Χάρτης 19 - ΙΟΥΛΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-19/hartaki/synenteyxh-me-ton-stamath-kesogloy
Ο γιαπωνέζικος κήπος είναι ίσως ένα από τα πιο δομημένα είδη κήπων. Πρέπει απαραιτήτως να περιέχει επτά στοιχεία: νερό, πέτρες και άμμο, γέφυρες, πέτρινα φανάρια και γούρνες, φράκτες και πύλες, άνθη και δέντρα, και ψάρια. Οι παρούσες συνεντεύξεις θα αποτελούνται πάντα από επτά ερωτήσεις. Κάποιες από αυτές θα επαναλαμβάνονται και κάποιες θα είναι νέες, ώστε να ανταποκρίνονται στο έργο που έχουμε μπροστά μας. Σαν τον γιαπωνέζικο κήπο, οι συνεντεύξεις θα διατηρούν τη δομή τους, προσπαθώντας ταυτόχρονα να αποδώσουν, ακριβώς σαν αυτόν, τη ζωντάνια μιας μακρινής γης, που σε αυτήν την περίπτωση είναι, βέβαια, η διαδικασία της συγγραφής.
Ο Σταμάτης Κεσόγλου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1980 και εργάζεται στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ως φιλόλογος. Έγραφε από πολύ μικρός, διηγήματα και ποιήματά του έχουν κατά καιρούς αποσπάσει διακρίσεις, η πρώτη του ιστορία όμως που έμελλε να γίνει βιβλίο ήταν η Γη της Λόρνας (Πατάκης, 2015 − βραβείο ελληνικού τμήματος της Ibby). Ακολούθησαν τα βιβλία Τη μέρα που θα ‘ρθουν τα αγριοπερίστερα
και Φελίξ, ένα παραμύθι και η ιστορία του κόσμου (και τα δυο στις Εκδόσεις Πατάκης 2017).
Με τη συγγραφή ισχύει –νομίζω− ό,τι και με τη ζωή. Ή πάμε εμείς σε αυτήν ή έρχεται αυτή σε μας. Καμιά φορά πολύ άμεσα, καμιά φορά με κόπο. Μου έχει τύχει να γράψω ένα ολόκληρο κεφάλαιο βιβλίου μονοκοπανιά, σαν κάποιος άλλος να μου υπαγόρευε τις λέξεις, μου έχει τύχει και να μοχθήσω πάρα πολύ, ψάχνοντας την καταλληλότερη μορφή γι’ αυτό που είχα να πω και δοκιμάζοντας πολλές διαφορετικές εκδοχές. Είτε το ένα γίνεται είτε το άλλο, αυτό που έχει σημασία είναι πως στο τέλος η σελίδα δε μένει άσπρη. Αυτός δεν είναι ο σκοπός;
Καταρχήν να πω ότι αμφιβάλλω για το αντίστροφο από αυτό που λέτε, αν υπάρχει δηλαδή κάποιο ερώτημα που να το έχω απαντήσει. Και αμφιβάλλω πολύ. Ακόμα κι αν κατά καιρούς έχω φλερτάρει με απαντήσεις, πάντα οι ερωτήσεις επιστρέφουν επιτακτικότερες. Και το κάνουν και μέσω του γραπτού λόγου. Αν στα γραπτά μου βλέπετε αποφαντικές προτάσεις να ξέρετε ότι στην πραγματικότητα πρόκειται για μεταμφιεσμένες ερωτήσεις. Είναι ο μοναδικός τρόπος για να γράφω αυτός, άλλον δεν έχω. Και είναι και ο μοναδικός μου τρόπος να διαβάζω.
Νομίζω η γραφή ξεκινά από εικόνες. Εικόνες στο δρόμο ή στο μυαλό μας, που είναι κι αυτό δρόμος. Κι επειδή όλα είναι δρόμος, ο δρόμος όλο μεγαλώνει. Δε θυμάται καν από πού ξεκίνησε − τόσο πολύ μεγαλώνει ο δρόμος. Κι είναι δρόμος χωρίς ταμπέλες − δεν του λέει τίποτα το «πραγματικό» και το «φανταστικό», ξέρει πως όλα είναι δρόμος και όλα κάπου διασταυρώνονται. Και κάπως έτσι φτιάχνεται ένας δρόμος που πάει παντού.
Νομίζω ότι φοβόμαστε τα όνειρα γιατί από ένα σημείο και μετά γνωρίζουμε καλά ότι μπορεί και να διαψευστούν. Και μπορεί στο τέλος να αποδειχθούν και επιπολαιότητες, σύμφωνοι, αλλά αυτό είναι κάτι που εξαρχής δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε. Νομίζω πάνω σε αυτή τη βασική αλήθεια, ότι εκ των προτέρων δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τίποτα, στηρίζεται όλος ο μηχανισμός της ζωής. Μας το είχαν πει και οι αρχαίοι, θυμηθείτε τον Οιδίποδα και όλα αυτά που έκανε, κυνηγημένος όχι από ένα (αβέβαιο) όνειρο αλλά από έναν (ας πούμε πιο βέβαιο) χρησμό: και τότε και τώρα τα πάντα στηρίζονταν στην άγνοια. Τα όνειρα δεν είναι παρά η αφορμή προκειμένου η άγνοια να γίνει γνώση, και ποιος ξέρει βέβαια τι θα γίνει στη διαδρομή, εκ των προτέρων κανείς, αλλά το θέμα είναι ότι θα υπάρξει διαδρομή. Τα όνειρα είναι το καύσιμο και η ζωή ο μοναδικός τρόπος να μάθουμε να ζούμε.
Νομίζω έχει να κάνει με τον τρόπο που αντιλαμβάνομαι τα πράγματα. Για μένα αυτό που ονομάζουμε καθημερινό είναι κάτι πολύ σπουδαίο. Οι ποιητές μου και οι ήρωές μου ζουν στο κάθε μέρα. Άλλον τόπο δεν έχουν να ζήσουν, από όλα τα άλλα μέρη τους έχουν διώξει.
Το παιδί είναι κάποιος που βλέπει τον κόσμο με το πιο καθαρό βλέμμα. Αυτό προσπαθώ να κάνω κι εγώ: κάθε φορά που γράφω − όχι μόνο για παιδιά, οτιδήποτε − προσπαθώ να ξεθολώσω το βλέμμα μου. Να μιμηθώ το παιδί. Ξέρετε, ο μεγάλος Άραβας ποιητής Άδωνις έλεγε: «Λένε πως είναι εύκολο να μιμείσαι. Α, πόσο θα ήθελα να μιμηθώ τη θάλασσα!».
Γράφω πάντα και παντού, γιατί ακριβώς όταν γράφω ξεχνάω πού είμαι. Αυτή τη στιγμή ας πούμε, γράφω σε ένα γραφείο γεμάτο βιβλία, πάσης φύσεως βιβλία, λογοτεχνία, ποίηση, δοκίμια, ακόμα και σχολικά βοηθήματα. Πίσω μου υπάρχει μια βιβλιοθήκη που για την ακρίβεια είναι μια σειρά από ράφια που επίσης φιλοξενούν βιβλία. Ξέχασα να σας πω ότι πάνω στο τραπεζάκι εκτός από βιβλία υπάρχουν και διάφορα άλλα πράγματα, όπως (ενδεικτικά) ένα σαμπουάν, μια μπαταρία, ένα αντισηπτικό, μια ξυριστική μηχανή, φυλλάδια από πιτσαρίες, ένα κουτί από πίτσα, ένα κομμάτι από πίτσα, ένα κουτί από κινητό τηλέφωνο και ένα κινητό τηλέφωνο. Εν ολίγοις γράφω στο Χάος. Είναι πολύ προσωπικό αυτό το Χάος και γι’ αυτό το λόγο θα ήταν λίγο δύσκολο να σας το δείξω − ωστόσο νομίζω το «μεταγγίζω» στα κείμενά μου, οπότε, εφόσον τα έχετε διαβάσει, έχετε ήδη μια εικόνα. Φυσικά θα μπορούσα να το τακτοποιήσω λίγο −να πετάξω τα πολλά κουτιά, την πίτσα και ίσως και το κινητό τηλέφωνο− αλλά τότε δε θα είχε κανένα νόημα γιατί δε θα ήταν πια ο χώρος όπου γράφω. Θα απέσυρα την αλήθεια, κι όταν αποσύρεις
ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Σταμάτη Κεσόγλου ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.