Χάρτης 19 - ΙΟΥΛΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-19/klimakes/mas-koboyn-to-bhxa
————————————————
Σχόλια στα Σχόλια του Στέφανου Κουμανούδη (17)
—————————————————
αντιβηχικόν φάρμακον οίον οι τροχίσκοι του Geraude. Ώρα 17 Μαρτ. 1886. – Γ. Παπαβασιλείου εν Ακροπόλει 22 Ιουν. 1894
Ο Κουμανούδης καταγράφει το επίθετο αντιβηχικός, το οποίο χρησιμοποιείται σήμερα στις συνδυαστικές δυνατότητες ~ή: δράση (π.χ. του μελιού) ~ό: σιρόπι, ~ές: ιδιότητες.
Οι συνδυασμοί ~ή καραμέλα, ~ό προϊόν (Λεξικό Μπαμπινιώτη) δεν αποτελούν τυπικές συνάψεις. Το παράδειγμα αντιβηχική θεραπεία (Λεξικό Τεγόπουλου-Φυτράκη) είναι τετριμμένο. Το επίθετο απαντά κυρίως στην ουσιαστικοποιημένη μορφή του κατά παράλειψη της λέξης φάρμακο. Χιλιάδες λέξεις ανήκουν στην κατηγορία αυτή, όπως το εγκεφαλικό (εννοείται επεισόδιο).
Ως προς την ετυμολογία της λέξης το λεξικό του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη και το λεξικό Μπαμπινιώτη συμφωνούν ότι πρόκειται για μεταφραστικό δάνειο από το γαλλικό antitussif, δεν πρόσεξαν όμως ότι η γαλλική λέξη εμφανίζεται πρώτη φορά μόλις το 1970, 84 χρόνια μετά την πρώτη εμφάνιση της ελληνικής λέξης. Στο Χρηστικό Λεξικό καταγράφεται η γαλλική λέξη και η αγγλική (antitussive, περ. 1909) για να δηλωθεί η εκ των υστέρων επανενίσχυση της λέξης μέσω της μετάφρασης από τις δύο αυτές γλώσσες. Το σημασιολογικό ισοδύναμο φάρμακο κατά του βήχα θα μπορούσε να οδηγήσει στον ανεξάρτητο από άλλες γλώσσες σχηματισμό με το πρόθημα αντι–. Βηχικόν λεγόταν στην αρχαιότητα (Γαληνός) το κατάλληλο για το βήχα φάρμακο (bechico, από το 1567 ακόμα σήμερα στην Ιταλική και tossifugo, 1961), και βήχιον
το «βηχαλάκι», ο ελαφρός βήχας.
Το ουσιαστικό τροχίσκος σημαίνει στον Αριστοτέλη «μικρός τροχός» και «σφαιρίδιο από μέλι» (κάτι σαν παστίλια, στο έργο Περί θαυμασίων ακουσμάτων). Τροχισκάριον και τροχίσκιον
λεγόταν το χαπάκι. Οι λόγιοι του 19ου αιώνα μετέφρασαν έτσι, όπως και με τη λέξη δισκίο, τα γερμαν. Tablette, γαλλ. tablette και αγγλ. tablet. Με τις μεταφραστικές αυτές επιλογές απέφυγαν και τη λέξη παστίλια, ιταλ. pastiglia, γαλλ. pastille, η οποία τελικά καθιερώθηκε, όπως και η ταμπλέτα. Οι Άγγλοι παρέλαβαν τον τροχίσκο στα τέλη του 16ου αιώνα με τη μορφή troche. Σήμερα στον προφορικό λόγο επικρατεί η έκφραση καραμέλες για το λαιμό χωρίς να δίνεται έμφαση στη θεραπευτική τους ιδιότητα, η οποία τονίζεται με τον όρο «φαρμακευτικές καραμέλες». Οι παστίλιες για το λαιμό εξειδικεύονται ως θεραπευτικό μέσο, όπως και οι ταμπλέτες για το λαιμό, με αισθητά μικρότερη στατιστική συχνότητα. Στην ουσία όλα αυτά τα παρασκευάσματα έχουν μόνο ανακουφιστικό χαρακτήρα.
Η επιστημονική ορολογία κινείται σε εντελώς διαφορετικό επίπεδο, με αποτέλεσμα ο λεξικογράφος να επιλέγει ένα μικρό μόνο μέρος από τον αχανή αυτό λεξιλογικό θησαυρό. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που δείχνει την ακριβή εννοιολογική οριοθέτηση των βλεννοδραστικών φαρμάκων από τα αντιβηχικά: «Τα φάρμακα καταπολέμησης του βήχα μπορούν να διακριθούν σε βλεννοδραστικά, κεντρικώς δρώντα και αντιβηχικά με περιφερική δράση. Τα βλεννοδραστικά φαρμακευτικά προϊόντα (ακετυλκυστεΐνη, καρβοκυστεΐνη, βρωμεξίνη, αμπροξόλη) είναι τα πλέον γνωστά και εμπορικά και δρουν είτε διασπώντας την πολυμερική δομή της βλέννης είτε τροποποιώντας τη σύσταση και την έκκρισή της (ελάττωση του όγκου των εκκρίσεων, μείωση του ιξώδους και του μοριακού βάρους της βλέννης)».[1]
Συχνά εντυπωσιάζουν οι σημασιολογικές διαφοροποιήσεις. Ο σπαστικός βήχας στην κοινή χρήση μπορεί να είναι αυτός «που σπα τα νεύρα, ο πολύ ενοχλητικός», (μ’ έπιασε ένας σπαστικός βήχας θα πει ένα νεαρό άτομο), στην ιατρική όμως ορολογία χαρακτηρίζεται έτσι ο ασφυκτικός βήχας που έρχεται σε παροξυσμικές κρίσεις. Τα συμπτώματά του χειροτερεύουν κατά τη βραδινή κατάκλιση. Το επίθετο παραγωγικός
έχει στη συνείδηση των φυσικών ομιλητών μόνο θετική συνυποδήλωση (παραγωγικός συγγραφέας, παραγωγική δραστηριότητα). Κανείς όμως δεν θέλει να έχει παραγωγικό
βήχα (με φλέγμα ή βλέννα) ούτε μη παραγωγικό (ξερόβηχα).
Οι «τροχίσκοι του Geraude» έγιναν διάσημοι, όχι τόσο για την αποτελεσματικότητά τους, όσο για την έξυπνη και πρωτοποριακά σχεδιασμένη προβολή τους. Ο φαρμακοποιός Auguste-Arthur Géraudel (1841-1906) έφτιαξε τις παστίλιες που φέρουν το επώνυμό του. Πρώτη ύλη, γνωστή από την αρχαιότητα, υπήρξε η «νορβηγική πίσσα» (από πεύκα) την οποία χρησιμοποίησε δοκιμαστικά για τη μητέρα του που υπέφερε από βρογχική καταρροή. Γρήγορα η φήμη του φαρμάκου ξεπέρασε τα όρια της ιδιαίτερης πατρίδας του, το Sainte-Ménehould, στη βοερειοανατολική Γαλλία. Ο ταπεινός φαρμακοποιός αποδείχτηκε «μάγος της διαφήμισης». Χρηματοδότησε καλά οργανωμένες διαφημιστικές καμπάνιες με διασημότητες της εποχής, σχεδιαστές, φωτογράφους, ζωγράφους, ποιητές και μουσικούς.[2] Ενδεικτικές είναι οι παρακάτω δύο διαφημίσεις. Στην πρώτη απεικονίζεται ο κομήτης Χάλεϊ καθώς περνά πάνω από τον εμβληματικό καθεδρικό ναό της Παναγίας των Παρισίων (1910) και διαπιστώνει τη συνεχιζόμενη επιτυχία της «θαυματουργής» παστίλιας.
Στη δεύτερη βλέπουμε την έγχρωμη λιθογραφία του διάσημου καλλιτέχνη Jules Chéret (1836-1932) του αποκαλούμενου πατέρα της μοντέρνας αφίσας.[3] Ένα κορίτσι που χορεύει ξέγνοιαστο στη βροχή κρατώντας στο χέρι τις διαφημιζόμενες παστίλιες.
Τα τελευταία χρόνια είναι δημοφιλή τα αντιβηχικά βότανα επειδή δεν παρουσιάζουν κατά κανόνα ανεπιθύμητες παρενέργειες. Ανάμεσά τους συγκαταλέγονται τα ακόλουθα: αλθαία, κισός, θυμάρι, λάδανο, τζίντερ, φασκόμηλο, όπως, επίσης, το άγριο έλατο και ο ευκάλυπτος. Σε μεγάλη ζήτηση βρίσκονται παστίλιες που περιέχουν μέλι, ευκάλυπτο και πρόπολη.
Το φυτό δροσέρα είναι άξιο ιδιαίτερης μνείας ακριβώς επειδή το αγνοούν όλα τα νεότερα λεξικά της Νεοελληνικής.[4] Ο σοφός Κουμανούδης το συμπεριέλαβε στο λεξικό του:[5]
δροσέρα η στρογγυλόφυλλος. (φυτολογία) Εγκυκλ. Λεξ.
Πρόκειται για εντομοφάγο φυτό τα φύλλα του οποίου καλύπτονται με μικροσκοπικά τριχοειδή πλοκάμια με κολλώδη ουσία στην άκρη τους που μοιάζει με δροσοσταλίδα. Έχουν καταγραφεί περισσότερα από εκατό είδη. Το γνωστότερο είναι η Drosera Rotundifolia, οικογένεια Droseraceae (Δροσερίδες).
Στη διεθνή επιστημονική ορολογία το φυτό ονομάζεται drosera, νεολατινική λέξη η οποία ανάγεται στο αρχαιοελληνικό επίθετο δροσερός
«που αναδίδει δροσιά, γεμάτος δροσιά». Στην ιταλική γλώσσα η drosera μαρτυρείται από το 1786, στη γαλλική από το 1804 (droséra) και από το 1669 ως rossolis < μεσαιωνικό λατινικό ros solis «δροσιά του ήλιου», «ηλιοδροσιά», ό,τι ακριβώς σημαίνει το αγγλ. sundew και το γερμανικό Sonnentau, γνωστό και ως Drosera.
Μια δεύτερη σημασία, αθησαύριστη στα γενικά λεξικά των περισσοτέρων γλωσσών, καταγράφεται σε γλωσσάρια ιατρικών όρων. Στην ομοιοπαθητική δηλώνει παρασκεύασμα από εκχύλισμα του φυτού για την αντιμετώπιση προβλημάτων του αναπνευστικού συστήματος, κυρίως του βήχα και του άσθματος.[6]
*
αντεπιστημονικός. 3. Μ. Δήμ. 1877.
αντεπιστημονικότης, η. Ακρόπολις 15 Σεπτ. 1895.
αντιεπιστημονικός. 3. Θεόδωρος Π. Δηλιγιάννης εν Άστει 22 Ιουν. 1895.
Ο Κουμανούδης αποθησαυρίζει και τις δύο μορφολογικές ποικιλίες του σύνθετου επιθέτου αντί + επιστημονικός. Στην αρχαία ελληνική η έκκρουση του τελικού φωνήεντος -ι της πρόθεσης αντί με το αρχικό φωνήεν ε- της επόμενης λέξης παράγει σύνθετη λέξη με επικράτηση του ισχυρότερου φωνήεντος ε: ἀντί + ἐξέτασις > ἀντεξέτασις, ἀντί + ἐπεξέρχομαι > ἀντεπεξέρχομαι, ἀντί + ἐραστής > ἀντεραστής. Στη νεοελληνική γλώσσα γενικεύεται ο κανόνας της απουσίας έκθλιψης ιδίως όταν πρόκειται για μεταφραστικά δάνεια, όπως αντιαθλητικός και όχι *ανταθλητικός, χωρίς να αποκλείονται οι παράλληλοι τύποι: αντηλιακό και (σπανιότερα) αντιηλιακό. Σε επιστημονικά κείμενα εμφανίζεται συχνότερα ο τύπος χωρίς έκκρουση: αντιηλιακή προστασία. Όσοι επιμένουν, αν δεν χαριεντίζονται, να θεωρούν σωστό το ανθηλιακό, με το σκεπτικό ότι η λέξη ήλιος παίρνει δασεία, είναι εκτός τόπου και χρόνου.
Κατόπιν αυτού, το αντεπιστημονικός
έχει προσαρμοστεί στο αρχαιοελληνικό πρότυπο, ενώ το αντιεπιστημονικός
είναι σήμερα ο συχνότερα εμφανιζόμενος τύπος.[7] Το λεξικό Τριανταφυλλίδη έχει λημματοποιήσει μόνο το αντιεπιστημονικός, το λεξικό Μπαμπινιώτη καταγράφει απλώς το λήμμα αντιεπιστημονικός με παραπομπή στο αντεπιστημονικός, όπου κανονικά θα γινόταν η ανάπτυξή του, ξέχασαν όμως να συντάξουν το λήμμα αυτό και δεν το πήρε κανείς είδηση εδώ και είκοσι χρόνια. Το Χρηστικό λεξικό δίνει προτεραιότητα, όπως είναι φυσικό, για ορισμένους όμως όχι τόσο αυτονόητο, στη συχνότερη στατιστικά μορφή, χωρίς να αποσιωπά τον «καθαρευουσιάνικο» τύπο.
Η αντιεπιστήμη, δεν είναι «η επιστήμη που αντιτίθεται στην επιστήμη», κατά το σχήμα κουλτούρα-αντικουλτούρα, όπως αφελώς νομίζουν ορισμένοι, αλλά κάτι πολύ βαθύτερο: πρόκειται για αντιλήψεις και θέσεις που αντιτίθενται στην επιστήμη ή απορρίπτουν την επιστημονική μεθοδολογία και έρευνα, όπως έχει διαμορφωθεί από την εποχή του Διαφωτισμού. Ο αγγλικός όρος anti-science μαρτυρείται από το 1911. H αντιεπιστημονικότητα, ιταλ. antiscientificità, την οποία κατέγραψε ο Κουμανούδης στην καθαρευουσιάνικη μορφή της, δεν βρήκε ακόμα τη θέση της σε νεοελληνικά λεξικά.
O αμερικανός αστροφυσικός, με πρωτοποριακές έρευνες στην αστροβιολογία και την εξωγήινη νοημοσύνη, συγγραφέας και εκλαϊκευτής της επιστήμης Carl Sagan (1934-1996) και ο επίσης αμερικανός Gerald Holton (γεννήθηκε το 1922), καθηγητής της φυσικής και της ιστορίας των επιστημών στο Πανεπιστήμιο Harvard, εξέφρασαν την ανησυχία τους για την «αντιεπιστήμη», την οποία αποκαλούν «πολύμορφο φαινόμενο». Σε ένα εμβληματικό άρθρο του ο Holton[8] διερευνά περιπτώσεις, όπως είναι: αστρολογικές παραδοξότητες, η άρνηση της θεωρίας της σχετικότητας και ιδίως ο «επιστημονικός αναλφαβητισμός» με τυπικό παράδειγμα τον λυσενκοϊσμό[9] και τον δημιουργισμό. Οι απαράδεκτες θέσεις που καλλιεργούν οι θιασώτες της αντιεπιστήμης (ταυτόσημης σχεδόν με την παραεπιστήμη και την ψευδοεπιστήμη) εξυπηρετούν σκοπιμότητες καιροσκόπων που αποβλέπουν σε αυτοπροβολή με οικονομικά ή και πολιτικά οφέλη. Συχνά πρόκειται για συγκλίνουσες απόψεις ορισμένων μεταμοντέρνων φιλοσόφων, κοινωνιολόγων ανθρωπολόγων και φεμινιστών οι οποίοι αμφισβητούν την αντικειμενική αλήθεια με αποτέλεσμα να θεωρούν ότι η επιστημονική αλήθεια αποτελεί «κοινωνικό κατασκεύασμα». Ο Στέφανος Τραχανάς επισημαίνει ότι αυξάνεται διαρκώς ο αριθμός των ανθρώπων που είναι έτοιμοι να παραδοθούν, χωρίς αντίσταση, στις πιο ακραίες μορφές ανορθολογισμού και παραεπιστήμης.[10]
Το βασικό αυτό ερώτημα απασχολεί σύγχρονους διανοητές που προβληματίζονται για τη «μωρία της εξειδίκευσης» και τη θεοποίηση της τεχνολογίας.[11] Θεμελιώδης αρχή της επιστήμης ήταν επί αιώνες η ερμηνεία του κόσμου, της ζωής και των προβλημάτων του ανθρώπου. Η εφεύρεση της προβλεψιμότητας, των υπολογιστών και των δικτύων, όπως και η τεράστια δύναμη των αλγορίθμων, οδήγησαν σε μια νέα αντι-επιστήμη, με εντελώς διαφορετικό εννοιολογικό περιεχόμενο: Η γνώση δεν χρησιμεύει πλέον για την ευρύτερη κατανόηση του κόσμου και για μια καλύτερη ζωή για όλους, αλλά κλείνεται ερμητικά στον εαυτό της για να διασφαλίσει την εξουσία των ολίγων σε βάρος της υπόλοιπης ανθρωπότητας. Αντιστρέφονται με αυτό τον τρόπο οι αξίες που ίσχυαν μέχρι τώρα. Τα σύγχρονα επιτεύγματα της επιστήμης, όπως, επίσης, οι δημοκρατικές αρχές και τα ανθρώπινα δικαιώματα, «θρυμματίζονται στην αλγοριθμική καθημερινότητά μας» και καταντούν «‘λαπαλισμοί’ [παιδαριώδεις αλήθειες] που απαξιώνονται ολοένα και περισσότερο».
Για να περιοριστεί η αντιεπιστήμη, όπως εκφράζεται στις ποικίλες εκδοχές της, είναι αναγκαίο να γίνουν δεκτές οι ακόλουθες προτάσεις-αιτήματα του Richard Levinins (1930-2016), γνωστού, εκτός των άλλων, και για τις εξαιρετικές συμβολές του στη φιλοσοφία της επιστήμης.[12]
Οι αρχές αυτές είναι σήμερα, στην εποχή του κορονοϊού, τραγικά επίκαιρες.
ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Χριστόφορου Χαραλαμπάκη ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.