Χάρτης 19 - ΙΟΥΛΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-19/poiisi-kai-pezografia/erwteymenos-tzi-ai-tzo
ΜΕ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΜΟΙΡΑΖΟΣΑΣΤΑΝ ΤΟ ΙΔΙΟ ΘΡΑΝΙΟ, από την Δ’ δημοτικού ως και την Β’ Λυκείου, ως τότε δηλαδή που ο πατέρας σου έφυγε χωρίς την παραμικρή ένδειξη πως θα ξαναγυρίσει και η μητέρα σου σας πήρε και μετακομίσατε κάπου στο Ρέμα Χαλανδρίου, κάτω από τη δική της μητέρα, στο ισόγειο – αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Με τον Νίκο μοιραζόσασταν το ίδιο θρανίο, την ίδια σιωπηλή συμφωνία: εσύ φρόντιζες να τον βοηθάς όσο γινόταν με τα μαθήματα, εκείνος να σε βοηθά όσο γινόταν με τις παρέες. Ήταν το πιο ψηλό αγόρι στην τάξη, έπαιζε μπάλα στα Σούρμενα, Α’ τοπικό, και τα κορίτσια κοιτούσαν προς το μέρος του στο διάλειμμα ψιθυρίζοντας η μία στην άλλη. Εσύ δεν ήσουν ψηλό παιδί, δεν έπαιζες μπάλα. Τα γυαλιά σου κάθονταν βαριά στην άκρη της μύτης σου και, όσα πάρτι κι αν διοργάνωνε η μητέρα σου, με το ζόρι σε καλούσαν τα υπόλοιπα παιδιά στα δικά τους. (Τα πράγματα θα έφτιαχναν εκείνη την τελευταία σου χρονιά στο 3ο
Λύκειο Χαλανδρίου· δεν θα μπορούσες να το γνωρίζεις – ούτε θα μπορούσες να το προβλέψεις.)
Στον τοίχο πάνω από το κρεβάτι του Νίκου αφίσες παικτών του Ολυμπιακού: μία είχε αυτόγραφο επάνω, μια άλλη ήταν σκισμένη στα δύο και κολλημένη ξανά με σελοτέιπ· στο γραφείο του ένας Amstrad 6128, με πράσινη οθόνη και υποδοχή για δισκέτα. Ο Νίκος να προτιμά τη μπάλα από τον Amstrad· εσύ να μην μπορείς να ξεκολλήσεις. Γυρνούσατε μαζί σπίτι του από το σχολείο δύο-τρεις φορές την εβδομάδα: εκείνος κλοτσώντας τη μπάλα που κουβαλούσε κάθε μέρα μαζί του, εσύ ουρά του να τον ρωτάς τι είπαν οι άλλοι για σένα. Η μητέρα του σας έφερνε χυμό και τυροπιτάκια, στην πράσινη οθόνη μπαρκέτες και γαλέρες από μεγάλα πίξελ αντάλλασσαν πυρά, ο Νίκος αγκαλιά με τη μπάλα στο κρεβάτι να σε ρωτάει τελειώνεις επιτέλους. Όταν έφτανε η ώρα να γυρίσεις σπίτι, συνήθως μετά από τηλεφώνημα της μητέρας σου, έπαιρνες την τσάντα σου, έφευγες χωρίς να χαιρετηθείτε. Μόνο η μητέρα του Νίκου φώναζε στο καλό από την κουζίνα (ήταν λες και ποτέ της απομακρυνόταν από το νεροχύτη ή τον φούρνο η γυναίκα εκείνη) ενώ χανόσουν στο κλιμακοστάσιο. Πίσω στο δικό σου δωμάτιο, μισό μισό με την αδερφή σου, στο πάνω κρεβάτι της κουκέτας εσύ, στο κάτω εκείνη, οι τοίχοι μαραμένη ταπετσαρία και πάνω τους δυο καδράκια: μια φωτογραφία στις Μυκήνες, οικογενειακή, με καπέλα για τον ήλιο, και ένα παπάκι που είχε κεντήσει η μητέρα σου έφηβη όλο ξέφτια.
Μία από τις λίγες φορές που σε άφησαν να μείνεις για βραδινό στου Νίκου: ο πατέρας του, πάνω από μια μικρή ψησταριά στο μπαλκόνι, να ψήνει λουκάνικα, η μητέρα του να τηγανίζει πατάτες και να σας τις σερβίρει με κέτσαπ, αμερικάνικη, αγορασμένη στο μάρκετ της Βάσης. Εσύ να τελειώσεις το φαγητό βιαστικά και να επιστρέφεις στην τιμονιέρα της ηλεκτρονικής γαλέρας σου, ο Νίκος να περιμένει τα αθλητικά στο τέλος του δελτίου ειδήσεων, ο πατέρας του να καπνίζει όσο η μητέρα του σήκωνε το τραπέζι και επέστρεφε στη γνώριμη θέση της μπροστά στο νεροχύτη, με το νερό να τρέχει και το βλέμμα της να σταματάει στον τοίχο της διπλανής πολυκατοικίας, χτισμένης πολύ πιο κοντά από όσο θα έπρεπε στο οικόπεδό τους.
Τα αθλητικά τέλειωσαν, έβαλε διαφημίσεις. Ο Νίκος ήρθε στο δωμάτιο, σου μιλούσε για την Ταμάρα, τη συμμαθήτριά σας –μισή Ελληνίδα, μισή Ουκρανή– του άρεσε, αλλά φοβόταν να της μιλήσει. Εσύ δεν ξεκολλούσες το βλέμμα από την πράσινη οθόνη, απαντούσες μόνο ναι και όχι. Κάποια στιγμή σε τράβηξε από τον ώμο, ακούς; φώναξε. Την ίδια στιγμή ακούστηκαν λάστιχα αυτοκινήτου να στριγκλίζουν, ύστερα ο ήχος μετάλλου που τσαλακώνεται πάνω σε μέταλλο. Ο πατέρας του Νίκου ούρλιαξε γαμώ την παναγία σου, βγήκε στο στενό μπαλκόνι, η μητέρα του ούρλιαξε Αντώνη
σκουπίζοντας τα χέρια στην παρδαλή ποδιά της πριν τον ακολουθήσει.
Τώρα στον διθέσιο καναπέ του σαλονιού απλώνεται ένας τεράστιος κοκκινομάλλης Αμερικάνος: λυτά κορδόνια στις αρβύλες, ξεκούμπωτο πουκάμισο, χρυσό δαχτυλίδι στο μικρό δάχτυλο του δεξιού χεριού. Έχει πιεί· η μητέρα του Νίκου φέρνει ελληνικό καφέ σκέτο και κάθεται στον άλλο καναπέ δίπλα στον άντρα της, σφίγγει το χέρι του ανάμεσα στα δικά της. Γύρω από τη βέρα του κυρίου Αντώνη υπάρχει ένα λευκό σημάδι. Εσείς κρυφοκοιτάζετε πίσω από τη μεσόπορτα τον ζαλισμένο άντρα με την περιέργεια και την έξαψη που θα κρυφοκοιτούσατε μια ερωτική περίπτυξη στο παρκάκι της γωνίας, οι ενήλικες με τον φόβο που παρατηρεί κανείς ένα άγριο ζώο στο ζωολογικό κήπο,. Ο άντρας μουρμουρίζει που και που στη γλώσσα του, η μητέρα του Νίκου όλο και μετακινείται προς την μακρινή άκρη του καναπέ τραβώντας μαζί και τον άντρα της, που και που ο Νίκος σε κοιτά λες και περιμένει μια απάντηση. Τα πάντα θυμίζουν σκηνή από ταινία.
Ο Άρης μιλάει καλά αγγλικά, θυμάται η μητέρα του Νίκου, ο Νίκος σε σπρώχνει προς το σαλόνι, ο Τζι Άι Τζο με τις μεταλλικές ταυτότητες έξω από ξεκούμπωτο πουκάμισο σε κοιτάζει. Έχει ζέστη, ιδρωμένος εκείνος στο μέτωπο και το στήθος, ιδρωμένες εσένα οι παλάμες σου. Ο κύριος Αντώνης σου ζητά να καταλάβεις (για χρόνια δεν θα πάψεις να αναρωτιέσαι γιατί έπρεπε να μπορείς να καταλάβεις όταν οι άλλοι γύρω σου δε μπορούσαν, ποια δύναμη τους είχε πείσει όλους, κι εσένα μαζί, πως αυτός ήταν ο ρόλος σου;). Λες χάι, ο Τζι Άι Τζο ρωτάει πόσων ετών είσαι. Από εκεί και πέρα η κουβέντα κυλάει νεράκι, πίνοντας τον σκέτο καφέ από το φλιτζανάκι με τα ανάγλυφα λουλουδάκια ο μεγαλόσωμος Αμερικάνος γίνεται μια στάλα, γλιστράει, χάνεται στι σχισμή από τα μαξιλάρια του καναπέ, ανάμεσα σε λυγμούς, παράπονα και απολογίες με το χέρι στη καρδιά.
Υπαξιωματικός με ειδικότητα μηχανικού στην αμερικάνικη βάση του Ελληνικού, γεννημένος στο Άκρον του Όρεγκον, αρραβωνιασμένος με την high school sweatheart
του, παίκτης του ράγκμπι στην ομάδα του σχολείου εκείνος, τσιρλίντερ εκείνη, με τη φωτογραφία της στο πορτοφόλι του. Κι ύστερα εκείνη πωλήτρια στα Wall Mart, εκείνος στρατό, μετάθεση στην Ευρώπη, πρώτα Χανιά, μετά Αθήνα, γράμματα μπρος πίσω, πιο σπάνια τηλέφωνα. Ερωτεύτηκε όμως. Δεν το περίμενε, αλλά ποιος τα περιμένει αυτά τα πράγματα, right
boy; Και σήμερα το πρωί χώρισε, με ένα απλό τηλεφώνημα, ποιος χωρίζει από το τηλέφωνο boy; Σήμερα που ήταν ελεύθερος υπηρεσίας, που θα έβγαιναν, που θα πήγαιναν Σούνιο με το αμάξι του, οδηγούσε ένα κατάμαυρο Dodge φορτηγάκι, που θα έτρωγαν και θα έκαναν μπάνιο στη θάλασσα. Από το παράθυρο η ζέστη απλώνεται πηχτή στο δωμάτιο κι ο ανεμιστήρας της μητέρας του Νίκου δεν κάνει δουλειά, ιδρωμένοι όλοι κι ο Τζί Άι Τζο να μιλά ασταμάτητα ανάμεσα στα κλάματα, εσύ να μεταφράζεις, ο κύριος Αντώνης να κουνάει δύσπιστα το κεφάλι, σίγουρα τον καταλαβαίνεις καλά;, Κι ο Νίκος αγκαλιά με τη μπάλα στο δωμάτιό του, τα τζιτζίκια απτόητα, η γειτονιά να ησυχάζει.
Η μια λέξη να φέρνει την άλλη, οι γονείς του Νίκου να ρωτούν τι θα γίνει με το αμάξι, ο Τζι Άι Τζο να ψάχνει να εξομολογηθεί τα πάντα κι εσύ στη μέση, αόρατος και απαραίτητος (όπως πάντα, Άρη, ναι;) να κοιτάς μια τον ερωτευμένο Αμερικάνο, μια την απελπισία του κυρίου Αντώνη που είδε το καινούριο του Toyota Corolla να διπλώνει γύρω από τον μπροστά προφυλακτήρα του Dodge. Θα πληρώσω, boy, πες τους θα πληρώσω, έχω λεφτά, να, και με ανοιχτό το πορτοφόλι με τη φωτογραφία της αρραβωνιαστικιάς του να δείχνει τα δολάρια που είχε μέσα. Η μητέρα του Νίκου επέμενε ψιθυριστά να τηλεφωνήσουν στο εκατό, ο πατέρας του να μην τον μπλέξουμε τον άνθρωπο.
Μπορώ να κάνω ένα τηλέφωνο; ρώτησε ο Αμερικάνος κοιτώντας σε στα μάτια.
Γύρισες και κοίταξες το ζευγάρι στον άλλο καναπέ, έδειξες με το δάχτυλο τη συσκευή, ο κύριος Αντώνης συγκατένευσε. Ο Αμερικάνος κατάλαβε και σηκώθηκε, πληκτρολόγησε τον αριθμό στα μαύρα πλήκτρα, περίμενε: αγάπη μου, είπε σε σπαστά ελληνικά σε όποιον σήκωσε το τηλέφωνο στην άλλη άκρη, I need some
help, ακολούθησαν λέξεις χαμηλόφωνες και λέξεις με ουρλιαχτά, είχε φωνή πολύ πιο ψιλή από όσο θα περίμενες για άντρα του μεγέθους του. Στο σαλόνι όλοι να κρατάτε την ανάσα σας, λες και αυτό το τηλεφώνημα, με τρόπο μαγικό, είτε θα ίσιωνε το τσαλακωμένο Toyota του κυρίου Αντώνη, είτε θα το άφηνε παλιοσίδερα για πάντα. Κλείνοντας το τηλέφωνο ο ερωτευμένος Τζι Άι Τζο είπε μόνο: γιατί Γιώργο;
Λιγότερο από μια ώρα αργότερα τον παρέλαβαν οι ΑΜίτες της αμερικάνικης βάσης: δυο άντρες με συνοφρυωμένα πρόσωπα, εξίσου ψηλοί, άντρες που τον αποκαλούσαν Υπολοχαγέ Τζόσεφ, που έβαλαν στο χέρι του κυρίου Αντώνη μια κάρτα με το όνομα και το τηλέφωνο ενός ασφαλιστή, που σας χαιρέτισαν κοφτά και κατέβηκαν γρήγορα το κλιμακοστάσιο αγκαζέ με τον Τζι Άι Τζο. Όταν ήταν πια στη βάση της σκάλας, εκείνος φώναξε thanks, boy και η φωνή του αντήχησε στο σαλόνι που περιμένατε όλοι, ακίνητοι ακόμα.
Η μητέρα του Νίκου πέταξε το φλιτζανάκι με τα ανάγλυφα λουλούδια στα σκουπίδια, ο πατέρας του κοιτούσε μια την κάρτα, μια το τσαλακωμένο Toyota, ο Νίκος μπροστά στην τηλεόραση, εσύ ευχαρίστησες για το φαγητό, είπες πως είναι ώρα να γυρίσεις σπίτι. Ο κύριος Αντώνης επαίνεσε τα αγγλικά σου κοιτάζοντας προς το μέρος του γιού του και σε συνόδεψε ως την αυλόπορτα. Μπροστά από τα χαμηλά κάγκελα παρατημένο το κατάμαυρο Dodge, λοξά ανάμεσα από τις δύο νεραντζιές του πεζοδρομίου που στέκονταν ανέπαφες, ο Νίκος στο στενό μπαλκόνι να παρακολουθεί τον πατέρα του, ακίνητος, με πρόσωπο της ήττας, εσύ να γυρνάς κάθε τόσο και να κοιτάς.
Εκείνο το βράδυ, στο παιδικό σου δωμάτιο, άνοιξες όσα τεύχη Τζι Άι Τζο είχες καταφέρει να μαζέψεις. Οι κακοί της οργάνωσης Κόμπρα απειλούν ξανά να καταστρέψουν τον κόσμο, μα ο Φλιντ, ο Ντιούκ και οι υπόλοιποι τους προλαβαίνουν, όπως κάθε φορά. Δεν άργησες να βρεις το τεύχος που στις πρώτες σελίδες, πριν τη μάχη, ο κοκκινομάλλης πιλότος των Τζι Άι Τζο, ο Έης, στέκεται μπροστά από το μαχητικό του και από το λαιμό του κρέμονται δύο γυαλιστερές μεταλλικές ταυτότητες.
(Υπάρχει μια ιστορία πίσω από αυτή την ιστορία· πάντα υπάρχει μια άλλη ιστορία πίσω από κάθε ιστορία: ο πατέρας σου που έλειπε συχνά από το σπίτι, δουλειά αργά στο μαγαζί, συναντήσεις στην κλαδική, ταβέρνα με φίλους, οι φωνές τους τα βράδια όταν γυρνούσε σπίτι και έμπαινε στην κουζίνα, της μητέρα σου να λέει δεν πάει άλλο, η δική του να λέει άσε πια τη γκρίνια, ύστερα να μπαίνει ακροπατώντας στο δωμάτιό σου, εσύ να κάνεις πως κοιμάσαι κι εκείνος να βάζει στη σχολική σου τσάντα, ανάμεσα από βιβλία και τετράδιά, ένα ακόμα κόμικ, Σπάιντερμαν, Σούπερμαν, Τζί Άι Τζο. Όταν έφυγε εκείνο το καλοκαίρι, αφού έκλεισαν τα σχολεία, αφού αποφάσισες πως δεν θα πας Β’ Δέσμη, αφού η νωθρότητα του καλοκαιριού άρχισε να κάνει τη γειτονιά να ησυχάζει τα μεσημέρια, έμεινε άφαντος για μήνες – ούτε τηλέφωνα, ούτε επισκέψεις, τίποτα. Η μητέρα σου σκοτείνιαζε καπνίζοντας στην κουζίνα, η γιαγιά σου επέμενε να μετακομίσετε στο Χαλάνδρι, ο Νίκος θύμωσε: και η μετακόμιση και ο πατέρας σου ήταν εντελώς μαλάκες. Ώσπου, λίγο πριν τα Χριστούγεννα η κυρία στο απέναντι σπίτι από της γιαγιάς σου, η κυρία Φωτεινή, που είχε πάντα την πόρτα του κήπου ανοιχτή κι ο μικρός της σκύλος μπαινόβγαινε κυνηγώντας διερχόμενα Ι.Χ., σε φώναξε καθώς γυρνούσες από το σχολείο: ένας κύριος, σου είπε, άφησε αυτά για σένα, αλλά δεν ήθελε να τα δώσω στη γιαγιά σου, σε σένα μόνο, θα καταλάβεις, είπε. Καταλαβαίνεις; σε ρώτησε, ενώ εσύ πάλευες να λύσεις τον κόμπο που κρατούσε τον πάκο με τα κόμικ. Τα έβαλες στο ράφι μαζί με τα υπόλοιπα, λέξη στη μητέρα σου. Τελικά είχαν την ίδια τύχη που είχε κι εκείνη η κάρτα από τον Νίκο, που έγραφε μέσα, με μεγάλα αστεία γράμματα: εγώ εδώ, εσύ εκεί, είναι άδικο, και την οποία χρόνια μετά έψαχνες να στολίσεις στη φοιτητική σου βιβλιοθήκη στη Θεσσαλονίκη. Και τα κόμικ και την κάρτα τα είχε από καιρό πάρει ένας παλιατζής.)
ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Άκη Παπαντώνη ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.