 - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-20/dokimio/metagrafes-me-yposxetikh-ena-politiko-podosfairogenes-keimeno-toy-manolh-anagnwstakh
Η δοκιμιακή και κριτική παρουσία του Μανόλη Αναγνωστάκη είναι διακριτή στον ημερήσιο και τον περιοδικό Τύπο, ενώ υπήρξε πυκνή και κατά την περίοδο από τη Μεταπολίτευση έως και τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Τα ποδοσφαιρικά του κείμενα αποτελούν μία δραστική πτυχή της συγγραφικής του παραγωγής. Παρότι κανένα δεν βρήκε θέση στην εκδοτική αποκρυστάλλωση της δοκιμιογραφίας του,[1] δύο είναι αρκετά γνωστά[2] και ένα βρέθηκε στο Αρχείο του Τάκη Σινόπουλου και δημοσιεύτηκε σχολιασμένο από τον Γιώργο Ζεβελάκη.[3] Το κείμενο, που εδώ παρουσιάζεται, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Η Αυγή, την Κυριακή 12 Μαΐου 1985 (ρουμπρίκα: «Ιδέες – Πολιτισμός», σελ. 23), ακριβώς τρεις εβδομάδες πριν από τις βουλευτικές εκλογές της 2ας Ιουνίου 1985. Θεματικός του πυρήνας είναι μία πρακτική, αποδεκτή στον χώρο του ποδοσφαίρου, η οποία όμως στηλιτεύεται από τον Αναγνωστάκη ως ανήθικη και αντιδημοκρατική, όταν μεταφυτεύεται στον χώρο της πολιτικής. Ο καβαφικός σαρκασμός, που εκφράζεται στο «Ας φρόντιζαν»[4] (1930) για τον αμοραλισμό των πολιτευομένων, αξιοποιείται στην επιλογική κορύφωση του κειμένου από τον Αναγνωστάκη, ώστε ο συγγραφέας να στοιχειοθετήσει τη δική του αντικειμενική συστοιχία ως αντίθεση ανάμεσα στην καθαρή συμφωνία των ποδοσφαιρικών μεταγραφών με υποσχετική και στην κατακριτέα πρακτική των αντίστοιχων πολιτικών μεταγραφών.
Εμείς οι ποδοσφαιρόφιλοι, μια ζωή κατατρεγμένοι, καταπιεζόμενοι, συκοφαντημένοι (μωρέ διανοούμενος να σου πετύχει, που τρέχει στα γήπεδα!), μπορούμε πια να πανηγυρίζουμε: ο αγώνας τώρα δικαιώνεται!
Η δική μας γλώσσα αποδείχτηκε η μόνη ικανή να εκφράσει τη σημερινή πολιτική πραγματικότητα, τα δικά μας «σημαίνοντα» και «σημαινόμενα» πέρασαν θριαμβευτικά στην κοινή χρήση – η πολιτική μας ζωή, τουλάχιστον από πέρσι, πλουτίστηκε με την καινούργια ορολογία και όλοι συνεννοούμαστε πια μια χαρά μεταξύ μας και ξέρουμε πού πατάμε. Έτσι έγιναν πια κοινοί τόποι και της μόδας: τα γήπεδα, τα ντέρμπυ, τα εκτός έδρας, οι χούλιγκανς, οι μεταγραφές, τα φάουλ – προχτές ο Λεωνίδας οργίασε στο Μενίδι, στέλνοντας ο αθεόφοβος τον «Αχαρναϊκό» να παίξει στο Γουέμπλεϋ με την Έβερτον!
Φέτος λοιπόν, προτείνουμε έναν καινούργιο, ολωσδιόλου επίκαιρο όρο, που απ’ όσο ξέρουμε δεν έχει ακόμα ξεμυτίσει.
Είναι οι λεγόμενες μεταγραφές με υποσχετική.
Για όσους δεν ξέρουν τι σημαίνει αυτό, κι έχουν κενά στη μόρφωσή τους, να το εξηγήσουμε.
Ένας σύλλογος χρειάζεται έναν παίχτη «έτσι κι έτσι», σε μια συγκεκριμένη θέση. Πλην όμως, ο σύλλογός του δεν τον παραχωρεί χωρίς σκληρά ανταλλάγματα. Ο ενδιαφερόμενος σύλλογος κρίνει ότι δεν αξίζει δα και τόσα λεφτά ο παίχτης ώστε να τον φορτωθεί ισοβίως. Τον παίρνει λοιπόν για μια μόνο περίοδο, να κάνει τη δουλειά του, με το αζημίωτο φυσικά. Ύστερα από ένα χρονικό διάστημα, τον «αποδεσμεύει» και ο παίχτης, τσόντα περίπου της ομάδας, χρήσιμη μεν, όχι απαραίτητη δε, ξαναγυρνά στην παλιά του ομάδα. Αυτό, περίπου, σημαίνει μεταγραφή με υποσχετική.
Σημειωτέον ότι στο ποδόσφαιρο που επικρατεί πλέον ο άκρατος επαγγελματισμός και δεν υπάρχει πια εκ μέρους των παικτών η «ιδεολογία της φανέλας» οι διαπραγματεύσεις αυτές γίνονται σε εντελώς νόμιμα και αποδεκτά πλαίσια και με πολλές ταυτόχρονα ενδιαφερόμενες ομάδες. Όποιος δώσει τα πιο πολλά. Αλλά και οι θεατές, φανατικοί πάντα των χρωμάτων της ομάδας τους δεν είναι πια τόσο φανατικοί για τους ίδιους τους παίκτες. Η έννοια της προδοσίας, της αποστασίας, της εγκατάλειψης, έχει αμβλυνθεί, οι κραυγές «πουλημένοι, πουλημένοι», οι τόσο γνώριμες κάποτε, έχουν αισθητά ατονήσει. Σήμερα το ίνδαλμά μας παίζει με μας, αύριο με τους αντιπάλους μας. Καταλαβαίνουμε το πρόβλημά του, που είναι το αιώνιο πρόβλημα της προσφοράς και της ζήτησης. Θέλει να ζήσει ο άνθρωπος και όσο κρατάν τα πόδια του «διαπραγματεύεται».
Ποιος θα τον αναθεματίσει;
Τέτοιες υποσχετικές δόθηκαν φέτος αφειδώς –φύγαμε πια από το γνώριμο τερραίν μας και μπήκαμε στο γήπεδο της πολιτικής– και ως τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές τα διαπραγματευτικά κανάλια είναι ανοιχτά και δεν ξέρουμε τι ακόμη ήθελεν προκύψει.
Ο αγαπητός Γιάννης δέχεται τελικά να ενισχύσει την Ομαδάρα, αλλά υπό έναν όρο: να ξαναφορέσει όταν τελειώσει η μπόρα των εκλογών (παρά λίγο να πούμε του κυπέλλου Ουέφα) τη φανέλα της παλιάς του αγαπημένης ομάδας. Τι να κάνει ο Μεγάλος Αρχηγός; Διαθέτει κάποιο ακόμα συνοικιακό κοινό ίσως ο αγαπητός Γιάννης και μας είναι εντελώς απαραίτητα κι αυτά τα χειροκροτήματα. Στο τημ λοιπόν και ο αγαπητός Γιάννης και αύριο βλέπουμε.
Σειρά έχει τώρα ο αγαπητός Μπάμπης. Αυτός όμως το παίζει πιο βεντέτα. Περιζήτητος. Χτυπά λοιπόν όλες τις πόρτες. Έχει κι αυτός τα δικαιώματα επί του τίτλου της δικιάς του ομάδας. Μικρή μεν, ούτε καν φέτος στη Β΄ Εθνική, αλλά δυναμική και με ήθος αποδεδειγμένο. Τα τσικό της ομάδας (τσικό για τους αμύητους: οι μικροί, οι φερέλπιδες, ας πούμε οι φοιτητές εν προκειμένω) σήκωσαν μπαϊράκι τον περασμένο Απρίλη και κατέβηκαν στο γήπεδο να ενισχύσουν την άλλη μεγάλη ομάδα που λέγεται «Πανσπουδαστική» (απλή συνωνυμία με την περίφημη «Εστουντιάντες» της Αργεντινής). Γιατί; Γιατί είναι πολύ προοδευτικά παιδιά και πολύ κατά του κατεστημένου. Ο αγαπητός Μπάμπης όμως τους τα χάλασε. «Έκλεισε» την τελυταία στιγμή με την πιο κατεστημένη Ομαδάρα. Γιατί; Γιατί και ο πολύς Ντυβερζέ[5] (φιλόσοφος είναι όχι προπονητής) είπε το περίφημο εκείνο ότι «ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα στα συγγενή ιδεολογικώς κόμματα είναι πιο σκληρός παρά στα αντίπαλα κόμματα». Θα παίξει λοιπόν στην καινούργια του Ομαδάρα σε μια θέση λίμπερο (όσοι δεν ξέρουν τον όρο, ε, ας παν να τον μάθουν) και μόλις τελειώσει το ντέρμπυ θα υψώσει πάλι τη σημαία της παλιάς του ομάδας.
Το «φαιρ πλαίυ» που λένε και οι Εγγλέζοι.
Λοιπόν ο αγώνας μας τώρα δικαιώνεται. Ας τολμήσουν πάλι να έρθουν «οι τα φαιά φορούντες»[6] και να μας κατηγορήσουν που πάμε κάθε Κυριακή στο γήπεδο και χειροκροτούμε τους «μισθοφόρους».
Αλλού γίνονται τώρα τα μεγάλα παζάρια. Και στο κάτω-κάτω στο ποδόσφαιρο, φτωχόπαιδα είναι, μια δουλειά κάνουν όπως όλοι μας, ωραίο θέαμα μας προσφέρουν, γιατί να μην έχουν και το κασέ τους – τουλάχιστον δεν καμώνονται τους ιδεολόγους.
Αλλά ιδεολόγοι με μεταγραφές και υποσχετικές επιπλέον, ε, αυτό νομίζουμε είναι το κάτι άλλο.
Και καλούμαστε να τους επιβραβεύσουμε με την ψήφο μας (παρ’ ολίγο θα λέγαμε με το εισιτήριό μας) στο μεθαυριανό μεγάλο τελικό της 2 Ιουνίου.
Να πούμε τώρα – μια κι αρχίσαμε αυτό το πρόχειρο ποδοσφαιρομάθημα – δυο λόγια και για τους προπονητές.
Προπονητής εστί, για τους αμύητους πάντα, το νάμπερ ουάν, το κλειδί, ο επιτελικός εγκέφαλος της ομάδας. Συνήθως είναι ξένος, ιλιγγιωδώς αμειβόμενος, δοκιμασμένος, ψυχρός επαγγελματίας, πολύπειρος. Αυτός θα κάτσει κάτω, θα μελετήσει το έμψυχο υλικό του, θα κατασκοπεύει το παιχνίδι των αντιπάλων, θα καταστρώσει σχέδια αμυντικά και επιθετικά, θα μπλοφάρει αν χρειαστεί, εν πάση περιπτώσει θα χρησιμοποιήσει όλα τα δυνατά μέσα, με μοναδικό σκοπό τη νίκη. Κάποτε, στα παλιά καλά χρόνια, που λέγαμε του ερασιτεχνισμού και της «ιδεολογίας της φανέλας» για την οποία πάθαινε κόσμος καρδιακές προσβολές στις κερκίδες, ο προπονητής μάς φαίνονταν σαν μια περιττή άχρηστη φιγούρα, ένα ξενόφερτο αλλότριο σώμα, μιας και η μπάλα παίζεται με την «ψυχή» και δεν χρειαζόμαστε επαγγελματίες σκηνοθέτες. Σιγά-σιγά τον συνηθίσαμε, ο επαγγελματισμός γαρ.
Κάτι περισσότερο: προσβλέπουμε σ’ αυτόν σαν θεό και σωτήρα. Μπορεί να λέγεται Γκμοχ ή Γκόρσκυ. Μπορεί όμως να λέγεται Σώγερ ή Χάμιλτον. «Διαβρώσαμε» τα αγνά ποδοσφαιρικά μας ήθη με τους πρώτους.
Διασώζουμε τα πολιτικά μας ήθη με τους δεύτερους.
Γιατί αποδείχτηκε πως αυτοί, διεθνείς ατσίδες, ξέρουν πολύ καλύτερα από μας, πώς γεμίζει το γήπεδο της Πλατείας Συντάγματος π. χ., πώς θα διακινηθούν τα πύλμαν της Ευρυτανίας και της Ροδόπης, σε ποιο σημείο πρέπει να φωνάζουμε «ούουου» και σε ποιο ύψος πρέπει να κουνάμε τα σημαιάκια για να φαίνονται από την ΤV.
Αλλά ας μην είμαστε και τελείως άδικοι. Ο αριθμός των ομάδων που μετέχουν φέτος στο πολιτικό πρωτάθλημα της Α΄ Εθνικής, είναι πολύ περιορισμένος. Οι παλιότεροι θα θυμούνται το περίφημο ΠΟΚ,[7] όπου τρεις μεγάλες ομάδες της Αθήνας και του Πειραιά, δικτατόρευαν το άθλημα. Περάσαμε ύστερα σε δημοκρατικότερες λύσεις και ανάσαναν λίγο και οι «μικροί». Τώρα τα περιθώρια πάλι στένεψαν. Πολλοί οι παίχτες –και άκρως φιλόδοξοι– και λίγα τα σωματεία. Όλοι πρέπει κάπου να βολευτούν, κάπου να κουρνιάσουν, έστω και ως αναπληρωματικοί. Αλλά, όπως-όπως να «περισωθούν», να μη χάσουν την «φίλαθλο ιδιότητα», να μην τους ξεχάσουν τελείως οι εναπομείναντες οπαδοί τους.
Πάλι σε σένα θα προστρέξουμε Κωνσταντίνε Καβάφη και στα ανεξάντλητα αποθέματα της σοφίας σου:
Αλλά κατεστραμμένος άνθρωπος τι φταίω εγώ
ζητώ ο ταλαίπωρος να μπαλωθώ…
Οι έντονα τυπωμένοι όροι αποτελούν συγγραφική επιλογή του Αναγνωστάκη. Το κείμενο κατά βάση λειτουργεί ως σάτιρα των πολιτικών ηθών και της πολιτικής συμπεριφοράς συγκεκριμένων ανθρώπων και κομμάτων, ωστόσο εμπλουτίζει και την ποδοσφαιρογραφία του Μανόλη Αναγνωστάκη λόγω της συγκριτικής συμπαράθεσης ποδοσφαίρου και πολιτικής, με άξονα την τακτική των «μεταγραφών με… “υποσχετική”». Τον προβληματισμό του συγγραφέα, διανθισμένο με βιογραφικές και αυτοβιογραφικές πληροφορίες, συνέχισε στην ίδια εφημερίδα και μία Κυριακή μετά τη δημοσίευση του κειμένου του Αναγνωστάκη ο σημαντικός πεζογράφος, αλλά και μείζων ποδοσφαιρογραφος, Τόλης Καζαντζής.[8]
Στην αρχή του κειμένου ανιχνεύονται η διαφωνία αλλά και η πικρία του Αναγνωστάκη για την πρόσληψη του ποδοσφαίρου σαν φαινομένου αντιπνευματικού και πολιτισμικά απαξιωμένου, η οποία με κεκτημένη μεταπολιτευτική ταχύτητα συνεχιζόταν έως και τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Ο «Λεωνίδας» προφανώς είναι ο Λεωνίδας Κύρκος, που μάλλον είχε εκφωνήσει κάποιον προεκλογικό λόγο στο Μενίδι,[9] κερδίζοντας –κατά τον συγγραφέα– τις εντυπώσεις (στην ποδοσφαιρική ιδιόλεκτο το «οργίασε» δηλώνει πολύ καλή απόδοση), ενδεχομένως λέγοντας και κάποια υπερβολή ή ανακρίβεια, σχετιζόμενη με το ποδόσφαιρο, την οποία δεν καταφέραμε να εξακριβώσουμε (πάντως, η έδρα της Έβερτον είναι το Γκούντισον Παρκ της πόλης του Λίβερπουλ και όχι το Γουέμπλεϋ του Λονδίνου).
«Ο αγαπητός Γιάννης» είναι ο τότε πρόεδρος της ΕΔΗΚ Ιωάννης Ζίγδης (1913-1997). Στις εκλογές του 1985 συνέπραξε ως συνεργαζόμενος με την «Ομαδάρα» (= ΠΑΣΟΚ) και τον «μεγάλο Αρχηγό» (= Ανδρέας Παπανδρέου) και έτσι εξελέγη Βουλευτής της Β΄ Εκλογικής Περιφέρειας Αθηνών. Ας ληφθεί υπόψη ότι οι βουλευτικές εκλογές της 2ας Ιουνίου 1985 έγιναν με λίστα (εγκεκριμένη από τα κομματικά όργανα και επί της ουσίας από τον «Μεγάλο Αρχηγό» και τους ισχυρούς βαρώνους κάθε κόμματος) και όχι με σταυροδότηση των υποψηφίων. «Ο αγαπητός Μπάμπης» είναι ο τότε πρόεδρος του ΚΟΔΗΣΟ Χαράλαμπος Πρωτοπαπάς (1920-2011). Εξελέγη Βουλευτής Επικρατείας στις εκλογές του 1985, συμπράττοντας «με την πιο κατεστημένη Ομαδάρα» (=Νέα Δημοκρατία). Σημειωτέον –και το επισημαίνει δηκτικά ο Αναγνωστάκης – ότι στις φοιτητικές εκλογές, που διεξήχθησαν τον Απρίλιο του 1985, η φοιτητική νεολαία του ΚΟΔΗΣΟ είχε συμπράξει με την Πανσπουδαστική, δηλαδή με τη φοιτητική νεολαία που συνδεόταν και συνδέεται με την Κομμουνιστική Νεολαία Ελλάδας και με το ΚΚΕ. Ο Γιάτσεκ Γκμοχ (1939- ) και ο Κάζιμιρ Γκόρσκι (1921-2006) είχαν ευδόκιμη προπονητική θητεία σε πολλούς ελληνικούς ποδοσφαιρικούς συλλόγους, αλλά και στην Εθνική ποδοσφαιρική Ομάδα της Πολωνίας. «Σώγερ» και «Χάμιλτον» ήταν οι εταιρείες επικοινωνίας, που είχαν αναλάβει τις προεκλογικές εκστρατείες του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας, αντίστοιχα. Ίσως λόγω σεβασμού και αγάπης προς ένα πρόσωπο της –εν ευρεία εννοία– δικής του πολιτικής όχθης, ο Αναγνωστάκης δεν αναφέρεται στον «αγαπητό Μανώλη», αλλά ο Μανώλης Γλέζος (1922-2020) ως πρόεδρος της ΕΔΑ και συνεργαζόμενος με το ΠΑΣΟΚ είχε περιληφθεί στο ψηφοδέλτιο της Β΄ Εκλογικής Περιφέρειας Πειραιά του κόμματος και εξελέγη και αυτός βουλευτής στις εκλογές του 1985. Είχε τοποθετηθεί στην πρώτη θέση του ψηφοδελτίου του ΠΑΣΟΚ στην Β΄ Πειραιά (όπως αντίστοιχα στην πρώτη θέση του ψηφοδελτίου της Β΄ Αθηνών είχε τοποθετηθεί ο Ιωάννης Ζίγδης).
Η ποιητική σιγή του Αναγνωστάκη μετά τον Στόχο (1970) είναι ένα ακόμη κριτικό στερεότυπο (Το Περιθώριο ’68-’69, το ΥΓ., τα ποιήματα του Μανούσου Φάσση και ορισμένα ακόμη ποιήματα του Αναγνωστάκη το ρηγματώνουν), όμως αδιαμφισβήτητη είναι η παρέμβαση του ποιητή στα πνευματικά και πολιτικά δρώμενα από τη Μεταπολίτευση και εξής με πολλά δοκιμιακά κείμενα. Τα περισσότερα από αυτά έχουν δημοσιευτεί στην Αυγή και παρότι ενσωματώνουν πεποίθηση γνώμης και υψηλόβαθμα ενδιαφέρουσες απόψεις, δεν έχουν εν συνόλω συγκεντρωθεί, ενώ τα περισσότερα δεν έχουν σχολιαστεί ιδιαίτερα.