Χάρτης 19 - ΙΟΥΛΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-19/diereynhseis/h-allh-erhmh-xwra
Μεταφράζοντας στη γλώσσα μας το περίφημο ποίημα ‘The Waste Land’ του νομπελίστα ποιητή T.S. Eliot και ανατρέχοντας στο διαδίκτυο για περισσότερες πληροφορίες/διευκρινήσεις/εργαλεία κατανόησής του, ανακάλυψα με έκπληξη, ομολογώ, την ύπαρξη και ενός άλλου, (ενός μόνον), ποιήματος με τον ίδιο ακριβώς τίτλο: το ‘Waste Land’, του αμερικανού ποιητή Madison Julius Cawein, η δημοσίευση του οποίου προηγήθηκε χρονικά εκείνης του T.Σ. Έλιοτ κατά οχτώ έτη,1914 και 1922, αντίστοιχα.
Η μοναδικότητα αυτή με οδήγησε στην σκέψη ότι ο T.Σ. Έλιοτ, ίσως δανείστηκε από τον Cawein τον τίτλο του ποιήματός του, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ουδαμού στις σημειώσεις του, για το «Η Έρημη Χώρα», αναφέρεται στον ποιητή αυτόν, όπως συμβαίνει, εξάλλου, και με τους διαφόρους δικούς μας μεταφραστές/σχολιαστές.
Τα λίγα που ακολουθούν σκοπό έχουν να πληροφορήσουν τον αναγνώστη για την ύπαρξη αυτού του ποιήματος, (παρατίθεται σε ελεύθερη απόδοσή μου, μαζύ με το πρωτότυπο),να του γνωρίσουν συνοπτικά έναν πολύ αξιόλογο ποιητή, τον Cawein, να τον καταστήσουν ενήμερο για τον λόγο που κάποιες φωνές κατηγορούν τον T.S. Eliot και τέλος να τον φέρουν σε επαφή με αυτόν τον λάτρη της φύσης, ρομαντικό, αμερικανό ποιητή.
Ο Madison Julius Cawein, το πέμπτο παιδί του William και της Christiana (Stelsy) Cawein, γεννήθηκε στις 23 Μαρτίου 1865 στη Louisville του Κεντάκι των ΗΠΑ. Ο πατέρας του ασχολείτο με την παρασκευή πρωτοτύπων φαρμάκων από βότανα και έτσι ο Cawein από μικρό παιδί ήρθε σε επαφή και ανέπτυξε ιδιαίτερη αγάπη για την φύση γύρω του. Μετά την αποφοίτησή του από το γυμνάσιο, εργάστηκε ως ταμίας ιδιωτικής επιχείρησης για έξι χρόνια, ασχολούμενος παράλληλα με την ποίηση. Έγραψε συνολικά τριάντα έξι βιβλία και χίλια πεντακόσια ποιήματα για σκηνές από την ζωή στο Kentucky, σε γλώσσα που αντηχούσε εκείνη των Percy Bysche Shelley και John Keats. Σύντομα το κοινό τον αποκάλεσε «Keats του Kentucky». Τέτοια ήταν η δημοφιλία του που, καθ’ομολογία του, μέχρι το 1900 κέρδιζε από τα δημοσιευόμενα ποιήματά του εκατό δολάρια τον μήνα, ποσό σημαντικό για την εποχή. Θύμα της χρηματιστηριακής κρίσης του 1912, αναγκάστηκε να πουλήσει το σπίτι του και να καταλήξει να περιληφθεί, το 1914, στον κατάλογο των χρηζόντων βοηθείας απόρων, της Ένωσης Συγγραφέων της πόλης της Νέας Υόρκης. Πέθανε στις 8 Δεκεμβρίου 1914 και θάφτηκε στο Cave Hill Cemetery.
Το 1913, ένα έτος πριν τον θάνατό του, δημοσίευσε στο περιοδικό Poetry του Σικάγου, στο οποίο συντάκτης ήταν ο Έζρα Πάουντ, ένα ποίημα με τον τίτλο «Έρημη Χώρα» (Waste Land). Ειδικοί θεωρούν το ποίημα αυτό σαν την πηγή έμπνευσης του ποιήματος «Τhe Waste Land» του T.Σ. Έλιοτ, που δημοσιεύτηκε το 1922 και θεωρείται το εναρκτήριο λάκτισμα του μοντερνισμού στην ποίηση. Είναι όμως έτσι;
Σε επιστολή του προς το Times Literary Supplement ( 8 Δεκεμβρίου 1995, σ.14), ο καναδός ακαδημαϊκός Robert Ian Scott σημειώνει: «…οι πολλές ομοιότητες στο ποίημα αυτό και στο ποίημα του T.Σ. Έλιοτ, δύσκολα μπορούν να θεωρηθούν συμπτωματικές». Σημειώνει, επίσης, ότι «…ο Έλιοτ είχε λόγους να διαβάσει το τεύχος του Ιανουαρίου 1913 του Poetry, στο οποίο εμφανίζεται το ποίημα του Cawein, επειδή περιείχε το άρθρο του Pound για τους ποιητές του Λονδίνου (αν και ο Έλιοτ δεν αναφέρεται στο άρθρο)». To επόμενο έτος ο Bevis Hillier ανέσυρε στον Spectator του Λονδίνου περισσότερες συγκρίσεις με άλλα ποιήματα του Cawein. Μεταξύ άλων, συνέκρινε τους στίχους του Cawein «…πηγαινοέρχονται γύρω από την σκεπαστή του είσοδο» και «…πηγαινοέρχονται μιλώντας για τον Μικελάντζελο» του Έλιοτ.
Μπορεί να αποδοθεί στον Έλιοτ μομφή λογοκλοπής; Δύσκολα να πει κάποιος κάτι τέτοιο. Το βέβαιο όμως που μπορεί να πει κανείς για τον Cawein και τον Έλιοτ είναι ότι στο ομότιτλο ποίημά τους ο καθένας θρηνεί για έναν κόσμο που για αυτόν χάθηκε: Εκείνον της πρώιμης αγγλικής και ευρωπαϊκής ρομαντικής λογοτεχνίας, με τον οποίο ήταν τόσο πολύ δεμένος, αγαπούσε, υπεράσπιζε και διακονούσε (θεωρώντας τον Eliot σαν ένα, τον πιο επικίνδυνο, από τους υπονομευτές του), ο Cawein, και τον από τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο κατεστραμμένο, άδειο από όνειρα, προσδοκίες, ανθρώπινη επαφή και κατανόηση κόσμο, που συγκλονιστικα αποδίδουν εικόνες σε ελεύθερο στίχο, ο Eliot.
Ακολουθεί η ελεύθερη απόδοσή από μένα (πρώτη φορά εξ όσων γνωρίζω μεταφράζεται στην γλώσσα μας) του ποιήματος του Cawein, το οποίο προκάλεσε τον θόρυβο που μνημονεύσαμε, σχετικά με τις πηγές έμπνευσης του Eliot για το ομότιτλο δικό του και η παράθεση του αγγλικού πρωτοτύπου.
Ο θλιβερός τόπος που περιγράφεται είναι η ποίηση, όπως, κατ’αυτόν, θα καταντήσει με την έλευση και επικράτηση των ποιητών του ελεύθερου στίχου, το τραγούδι των οποίων παρομοιάζει με το βοή σμήνους ακρίδων και τα έργα τους φριχτούς σκελετούς δέντρων, χωρίς φύλλωμα, ίσκιο και ηρεμία του μυαλού και της σκέψης. Ο ίδιος είναι ο άντρας και ο τυφλός σκύλος του η απελπισμένη έγνοια προάσπισης της ποίησής του, του κόσμου και της φύσης που αγαπούσε. Φυσικά, όπως κάθε δυνατό σε νοήματα ποίημα, έτσι και αυτό έχει και άλλες εκδοχές πρόσληψης. Τα ανωτέρω συνιστούν μια πρώτη προσέγγιση.
Ε Ρ Η Μ Η Χ Ω Ρ Α
(Madison Cawein)
Απήγανοι, βάτοι κι αμβροσίες παντού,
άγρια μάραθα και θάμνοι μελιά.
Έμοιαζ’ άρρωστος τόπος, σαν ψυχή αμαρτωλού
ή πεθαμένος από απελπισία παλιά
που έγνοια την γέννησε, πριν χρόνια παλιά.
Του γρύλλου το κλάμα, πετάγματος ήχος,
του πουλιού η θλιμμένη λαλιά
κι η λίμας βοή, απ’ ακρίδων ’να πλήθος,
σαν τριβόλοι που αρπάζονται από ρούχα, μακριά,
γατζώνονταν στην ερημιά.
Θλιβερός τόσο τόπος, τόσο άγονο χώμα,
από παλιά απελπισία τόσο καταραμένο
που μαρμότας μονιά, τυφλοπόντικα δώμα
και σκιούρου λημέρι με πέτρες φτιαγμένο,
τον δείχναν υπερφορτωμένο.
Τόσο έρημος και πέρα απ’ την θλίψη την τόση.
Στων κηφήνων τον βόμβο, η Φύση –η αφέντρα–
απορούσα μιζέρια άλλη αν θα ’χε να δώσει,
απ’ αυτές που ως τώρα τον είχε φορτώσει
κι είδα –τότε– τα δέντρα.
Σκελετοί δίχως σάρκα, που του τόπου γρυλλίζαν,
που υψωνόνταν τσακισμένοι, μπλεγμένοι,
σαν τα κόκαλα κάποιων, που παλιά βασανίζαν
τεράτων, φυλής που είν’ η μνήμη σβησμένη,
δεν αφήναν τον νου σε γαλήνη να μένει.
Κι ένας άντρας σαν βρύο εκεί, κατά ’μένα,
μια λειχήνας μορφή εμένα κοιτούσε,
με τυφλό σκύλο, γέρικο, που τα ’χε χαμένα,
που γρυλλίζοντας γύρω του για πάντα γυρνούσε,
και τα δόντια του έδειχνε και απειλούσε.
Καθαρά ’δα τον άντρα, και τον είδα νομίζω
νεκρό αγριόχορτο, μαραμένο και γκρίζο,
ή μιας σκόνης ανάσα. Όμως πάλι σε λίγο
όταν κοίταξα είχε με τον σκύλο χαθεί,
σαν τολύπα καπνού στο γκρίζο πρωί.
Ήσαν μέρος του εκεί θανάτου όλα αυτά –
τα χόρτα, τα μάραθα, οι απήγανοί;
Ή μορφές του μυαλού μου, απελπισία παλιά,
που σαν ’κείνα φυτρώσαν εκεί,
απ’ τη θλίψη που μου ’ταν γνωστή;
——————————————————————————————
W A S T E L A N D
(Madison Cawein)
Briar and fennel and chincapin,
And rue and ragweed everywhere;
The field seemed sick as a soul with sin,
Or dead of an old despair,
Born of an ancient care.
The cricket's cry and the locust's whirr,
And the note of a bird's distress,
With the rasping sound of the grasshopper,
Clung to the loneliness
Like burrs to a trailing dress.
So sad the field, so waste the ground,
So curst with an old despair,
A woodchuck's burrow, a blind mole's mound,
And a chipmunk's stony lair,
Seemed more than it could bear.
So lonely, too, so more than sad,
So droning-lone with bees –
I wondered what more could Nature add
To the sum of its miseries . . .
And then – I saw the trees.
Skeletons gaunt that gnarled the place,
Twisted and torn they rose –
The tortured bones of a perished race
Of monsters no mortal knows,
They startled the mind's repose.
And a man stood there, as still as moss,
A lichen form that stared;
With an old blind hound that, at a loss,
Forever around him fared
With a snarling fang half bared.
I looked at the man; I saw him plain;
Like a dead weed, gray and wan,
Or a breath of dust. I looked again –
And man and dog were gone,
Like wisps of the graying dawn…
Were they a part of the grim death there –
Ragweed, fennel, and rue?
Or forms of the mind, an old despair,
That there into semblance grew
Out of the grief I knew?