Χάρτης 19 - ΙΟΥΛΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-19/afierwma/mia-anagnwsths
Ήταν ήδη αρκετή ώρα εκεί. Καθόταν μόνη, στο πλάι του τάφου, γερμένη προς τα εμπρός, με τα χέρια ακουμπισμένα στα μάγουλα, χωρίς να σκέφτεται τίποτα. Όσα έβλεπε είχαν σταματήσει. Παντού γύρω της έμενε ασάλευτο ένα πολύχρωμο, αναδιπλωμένο, ζωντανό τέλος: τα δένδρα στέκονταν σαν ζωγραφιές, ο αέρας είχε πάψει να φυσά, όλες οι εικόνες ήταν ακινητοποιημένες, τα ζωύφια είχαν εξαφανιστεί στις φωλιές τους, ένα ολόκληρο πετρωμένο, ανάγλυφο δάσος λουλουδιών έτεινε το απόκοσμο βλέμμα του προς τον ήλιο. Ξάφνου από μακριά φάνηκε καθαρά η φιγούρα μιας καλοσχηματισμένης, θαρραλέας αλλά συνάμα σοβαρής πεταλούδας, που υπολογίζοντας τον αέρα και τη γύρω ατμόσφαιρα, πλησίαζε με χορευτικά, κομψά τινάγματα των φτερών της το σύμπλεγμα γυναίκας-αρχέγονου ορθογώνιου μονόλιθου. Και ήταν τότε που η μορφή του νεκρού, σε αντίθεση με τα λουλούδια και τα δέντρα και τον άνεμο, έσπασε την ακινησία της βγαίνοντας από τον εαυτό της (μπορούσε να τη δει κανείς να ταράσσεται χαρούμενη) σκιρτώντας στον νου της γυναίκας, όπου ορισμένες λέξεις συνδέθηκαν με μια συγκεκριμένη σειρά εικόνων σε έναν απροσδιόριστα μακρινό, σοφό τόνο.
Συνέβη κάτι αλλόκοτο: τα γραπτά του, όχι ο ίδιος, άρχισαν να περνούν μπροστά από τα μάτια της και είχαν τον χαρακτήρα πραγματικών, δικών της εμπειριών, που έχουν συμβεί σε συγκεκριμένη ώρα, με συγκεκριμένο τρόπο· χαρακτήρα νοερών γεγονότων με τη σημασία γεννήσεων ή και θανάτων, αναγνώσεων που αναδιπλώθηκαν μέσα στη μνήμη της, στον δικό της, προσωπικό χρόνο της Ιστορίας. Ο νεκρός διασχίζει τώρα δα το μυαλό μου και έχει την εικόνα ενός κειμένου καθόλου ξεκάθαρου ή συγκεκριμένου, σκέφτηκε μειδιώντας η γυναίκα ενώ εξακολουθούσε να κάθεται ακίνητη δίπλα στον τάφο και ενώ –με έναν ολοένα πιο φιλικό και συνάμα απειλητικό τρόπο– την κατέκλυζε μία θαμπή, απροσδιόριστη σκιά από τη χώρα των κοντινών μας νεκρών, από έναν ενδιάμεσο χώρο περιχαρακωμένο από το απόλυτο σκοτάδι· ήταν μία αδρή μορφή, απροσδιόριστη στις άκρες μα στον πυρήνα της το ίδιο σαφής με τη φωτιά, με τη ζωτική, στιγμιαία ορμή μιας γενναίας και φοβερής κατάφασης ασκημένης στην καταστροφή. Είδε τα κείμενά του –μία αστραπή φώτισε φευγαλέα τη μεγάλη εικόνα– και διέκρινε μία αναπαράσταση δικών της περασμάτων και στοών και δωματίων και υπερυψωμένων μπαλκονιών και αυλών και ξέφωτων και πάρκων και στενών και λεωφόρων στους οποίους εκείνη είχε κάποτε βρεθεί, όπου είχε σταθεί μόνη της, όπως επίσης είχε γνωρίσει άλλους, είχε αποχωριστεί από ανθρώπους, είχε πικραθεί, είχε παλέψει, είχε τσουγκρίσει ποτήρια, είχε αντιπαλέψει τον θάνατο, είχε νικηθεί από τον θάνατο, είχε φιλήσει, είχε χτυπήσει, είχε αρνηθεί, είχε αποδεχτεί, είχε ερωτευτεί την άγρια γλώσσα, είχε ερωτευτεί τη μελωδική γλώσσα, είχε μελετήσει τους δυσήνιους μυχούς των ωραίων και των άσχημων πτυχών των πραγμάτων, των συναισθημάτων και των γεγονότων, είχε πει το μεγάλο ναι όπως και πολλά μικρότερα τρανταχτά όχι, είχε επιθυμήσει και είχε σαρκαστεί και είχε αφεθεί στο πλήρες, είχε φίλους και είχε εχθρούς, είχε ξοδέψει και είχε αγοράσει, είχε πέσει και είχε σηκωθεί, είχε ακολουθήσει την παράδοση των άλλων, είχε κάνει μέχρι κεραίας το δικό της, είχε αγαπήσει, είχε μισήσει, είχε παραδοθεί στη γλώσσα της μεταφοράς, είχε ασπαστεί τον μπωντλαιρισμό, είχε ασπαστεί τον αντιμπωντλαιρισμό, είχε φανταστεί το ιδανικό, είχε ανοίξει την καρδιά της στο υπαρκτό, είχε αφήσει τη φωνή της να ακουστεί δυνατά, χωρίς ψιθυρίσματα, με σκοπό να ακούσει τον εαυτό της, όχι να φτιάξει την εικόνα του.
Σκέφτηκε πως όλα αυτά μπορεί να ήταν στη φαντασία της και χαμογέλασε ξανά.
Σε μια στιγμή η πεταλούδα την προσπέρασε χωρίς να της δώσει την παραμικρή σημασία· όλα –τα δέντρα, τα λουλούδια, τα μυρμήγκια, ο κόσμος– βρήκαν ξανά τη γνώριμη κίνησή τους.