Χάρτης 20 - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-20/diereynhseis/anafora-toy-nikoy-kazantzakh-ston-almprext-ntyrer
Πάθος και τίποτα! Αυτοί είναι οι δύο πόλοι, και γύρα τους περιστρέφεται η ισπανική ψυχή.
Ο Νίκος Καζαντζάκης( 1883- 1957) πήγε τρεις φορές στην Ισπανία: 1926, 1932-33 και 1936. Όλα όσα είδε, άκουσε, αισθάνθηκε, συζήτησε, σκέφτηκε και ακούμπησε σ` αυτές τις τρεις επισκέψεις τα έγραψε στο βιβλίο Ταξιδεύοντας. Ισπανία με ανατρεπτική, στοχαστική, ποιητική, φιλοσοφική, μυθοπλαστική, κριτική και κρητική διάθεση, άρα «Καζαντζακική ματιά». Στο παρόν κείμενο θα δούμε αυτήν την Καζαντζακική ματιά σαν αστροβολίδα[1] να «σαρώνει» ένα χαρακτικό έργο, μια χαλκογραφία του Albrecht Dürer.
Γράφει ο Νίκος Καζαντζάκης:
«Ο αληθινός Ισπανός έχει ακόμα μέσα του βαθιά τη νομαδική νοσταλγία. Καταφρονάει τους χωριάτες που σκύβουν και καλλιεργούν το χώμα, όταν μπορούσε να ᾽χει σκλάβους Άραβες, σε αυτούς μπιστεύουνταν την καλλιέργεια της γης. Ο Ισπανός, τις εποχές εκείνες της δόξας του, ακολουθούσε το αληθινό του επάγγελμα –πολεμούσε, ταξίδευε, περιπλανούνταν κι αλήτευε στον νέο κόσμο– όχι για να κηρύξει τη θρησκεία του Χριστού ή για ν᾽ αρπάξει το παντοδύναμο, γοητευτικό χρυσάφι. Αυτά ήταν μονάχα αφορμές –κι αν έλειπαν, θα ᾽βρισκε άλλες– πολεμούσε κι αλήτευε, γιατί τέτοια η φύση του, λαχταρούσε τις περιπέτειες, αγωνίζουνταν να γλιτώσει από τη μέτρια ζωή και να προφτάσει να τελέψει ένα μεγάλο έργο πριν πεθάνει. Όπως στο περίφημο έργο του Ντύρερ, ο θάνατος τρέχει καβαλάρης πίσω από τον Ισπανό που τρέχει κι αυτός καβάλα, και χύνουνται μαζί, σα δύο γενναίοι συμπολεμιστές, προς το μνήμα. Μα πριν πάρει τέλος ο μακάβριος τούτος αγώνας δρόμου, ο Ισπανός κοιτάζει με απληστία γύρω του τη γης, τη θάλασσα, τη γυναίκα, δε χορταίνει να βλέπει, ν` αγγίζει και ν᾽ αποχαιρετάει.
Έτσι ξηγιέται η μεγάλη φαινομενικά, αντινομία της ισπανικής ψυχής, που τόσοι σοφοί δεν μπόρεσαν με τη λογική να τη νιώσουν: Πάθος και τίποτα! Αυτοί είναι οι δύο πόλοι, και γύρα τους περιστρέφεται η ισπανική ψυχή: το πάθος, η λαχτάρα, ο θερμός εναγκαλισμός της ζωής. Και συνάμα το συναίστημα πως όλα αυτά είναι τίποτα, είναι το Τίποτα, και πως ο θάνατος είναι ο μέγας μας κληρονόμος. Μα όσο περισσότερο έχει μια δυνατή ψυχή το συναίστημα του Τίποτα, τόσο εντονότερα ζει την κάθε πρόσκαιρη, μάταιη στιγμή. Ο θάνατος για τις δυνατές ψυχές είναι πάντα το δριμύτερο διεγερτικό. Στην καρδιά τής Καστίλιας υψώνεται πάνω σ ένα λόφο το κάστρο της Άβιλας, όλο πέτρες και αγίους.» ————Ταξιδεύοντας Ισπανία.
Albrecht Durer: Ο μέγιστος Γερμανός ζωγράφος και χαράκτης της Υψηλής Αναγέννησης (High Renaissance). Στα χρόνια 1513-14 ο Nτύρερ δημιούργησε τις τρεις καλύτερες και γνωστότερες χαλκογραφίες του: Ο Ιππότης, ο Θάνατος και ο Διάβολος· Ο Άγιος Ιερώνυμος στο σπουδαστήριό του και Μελαγχολία.
Πολλοί θεωρούν αυτά τα τρία κορυφαία χαρακτικά έργα του Ντύρερ ως αλληλένδετα και συμπληρωματικά μεταξύ τους. Τονίζουν τα κοινά στοιχεία των τριών έργων που αφορούν τις αινιγματικές, αλληγορικές και εικονογραφικές λεπτομέρειες. Στα τρία έργα διακρίνουμε πολλά κοινά, όπως την παρουσία κλεψύδρας (που μετρά το χρόνο της ζωής των ανθρώπων), το ανθρώπινο κρανίο (σύμβολο της ματαιότητας και του εφήμερου της ζωής αλλά και του ίδιου του ανίκητου θανάτου), την παρουσία άγριων και ήμερων ζώων, με το δικό του συμβολισμό το καθένα. Άλλοι μιλούν για την καλλιτεχνική απεικόνιση των τριών Χριστιανικών αρετών: Θεολογική αρετή, Πνευματική αρετή και Ηθική αρετή. Τα τρία εμβληματικά αυτά έργα έχουν παραπλήσιες διαστάσεις. Ο Ντύρερ μ᾽ αυτά τα έργα απογειώνει την καλλιτεχνική του έκφραση, με κορύφωση του σχεδίου και της σύνθεσης, οδηγούμενος σε μια διάσταση φιλοσοφική.
Η γνώση, η τόλμη, η φαντασία, η υψηλή σύλληψη, το ταλέντο ξεχειλίζουν στην ζωγραφική του μεγάλου καλλιτέχνη, που αξιοποιεί τις κατακτήσεις της εποχής του δημιουργώντας κλασικά έργα.
Το έργο στο οποίο αναφέρεται ο Καζαντζάκης, εικ.1, είναι γνωστό και ως Ο Καβαλάρης (Ritter). Ο Καζαντζάκης διακρίνει σ' αυτόν τον περήφανο έφιππο, τον Ισπανό των αρχών του 20ού αι., αν και το έργο έγινε 400 χρόνια πριν. Άλλοι ερμηνεύουν το έργο ως αλληγορία για τη σωτηρία της ψυχής.
Ατάραχος, χωρίς κανένα φόβο, ο Ιππότης, στητός, πάνοπλος με κοντάρι, σπαθί και περικεφαλαία, μέσα στην πανοπλία του προχωρά στο φαράγγι του θανάτου με συνοδοιπόρους τον ίδιο το Θάνατο και το Διάβολο, αποτροπαϊκές ντυρερικές φιγούρες με φίδια στο κεφάλι. Στις αποδόσεις αυτών των πλασμάτων ο Ντύρερ δείχνει να γνωρίζει τα χιμαιρικά, μιξογενή, πολύμορφα, τερατόμορφα πλάσματα της αρχαίας ελληνικής και ρωμαϊκής μυθολογικής παράδοσης.
Παρά τις σιχαμερές, εκμαυλιστικές ικεσίες του Θανάτου, ο Ιππότης δεν του χαρίζει ούτε μια ματιά, ευτυχής στις σκέψεις του, θέλοντας όσο είναι ακόμη στον κόσμο των ζωντανών να
χαρεί και την τελευταία στιγμή. Δεν στρέφει καθόλου το πρόσωπο του, κοιτώντας αισιόδοξα μπροστά, στον μη-τόπο. Ανάμεσα στα δυο άλογα, χαρούμενο ακολουθεί το κυνηγόσκυλο του Ιππότη, σύμβολο πίστης. Κοντά στο πιστό σκυλί, κινούμενη αντίρροπα, μια σαύρα συμβολίζει τον θρησκευτικό ζήλο. Στο κοντάρι του Ιππότη είναι περασμένη μια ουρά αλεπούς σύμβολο προστασίας (φυλακτό), τύχης, εξυπνάδας, επιβίωσης αλλά και σύμβολο προδοσίας, απληστίας, ακολασίας και λαγνείας.
Ο Ιππότης καβάλα στο άλογο του, με το χαμόγελο του ανθρώπου που πάλεψε σκληρά, πόνεσε αλλά απόλαυσε και χάρηκε τη ζωή του, σιμώνει πια στο τέλος του κακοτράχαλου μονοπατιού της ζωής. Ψηλά δεξιά του Το κάστρο του Θεού, Το όρος του Κυρίου, όλο πέτρες και Αγίους που λέει ο Καζαντζάκης.Ο Καζαντζάκης διακρίνει, στον περήφανο Ιππότη, τα χαρακτηριστικά δύο ηρώων που θεοποίησε στα γραφτά του: Τον αγαπημένο του Οδυσσέα, καθρέφτη της Ζωής του και τον Δον Κιχώτη, καθρέφτη του Βίου του. Βλέπει τον πολυπλάνητα Οδυσσέα, τον Ιππότη της θάλασσας και της στεριάς, τον ακούραστο ταξιδιώτη, τον ανίκητο πολεμιστή, τον ακαταμάχητο εραστή, αυτόν που αντροκαλεί, αψηφά και δε φοβάται το Χάρο.
Κατέχω εγώ στον κόσμο ένα κορμί με δυο μακριές χερούκλες,
αν τον πεινάσει για ψωμί, δειπνάει, ξαναδειπνάει το χώμα,
αν τον διψάσει για γλυκό νερό, την άγρια αρμύρα πίνει,
κι αν λαχταρίσει προς το σούρουπο να δροσοκουβεντιάσει,
σα δυό γειτόνοι αυτός κι ο Χάροντας με γέλια αποσπερίζουν:
«Καλώς το γείτονα το Χάροντα, το μέγα κοπαδάρη,
του ψόφου ορέ και λασποκέφαλα τ᾽ ανθρωποπρόβατα σου!-
έλα να κάτσουμε, οι λυκάρχοντες, απόψε να τα πούμε.»
Γελούν, μιλούν για αμπέλια και σπαρτά σα δυό νοικοκυραίοι,
μιλούν για πόλεμο και για σφαγές και μακρινά ταξίδια,
μιλούν κι ως άγουροι που λάσσουνται για τις σφικτές κοπέλες-
«καλά τα στήθια της Λενιώς, καλά της Ράλας τ᾽ αντικνήμια,
καλή ᾽ναι, Χάρο, κι η καρδιά του αντρούς η ζουρλοπαντιγιέρα!».
Καθίζουν στα πεζούλια της χαράς και τρων κι οι δυό και πίνουν,
και σα σκουτάρια ξημερώματα σκουντρούν τα κρασοκαύκια,
ολόρθος, λαγαρός ο νους του αντρός τον θάνατο αναπνέει
σαν κάτασπρο ανοικτό τριαντάφυλλο που το ζεσταίνει ο γήλιος,
κι ο Χάροντας τραυλίζει, δε βαστάει, πολλά βαρύ του πέφτει
της λεύτερης καρδιάς το μίλημα και του μυαλού το γέλιο.
«Βλάμη, πολύ βαρύ ᾽ναι το κρασί, θα σηκωθώ να φύγω!»
Παραπατάει, διαβαίνει την αυλή, σκοντάφτει στο κατώφλι,
Το άγριο κρασί τον ανακέρωσε, χτυπάει στα θυροστόμια
κι ότι έφαγε ήπιε τ᾽ αναξέρασε, λερώθηκαν οι πλάκες.
Κι ο γείτονας του, εγώ, αναπαίζω τον κι άγρια του βγάνω γιούχα:
«Καλό ᾽ναι, Χάροντα μου το κρασί, καλό του νου το γέλιο,
Καλή ᾽ναι και τ᾽αντρούς η συντροφιά, μα θέλει παλικάρι!».
Nίκος Καζαντζάκης, Οδύσσεια, Σ. 1270- 1295
Βλέπει επίσης τον Δον Κιχώτη, τον Ιππότη του ιδανικού, τον Iππότη των απελπισμένων, τον ουτοπικό, τον αιθεροβάμονα, τον φλογόμυαλο,[2] τον εραστή των μεγάλων ιδεών και τον αθεράπευτα και παθιασμένα ερωτευμένο με την άκαρδη Δουλτσινέα. Γιατί ίσως απ᾽ όλους τους αρχηγούς, αυτός, ο Δον Κιχώτης, συμβολίζει πιο πιστά τη μοίρα του ανθρώπου.[3]
Χιμά η ψυχή να μπει μες στ᾽ όνειρό της
Πλαντάει στη γης, φωνάζει ελευθερία–
Κι ασκώθη ορθός, πονώντας στον αχό της,
Ο φλογερός της αμμουδιάς φεουδάρχος,
Ο μέγας ασκητής, ο Δον Κιχώτης.
« Σώπα, ψυχή, της κράζει ο γέρος άρχος,
Κι ότι αφήκε άτελο ο θεός στη μέση
Εγώ θα το τελέψω ο πολεμάρχος.
Στης πεθυμιάς το πιο αψηλό οροθέσι
Το λάβρο εστάθη μάτι να βιγλίσει–
Βοήθα το, Θε μου, η φλόγα μην ξεπέσει!
Άσπλαχνη ερημιά σαν τη στερνή την Κρίση,
Χωρίς νερό, χωρίς πουλί κι ελπίδα,
Κι ένα κουβάρι μαύρα φίδια η χτίση!
Ν. Καζαντζάκης, Δον Κιχώτης, στ. 11- 24
Κάποιοι μελετητές του έργου του Ντύρερ σημειώνουν ότι ο ζωγράφος γνώριζε κείμενο του Έρασμου (1466-1536) που δημοσιεύθηκε το 1503-4. Πρόκειται για το Εγχειρίδιο του Χριστιανού Ιππότη (Enhiridion milites Christiani) όπου και αναφέρεται ο ψαλμός 23 του Δαυίδ: Και εν κοιλάδι σκιάς θανάτου εάν περιπατήσω δεν θέλω φοβηθεί κακόν, διότι συ είσαι μετ' εμού, η ράβδος σου και η βακτηρία σου, αύται με παρηγορούσιν.
Άλογο και αναβάτης διέπονται από τους κανόνες των αναλογιών του σχεδόν σύγχρονου του Ντύρερ, Leonardo Da Vinci (1452- 1519).
H πρώτη σημαντική ποιητική «εξήγηση» του έργου έγινε από τον Βίκτορα Ουγκώ ( 1802-1885).
Une foret pour toi c' est un monde hideux
Le songe et le reel s' y melent tous les deux.
[ … ]
Aux bois, ainsi que toi, je n' ai jamais erre,
Maitre, sans qu' en mon Coeur l' horreur ait penetre.
Victor Hugo , «À Albert Dürer», από τη συλλογή: Les voix interieures του 1837.
H επόμενη λογοτεχνική αναφορά στο ίδιο έργο είναι του πολωνού συγγραφέα Ηenryk Sienkiewicz (1846- 1916, πολύ γνωστός για το μυθιστόρημα Quo Vadis, 1895, Βραβείο Noμπέλ Λογοτεχνίας 1905):«…and he looked around him and saw the very image of death, as a skeleton mounted upon a skeletal horse, pressing closely beside him, with his white bones rattling».) Απόσπ. από το ιστορικό μυθιστόρημα του Σιενκιέβιτς, Knights of the Cross, 1897-1900.
Η επόμενη αναφορά στη χαλκογραφία του Ντύρερ είναι του Νίκου Γκάτσου (1911-1992).
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ (1950)
(1513)
Καθώς σε βλέπω ακίνητο
Με του Ακρίτα τ᾿ άλογο και το κοντάρι του Άη-Γιωργιού να ταξιδεύεις στα χρόνια
Μπορώ να βάλω κοντά σου
Σ᾿ αυτές τις σκοτεινές μορφἐς που θα σε παραστέκουν αιώνια
Ώσπου μια μέρα να σβηστείς κι εσύ παντοτινά μαζί τους
Ώσπου νὰ γίνεις πάλι μιά φωτιά μες στξ μεγάλη Τύχη που σε γέννησε
Μπορώ να βάλω κοντά σου
Μια νεραντζιά στου φεγγαριού τους χιονισμένους κάμπους
Και το μαγνάδι μιας βραδιάς να ξεδιπλώσω μπροστά σου
Με τον Αντάρη κόκκινο να τραγουδάει τα νιάτα
Με το Ποτάμι τ᾿ Ουρανού να χύνεται στον Αύγουστο
Και με τ᾿ Αστέρι του Βοριά να κλαίει και να παγώνει—
Μπορώ να βάλω λιβάδια
Νερά που κάποτε πότισαν τα κρίνα της Γερμανίας
Κι αυτά τα σίδερα που φορείς μπορώ να σου τα στολίσω
Μ᾿ ένα κλωνὶ βασιλικό κι ένα ματσάκι δυόσμο
Με του Πλαπούτα τ᾿ άρματα και του Νικηταρά τις πάλλες.
Μα εγώ που είδα τους απογόνους σου σαν πουλιά
Να σκίζουν μιαν ανοιξιάτικη αυγή τον ουρανό της πατρίδας μου
Κι είδα τα κυπαρίσσια του Μοριά να σωπαίνουν
Εκεί στον κάμπο του Αναπλιού
Μπροστά στην πρόθυμη αγκαλιά του πληγωμένου πελάγου
Όπου οι αιώνες πάλευαν με τους σταυρούς της παλληκαριάς
Θα βάλω τώρα κοντά σου
Τα πικραμένα μάτια ενός παιδιού
Και τα κλεισμένα βλέφαρα
Μέσα στη λάσπη και το αίμα της Ολλανδίας.
Αυτὸς ο μαύρος τόπος
Θα πρασινίσει κάποτε.
Το σιδερένιο χέρι του Γκετς θ᾿ αναποδογυρίσει τ᾿ αμάξια
Θα τα φορτώσει θημωνιές από κριθάρι και σίκαλη
Και μες στους σκοτεινούς δρυμούς με τις νεκρές αγάπες
Εκεί που πέτρωσε ο καιρός ένα παρθένο φύλλο
Στα στήθια που σιγότρεμε μια δακρυσμένη τριανταφυλλιὰ
Θα λάμπει ένα άστρο σιωπηλό σαν ανοιξιάτικη μαργαρίτα.
Μα συ θα μένεις ακίνητος
Με του Ακρίτα τ᾿ άλογο και το κοντάρι τ᾿ Άη-Γιωργιού θα ταξιδεύεις στα χρόνια
Ένας ανήσυχος κυνηγός απ᾿ τη γενιά των ηρώων
Μ᾿ αυτές τις σκοτεινές μορφές που θα σε παραστέκουν αιώνια
Ώσπου μια μέρα να σβηστείς και συ παντοτεινά μαζί τους
Ώσπου να γίνεις πάλι μια φωτιά μες στη μεγάλη Τύχη που σε γέννησε
Ώσπου και πάλι στις σπηλιές των ποταμιών ν᾿ αντηχήσουν
Βαριά σφυριά της υπομονής.
Όχι για δαχτυλίδια και σπαθιά
Αλλὰ για κλαδευτήρια κι αλέτρια.
Ο Αμερικανός ποιητής Randall Jarell (1914-1965) στο ποίημα του το 1955 αναφέρεται στο ίδιο έργο:
Death and devil, what are this to him?
His being accuses him-and yet his face is firm
In resolution, in absolute persistence;
The fold of smiling do to steadiness;
The face of its own fate –a man does what he must–
And the baby underneart it says. I am. [...]
Ο Jorge Louis Borges ( 1899- 1986) έγραψε δύο σονέτα για το ίδιο έργο του Dürer: «Ritter, Tod und Teufel (I και IΙ).
[ Ι ]
Με το χιμαιρικό του κράνος, το κοφτό προφίλ
σαν κοφτερό σπαθί που ενεδρεύει,
ανάμεσα στα γυμνωμένα δέντρα διασχίζει
το δάσος ατάραχος, πάνω στο άλογο, ο ιππότης.
Ένα απαίσιο πλήθος, κακομούτσουνο
κι ύπουλο τον κυκλώνει: είναι ο Δαίμονας
με μάτια δουλικά, ερπετά δαιδαλώδη
κι ο ασπρουλιάρης γέροντας με την κλεψύδρα.
Όποιος σε βλέπει, σιδερόφρακτε ιππότη, ξέρει
πως μήτε η πλάνη μήτε το πάνιασμα του φόβου
σε κυριεύουν. Το σκληρό ριζικό σου
είναι οι προσταγές, η βία. Είσαι γενναίος, τεύτονα,
και σίγουρα δε θα δειλιάσεις ούτε στου Δαίμονα
την παρουσία μπροστά, ούτε στου Θανάτου.
ΙΙ
Οι δρόμοι είναι δύο. Ο ένας είναι κείνου
του σιδερόφρακτου περήφανου ιππότη που καλπάζει
ακλόνητος στην πίστη του διασχίζοντας το αβέβαιο δάσος
του κόσμου, μέσα στους χλευασμούς, τον ακίνητο
χορό του Δαίμονα και του Θανάτου,
κι από την άλλη είναι ο σύντομος ο δρόμος, ο δικός μου.
Τάχα ποια να ’ταν κείνη η ξεχασμένη νύχτα
ή το απόμακρο πρωινό που πρωτοείδαν
τα μάτια μου την εφιαλτική εποποιία,
το ακατάλυτο όνειρο του Ντύρερ,
τον ήρωα που οι ίσκιοι του τον κατακλύζουν
και με ψάχνουν, με παραφυλάνε και με βρίσκουν;
Εμένα όμως, κι όχι τον ιππότη, είναι που γυρεύει
ο ασπρουλιάρης γέροντας στεφανωμένος μ’ ερπετά
που στριφογυρίζουν. Και στάλα στάλα
η κλεψύδρα το δικό μου το χρόνο μετράει
κι όχι το αιώνιο δικό του παρόν.
Θα γίνω χώμα, θα σβηστώ μες στο σκοτάδι·
εγώ, που ξεκίνησα κατόπιν, θα έχω φτάσει
στο θνητό μου τέρμα ενώ, εσύ, που δεν υπάρχεις,
εσύ, με το αλύγιστο σπαθί μέσα στο πετρωμένο δάσος,
θα τραβάς το δρόμο σου όσο θα υφίσταται το γένος
των ανθρώπων
ατάραχος, πλασματικός κι αιώνιος.
(Χόρχε Λουίς Μπόρχες,«Το εγκώμιο της σκιάς», Ποιήματα, μετάφραση Δημήτρης Καλοκύρης, Εκδ. Πατάκης 2014)
– «γιατί, κοιτάζοντας το έργο της τέχνης, νιώθουμε πως όλα, άνθρωποι και ζα, μελλούμενα και περασμένα, ζωή και θάνατος, είναι ένα.»[4]
ΑΝΑΦΟΡΕΣ
E. Panofsky, The life and art of Albrecht Dürer, Princeton University Press, 1945, 1971.
Robert J. Clements: Durer's Knight, Death and Devil: Five Literary Readings. New York University.
Πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κείμενα το βιβλίο του Αυστριακού Ούγκο φον Χόφμανσταλ, Ιππότης, Θάνατος, Διάβολος (επιλογή, μετάφραση, επίμετρο: Αγγελική Κορρέ). Το μόνο που συνδέει τα ποιήματα (που παρουσιάζονται για πρώτη φορά στα ελληνικά, συνοδευόμενα από δύο μονόπρακτα) και το έργο του Ντύρερ είναι ο τίτλος.