Χάρτης 19 - ΙΟΥΛΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-19/poiisi-kai-pezografia/to-makroprooesmo
«Βρέχει. Κοντεύει δέκα, και δεν ήρθε. Αντί να με ευγνωμονεί που της παραχώρησα την υλικοτεχνική υποδομή του τμήματός μου για να εκπονήσει τη διατριβή της, δεν έρχεται και δεν ειδοποιεί ότι θα απουσιάσει. Στράβωσε, όταν ανέβασα στον Γενικό την μελέτη της με τίτλο, “Ο κεντρικός χαρακτήρας στο ελληνικό μεταμοντέρνο μυθιστόρημα”, χωρίς την άδειά της. Έμαθα πως θύμωσε, όχι τόσο γιατί υπέγραψα την εργασία της, αλλά επειδή πείραξα ελαφρώς τα συμπεράσματά της. Σιγά το πράμα, δηλαδή! Εδώ άλλοι αλλάζουν αποτελέσματα δημοσκοπήσεων και επηρεάζουν εκλογικές αναμετρήσεις και ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων, και αυτή, το δεξί μου χέρι, πήγε να με κρεμάσει επειδή μετέτρεψα τον κοινώς αποδεκτό βασικό χαρακτήρα από θηλυκού γένους σε αρσενικό και τον έπλασα κατ’ εικόνα και ομοίωσή μου. Και όλα αυτά για το καλό όλων μας, αφού το πλάσμα που προέκυψε από τον στατιστικό συγκερασμό των επιθυμιών συγγραφέων, κριτικών και των προσδοκιών του αναγνωστικού κοινού παραήταν άχρωμο, άοσμο και άγευστο.
Η απουσία της υποδηλώνει δυσαρέσκεια. Τι άλλο μπορεί όμως να κάνει; Πήγε να με εντυπωσιάσει, και την πάτησε. Ας πρόσεχε και ας είχε εξασφαλίσει τα πνευματικά της δικαιώματα πριν μου εμπιστευτεί το πόνημά της».
Μόρφασε ο Αντώνης Αποστολίδης μισοκοροϊδευτικά μισοθυμωμένα στον καθρέφτη που βρέθηκε μπροστά του στον τοίχο πίσω από την πόρτα του γραφείου του. Κοίταξε το ρολόι του και συνέχισε να βηματίζει με φορά κάθετη προς την κίνηση των περιστεριών που προστάτευαν τη θέση τους στο σκονισμένο περβάζι του παράθυρου του γραφείου του, από εκείνα που, σκαλωμένα στα καλώδια της ΔΕΗ, περίμεναν υπομονετικά κάτω από τη βροχή κάποια απερίσκεπτη αποχώρηση.
Φανερά εκνευρισμένος με την ασυνέπεια της Κάκιας Λάσκου, άμισθης ερευνήτριας του Τμήματος Διαλογής Πληροφοριών της εταιρείας «Μυθιστορήματα Κωνσταντίνου Γεωργόπουλου Α.Ε.», έριξε μια ματιά στο παρκάκι με τα παραμελημένα παρτέρια, όπου άραζαν χειμώνα καλοκαίρι διάφοροι περίεργοι τύποι καπνίζοντας, χαζεύοντας, ζητιανεύοντας ή κάνοντας χρήση ουσιών. «Βρέχει, αλλά δεν θα ασχοληθώ άλλο με το αναιδέστατον τούτο πλάσμα, που είχε το θράσος να στήσει τον Αντώνιο Αποστολίδη. Δεν αρέσει η λάντζα στην κυρία. Θέλει από την αρχή τον πρώτο ρόλο, αλλά οι γυναικείοι χαρακτήρες θάφτηκαν κάτω από το μακροπρόθεσμό μου, στις πίσω σελίδες του νέου μυθιστορήματος του Γεωργόπουλου. Δεν κατάλαβε ακόμα, πόσο νωρίς είναι γι’ αυτήν. Πόσα χρόνια περίμενα εγώ για να φτάσω ως εδώ; Πόσες υποχωρήσεις και πόσους συμβιβασμούς έκανα, πόσες υποκλίσεις και γλειψίματα… Τόσος κόπος, τόσος ιδρώτας για να αναστηθώ, να γίνω ένας κανονικός χαρακτήρας…»
Πήρε το blue ice σακάκι του από την κρεμάστρα και, βγαίνοντας, άναψε τσιγάρο κάτω από την ταμπέλα που απαγόρευε το κάπνισμα. Τράβηξε μια βαθιά τζούρα και κοντοστάθηκε στο κατώφλι της μεγάλης αίθουσας, όπου οι υπαλληλίσκοι πέμπτης τάξεως ψάρευαν με μικρές απόχες τις άχρηστες για τη συγγραφή των μυθιστορημάτων του Γενικού πληροφορίες και με τροχήλατους κάδους τις άδειαζαν στο στόμα ενός τεράστιου βάτραχου, που περίμενε ολάνοιχτο στο τέλος του διαδρόμου του πρώτου ορόφου. Έπειτα έριξε μια λοξή ματιά, δεξιά στην ιματιοθήκη, όπου στα διαλείμματα στριμώχνονταν για ένα τσιγάρο οι μικρές, ζουμερές βιβλιοθηκονόμοι με τους ταπεινούς υπαλλήλους του Τμήματος, το οποίο εδώ και έναν χρόνο είχε την τύχη να διευθύνει.
Η ανάληψη της διεύθυνσης του Τμήματος Διαλογής Πληροφοριών της εταιρίας ανάστησε τη λαχτάρα που σιγόβραζε μέσα του από τα χρόνια της λάντζας, όταν, περιφερόμενος σαν τον τσιγγάνο από όροφο σε όροφο, από μύθο σε μύθο και από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, ανάσαινε τις αφροδισιακές ιδιότητες της εξουσίας χωρίς να γίνεται αναγνωρίσιμος: να είναι ο πρωταγωνιστής, ο κεντρικός χαρακτήρας, ενός μυθιστορήματος, να πάρει επιτέλους τον ρόλο, που πάντα κάποιος άλλος, άρπαζε την τελευταία στιγμή από τα χέρια του, και, περνώντας στην αθανασία με τα καλά του και με τα στραβά του, να απολαύσει, όπως όλοι οι ήρωες, τον σεβασμό του συγγραφέα, των εκδοτών, του αναγνωστικού κοινού και των κριτικών, και φυσικά τα τσιριχτά γελάκια των γλειφιτζουριών που πετάγονταν σαν τις φλογίτσες από τις πίσω σελίδες των μπεστ σέλερ.
Ο Αποστολίδης ξεκίνησε στα δεκαπέντε από το υπόγειο της εταιρίας, όπου πολτοποιούνται όσοι τίτλοι εξαντλούν πενταετία χωρίς να εκδοθούν. Τελειώνοντας το νυχτερινό, προήχθη σε εξωτερικό πληροφοριοδότη. Δουλειά του ήταν να φέρνει στο ισόγειο τις μικρές ιστορίες που άκουγε στους δρόμους και στις γειτονιές ή αυτές που επινοούσε, με αντάλλαγμα την εμφάνισή του στις παρυφές των μυθιστορημάτων. Στο τρίτο μυθιστόρημα του Γεωργόπουλου ήταν ο υπηρέτης που έδωσε ένα ποτήρι νερό στον ετοιμοθάνατο ιερέα, στο επόμενο ο άνθρωπος που τράβηξε την κουρτίνα για να εμφανιστεί η κακομαθημένη πριμαντόνα στη σκηνή, και στο πέμπτο ο αμαξάς που κατέβηκε να ξεκολλήσει το φοβισμένο άλογο της πριγκίπισσας από τις λάσπες. Αυτός ο τελευταίος ήταν ο ρόλος που του έδωσε φωνή: «Ω Ντορή!» Στη συνέχεια, αφού έφαγε τη μισή του ζωή στη βιβλιοθήκη, ανέβηκε στον πρώτο όροφο και θεώρησε μεγάλη επιτυχία την απόκτηση μιας μικρής απόχης διαλογής πληροφοριών. Τέλος, όταν ένα περίεργο ατύχημα καθήλωσε τον προκάτοχό του στο αναπηρικό καροτσάκι, κι ενώ ο δεύτερος τη τάξει μνηστήρας της θέσης απουσίαζε με εκπαιδευτική άδεια στο Παρίσι, ανέλαβε τη διεύθυνση του Τμήματος Διαλογής Πληροφοριών και γνώρισε την Κάκια Λάσκου, η οποία του εμπιστεύτηκε την πρωτότυπη μελέτη της για τον κεντρικό ήρωα στο ελληνικό μεταμοντέρνο μυθιστόρημα. Τότε ήταν που πίστεψε πως είχε έρθει η ώρα να πιέσει την Νομικού, να διηθήσει την ιστορία του από τα αζήτητα και, παρά τις μικρές φθορές που είχε υποστεί στο πεπτικό σύστημα του βατράχου, να την προωθήσει μαζί με την ελάχιστα τροποποιημένη μελέτη της συνεργάτιδάς του στον Γενικό αλλά και στον εκδότη.
Στις δέκα και μισή χτύπησε την πόρτα της Ντορίτας Νομικού στον δεύτερο. Δεν πήρε απάντηση και μπήκε. Η Νομικού έλειπε ως συνήθως. Άραξε σε μια από τις καρέκλες του γραφείου της και προσπάθησε να χαλαρώσει παρακολουθώντας τα λευκοκύανα πυκνά δαχτυλίδια του καπνού του, να καταπίνουν το λιγοστό φως της ημέρας και να ξαπλώνουν ξεδιάντροπα στο ταβάνι. Η Νομικού διηύθυνε το τμήμα του ισογείου με τις νοσηλεύτριες, που με ειδικούς φλεβοκαθετήρες αναρροφούσαν ιστορίες από τους πληροφοριοδότες για να τις προωθήσουν στο Τμήμα Διαλογής Πληροφοριών. Ήταν, επίσης, υπεύθυνη του Τμήματος Καθαρισμού του Πεπτικού Συστήματος του Βατράχου δουλειά που γινόταν από εξειδικευμένους τεχνολόγους, οι οποίοι με τη βοήθεια κλυσμάτων και υπόθετων γλυκερίνης ανακούφιζαν τον βάτραχο, συνέλλεγαν τα ανθεκτικά στο υδροχλωρικό οξύ ψήγματα έμπνευσης και τα ανέβαζαν στο εταιρικό ασυνείδητο, από όπου ο Γενικός τα ανακαλούσε σε επόμενα μυθιστορήματα.
Τελείωνε το τσιγάρο του, όταν η Νομικού έφραξε με το τετράγωνο κορμί της την πόρτα – ποιος είπε πως οι αφράτες γυναίκες δεν έχουν μέλλον; έλαμπαν τα μάτια της όποτε τον κοιτούσε.
– Κύριε Αποστολίδη, στον ουρανό σάς γύρευα και στο γραφείο μου σας βρήκα! Ήθελα να το μάθετε πρώτα από μένα. Το βιβλίο τυπώθηκε! πλησίασε με χέρια ολάνοιχτα.
Εκείνος σήκωσε το κεφάλι, για να δεχτεί το σαλιωμένο της φιλί στο μάγουλο.
– Ο εκδότης κατενθουσιάστηκε με την περίπτωσή σας και πίεσε τον Γενικό να τελειώνει με το μυθιστόρημα που τόσα χρόνια ξεψείριζε με τη δικαιολογία πως ήταν δύσκολο να επιλέξει έναν από τους διαθέσιμους χαρακτήρες για βασικό. «Τι περιμένεις τόσο καιρό;» τον ρώτησε. «Ιδού η μελέτη. Δες ποια είναι τα εξωτερικά χαρακτηριστικά και ποιες οι αρετές του ήρωα που είναι σε θέση να διεκπεραιώσει την ιστορία σου και θα δεις ποιος μπορεί να επωμιστεί αυτό τον ρόλο», του είπε και ψιθύρισε το όνομά σας. Έτσι, σήμερα πρωί-πρωί ο Γενικός παρέλαβε την πρώτη έκδοση, και με ειδοποίησε να ανεβούμε στις έντεκα, είπε η προϊσταμένη και άραξε στο γραφείο της.
Ο Αποστολίδης γύρισε την περιστρεφόμενη καρέκλα της προς το μέρος του και κάθισε στο σκαμπό μπροστά στα πόδια της, παγιδεύοντας το εξωτερικό μέρος των μηρών της στην εσωτερική επιφάνεια των γονάτων του.
– Κυρία μου, είμαι όλος αυτιά. Δήλωσε με βραχνή φωνή
Εκείνη ξεκίνησε τσαχπίνικα να του περιγράφει το εξώφυλλο του μυθιστορήματος και να του λέει πόσο όμορφη ήταν η βιβλιοδεσία του, και πόσο εξαιρετική η επιμέλειά του, από τη διάσημη επιμελήτρια κυρία Μ.Κ.
Οι δείκτες του επίχρυσου ρολογιού στον τοίχο του διαδρόμου έδειχναν έντεκα παρά πέντε, όταν άρχισαν να ανεβαίνουν τις σκάλες μπροστά εκείνη, πίσω αυτός, και πιο μπρος από τους δυο τους ο καπνός του δεύτερου τσιγάρου του, που σέρνοντας στην κοιλιά του την ακάματη φιλοδοξία του αφεντικού του κάλυψε την απόσταση των δύο ορόφων με την ανυπομονησία του εφήβου που βιάζεται να ενηλικιωθεί.
Στις έντεκα ακριβώς χτυπάνε την πόρτα του Γενικού. Ο Αποστολίδης σφίγγει τον κόμπο της γραβάτας του και πετάει το αποτσίγαρο στη γλάστρα του διαδρόμου.
– Εμπρός, ακούγεται από μέσα αναιμική η φωνή του Γενικού.
Με τη Νομικού να τον ακολουθεί, μπαίνει προσπαθώντας να ανακτήσει την αυτοπεποίθησή του, αφού δεν νιώθει τόσο χαρούμενος όσο περίμενε. Κάτι δεν του κάθεται καλά. Είναι, φαίνεται, η μοναξιά, το κενό που νοιώθουν όσοι φτάνουν στην κορυφή, σκέφτεται. Καλημερίζει και σπρώχνει την ενοχλητική σκέψη κάτω από το κόκκινο χαλί.
– Καλημέρα, κύριε Αποστολίδη. Καθίστε, λέει ο Γενικός άχρωμα.
Αράζει με αυθάδεια απέναντι από το αφεντικό. Από το μπράτσο της πολυθρόνας του η προϊσταμένη ρίχνει όλο της το βάρος πάνω του. Η στάση της τον εξοργίζει, αλλά είναι αποφασισμένος να υποστεί τα πάνδεινα από την βασιλική οδό που τον οδήγησε στο σαλόνι του μεγαλειώδους μυθιστορήματος, και, ποιος ξέρει, στην καρέκλα του Γενικού αύριο.
– Κύριε Αποστολίδη, δείτε παρακαλώ το νέο μου βιβλίο, απλώνει προς το μέρος του ο Γενικός τα χλομά του χέρια.
Ζυγίζει το βιβλίο, κοκκινίζοντας ασυναίσθητα.
«Γενικός και πράσινα άλογα… Τι να την κάνει ο άνθρωπος την εξουσία αν δεν μπορεί να βγει στον ήλιο και στη θάλασσα, να πάει ένα ταξίδι, βρε αδερφέ; Λένε πως δουλεύει ατελείωτες ώρες υπηρετώντας την τέχνη του και πως είναι έντιμος και αδέκαστος. Λένε πως είναι σοφός αλλά ως γνήσιο κορόιδο, αγνοεί πως η δουλειά είναι δουλεία και πως είναι πιο εύκολο να βάζεις τους άλλους να κάνουν κάτι για σένα κι εσύ να απολαμβάνεις τους καρπούς της καπατσοσύνης σου. Σαν και του λόγου μου, που στέκομαι ατσαλάκωτος στο γραφείο μου και βάζω τις χαζογκόμενες να τρέχουν δεξιά κι αριστερά και να καθαρίζουν για μένα. Ας γίνω εγώ Γενικός, και θα δεις πως θα περνάω…» ξεροκαταπίνει το σάλιο του και ανοίγει τον πολυτελή τόμο με το κόκκινο εξώφυλλο και τον τίτλο Οι εραστές της λάσπης, Κεφάλαιο Πρώτο.
Η τρομαγμένη κραυγή της καθαρίστριας του «Όασις» χαράκωσε την πρωινή υγρασία, ξεσηκώνοντας την ανατολική πτέρυγα του ξενοδοχείου. Μέσα σε λίγα λεπτά σχεδόν όλοι οι ένοικοι κατέβηκαν στο ισόγειο, δένοντας τις ρόμπες και σιάζοντας τα αχτένιστα μαλλιά τους, για να δουν την τρομαγμένη γυναίκα να δείχνει με παγωμένο δάχτυλο κάτι που κρυβόταν πίσω από την πλάτη του μεγάλου καναπέ του λόμπι.
Όσοι τόλμησαν να πλησιάσουν είδαν τον ξένο που είχε φτάσει αργά το προηγούμενο βράδυ με το πανάκριβο αυτοκίνητο, το πούρο Αβάνας στο στόμα και το Ρωσάκι με τα τατουάζ στην πλάτη και στη λαγόνια χώρα να κρέμεται από το μπράτσο του. Ήταν εκεί στο δάπεδο, ακίνητος, μελανιασμένος. Δίπλα του δεκάδες σκόρπια φύλλα Α4 σάλευαν με το πρωινό αεράκι, που έμπαινε από το μισάνοιχτο παράθυρο.
Σκουντουφλώντας στις γραμμές, φτάνει στο τέλος της σελίδας κατάχλομος.
Η σύζυγος του Αντωνίου Αποστολίδη, Κάκια Λάσκου, πήρε με χέρια που έτρεμαν το χαρτί από τον ιατροδικαστή Ν. Μ. Μπεχρόπουλο και διάβασε κλαίγοντας:
«Το πόρισμα της νεκροψίας έχει ως ακολούθως: Ο Αντώνιος Αποστολίδης απεβίωσε περί την 6ην π.μ. από οξύ πνευμονικό οίδημα».
Η πόρτα χτυπάει, και μπαίνει η Λάσκου απαστράπτουσα. Αγνοώντας την παρουσία τους, πλησιάζει τον Γενικό και τον φιλάει στο στόμα. Το γέλιο του Γενικού κοκκινίζει και διαστέλλεται. Ο Αποστολίδης νιώθει να λιγοστεύει, ακούγοντας τη Νομικού να παραπονιέται στον Γενικό:
– Αυτό, κύριε Γενικέ, είναι άδικο. Ολόκληρο μυθιστόρημα και δεν βρήκατε μια θεσούλα καλύτερη για τον κύριο Αποστολίδη, που τόσα έχει κάνει για σας;
–Υπάρχει καλύτερη θέση για έναν άνθρωπο σαν τον κ. Αποστολίδη από αυτήν του αναχωρήσαντος για τις αιώνιες μονές συζύγου μιας Κυρίας με κάπα κεφαλαίο, σαν την κυρία Λάσκου, που είναι ο βασικός χαρακτήρας του μεγαλύτερου και σπουδαιότερου μυθιστορήματός μου;
Το τελευταίο που διέκρινε ο Αποστολίδης προτού διαλυθεί ήταν το προς τη Νομικού απαξιωτικό βλέμμα του Γενικού, ο οποίος αποκαλούσε «αίγες» τις διευθύντριες κατώτερου προσωπικού που ήταν πρώην καθαρίστριες με πολιτικό μέσον και μεγάλη γλώσσα.