Χάρτης 19 - ΙΟΥΛΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-19/pyxides/mikrh-klimaka-margarita-zaxariadoy-rania-karaxalioy-elenh-stellatoy-basia-tzanakarh
H στήλη
αυτή προτείνει κάθε μήνα σε τρεις-τέσσερις συγγραφείς μια
φράση που θα αποτελεί τον τίτλο ή θα εμπεριέχεται σε ένα
αδημοσίευτο πεζό κείμενό τους (έως 250 λέξεις). Ενίοτε θα
δίνεται και μη ρηματική ιδέα συγγραφής. Στόχος της στήλης
είναι αφενός να δημιουργηθεί μια δεξαμενή συλλογής
πρωτογενούς υλικού και αφετέρου μια εν προόδω χαρτογράφηση
της ελληνικής περίπτωσης στο τοπίο της σύγχρονης ελληνικής
μικρομυθοπλασίας.
————————————————————————
Στις τέσσερις συγγραφείς αυτού του τεύχους έχει δοθεί η φράση:
«Αύριο φεύγω, είμαι πλοίαρχος».
Κάθε πρωί στον καθρέφτη, έλεγε ιστορίες για τις θάλασσες που δεν είχε ταξιδέψει και τα καράβια που ποτέ δεν καπετάνεψε. Τις έλεγε στο είδωλό του, σιγανά για να μην ακούνε οι άλλοι, αλλά με ενθουσιασμό, κι η αντανάκλασή του ανταποκρινόταν κι ανταπέδιδε ακριβώς στα ίσια – όπως συνηθίζουν να κάνουν οι αντανακλάσεις. Κι ύστερα μια μέρα παρασύρθηκε λίγο πιο πολύ μ’ εκείνη την ιστορία για τη μικρούλα την κόρη του σιψάντη στο Κολόμπο, που τάχα τον ερωτεύτηκε και δεν τον άφηνε να φύγει, και τότε εκείνος, για πρώτη φορά, ύψωσε τη φωνή του και της είπε «Είμαι πλοίαρχος, αύριο φεύγω!» κι ήταν τόσο ωραία η γεύση των λέξεων, που έκλεισε τα μάτια και πιπίλησε για ώρα την επίγευσή τους, κι ύστερα τα άνοιξε πάλι, απρόθυμα.
Λένε πως πρέπει τα απωθημένα να τα βγάζουμε από μέσα μας. Να φεύγουν. Κανένας όμως δεν μας λέει πού πάνε.
Όταν άνοιξε τα μάτια, το είδωλό του δεν ήταν πια εκεί. Κι ούτε ποτέ του το ξανάδε.
Είναι το βράδυ απόψε θλιβερό
κι εμείς θαν το γλεντήσουμε το βράδυ,
όσοι έχουμε το μάτι μας ογρό
και μέσα μας τον άδη.
γαντζάο, σαχτούρι, τσερνίκι, κιρλαγίτσι, δεν σε διώχνω, καλέ μου επισκέπτη, σε συστήνω στη ρουτίνα μου κι αυτή είναι πράξη αγαπητική μεγίστη, μαρσιλιάνα, τραμπάκολο, σαχίνι, σακολέβα, ανέλπιστέ μου επισκέπτη, δεν είναι ξόρκι να σε φυλάει από κακοτοπιά, είναι κόλπο να μην αποδημεί αναίμακτα ο χρόνος, ταρτάνα, μπαρκέτο, σκιεράτσα, μονάκριβέ μου επισκέπτη, το στόμα σου ανοιγοκλείνει αναποφάσιστα, τραβάει προς τα πάνω, μα κάθισε λιγάκι ακόμα, σε ικετεύω, γαΐτα, καραβόσκαρο, πέραμα, σαΐτα, κι εγώ το πόστο μου αφήνω οσονούπω, αύριο φεύγω, είμαι πλοίαρχος, καθότι θα κατάλαβες απ’ τη μπλαβιά μου γλώσσα, λεύκα, λατίνι, πένα, ψάθα, πράγματι, εδώ το βλέμμα σκουραίνει παραπάνω, δεν φταίει η άβυσσος, ο μαύρος χρυσός, δες, τι γλυκά που μας βουτά στο σκότος, 7.000 κιβώτια ξανά μέσα στ’ αμπάρι, σε μιαν αχλή ξύλου σεσηπότος, όλα τα ψάρια, όλα τα αρθρόποδα βοσκήσαν την εκλεκτότερη σταφίδα, το πιο πιστό μου πλήρωμα οι κάβουρες, αχόι! τσαμπέκο, γαλιότα, καράκα, καραβέλα, αλλόκοσμέ μου επισκέπτη, πρέπει να παραδώσω το εμπόρευμα αυτοχείρως, δεν ατροφεί το χρέος, ακέραιο σε στοιχειώνει, τι κι αν βυθιζόμεθα, τι κι αν εκπέμπουμε ανελλιπώς σήμα κινδύνου, πολάκα, βρικογόλετο, γαβάρα, βριγαντίνο, θαμπέ μου επισκέπτη, δεν ξέρω καν γιατί μας ήρθε το καλοκαίρι αυτό,* ίσως εγώ για να πνιγώ, ίσως εσύ για να γράψεις τις αναμνήσεις ενός σχεδόν πνιγμένου.
* Οι στίχοι είναι από το ποίημα «Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα» του Κ.Γ. Καρυωτάκη.
«Αύριο φεύγω, είμαι πλοίαρχος, το καταλαβαίνετε επιτέλους;»
Δεν θυμόταν πόσες φορές είχε προφέρει αυτές τις εφτά λέξεις, σίγουρα πολλές γιατί ένιωθε ότι επί μέρες έκαναν αυτήν την στοιχειώδη συζήτηση στη διάρκεια της οποίας η γυναίκα πηγαινοερχόταν αμίλητη στο δωμάτιο, στο τέλος κοντοστεκόταν και τον κοίταζε από την πόρτα κι έπειτα έφευγε, άρα στην πραγματικότητα καμία συζήτηση δεν συνέβαινε.
Επί μέρες ήταν καθηλωμένος πίσω από αυτήν την αδικαιολόγητη σιωπή της και είχε εξουθενωθεί παλεύοντας να πετύχει μια απλή κατανόηση αυτών των εφτά λέξεων, μια ελάχιστη αντίληψη του επείγοντος και της σοβαρότητας της κατάστασης ώστε να πραγματοποιήσει τη μία μετά την άλλη όλες τις απαιτούμενες ενέργειες, τηλεφωνήματα και οδηγίες και ετοιμασίες, για τις οποίες δεν είχε κάνει ακόμη ούτε το πρώτο βήμα και η αίσθηση αυτής της απροσπέλαστης πορείας τον απέλπιζε σχεδόν όσο και η ασάφεια των λευκών σεντονιών που τον περικύκλωναν, σεντόνια που δεν μύριζαν ούτε θύμιζαν τίποτα, σεντόνια χωρίς συντεταγμένες.
Η γυναίκα πλησίασε το κρεβάτι, αυτήν την φορά του φάνηκε νέα, εξαιρετικά σοβαρή για την ηλικία της, αν και η ηλικία δεν συνεπάγεται την σοβαρότητα, μόνο ίσως την ικανότητα να συγκρατείς την οργή, στητή και κάπως επίσημη μέσα στην γελοία άρνησή της, ένας λευκός σκόπελος που έπρεπε να αποφύγει παραπλέοντάς τον και για αυτό συγκράτησε κι αυτός τον θυμό του όταν εκείνη έσκυψε πολύ κοντά στο πρόσωπό του και ακούμπησε στο μάγουλό του το χέρι της και είπε: «Θα τηλεφωνήσω στην κόρη σας».
Σ’ ένα νησί είσαι πάντα εγκλωβισμένος, έλεγε ο πατέρας μου. Και πότε τον άκουσα; Άκουγα μόνο το τραγούδι των σειρήνων. Ούτε συμπληγάδες, ούτε τίποτα – απογείωση, προσγείωση, αυτό ήταν. Νέα ζωή 705.
«Είμαι καινούργιος εδώ». Έτσι ξεκινούσα κάθε κουβέντα για να μη λέω «Δεν είμαι από δω» – τι σημασία έχει τι δεν είσαι; Μόνο βεβαιότητες. Είμαι καινούργιος, λοιπόν. Και είμαι σκηνοθέτης. Επίσης, για ένα διάστημα, μονολογούσα κάθε μέρα «είμαι τυχερός». Οι αϋπνίες μου με είχαν ακολουθήσει κι εδώ – είμαι νυχτοπούλι, πάει και τελείωσε.
Ένα ξάγρυπνο βράδυ με έπιασα να της λέω «Είμαι στο Νησί προσωρινά, για δουλειά, ευπρόσδεκτη να έρθεις». Και ήρθε. Καμιά φορά αρκεί μια ρωγμή για να μπει κάποιος μέσα σου.
«Δεν είμαι από δω, πάρε με μαζί σου», της είπα την ώρα που έκλεινε τη βαλίτσα της, κι εκείνη γέλασε και είπε «Θα ξανάρθω». Με έσφιξε τόσο δυνατά που απόρησα πώς δεν άφησε πάνω μου ένα βαθούλωμα στο σχήμα του κορμιού της.
Τα γόνατά μου εξέχουν ανάμεσα στους αφρούς, σαν συμπληγάδες. Οι άντρες κάνουν ντους, όχι μπάνιο, έλεγε ο πατέρας μου. Και πότε τον άκουσα; Το νερό κρυώνει. Εδώ και μήνες δεν πετάνε αεροπλάνα. Δεν μπόρεσε να ξανάρθει. «Ούτε καράβι έχει, ε;» με ρώτησε μια μέρα. «Μόνο ένα πλαστικό στο μπάνιο απ’ τον προηγούμενο νοικάρη», απάντησα. Πιάνω το μπλε καραβάκι, το αφήνω να πλέει, κλείνω τα μάτια. Αύριο φεύγω, είμαι πλοίαρχος. Ανοίγω τα μάτια και σηκώνομαι. Βγάζω την τάπα, το νερό αδειάζει, το καραβάκι παραδέρνει για λίγο κι ύστερα μένει ακίνητο μες στους αφρούς.