Χάρτης 19 - ΙΟΥΛΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-19/afierwma/papagiwrghs-forever
Βλέπεις, ακούς, μυρίζεις, γεύεσαι, ψαύεις. Και οι πέντε αισθήσεις (ίσως και η έκτη) σε επιφυλακή. Γύρω σου, η μουσική των δύο Νίκων (ακοή), η κάμερα της Αλίκης (όραση), οι αλαλαγμοί του Οδυσσέα (ακοή), τα κοψίδια που ετοιμάζονται στην κουζίνα (όσφρηση), η μελωδία της ευωδίας (όσφρηση), τα βιβλία παντού στο μεγάλο δωμάτιο με την καμάρα (όραση), οι δίσκοι βινυλίου και τα έντυπα στα χέρια σου (αφή), οι χειραψίες και τα φιλιά μετά το τραγούδι (αφή), ο Οδυσσέας Γεωργίου που λέει, αγγίζοντάς σου τον ώμο και αναδίνοντας μυρωδιές από άφιλτρο τσιγάρο, από τσικουδιά, κι από ψαρονέφρι, ενώ εσύ τον κοιτάζεις που σε κοιτάζει με κόκκινα μάτια και βλέμμα γαλάζιο, καθώς εσύ πίνεις την τσικουδιά που σου έχει προσφέρει (ακοή, αφή, όσφρηση, όραση, γεύση), ναι, ο Οδυσσέας Γεωργίου λέει, φωναχτά, δυνατά, ουρλιάζοντας σχεδόν, προς όλους, «Κατάνυξη και κοψίδια, αυτοί είναι οι δύο πόλοι. Κι αν δεν με πιστεύετε, διαβάστε Σάμιουελ Μπέκετ, διαβάστε Κωστή Παπαγιώργη».
Μπαινοβγαίνεις στον χρόνο, σημαίνει μπαινοβγαίνεις στην Ύπαρξη. Βλέπεις, ακούς, οσφραίνεσαι, ψαύεις, γεύεσαι, κι όλα, στα είκοσι πέντε σου μείον κάτι μήνες, («μείον ωά», όπως τιτλοφορούσε μια ποιητική του συλλογή ο πυραυλοκίνητος παράφορος ποιητής Μιχάλης Κατσαρός), και όλα, στα είκοσι πέντε σου, γίνονται ένα μεγάλο Ναι στη Ζωή, ένα μεγάλο Ναι στο Πνεύμα, ένα μεγάλο Ναι στο Κορμί. Οι δύο Νίκοι ξαναπιάνουν το τραγούδι, στην κατάφωτη κάμαρα με την καμάρα, στην μακριά σαν παράγραφος του Τόμας Μπέρνχαρντ και σαν το επαναλαμβανόμενο θέμα του «Μπολερό» του Ραβέλ, οδό Αλκαμένους, στο πολυπολιτισμικό χωνευτήρι όπου τα Σεπόλια χορεύουν καζατσόκ με την Κυψέλη υπό τους ήχους ηλεκτρικής κιθάρας, σιτάρ, σαντουριού, τύμπανου, ακορντεόν, και ντεφιού. Η Αλίκη Δέτση φιλμάρει τους δύο Νίκους, τους Uncensored, όπως έχουν βαφτίσει το μουσικό τους σχήμα/σήμα. Οι Uncensored έχουν μελοποιήσει το ποίημα του Ηλία Λάγιου για τον Κωστή Παπαγιώργη.
Βλέπεις, ακούς, μυρίζεις, γεύεσαι, ψαύεις. Το ποίημα του Λάγιου για τον Κωστή είναι μια γιορτή και των πέντε αισθήσεων. Είναι ένα κράμα Χάιντεγκερ και Μπαγιαντέρα, σκέφτεσαι, κι όποιος δύσπιστος έχει ανώφελες αμφιβολίες, ιδού: «Από μικρός διδάχτηκες / το τι ’ναι το Dasein / κι έτσι, Κωστή μου, τάχτηκες / μονάχος σαν τον Κάιν. / Της Ηθικής συνήγορο / γύρεψες τον Σπινόζα, / μα ήταν Οβριός· παρήγορο! / γιατί ήταν όλος πόζα. / Έτσι είσαι βίος άδικος, / μυλόπετρα κι αλέθεις· / της σούρας σου κατάδικος, / έγραψες Περί Μέθης» (Λάγιος). Και: «Αποβραδίς ξεκίνησα / μ’ έναν παλιό μου φίλο / για το Χατζηκυριάκειο / και για τον Άγιο Νείλο· / που ‘χει ρετσίνα δροσερή / και όμορφα κορίτσια / μόνο που σε τρελαίνουνε / με νάζια και καπρίτσια. / Έχει και μια μελαχροινή / που είναι όλο νάζι / πρώτα με κέρναγε φιλιά / και τώρα δεν την νοιάζει. / Και κάθε βράδυ καρτερώ / μπροστά μου να περάσει / κι αν δεν την κλέψω μια βραδιά / ο κόσμος θα χαλάσει». Οι Uncensored τραγουδάνε, η Αλίκη φιλμάρει, ο Γεωργίου χορεύει, τα κοψίδια ευωδιάζουν, τα κορμιά αγγίζονται, τα βλέμματα στροβιλίζονται, τα αυτιά πάλλονται, στα χείλη η αψάδα της τσικουδιάς και η λυτρωτική πίκρα του τσιγάρου (όσφρηση, αφή, όραση, ακοή, γεύση, σε απόλυτη ροή/αρμονία/μέθεξη/τρέλα/διαλεκτική/κατάνυξη).
Μπαινοβγαίνεις στον χρόνο, σημαίνει μπαινοβγαίνεις στην Ύπαρξη. Σου το δίδαξε ο Παπαγιώργης αυτό, έστω μέσα από τις σελίδες του, δεν τον πρόλαβες τον ίδιο, Νίκο Γιαννόπουλε, αλλά τον διάβασες, τον μελέτησες, τον αισθάνθηκες, τον αφομοίωσες, τον εγκολπώθηκες. Τον μνημονεύεις ξανά και ξανά στα γραπτά σου, είναι ένα από τα παράπλευρα θέματα της διατριβής σου που εκπονείς στο πανεπιστήμιο του Λέιντεν σχετικά με τα underground, τα αριστερίστικα, τα αναρχικά και τα βραχύβια ερασιτεχνικά ροκ ρεύματα/στέκια/έντυπα της Μεταπολίτευσης. Υποστηρίζεις ότι, εμμέσως αλλά καταλυτικώς, ο Παπαγιώργης επηρεάζει ένα σωρό ανήσυχα μυαλά που είχαν βαλθεί ακριβώς να μπαινοβγαίνουν στον χρόνο, να μπαινοβγαίνουν στην Ύπαρξη, σ᾽ αυτό το λαβυρινθώδες ορυχείο των ημερών και των νυχτών, για να σκαλίσουν, να σκάψουν, να σκουντουφλήσουν, να σκαρφαλώσουν αναζητώντας πολύτιμους λίθους νοήματος, τιμαλφή σημασιών, αλλά και (γιατί όχι;) δικαιολογίες και θεωρητική κάλυψη για τις ευφρόσυνες αφροσύνες τους. Κι εσύ, τόσες δεκαετίες μετά, πιάνεις γραμμή και σκαλίζεις, σκάβεις, σκουντουφλάς, σκαρφαλώνεις αναδρομικά και μαζί τους, γιατί κι εσύ, και η παρέα σου, και η γενιά σου, έστω μια φράξια, ένα γκρουπούσκουλο της γενιάς σου, πεινάτε για νόημα, διψάτε για σημασίες, διακαώς δομείτε διαρκώς δικαιολογίες για τις δικές σας ευφρόσυνες αφροσύνες.
Βλέπεις, ακούς, μυρίζεις, γεύεσαι, ψαύεις. Και μαζί με τον Παπαγιώργη, ερήμην του αλλά με σέβας, πασχίζεις να συμφιλιώσεις Χέγκελ και Χατζηχρήστο, Μούζιλ και Μουφλουζέλη, Ιμμάνουελ Καντ και την μπάντα Can (Vitamin C και Oh Yeah), Μπακούνιν και Μπαγιαντέρα, Τσέλαν και Τσιτσάνη, Μέλανα Δρυμό και Ρούμελη, κατάνυξη και κοψίδια.
Στο τρένο για το Λιανοκλάδι ακούει Άκη Πάνου. Ταξιδεύει, ο Νίκος Γιαννόπουλος, ετών είκοσι πέντε. Και με τις σιδηροτροχιές και με το φαντασιακό. Και με τα μάτια της ψυχής και με της κουκουβάγιας. Και με τα ακουστικά στ᾽ αυτιά, παλιά ακουστικά, μεγάλα, μαύρα, και με το «Θολωμένο μου Μυαλό» να παίζει στο παλιό walkman. Ο Γιαννόπουλος είναι με τα παλιά, με τους παλιούς, με τις παλιές. Είναι με τα βινύλια, με τους στυλογράφους, με τις κασέτες. Ο Χρόνος Είναι Κρίμα, είχε γράψει με μαρκαδόρο στο σακίδιό του, στο λύκειο. Και άκουγε, αν είναι δυνατόν, Doors και Άκη Πάνου, στην εφηβεία του. «Γέρο Νώε», τον έλεγαν οι συμμαθητές του. Στο πανεπιστήμιο, τον φώναζαν «Λάζαρο», ο νεκραναστημένος πάλι ακούει τα παλιά, έλεγαν. Και τώρα τελευταία, ο Οδυσσέας Γεωργίου του κόλλησε, του εικοσιπεντάχρονου, το παρατσούκλι «Ο Γέρος του Βουνού». Κουβέντιαζαν για το Άλαμουτ, το απόρθητο οχυρό και μέλαθρον μελέτης (αλλά και οργίων), του Χασάν-ι-Σαμπάχ, και γυρίζει ο Γεωργίου και του λέει, «Θα σε λέω Χασάν, ή μάλλον, όχι, καλύτερα Γέρο του Βουνού, έτσι θα σε λέω, σου πάει». Και ο Γιαννόπουλος βάφτισε «Ομάρ» τον Οδυσσέα, ένα άλλο βράδυ που μιλούσαν για τα Ρουμπαγιάτ, τα Τετράστιχα, του Καγιάμ και για τον Ομάρ, τον Διδάκτορα του Τίποτα, από την ταινία The Shanghai Gesture (ελληνικός τίτλος προβολής Οι Κολασμένοι της Σαγκάης — άκουσον! άκουσον!) του παίκτη/ρέκτη Γιόζεφ φον Στέρνμπεργκ.
Διδάκτωρ του Τίποτα. Doctor of nothing. Docteur en rien. Είτε ελληνικά το πεις, είτε αγγλικά (όπως στην ταινία του Στέρνμπεργκ), είτε γαλλικά (όπως στον πρώτο τόμο του Panégyrique, του Πανηγυρικού, του Ντεμπόρ), το νόημα είναι το ίδιο: αυτοδιδαχή και αυτοδιάθεση, αυτομόρφωση και αυτοτέλεια, αυτοέλεγχος και αυτοδυναμία. Ο Γιαννόπουλος πάει με το τρένο στο Λιανοκλάδι, κι από κει θα επιχειρήσει την ανάβαση στα άπαρτα βουνά, στα ωραία όρη, ίσαμε το Νεχώρι, ναι, Νεχώρι το λένε οι ντόπιοι κι οι παλιοί, της Υπάτης, τόπο γενέθλιο του αυτοδίδακτου, αυτοδιάθετου, αυτομορφωμένου, αυτοτελούς, αυτοελεγχόμενου, αυτοδύναμου φιλόσοφου, του αείμνηστου Κωστή Παπαγιώργη. «Το θολωμένο μου μυαλό / μ’ έχει προδώσει προ πολλού, / του λέω αλλού και τρέχει αλλού, / με κάνει και παραμιλώ», ακούει τον Καζαντζίδη να ερμηνεύει Άκη Πάνου, ο Γιαννόπουλος, και, παραλλήλως, διαβάζει, ξανά και ξανά, δύο παραγράφους, υπογραμμισμένες, από τον Εαυτό του Παπαγιώργη. «Η αφή είναι η μόνη αίσθηση που επικαλύπτει ολόκληρο το σώμα και ενέχει τις άλλες: ζέστη, πόνο, επαφή, πίεση. Σύμφωνα με τον Φρόυντ εξάλλου, η αφή είναι η μόνη από τις πέντε εξωτερικές αισθήσεις που διαθέτει αναστοχαστική δομή». Και: «Πιθανώς ο Πωλ Βαλερύ ήταν ο πρώτος που τόλμησε να κατανοήσει τη δερματική επιφάνεια του ανθρώπου ως βάθος, το έξω μέρος του σώματος ως το πλέον βαθύ που υπάρχει μέσα μας».
Στο τρένο για το Λιανοκλάδι ακούει Άκη Πάνου. Θυμάται μια φράση που του είχε πετάξει ανάμεσα σε δύο τσικουδιές ο Οδυσσέας. «Όλη η μεταπολιτευτική Ελλάδα συνοψίζεται σε τρεις Πάνου: Άκης Πάνου, Γιάννης Πάνου, Πόλυ Πάνου». Επί τρεις ώρες, και με την αρωγή και ευδοκίμηση δύο λίτρων χανιώτικης τσικουδιάς, οι Γιαννόπουλος και Γεωργίου, ανέλυσαν το έργο, τον βίο, την πολιτεία και την οντότητα των Τριών Πάνου, για να περάσουν μετά στους Cage, Cale, Cave που πήραν τα μυαλά του Γεωργίου ήδη από την δεκαετία του ογδόντα και παίρνουν τα μυαλά του Γιαννόπουλου νυν και αεί και εις τους αιώνες των αιώνων αμήν. Ο Άκης Πάνου είχε δημιουργήσει το αγαπημένο άσμα του Κωστή Παπαγιώργη, ο οποίος Κωστής Παπαγιώργης άκουγε μόνον άσματα, ποτέ ινστρουμένταλ κομμάτια. «Άμα δεν έχουν λόγια, δεν τ᾽ ακούω», έλεγε στον Γεωργίου ένα βράδυ στο «Άμα Λάχει». Και μετά, έπιανε να τραγουδάει, ψιθυριστά, ψιχαλιστά, αλλά και ψυχωμένα, με δωρική χαλανδριώτικη αδρότητα και αβρότητα: «Και τι δεν κάνω / για να βρεθώ στην αγκαλιά σου τι δεν κάνω / και μ’ αποφεύγεις σαν αλήτη, σαν ζητιάνο / κάθε στιγμή».
Διδάκτωρ του Τίποτα. Και ο Παπαγιώργης και ο Γεωργίου και ο Γιαννόπουλος. Τρεις γενιές διδάκτορες του τίποτα. Θα έλεγε κανείς ότι μορφώθηκαν στο night-club των συνειρμών, ότι εξέλαβαν τους καφενέδες, τα ουζεριά, τα μεζεδοπωλεία, τα κρασοπουλιά για κραταιά εκπαιδευτικά ιδρύματα, καταφεύγοντας νυχτοήμερα στο «Τρίτο Μάτι» και στο «Dada», στο «Decadence» και στον «Βρούτο», στο «Παρασκήνιο» και στον «Ένοικο», για να μιλήσουν, να πιουν, να τραγουδήσουν, ν᾽ αγκαλιάσουν, να καβγαδίσουν, να φιλιώσουν, να διαβάσουν. Τόπους αληθείας, είπε ο Γεωργίου στον Γιαννόπουλο, ότι πρέπει να λένε τα στέκια τους. Και άλλοθι αλητείας, ναι, έτσι να λένε τα οργιώδη αδηφάγα διαβάσματά τους.
Εμείς ήμασταν του βουνού και του λόγγου. Δαπανηθήκαμε στις λόχμες, όπως έγραφε ο άλλος κρυφός ήρωας της Μεταπολιτευτικής Μέθεξης, ο Γιώργος Μακρής. Τη θάλασσα την αγαπούσαμε αλλά από μακριά, όταν ήμασταν στα κορφοβούνια, και την ατενίζαμε από κει. Την αγαπούσαμε τη θάλασσα, αλλά μονάχα το χειμώνα, κι όταν φουρτούνιαζε. «Ήρωες, άπαρτα βουνά», τραγουδούσαμε, αμούστακα μειράκια, στις ταβέρνες της Καισαριανής, το έτος 1977. Άλαμουτ, αποφασίσαμε να λέμε το κονάκι μας. «Γέρο του Βουνού», βαφτίσαμε τον Γαβριά της Παρέας. Βουνό ίσον Κορέκτ. Βουνό ίσον το πνεύμα της άμυνας. Βουνό σημαίνει οχυρό. Φτάνουμε με το τρένο στο Λιανοκλάδι κι αρχίζουμε την ανάβαση στα Ωραία Όρη.
Παραλία Κύμης. Αυτήν εγκωμιάζει ο Κωστής Παπαγιώργης. Αλλά στο Νεχώρι Υπάτης γεννήθηκε. Κι εκεί, στο Νεχώρι, τον τιμούμε. Με κατάνυξη και κοψίδια, όπως λέγαμε. Με χωριανούς, άλλους εκεί ριζωμένους, κι άλλους που έρχονται συχνά τα καλοκαίρια, και το Νεχώρι ανασαίνει πάλι. Με την ταβέρνα «Το Πέρασμα», όπου απολαμβάνουμε τσίπουρα απανωτά, όπου βλέπουμε ένα παμπάλαιο πανέμορφο ραδιόφωνο, όπου ακούμε τις τρίλιες του ουρανού. Με δημοτικά τραγούδια, ντόπια. Μάλιστα, ένα απ᾽ αυτά, το άδει ο δάσκαλος, ο Γιώργος, και λέει: «Νια Πούλια είναι στον αρανό, νια λυγερή στον κόσμο, / του Παπαλάμπρου η γι-ανηψιά, του Παπαγιώργ᾽ η νύφη, / πόχ᾽ ασηρμένιον αργαλειό και φιλντισένιο χτένι. / Συντά᾽ μπαινε στον αργαλειό κι αρχίναε το τραγούδι…»
Εμείς ήμασταν του βουνού και του λόγγου. Και της διαλεκτικής. Και της διελκυστίνδας. Και των διακυμάνσεων. Και των διακλαδώσεων. Τρέχαμε στον Ελασίτη, που έλεγε κι ο φίλος μας, και του Παπαγιώργη φίλος, ο Λάγιος, ο ποιητής και θαυματοποιός. Τρέχαμε και στον Χρηστάκη, όμως, τον Λεωνίδα, τον άνθρωπο-λαβύρινθο, τον πρώτο Έλληνα που άφησε μούσι μεταπολεμικώς, πριν κι από τον θρυλικό Σίμο τον Υπαρξιστή. Και, βέβαια, τρέχαμε στον Παπαγιώργη. Ανηφορίζαμε την Θεμιστοκλέους για το βουνό, την Καλλιδρομίου, την Καμωματού Οδό, την αιώνια αγαπημένη, την ερωμένη Καλλιδρομίου — λέγαμε «ερωμένη» την Καλλιδρομίου και «σύζυγο» την Πατησίων, ήδη από την αυγή της Μεταπολίτευσης, από τα μέσα της δεκαετίας του Εβδομήντα. Και τρέχαμε στον Παπαγιώργη, διότι ήμασταν του λόγγου αλλά και του λόγου, κι ο Παπαγιώργης ήταν παγά λαλέουσα και λάλον ύδωρ όταν είχε τα κέφια του, κι ας τράβηξε τραυλισμούς στα τραυματισμένα μικράτα του. Τα έλεγε τραγουδιστά, ο Κωστής. Δεν μιλούσε με γρίφους. Στοχοθετούσε με στίχους.
Παραλία Κύμης. Αλλά και Παραλία Αμπελοκήπων. Μπαχ και μπουζούκια. Χέγκελ και Χατζηχρήστος, έλεγε ο Κωστής. «Ανήκομεν στην Δύση», διάβαζες στα φώτα νέον του νου όλων των καρτεσιανών, καντιανών, ποππερικών, έγραφε το βιβλίο του για τον ιεραπόστολο της Δυτικής Φιλοσοφίας, τον Μάρτιν Χάιντεγκερ, ο Κωστής, και συνάμα σύχναζε στην «Ανατολή», στο υπόγειο υπερώον, στο ασκαρδαμυκτί σκυλάδικο της Παραλίας Αμπελοκήπων, όπου ο τζαζμπανίστας, βγαλμένος από τρεις ταινίες μαζί (του Κουστουρίτσα, του Μακαβέγιεφ, και του Μπέλα Ταρρ), φορούσε καφέ πέδιλο πλαστίκ «μπούφαλο» και άσπρες κάλτσες πετσετέ. Και η παραλία γινότανε βουνό, ωραίο όρος, Νεχώρι Υπάτης, μες στο ιμαλάιο πάθος και την εβερέστια μέθη, και η πίστα έπαυε να είναι βόθρος και γινόταν βάθρο, και η τραγουδίστρια μεταμορφωνόταν σε Θεά των Θεών, και το τραγούδι της γινόταν άσμα ασμάτων, κι εμείς ήμασταν χωμένοι και χαμένοι σ᾽ ένα χαοτικό χάσμα χασμάτων, και η πραγματικότητα όλη μεταμφιεζόταν σε προμεταμοντέρνο θραύσμα θραυσμάτων. Το κεντρικό σουξέ στην «Ανατολή» το έλεγε ο Παναγιώτης, ένα γερό λαρύγγι, και ήταν το απόγειο της διαλεκτικής σκέψης, κι ας μην το ήξερε. Άκης Πάνου και ξερό ψωμί: «Ήταν ψεύτικα / τα γλυκόλογά της όλα / ήταν ψεύτικα / βρήκα την καταστροφή μου / κι ερωτεύτηκα / όλα ψεύτικα // Ήταν κάλπικα / τα φιλιά που μου πουλούσε / ήταν κάλπικα / κι όταν είδα την αλήθεια / πόσο ντράπηκα / όλα κάλπικα // Ήταν θάνατος / το πιοτό που με κερνούσε / ήταν θάνατος / και δεν είμαι από πέτρα / ούτε αθάνατος / ήταν θάνατος».
Εμείς ήμασταν του βουνού και του λόγγου. Και τώρα, ανεβήκαμε στο Νεχώρι να τιμήσουμε τον άρχοντα του χθαμαλού έπους, τον ιεροφάντη της ζεϊμπέκικης τελετουργίας, των γλωσσωρύχο και γλωσσοπαίκτη, Κωστή Παπαγιώργη. Ο Γιάννης Πρελορέντζος, ο Γεράσιμος Σταματέλος, η Ράνια Σταθοπούλου, του Κωστή η αρχόντισσα, ο Γιώργος Ζακυνθινός, κι εμείς —ο σχεδόν εξηντάρης Οδυσσέας Γεωργίου και ο σχεδόν εικοσιπεντάρης Νίκος Γιαννόπουλος—, στον ορεινό όγκο της Οίτης, στα αγέρωχα έλατα, στην κατάνυξη και στα κοψίδια. Συναζόμαστε στο βουνό για να θυμηθούμε και για να θυμίσουμε. Για να πιούμε και για να τα πούμε. Για να είναι, ξανά, μαζί μας ο Κωστής και η αυτοβιολογία του Κωστή και τα γραπτά του Κωστή και οι στοχασμοί του Κωστή. Για να παίξουμε πάλι το παιχνίδι της μνημοσύνης, για να κάνουμε πάλι λεπτά τα δευτερόλεπτα, ώρες τα λεπτά, τις ώρες να τις επιμηκύνουμε σε μέρες, σε μήνες να απλώσουμε τις μέρες, και τους μήνες να τους βαφτίσουμε στον ωκεανό του χρόνου και να τους πούμε έτη, δεκαετίες, αιώνες, χιλιετίες.
(Κυψέλη, 2019-2020)
Τρία «κωστηπαπαγιωργικά» κεφάλαια από το έργο αυτοβιολογίας Μυθιστόρημα της Μεταπολίτευσης, εκδ. Νήσος (ετοιμάζεται)